1 [Ed.1] | |
Δουλειά μου: ο πόλεμος και η ποίηση επίσης. |
|
2 [Εd 2] | |
Ένα κοντάρι έχω όλο κι όλο. Κερδίζω το ψωμί μου, εξασφαλίζω το κρασί μου (Ισμαρικό, ας σημειωθεί) και κρατιέμαι όταν μεθάω. |
|
3 [Ed.4] | |
Άντε λοιπόν! Τράβα το γρήγορο ποτήρι, σάλταρε στο καράβι, πήδα στο αμπάρι, πέσε πάνω στα βαρέλια και κρασοκύλησέ τα. Τάπα μη μείνει! Δε μας βλέπω τη βάρδια αυτή ξενέρωτοι να την περνάμε. |
|
4 [Ed.3] |
|
Τέρμα το τραβολόγημα των τόξων και των σφεντόνων η τρεχάλα. Μάζεψε ο Άρης τα συμπράγκαλά του από τον κάμπο. Ώρα για το τέλειο μακελειό των σπαθιών. Επιστατούν επιμελώς άρχοντες φονιάδες εξ Ευβοίας. |
|
5 [Ed.5] |
|
Απ' την κανάτα: μεθύσι εξ επαφής. | |
6 [Ed.6] |
|
Όσο για την ασπίδα, εκείνο το έργο τέχνης που αναγκάστηκα ν' αφήσω ανάμεσα στους θάμνους, σίγουρα κάποιος Σάιος θα την απολαμβάνει. Δεν πάει στο διάβολο· αφού κατάφερα και γλύτωσα, με την ασπίδα τώρα θ' ασχολούμαι; Αρπάζω αργότερα μιάν ίδια - για να μην πω καλύτερη. |
|
7 [Ed.7] |
|
Όλεθρο φιλόξενο διαθέτω για πρόθυμους εχθρούς. | |
8 [Ed.8] |
|
Όποιος φροντίζει ν' αποφεύγει την κατακραυγή του κόσμου, Αισιμίδη, Δεν κινδυνεύει ν' απολαύσει πολλά. |
|
9 [Ed.9-13] |
|
Ούτε οι πολίτες ούτε η πόλη, Περικλή, σκοπεύουν ν' αντιπαρέλθουν με χαρές μιά τέτοια συμφορά. Ποιούς σκέπασε το ασίγαστο κύμα της θάλασσας ξέρει καλά η οδύνη που οργώνει το βυθό της καρδιάς μας. Μα οι θεοί ανέθεσαν τη θεραπεία των αμετάκλητων κακών στην αντοχή της καρτερίας. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα: περαστικά. Τώρα ήρθαν σε μας. θα αιμορραγήσουμε για λίγο πίκρα κι απογοήτευση και αναστεναγμούς και ύστερα θα τρέξουνε αλλού τη μόλυνσή τους. Αφήστε λοιπόν τούς θρήνους και τούς οδυρμούς στα θηλυκά τους. |
|
10 [Ed.10] |
|
Καταχωνιάστε τα κάπου αυτά τ' αφόρητα δώρα του κύριου Ποσειδώνα. |
|
11 [Ed.11] |
|
Μεσοπέλαγα βρήκαμε ν' αναθέσουμε τη σωτηρία μας σε μιάν όμορφη παρθένα, προστάτιδα πόλης. |
|
12 [Ed.12] |
|
Αν φρόντιζε ο Ήφαιστος να του εξασφαλίσει ρούχα πεντακάθαρα, απ' την κορφή μέχρι τα νύχια, θα ήταν όμορφος νεκρός: φλογόλευκος. |
|
13 [Ed.13] |
|
το κλάμα Δε με ανακουφίζει. Όσο για τις απολαύσεις και τα γλέντια, χειρότερα πάντως Δε με κάνουν. |
|
14 [Ed.14] |
|
Όσο πολεμάει ο μισθοφόρος, Γλαύκε, καλύτερος φίλος Δεν υπάρχει. |
|
15 [Ed.15] |
|
Ο πόνος και η αγωνία κρατάνε ανθρώπους τούς ανθρώπους. |
|
16 [Ed.16] |
|
Ό,τι πολυτιμότερο έχουν η τύχη και η μοίρα, αν είναι να το δώσουν, σε άντρα θα το δώσουν, Περικλή. |
|
17 [Ed.17] | |
Βλέπεις εκείνη τη συκιά στο βράχο; με πόση άνεση ταΐζει τόσες κουρούνες! Μιά που το 'φερε ο λόγος: φιλόξενο πλάσμα η Πασιφίλη. |