Ἀριστοτέλους

Περὶ Ψυχῆς

Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου

ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
Περί οσφρήσεως.— Ο άνθρωπος κατώτερος πολλών ζώων κατά την όσφρησιν, ανώτερος δε κατά την αφήν και κατά την διάνοιαν.— Αναφορά οσμών και γεύσεων. — Η όσφρησις παρά τοις διαφόροις ζώοις.— Διαφορά του οσφρητικού οργάνου.

421a7

   Περὶ δὲ ὀσμῆς καὶ ὀσφραντοῦ ἧττον εὐδιόριστόν ἐστι τῶν εἰρημένων· οὐ γὰρ δῆλον ποῖόν τί ἐστιν ἡ ὀσμή, οὕτως ὡς ὁ ψόφος ἢ τὸ χρῶμα. αἴτιον δ' ὅτι τὴν αἴσθησιν ταύτην οὐκ ἔχομεν ἀκριβῆ, ἀλλὰ χείρω πολλῶν ζῴων· φαύλως γὰρ ἄνθρωπος ὀσμᾶται, καὶ οὐθενὸς αἰσθάνεται τῶν ὀσφραντῶν ἄνευ τοῦ λυπηροῦ ἢ τοῦ ἡδέος, ὡς οὐκ ὄντος ἀκριβοῦς τοῦ αἰσθητηρίου.

1. Περί δε της οσφρήσεως και του οσφραντού είναι ολιγώτερον εύκολον να ορίσωμεν αυτά παρά τας ειρημένας αισθήσεις, διότι δεν είναι φανερόν οποία είναι η φύσις της οσμής, όπως είναι φανερόν τί είναι ο ήχος ή το χρώμα. Αίτιον δε τούτου είναι ότι η αίσθησις αύτη εις ημάς δεν είναι ακριβής, αλλά χειρότερα παρά εις πολλά ζώα. Ο άνθρωπος αισθάνεται ασθενώς τας οσμάς, και δεν οσφραίνεται κανέν οσφραντόν χωρίς να αισθανθή λύπην ή ηδονήν, διά τον λόγον ότι δεν είναι ακριβές το αισθητήριον.

 

εὔλογον δ' οὕτω καὶ τὰ σκληρόφθαλμα τῶν χρωμάτων αἰσθάνεσθαι, καὶ μὴ διαδήλους αὐτοῖς εἶναι τὰς διαφορὰς τῶν χρωμάτων πλὴν τῷ φοβερῷ καὶ ἀφόβῳ· οὕτω δὲ καὶ περὶ τὰς ὀσμὰς τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος. ἔοικε μὲν γὰρ ἀνάλογον ἔχειν πρὸς τὴν γεῦσιν, καὶ ὁμοίως τὰ εἴδη τῶν χυμῶν τοῖς τῆς ὀσμῆς, ἀλλ' ἀκριβεστέραν ἔχομεν τὴν γεῦσιν διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν ἁφήν τινα, ταύτην δ' ἔχειν τὴν αἴσθησιν τὸν ἄνθρωπον ἀκριβεστάτην· ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἄλλαις λείπεται πολλῶν τῶν ζῴων, κατὰ δὲ τὴν ἁφὴν πολλῷ τῶν ἄλλων διαφερόντως ἀκριβοῖ· διὸ καὶ φρονιμώτατόν ἐστι τῶν ζῴων. σημεῖον δὲ τὸ καὶ ἐν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων παρὰ τὸ αἰσθητήριον τοῦτο εἶναι εὐφυεῖς καὶ ἀφυεῖς, παρ' ἄλλο δὲ μηδέν· οἱ μὲν γὰρ σκληρόσαρκοι ἀφυεῖς τὴν διάνοιαν, οἱ δὲ μαλακόσαρκοι εὐφυεῖς.

2. Πιθανόν είναι και ότι τα έχοντα σκληρούς οφθαλμούς ζώα (1) ασθενώς αισθάνονται τα χρώματα και δεν είναι κατάδηλοι εις αυτά αι διαφοραί των χρωμάτων, ειμή διά της αφοβίας ή του φόβου, ον ταύτα γεννώσιν. Ομοίως δε και τας οσμάς αισθάνεται το ανθρώπινον γένος. Διότι φαίνεται, ότι η οσμή είναι ανάλογος προς την γεύσιν, και ότι τα είδη των χυμών είναι όμοια προς τα είδη των οσμών. Αλλ' έχομεν τελειοτέραν την γεύσιν, διότι η γεύσις είναι είδος αφής, την δε αφήν έχει ο άνθρωπος τελειοτάτην. Και κατά μεν τας άλλας αισθήσεις είναι κατώτερος πολλών ζωών, κατά την τελειότητα όμως της αφής είναι πολύ υπέρτερος των άλλων ζώων. Διά τούτο είναι και το νοημονέστατον των ζώων· απόδειξις δε τούτου είναι ότι και μεταξύ των ανθρώπων [σ. 86] διά το αισθητήριον τούτο υπάρχουσιν ευφυείς και αφυείς, δι' ουδέν όμως εκ των άλλων· οι μεν έχοντες σκληράν την σάρκα (το όργανον της αφής) είναι αφυείς, οι δε μαλακόσαρκοι είναι ευφυείς διανοητικώς.

421a26

   ἔστι δ', ὥσπερ χυμὸς ὁ μὲν γλυκὺς ὁ δὲ πικρός, οὕτω καὶ ὀσμαί, ἀλλὰ τὰ μὲν ἔχουσι τὴν ἀνάλογον ὀσμὴν καὶ χυμόν, λέγω δὲ οἷον γλυκεῖαν ὀσμὴν καὶ γλυκὺν χυμόν, τὰ δὲ τοὐναντίον. ὁμοίως δὲ καὶ δριμεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ ὀξεῖα καὶ λιπαρά ἐστιν ὀσμή. ἀλλ' ὥσπερ εἴπομεν, διὰ τὸ μὴ σφόδρα διαδήλους εἶναι τὰς ὀσμὰς ὥσπερ τοὺς χυμούς, [ἀπὸ τούτων] εἴληφε τὰ ὀνό-

3. Όπως δε οι χυμοί είναι άλλοι γλυκείς και άλλοι πικροί, ούτως είναι και αι οσμαί. Αλλά άλλοτε μεν τα ζώα έχουσι την οσμήν και τον χυμόν ανάλογα, εννοώ π. χ. ότι έχουσι γλυκείαν και την οσμήν, γλυκύν και τον χυμόν, άλλοτε δε τουναντίον. Ομοίως δε αι οσμαί, όπως οι χυμοί, είναι και δριμείαι και αυστηραί και οξείαι και λιπαραί. Αλλά, καθώς είπομεν, επειδή δεν είναι αι οσμαί τόσον φανεραί, όπως είναι οι χυμοί, από των χυμών έλαβον

421b

ματα καθ' ὁμοιότητα τῶν πραγμάτων, ἡ μὲν γλυκεῖα κρόκου καὶ μέλιτος, ἡ δὲ δριμεῖα θύμου καὶ τῶν τοιούτων· τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων.

τα ονόματα των αι οσμαί διά την ομοιότητα των πραγμάτων. Ούτω γλυκεία οσμή εκλήθη η του κρόκου και του μέλιτος, δριμείαι δε η του θύμου και των τοιούτων (2). Όμοια δυνάμεθα να είπωμεν και περί των άλλων.

 

ἔστι δ' ὥς- περ ἡ ἀκοὴ καὶ ἑκάστη τῶν αἰσθήσεων, ἡ μὲν τοῦ ἀκουστοῦ καὶ ἀνηκούστου, ἡ δὲ τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου, καὶ ἡ ὄσφρησις τοῦ ὀσφραντοῦ καὶ ἀνοσφράντου. ἀνόσφραντον δὲ τὸ μὲν παρὰ τὸ ὅλως ἀδύνατον <εἶναι> ἔχειν ὀσμήν, τὸ δὲ μικρὰν ἔχον καὶ φαύλην. ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ἄγευστον λέγεται.

4. Όπως η ακοή και εκάστη των άλλων αισθήσεων έχουσιν ίδιον αντικείμενον, και η μεν ακοή είναι η αίσθησις του ακουστού και του ανηκούστου, η δε όψις του ορατού και του αοράτου, ούτω η όσφρησις είναι και η αίσθησις του οσφραντού και του ανοσφράντου (αόσμου). Ανόσφραντον δε σώμα λέγεται το μη δυνάμενον να έχη οσμήν (ως λ. χ. ο ήχος) και το έχον ολίγην ή αόριστον. Καθ' όμοιον τρόπον λέγεται και ότι σώμα τι είναι άγευστον (δεν έχει γεύσιν).

 

   ἔστι δὲ καὶ ἡ ὄσφρησις διὰ τοῦ μεταξύ, οἷον ἀέρος ἢ ὕδατος· καὶ γὰρ τὰ ἔνυδρα δοκοῦσιν ὀσμῆς αἰσθάνεσθαι, ὁμοίως καὶ τὰ ἔναιμα καὶ τὰ ἄναιμα, ὥσπερ καὶ τὰ ἐν τῷ ἀέρι· καὶ γὰρ τούτων ἔνια πόρρωθεν ἀπαντᾷ πρὸς τὴν τροφὴν ὕποσμα γινόμενα.

5. Γίνεται δε και η όσφρησις διά του μεταξύ αυτής και του οσφραντού μεσολαβούντος, οποίον είναι ο αήρ ή το ύδωρ. Διότι και τα ένυδρα φαίνεται ότι αισθάνονται την οσμήν, ομοίως δε και τα έναιμα και τα άναιμα, καθώς και τα εν τω αέρι (τα πτηνά)· διότι και τινα εκ τούτων (αι μέλισσαι λ. χ.) μακρόθεν έρχονται προς την τροφήν, αισθανθέντα την οσμήν αυτής.

 

διὸ καὶ ἄπορον φαίνεται εἰ πάντα μὲν ὁμοίως ὀσμᾶται, ὁ δ' ἄνθρωπος ἀναπνέων μέν, μὴ ἀναπνέων δὲ ἀλλ' ἐκπνέων ἢ κατέχων τὸ πνεῦμα οὐκ ὀσμᾶται, οὔτε πόρρωθεν οὔτ' ἐγγύθεν, οὐδ' ἂν ἐπὶ τοῦ μυκτῆρος ἐντὸς τεθῇ· καὶ τὸ μὲν ἐπ' αὐτῷ τιθέμενον τῷ αἰσθητηρίῳ ἀναίσθητον εἶναι κοινὸν πάντων, ἀλλὰ τὸ ἄνευ τοῦ ἀναπνεῖν μὴ αἰσθάνεσθαι ἴδιον ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων· δῆλον δὲ πειρωμένοις· ὥστε τὰ ἄναιμα, ἐπειδὴ οὐκ ἀναπνέουσιν, ἑτέραν ἄν τιν' αἴσθησιν ἔχοι παρὰ τὰς λεγομένας. ἀλλ' ἀδύνατον, εἴπερ τῆς ὀσμῆς αἰσθάνεται· ἡ γὰρ τοῦ ὀσφραντοῦ αἴσθησις καὶ δυσώδους καὶ εὐώδους ὄσφρησίς ἐστιν. ἔτι δὲ καὶ φθειρόμενα φαίνεται ὑπὸ τῶν ἰσχυρῶν ὀσμῶν ὑφ' ὧνπερ ἄνθρωπος, οἷον ἀσφάλτου καὶ θείου καὶ τῶν τοιούτων. ὀσφραίνεσθαι μὲν οὖν ἀναγκαῖον, ἀλλ' οὐκ ἀναπνέοντα.

6. Και διά τούτο άπορον φαίνεται, αν πάντα τα ζώα ταύτα [σ. 87] ομοίως αισθάνονται την οσμήν. Ο άνθρωπος αναπνέων οσφραίνεται, ενώ μη αναπνέων αλλ' εκπνέων ή κρατών την πνοήν του δεν οσφραίνεται το αντικείμενον ούτε πλησίον, ούτε μακρόθεν, ούτε αν τεθή τούτο (επί της μεμβράνης) εντός της ρινός. Και το να είναι ουχί αισθητόν το πράγμα, το οποίον επιτίθεται επ' αυτού του αισθητηρίου, τούτο είναι κοινόν εις όλα τα ζώα. Αλλά το να μη λειτουργή η όσφρησις άνευ της αναπνοής, τούτο είναι ίδιον των ανθρώπων. Φανερόν δε γίνεται τούτο διά πειράματος. Άλλως τα άναιμα ζώα, επειδή δεν αναπνέουσιν, ίσως θα είχον άλλην τινά αίσθησιν εκτός των ειρημένων. Αλλά τούτο είναι αδύνατον, διότι αισθάνονται την οσμήν, η δε αίσθησις του οσφραντού, είτε ευώδες είναι τούτο είτε δυσώδες, είναι η όσφρησις. Προσέτι δε τα τοιαύτα ζώα φαίνονται ότι καταστρέφονται από των ισχυρών οσμών, υπό των οποίων φονεύεται και ο άνθρωπος, π.χ. υπό της ασφάλτου, του θείου και των τοιούτων σωμάτων. Αναγκαίον συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι ταύτα οσφραίνονται, αλλά χωρίς να αναπνέωσι.

 

ἔοικε δὲ τοῖς ἀνθρώποις διαφέρειν τὸ αἰσθητήριον τοῦτο πρὸς τὸ τῶν ἄλλων ζῴων, ὥσπερ τὰ ὄμματα πρὸς τὰ τῶν σκληροφθάλμων-τὰ μὲν γὰρ ἔχει φράγμα καὶ ὥσπερ ἔλυτρον τὰ βλέφαρα, ἃ μὴ κινήσας μηδ' ἀνασπάσας οὐχ ὁρᾷ· τὰ δὲ σκληρόφθαλμα οὐδὲν ἔχει τοιοῦτον, ἀλλ' εὐθέως ὁρᾷ τὰ γινόμενα ἐν τῷ διαφανεῖ-οὕτως οὖν καὶ τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον τοῖς μὲν

7. Φαίνεται δε ότι το αισθητήριον τούτο παρά τοις ανθρώποις διαφέρει του των άλλων ζώων, όπως και τα όμματα εκείνων διαφέρουσιν από τα των σκληροφθάλμων. Διότι τα του ανθρώπου έχουσι φραγμόν και τρόπον τινά σκέπασμα τα βλέφαρα, και αν δεν κινήση και δεν ανασύρη ταύτα, δεν βλέπει· τα δε σκληρόφθαλμα ουδένα τοιούτον φραγμόν έχουσιν, αλλά βλέπουσιν αμέσως τα συμβαίνοντα εν τω διαφανεί μέσω (εν τω αέρι ή ύδατι). Λοιπόν ούτω και το οσφραντικόν αισθητήριον των μεν

422a

ἀκαλυφὲς εἶναι, ὥσπερ τὸ ὄμμα, τοῖς δὲ τὸν ἀέρα δεχομένοις ἔχειν ἐπικάλυμμα, ὃ ἀναπνεόντων ἀποκαλύπτεται, διευρυνομένων τῶν φλεβίων καὶ τῶν πόρων.

είναι άνευ καλύμματος, όπως και το όμμα αυτών. Το δε των ζώων, τα όποια αναπνέουσι τον αέρα, έχει επικάλυμμα, το οποίον, όταν γίνηται η αναπνοή, ανοίγεται ευρυνομένων των μικρών φλεβών και των πόρων.

 

καὶ διὰ τοῦτο τὰ ἀναπνέοντα οὐκ ὀσμᾶται ἐν τῷ ὑγρῷ· ἀναγκαῖον γὰρ ὀσφρανθῆναι ἀναπνεύσαντα, τοῦτο δὲ ποιεῖν ἐν τῷ ὑγρῷ ἀδύνατον. ἔστι δ' ἡ ὀσμὴ τοῦ ξηροῦ (ὥσπερ ὁ χυμὸς τοῦ ὑγροῦ), τὸ δὲ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον δυνάμει τοιοῦτον.

8. Και διά τούτο τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, δεν αισθάνονται οσμήν εντός του υγρού· διότι, ίνα οσφρανθώσι, πρέπει να αναπνεύσουν, αλλά είναι αδύνατον να πράξωσι τούτο εντός του ύδατος. Τέλος η οσμή είναι ιδιότης του ξηρού, όπως ο χυμός είναι [σ. 88] του υγρού. Και το οσφραντικόν αισθητήριον είναι δυνάμει τοιούτον, οίον είναι το οσφραντόν αντικείμενον.

 

Σημειώσεις

1) Τα έντομα λ. χ., τα οστρακόδερμα και τα ζώα, των οποίων ο οφθαλμός δεν καλύπτεται υπό μεμβράνης ή βλεφάρου.

2) Διότι ανάλογος είναι και η γεύσις ή ο χυμός των πραγμάτων τούτων.

 

 

[Αρχή σελίδας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2002