ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

Περί χρώματος. — Αναφορά χρώματος προς το φως και το διαφανές. —Γένεσις των χρωμάτων Αρχικά χρώματα το λευκόv και το μέλαν. — Αριθμητικαί αναφοραί χρωμάτων (και ήχων).—Το χρώμα αποτέλεσμα ουχί απορροιών αλλά κινήσεως. —Μίξις των σωμάτων.
 
Περὶ δὲ τῶν αἰσθητῶν τῶν καθ΄ ἕκαστον αἰσθητήριον͵ οἷον λέγω χρώματος καὶ ψόφου καὶ ὀσμῆς καὶ χυμοῦ καὶ ἁφῆς͵ καθόλου μὲν εἴρηται ἐν τοῖς περὶ ψυχῆς͵ τί τὸ ἔργον αὐτῶν καὶ τί τὸ ἐνεργεῖν καθ΄ ἕκαστον τῶν αἰσθητηρίων. τί δέ ποτε δεῖ λέγειν ὁτιοῦν αὐτῶν͵ οἷον τί χρῶμα ἢ τί ψόφον ἢ τί ὀσμὴν ἢ χυμόν͵ ὁμοίως δὲ καὶ περὶ ἁφῆς͵ ἐπισκεπτέον͵ καὶ πρῶτον περὶ χρώματος.      1. Περί δε τωv αισθητών αντικειμένων, τα οποία είναι αντιληπτά υπό εκάστου των αισθητηρίων οργάνων, λέγω δηλαδή το χρώμα και τον ήχον και την δομήν και τον χυμόν και την αφήν 36, γενικώς εξετέθη εν τω περί Ψυχής τί είναι το έργον αυτών και πως ταύτα ενεργούσι σχετικώς προς έκαστον των αισθητηρίων. Δέον να εξετάσωμεν τώρα τι πρέπει να εννοώμεν οιονδήποτε αυτών, δήλα δη τι είναι το χρώμα ή τί ο ήχος, τι η οσμή, ή ο χυμός, ομοίως δε και το απτόν. Και πρώτον περί χρώματος.
ἔστι μὲν οὖν ἕκαστον διχῶς λεγόμενον͵ τὸ μὲν ἐνεργείᾳ τὸ δὲ δυνάμει. τὸ μὲν οὖν ἐνεργείᾳ χρῶμα καὶ ψόφος πῶς ἐστὶ τὸ αὐτὸ ἢ ἕτερον ταῖς κατ΄ ἐνέργειαν αἰσθήσεσιν͵ οἷον ὁράσει καὶ ἀκούσει͵ εἴρηται ἐν τοῖς περὶ ψυχῆς· τί δὲ ἕκαστον αὐτῶν ὂν ποιήσει τὴν αἴσθησιν καὶ τὴν ἐνέργειαν͵ νῦν λέγωμεν. 2. Έκαστον πράγμα δύναται να νοήται κατά δύο τρόπους, είτε ενεργεία, είτε, δυνάμει. Πως δε το εν ενεργεία χρώμα και ο εν ενεργεία ήχος είναι ο αυτός ή διάφορος από τας κατ' ενέργειαν αισθήσεις, την όρασιν και την άκουσιν, είπομεν εις τα περί Ψυχής. Τι δε πρέπει να είναι έκαστον αυτών, ίνα παραγάγη την αίσθησιν και την ενέργειαν αυτής, ας είπωμεν τώρα.
ὥσπερ οὖν εἴρηται περὶ φωτὸς ἐν ἐκείνοις͵ ὅτι ἐστὶ χρῶμα τοῦ διαφανοῦς κατὰ συμβεβηκόςὅταν γὰρ ᾖ τι πυρῶδες ἐν διαφανεῖ͵ ἡ μὲν παρουσία φῶς͵ ἡ δὲ στέρησίς ἐστι σκότος· ὃ δὲ λέγομεν διαφανὲς οὐκ ἔστιν ἴδιον ἀέρος ἢ ὕδατος οὐδ΄ ἄλλου τῶν οὕτω λεγομένων σωμάτων͵ ἀλλά τίς ἐστι κοινὴ φύσις καὶ δύναμις͵ ἣ χωριστὴ μὲν οὐκ ἔστιν͵ ἐν τούτοις δ΄ ἔστι͵ καὶ τοῖς ἄλλοις σώμασιν ἐνυπάρχει͵ τοῖς μὲν μᾶλλον τοῖς δ΄ ἧττον· 3. Καθώς λοιπόν είπομεν εκεί, το φως είναι το χρώμα του διαφανούς, παραγόμενον κατά συμβεβηκός 37. Διότι όταν υπάρχη σώμα πεπυρωμένον εις το διαφανές (του αέρος) η παρουσία του αποτελεί φως, η δε απουσία του ποιεί σκότος. Ό,τι δε ονομάζομεν διαφανές δεν είναι ιδιότης μόνου του αέρος ή του ύδατος, ούτε άλλου τινός εκ των σωμάτων των λαμβανόντων το όνομα τούτο (το διαφανές), αλλ' είναι κοινή 38 φύσις και δύναμις, ήτις δεν υπάρχει μεν χωριστή 39, αλλ' είναι εις ταύτα και ακόμη και εις άλλα σώματα, εις άλλα περισσότερον και εις άλλα ολιγώτερον.
ὥσπερ οὖν καὶ τῶν σωμάτων ἀνάγκη τι εἶναι ἔσχατον͵ καὶ ταύτης 4. Όπως δε αναγκαίως υπάρχει τι τελευταίον άκρον (επιφάνεια) των (στερεών) σωμάτων, ούτω υπάρχει και ταύτης της δυνάμεως 40.
ἡ μὲν οὖν τοῦ φωτὸς φύσις ἐν ἀορίστῳ τῷ διαφανεῖ ἐστίν· 5. Λοιπόν το φως ευρίσκεται εις αδιόριστον διαφανές 41. Ότι όμως το άκρον όριον του διαφανούς υπάρχει εις τα σώματα (έχει επιφάνειαν) είναι φανερόν.
τοῦ δ΄ ἐν τοῖς σώμασι διαφανοῦς τὸ ἔσχατον ὅτι μὲν εἴη ἄν τι͵ δῆλον͵ ὅτι δὲ τοῦτ΄ ἐστὶ τὸ χρῶμα͵ ἐκ τῶν συμβαινόντων φανερόν. τὸ γὰρ χρῶμα ἢ ἐν τῷ πέρατί ἐστιν ἢ πέρας (διὸ καὶ οἱ Πυθαγόρειοι τὴν ἐπιφάνειαν χρόαν ἐκάλουν)· ἔστι μὲν γὰρ ἐν τῷ τοῦ σώματος πέρατι͵ ἀλλ΄ οὐ τὸ τοῦ σώματος πέρας͵ ἀλλὰ τὴν αὐτὴν φύσιν δεῖ νομίζειν ἥπερ καὶ ἔξω [439b] χρωματίζεται͵ ταύτην καὶ ἐντός. 6. και προσέτι είναι φανερόν εκ των γεγονότων, ότι τούτο είναι το χρώμα.42. Διότι το χρώμα ή είναι εις το άκρον των σωμάτων ή είναι αυτό το άκρον. Διά τούτο και οι Πυθαγόρειοι ωνόμαζον χρώμα την επιφάνειαν διότι το χρώμα είναι εις το άκρον του σώματος, αλλά δεν είναι το άκρον του σώματος. Πρέπει, τουναντίον, να νομίζωμεν, ότι η αυτή ποσότης χρώματος, ήτις παρατηρείται εκτός, η αυτή υπάρχει και εντός.
φαίνεται δὲ καὶ ἀὴρ καὶ ὕδωρ χρωματιζόμενα· καὶ γὰρ ἡ αὐγὴ τοιοῦτόν ἐστιν. ἀλλ΄ ἐκεῖ μὲν διὰ τὸ ἐν ἀορίστῳ οὐ τὴν αὐτὴν ἐγγύθεν καὶ προσιοῦσι καὶ πόρρωθεν ἔχει χρόαν οὔθ΄ ὁ ἀὴρ οὔθ΄ ἡ θά λαττα· ἐν δὲ τοῖς σώμασιν͵ ἐὰν μὴ τὸ περιέχον ποιῇ μεταβάλλειν͵ ὥρισται καὶ ἡ φαντασία τῆς χρόας. δῆλον ἄρα ὅτι τὸ αὐτὸ κἀκεῖ κἀνθάδε δεκτικὸν τῆς χρόας ἐστίν. τὸ ἄρα διαφανὲς καθ΄ ὅσον ὑπάρχει ἐν τοῖς σώμασιν (ὑπάρχει δὲ μᾶλλον καὶ ἧττον ἐν πᾶσι) χρώματος ποιεῖ μετέχειν. 7. Φαίνεται δε ότι και ο αήρ και το ύδωρ χρωματίζονται 43, διότι χρώμα είναι και η υπόλαμψις αυτών 44. Αλλ' εδώ μεν επειδή το χρώμα είναι εις αδιόριστον σώμα 45, ούτε ο αήρ ούτε η θάλασσα έχουσι το αυτό χρώμα, όταν τα βλέπωμεν εγγύθεν πλησιάζοντες, και όταν μακρόθεν. Αλλά εις τα (στερεά) σώματα, εάν το περιέχον 46 δεν τα κάμνη να μεταβάλλωσι χρώμα, είναι προσδιωρισμένη η όψις του χρώματος 47. Είναι άρα πρόδηλον ότι και εκεί και εδώ 48 το αυτό ον δέχεται (αισθάνεται) το χρώμα, το διαφανές δε είναι εκείνο, όπερ καθ' όσον υπάρχει εις τα σώματα (και υπάρχει ολιγώτερον ή περισσότερον εις όλα 49) κάμνει πάντα να έχωσι χρώμα.
ἐπεὶ δ΄ ἐν πέρατι ἡ χρόα͵ τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη. ὥστε χρῶμα ἂν εἴη τὸ τοῦ διαφανοῦς ἐν σώματι ὡρισμένῳ πέρας. καὶ αὐτῶν δὲ τῶν διαφανῶν͵ οἷον ὕδατος καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον͵ καὶ ὅσοις φαίνεται χρῶμα ἴδιον ὑπάρχειν͵ κατὰ τὸ ἔσχατον ὁμοίως πᾶσιν ὑπάρχει. 8. Επειδή δε το χρώμα είναι εις το άκρον, θα είναι και εις το άκρον της διαφανούς ουσίας. Ώστε το χρώμα είναι το άκρον του διαφανούς εν προσδιωρισμένω σώματι 50. Ομοίως δε υπάρχει το χρώμα και εις αυτά τα (εξόχως) διαφανή, οία είναι το ύδωρ και ό,τι άλλο τοιούτον 51 και εις όσα 52 φαίνεται ότι υπάρχει εις την επιφάνειαν χρώμα ιδιαίτερον.
ἔστι μὲν οὖν ἐνεῖναι ἐν τῷ διαφανεῖ τοῦθ΄ ὅπερ καὶ ἐν τῷ ἀέρι ποιεῖ φῶς͵ ἔστι δὲ μή͵ ἀλλ΄ ἐστερῆσθαι. ὥσπερ οὖν ἐκεῖ τὸ μὲν φῶς τὸ δὲ σκότος͵ οὕτως ἐν τοῖς σώμασιν ἐγγίγνεται τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν.      9. Δύναται λοιπόν να υπάρχη και εις το διαφανές (των ωρισμένων σωμάτων) εκείνο όπερ παράγει το φως εν τω αέρι 53, δύναται δε να μη υπάρχη και να είναι εστερημένον αυτού το διαφανές. Και καθώς εν τω αέρι άλλοτε μεν υπάρχει φως και άλλοτε σκότος, ούτως εις τα σώματα γίνεται το λευκόν και το μέλαν.
περὶ δὲ τῶν ἄλλων χρωμάτων ἤδη͵ διελομένοις ποσαχῶς ἐνδέχεται γίγνεσθαι͵ λεκτέον. ἐν δέχεται μὲν γὰρ παρ΄ ἄλληλα τιθέμενα τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν͵ ὥσθ΄ ἑκάτερον μὲν εἶναι ἀόρατον διὰ σμικρότητα͵ τὸ δ΄ ἐξ ἀμφοῖν ὁρατόν͵ οὕτω γίγνεσθαι. τοῦτο γὰρ οὔτε λευκὸν οἷόν τε φαίνεσθαι οὔτε μέλαν· ἐπεὶ δ΄ ἀνάγκη μέν τι ἔχειν χρῶμα͵ τούτων δ΄ οὐδέτερον δυνατόν͵ ἀνάγκη μεικτόν τι εἶναι καὶ εἶδός τι χρόας ἕτερον. ἔστι μὲν οὖν οὕτως ὑπολαβεῖν πλείους εἶναι χρόας παρὰ τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν͵      10. Περί δε των άλλων χρωμάτων πρέττει νυν να είπωμεν, αφού κάμωμεν διακρίσεις τινάς, κατά πόσους τρόπους δύνανται να γίνωνται. Διότι είναι δυνατόν να τεθώσι πλησίον αλλήλων το λευκόν και το μέλαν 54, ούτως ώστε και το εν και το άλλο να είναι αόρατα ένεκα της σμικρότηταςαυτών, το εξ αμφοτέρων όμως προκύπτον να είναι ορατόν. Τούτο δεν εivαι δυνατόν να είναι ούτε μέλαν ούτε λευκόν· αλλ' επειδή εξ ανάγκης πρέπει να έχη χρώμά τι, όπερ όμως δεν δύναται vα είναι κανέν εκ των δύο εκείνων, κατ' ανάγκην πρέπει να είναι μικτόν τι και άλλου είδους χρώμα. Ούτω λοιπόν δυνάμεθα να εξηγήσωμεν πώς υπάρχουσι χρώματα περισσότερα παρά το λευκόν και το μέλαν 55.
πολλὰς δὲ τῷ λόγῳ (τρία γὰρ πρὸς δύο͵ καὶ τρία πρὸς τέτταρα͵ καὶ κατ΄ ἄλλους ἀριθμοὺς ἔστι παρ΄ ἄλληλα κεῖσθαι· τὰ δ΄ ὅλως κατὰ μὲν λόγον μηδένα͵ καθ΄ ὑπεροχὴν δέ τινα καὶ ἔλλειψιν ἀσύμμετρον)͵ καὶ τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον ἔχειν ταῦτα ταῖς συμφωνίαις· 11. Την πολλότητα δε δυνάμεθα να εξηγήσωμεν διά της αναλογίας των μερών 56. Διότι δύνανται να ενωθώσι τρία μέρη του ενός με δύο του άλλου, ή τρία με τέσσαρα, ή και κατ' άλλους αριθμούς δύνανται να συντίθενται το εν μετά του άλλου. Άλλα δε μέρη ουδεμίαν έχουσιν ωρισμένην αναφοράν, άλλα είτε ένεκεν υπερβολής, είτε ένεκεν ελλείψεως 57 είναι ασύμμετρα. Την αυτήν σχέσιν έχουσι και αι συμφωνίαι των ήχων.
τὰ μὲν γὰρ ἐν ἀριθμοῖς εὐλογίστοις χρώματα͵ καθάπερ ἐκεῖ τὰς συμφωνίας͵ τὰ ἥδιστα τῶν χρωμάτων εἶναι δοκοῦντα͵ οἷον [440a] τὸ ἁλουργὸν καὶ τὸ φοινικοῦν καὶ ὀλίγ΄ ἄττα τοιαῦτα (δι΄ ἥνπερ αἰτίαν καὶ αἱ συμφωνίαι ὀλίγαι)͵ Διότι τα χρώματα, τα οποία δύνανται να εκφρασθώσι δι' αριθμητικών αναλογιών, όπως και αι συμφωνίαι, φαίνονται ότι είναι τα γλυκύτατα των χρωμάτων, οία είναι το αλουργόν (άλικον) και το πορφυρούν 58 και άλλα τοιαύτα, τα οποία είναι ολίγα διά την αυτήν αιτίαν, διά την οποίαν ολίγαι είναι αι συμφωνίαι των ήχων.
τὰ δὲ μὴ ἐν ἀριθμοῖς τἆλλα χρώματα· ἢ καὶ πάσας τὰς χρόας ἐν ἀριθμοῖς εἶναι͵ τὰς μὲν τεταγμένας τὰς δὲ ἀτάκτους͵ καὶ αὐτὰς ταύτας͵ ὅταν μὴ καθαραὶ ὦσι͵ διὰ τὸ μὴ ἐν ἀριθμοῖς εἶναι τοιαύτας γίγνεσθαι. εἷς μὲν οὖν τρόπος τῆς γενέσεως τῶν χρωμάτων οὗτος͵ Τα άλλα δε χρώματα είναι τα μη έχοντα αριθμητικάς αναλογίας ή είναι δυνατόν και πάντα τα χρώματα να εκφρασθώσι δι' αριθμών, άλλα τα μεν έχουσι τάξιν 59, άλλα δε είναι άτακτα, αυτά δε ταύτα (τα άτακτα), όταν δεν είναι καθαρά, γίνονται τοιαύτα (άτακτα), διότι δεν έχουσιν αριθμητικάς σχέσεις. Εις λοιπόν τρόπος γενέσεως των χρωμάτων είναι ούτος.
εἷς δὲ τὸ φαίνεσθαι δι΄ ἀλλήλων͵ οἷον ἐνίοτε οἱ γραφεῖς ποιοῦσιν͵ ἑτέραν χρόαν ἐφ΄ ἑτέραν ἐναργεστέραν ἐπαλείφοντες͵ ὥσπερ ὅταν ἐν ὕδατί τι ἢ ἐν ἀέρι βούλωνται ποιῆσαι φαινόμενον͵ καὶ οἷον ὁ ἥλιος καθ΄ αὑτὸν μὲν λευκὸς φαίνεται͵ διὰ δ΄ ἀχλύος καὶ καπνοῦ φοινικοῦς. πολλαὶ δὲ καὶ οὕτως ἔσονται χρόαι τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ πρότερον εἰρημένῳ· λόγος γὰρ ἂν εἴη τις τῶν ἐπιπολῆς πρὸς τὰ ἐν βάθει͵ τὰ δὲ καὶ ὅλως οὐκ ἐν λόγῳ.      12. Άλλος δε τρόπος είναι το να φαίνωνται τα χρώματα άλλα διά μέσου άλλων 60 , ως κάμνουσιν ενίοτε οι ζωγράφοι, επαλείφοντες δεύτερον χρώμα επί χρώματος λαμπροτέρου, ως όταν λ. χ. θέλωσι να παραστήσωσι πράγμα τι, ότι φαίνεται εντός του ύδατος ή του αέρος. Ούτως ο ήλιος καθ' εαυτόν μεν φαίνεται λευκός, διά μέσου δε νεφέλης ή καπνού φαίνεται ερυθρός. Και ούτω δε χρώματα θα είναι πολλά καθ' ον τρόπον και ανωτέρω είπομεν, διότι θα υπάρχη αναλογία των επί της επιφανείας χρωμάτων προς τα εις το βάθος κείμενα, άλλα δε ουδεμίαν θα έχωσιν ωρισμένην αναλογίαν.
τὸ μὲν οὖν͵ ὥσπερ οἱ ἀρχαῖοι͵ λέγειν ἀπόρροιαν εἶναι τὴν χρόαν καὶ ὁρᾶσθαι διὰ τοιαύτην αἰτίαν ἄτοπον· πάντως γὰρ δι΄ ἁφῆς ἀναγκαῖον αὐτοῖς ποιεῖν τὴν αἴσθησιν͵ ὥστ΄ εὐθὺς κρεῖττον φάναι τῷ κινεῖσθαι τὸ μεταξὺ τῆς αἰσθήσεως ὑπὸ τοῦ αἰσθητοῦ γίγνεσθαι τὴν αἴσθησιν͵ ἁφῇ καὶ μὴ ταῖς ἀπορροίαις.      13. Το να ισχυρίζηταί τις λοιπόν, καθώς οι αρχαίοι, ότι τα χρώματα είναι απόρροιαι των σωμάτων και ότι διά την αιτίαν ταύτην ορώνται, είναι άτοπον. Διότι πάντως κατ' αυτούς πάσαι αι αισθήσεις πρέπει αναγκαίως να γίνωνται δια της αφής, ώστε είναι καλύτερον να λέγωμεν ευθύς, ότι γίνεται η αίσθησις ένεκα της κινήσεως του μεσολαβούντος σώματος, ην τούτο λαμβάνει υπό του αισθητού αντικειμένου, διά της αφής και ουχί διά των απορροιών.
ἐπὶ μὲν οὖν τῶν παρ΄ ἄλληλα κειμένων ἀνάγκη ὥσπερ καὶ μέγεθος λαμβάνειν ἀόρατον͵ οὕτω καὶ χρόνον ἀναίσθητον͵ ἵνα λανθάνωσιν αἱ κινήσεις ἀφικνούμεναι καὶ ἓν δοκῇ εἶναι διὰ τὸ ἅμα φαίνεσθαι·      14. Εις τα χρώματα λοιπόν τα τιθέμενα πλησίον αλλήλων 61, καθώς ταύτα λαμβάνουσι μέγεθος αόρατον, ούτως ανάγκη να υποθέση τις ότι έχουσι και χρόνον ανεπαίσθητον, ώστε αι κινήσεις των δύο χρωμάτων να μας διαφεύγωσι και να φαίνωνται ότι είναι εν, διότι γίνονται συγχρόνως αντιληπταί.
ἐνταῦθα δὲ οὐδεμία ἀνάγκη͵ ἀλλὰ τὸ ἐπιπολῆς χρῶμα ἀκίνητον ὂν καὶ κινούμενον ὑπὸ τοῦ ὑποκειμένου οὐχ ὁμοίαν ποιήσει τὴν κίνησιν. διὸ καὶ ἕτερον φαίνεται καὶ οὔτε λευκὸν οὔτε μέλαν. 15. Ενταύθα όμως 62 ουδεμία τοιαύτη ανάγκη υπάρχει, αλλά το επί της επιφανείας χρώμα, όταν είναι ακίνητον και όταν κινήται υπό του υποκειμένου εις αυτό, δεν θα παραγάγη κίνησιν ομοίαν (με εκείνην, την οποίαν θα παρήγε μόνον). Διά τούτο και άλλο φαίνεται (το χρώμα τούτο) και ούτε λευκόν ούτε μέλαν 63.
ὥστ΄ εἰ μὴ ἐνδέχεται μηδὲν εἶναι μέγεθος ἀόρατον͵ ἀλλὰ πᾶν ἔκ τινος ἀποστήματος ὁρατόν͵ καίτοι αὕτη τις ἂν εἴη χρωμάτων μίξις. κἀκείνως δ΄ οὐδὲν κωλύει φαίνεσθαί τινα χρόαν κοινὴν τοῖς πόρρωθεν· 16. Ώστε εάν δεν είναι δυνατόν να είναι κανέν μέγεθος αόρατον, αλλά παν μέγεθος είναι ορατόν εξ αποστάσεώς τινος 64, θα είναι και ενταύθα μίξίς τις χρωμάτων, και ούτω τίποτε δεν εμποδίζει να φαίνηταί τι χρώμα κοινόν εις τους μακρόθεν βλέποντας.
ὅτι γὰρ οὐκ ἔστιν οὐδὲν μέγεθος ἀόρατον͵ ἐν τοῖς ὕστερον ἐπισκεπτέον. 17. Ότι δε ουδέν υπάρχει μέγεθος αόρατον, περί τούτου θα εξετάσωμεν ύστερον.
εἰ δ΄ ἔστι μίξις τῶν σωμάτων [440b] μὴ μόνον τὸν τρόπον τοῦτον ὅνπερ οἴονταί τινες͵ παρ΄ ἄλληλα τῶν ἐλαχίστων τιθεμένων͵ ἀδήλων δ΄ ἡμῖν διὰ τὴν αἴσθησιν͵ ἀλλ΄ ὅλως πάντη πάντως͵ ὥσπερ ἐν τοῖς περὶ μίξεως εἴρηται καθόλου περὶ πάντων (ἐκείνως μὲν γὰρ μείγνυται ταῦτα μόνον ὅσα ἐνδέχεται διελεῖν εἰς τὰ ἐλάχιστα͵ καθάπερ ἀνθρώπους ἢ ἵππους ἢ τὰ σπέρματα· τῶν μὲν γὰρ ἀνθρώπων ἄνθρωπος ἐλάχιστον͵ τῶν δ΄ ἵππων ἵππος· ὥστε τῇ τούτων παρ΄ ἄλληλα θέσει τὸ πλῆθος μέμεικται τῶν συναμφοτέρων· 18. Εάν δε υπάρχη μίξις των σωμάτων, αύτη δεν είναι απλώς καθ' όν τρόπον νομίζουσί τινες, ότι δηλαδή τίθενται πλησίον αλλήλων τα ελάχιστα και διαφεύγοντα την αίσθησιν ημών, αλλά τα σώματα δύνανται να ενώνται ολόκληρα προς άλληλα, ως είπομεν γενικώς περί πάντων των σωμάτων εν τη περί Μίξεως πραγματεία. Διότι κατά τον πρώτον τρόπον μιγνύονται εκείνα μόνον, όσα δύνανται να διαιρεθώσι και αναχθώσιν εις τα ελάχιστα μέρη αυτών, λ. χ. άνθρωποι, ίπποι ή σπέρματα, διότι των ανθρώπων η ελαχίστη μορφή είναι άνθρωπος (άτομον), των δε ίππων ίππος, ώστε διά της παραθέσεως τούτων πλησίον αλλήλων σχηματίζεται το πλήθος των δύο τούτων γενών.
ἄνθρωπον δὲ ἕνα ἑνὶ ἵππῳ οὐ λέγομεν μεμεῖχθαι· ὅσα δὲ μὴ διαιρεῖται εἰς τὸ ἐλάχιστον͵ τούτων οὐκ ἐνδέχεται μίξιν γενέσθαι τὸν τρόπον τοῦτον ἀλλὰ τῷ πάντη μεμεῖχθαι͵ ἅπερ καὶ μάλιστα μείγνυσθαι πέφυκεν· πῶς δὲ τοῦτο γίγνεσθαι δυνατόν͵ ἐν τοῖς περὶ μίξεως εἴρηται πρότερον) Αλλά δεν λέγομεν, ότι είς άνθρωπος ανεμίχθη με ένα ίππον. Όσα δε πράγματα δεν διαιρούνται εις τας ελαχίστας μορφάς αυτών 65, δεν δύναται να γίνη μίξις τούτων κατά τον ειρημένον τρόπον, αλλά ολόκληρα μιγνύονται, και ταύτα τα μάλιστα φυσικώς μιγνύονται. Πώς δε τούτο είναι δυνατόν να γίνηται, είπομεν πρότερον εις τα περί Μίξεως.
ἀλλ΄ ὅτι ἀνάγκη μειγνυμένων καὶ τὰς χρόας μείγνυσθαι͵ δῆλον͵ καὶ ταύτην τὴν αἰτίαν εἶναι κυρίαν τοῦ πολλὰς εἶναι χρόας͵ ἀλλὰ μὴ τὴν ἐπιπόλασιν μηδὲ τὴν παρ΄ ἄλληλα θέσιν· οὐ γὰρ πόρρωθεν μὲν ἐγγύθεν δ΄ οὒ φαίνεται μία χρόα τῶν μεμειγμένων͵ ἀλλὰ πάντοθεν.      19. Αλλ' είναι φανερον ότι, όταν μιγνύωνται τα σώματα, πρέπει κατ' ανάγκην και τα χρώματα αυτών να μιγνύωνται, και ότι αύτη είναι η κυρία αιτία της υπάρξεως πολλών χρωμάτων, και όχι η επίθεσις αυτών επ' αλλήλων ή η παράθεσις πλησίον αλλήλων. Διότι ουχί μακρόθεν μόνον φαίνεται έν το χρώμα των μιγνυομένων, αλλά και εγγύθεν και πάντοθεν.
πολλαὶ δ΄ ἔσονται χρόαι διὰ τὸ κατὰ πολλοὺς λόγους ἐνδέχεσθαι μείγνυσθαι ἀλλήλοις τὰ μειγνύμενα͵ καὶ τὰ μὲν ἐν ἀριθμοῖς τὰ δὲ καθ΄ ὑπεροχὴν μόνον. Υπάρχουσι δε πολλά τα χρώματα, διότι τα μιγνυόμενα μεταξύ των δύνανται κατά πολλάς αναλογίας να μιγνύωνται, άλλα μεν κατ' αριθμητικάς αναλογίας, άλλα δε μόνον κατά την διαφοράν της υπεροχής και της ελλείψεως.
καὶ τἆλλα δὴ τὸν αὐτὸν τρόπον ὅνπερ ἐπὶ τῶν παρ΄ ἄλληλα τιθεμένων χρωμάτων ἢ ἐπιπολῆς͵ ἐνδέχεται λέγειν καὶ περὶ τῶν μειγνυμένων. διὰ τίνα δ΄ αἰτίαν εἴδη τῶν χρωμάτων ἐστὶν ὡρισμένα καὶ οὐκ ἄπειρα͵ καὶ χυμῶν καὶ ψόφων͵ ὕστερον ἐπισκεπτέον. Προσέτι δυνατόν να λέγωμεν περί των μιγνυομένων τα αυτά, άπερ ελέγομεν και περί των μιγνυομένων χρωμάτων, τιθεμένων είτε πλησίον αλλήλων, είτε του ενός επί του άλλου. Διά ποίαν δε αιτίαν τα είδη των χρωμάτων και των χυμών και των ήχων είναι ωρισμένα και ουχί άπειρα, θα είπωμεν ύστερον.

 

(36) Το αντικείμενον της αφής, το απτόν.

(37) Ή εμμέσως, διότι είναι χρεία πεπυρωμένου σώματος εντός του διαφανούς (αέρος), ίνα υπάρξη φως.

(38) Εις τα σώματα.

(39) Από των σωμάτων.

(40) Ήτοι της ιδιότητος του διαφανούς, ης το άκpoν όριον είvαι το χρώμα.

(41) Aδιόριστov λέγει, διότι το διαφανές δεν θεωρείται είς τι μερικόν σώμα, αλλά γενικώς.

(42) Το χρώμα είναι το άκρον όριον του διαφανούς.

(43) Αν και εν τω αέρι και εν τω ύδατι το διαφανές είναι όλως αδιόριστον, ο χρωματισμός γίνεται σχεδίν ως εις τα στερεά σώματα.

(44) Η λαμπρότης ην λαμβάνουσι εvioτε ο αήρ και το ύδωρ.

(45) Ως ο αήρ και το ύδωρ, άτινα δεν περατούνται αφ' εαυτών, αλλά μόνον υπό των σωμάτων, τα οποία δίδουσιν όρια εις αυτά.

(46) Εάν λ. χ. θερώμεν τα αντικείμενα δια χρωματιστής υάλου, λαμβάνουσιν ως προς ημάς το χρώμα της υάλoυ ταύτης.

(47) Η εξωτερική όψις.

(48) και εις τα αδιόριστα και εις τα διωρισμένα σώματα.

(49) Λοιπόν παν σώμα είναι διαφανές, τ. έ. είvαι επιδεκτικόν χρώματος. Αύτη είναι η σημασία του διαφανούς παρά τω Αριστοτέλει, σημασία διάφορος της συνήθους, καθ' ην διαφανές λέγεται το σώμα εκείνο, δι' ου διέρχεται το φως. Το διαφανές παράγει το χρώμα, το δε φως μεταβάλλει το δυνάμει διαφανές εις ενεργεία διαφανές· άvευ του φωτός το διαφανές μέσov, αήρ ή ύδωρ, είναι σκοτεινόν. Ούτε όμως το χρώμα ούτε το φως ανήκει εις την ουσιώδη φύσιν του διαφαvoύς, όπερ δύναται οτέ μεν να χρωματίζηται ούτως, οτέ δε άλλως, και να στερήται φωτός εν περιπτώσει σκότους.

(50) Στερεώ. Ο ορισμός ούτος εκτείνεται επίσης και εις τα αδιόριστα, τον αέρα και το ύδωρ.

(51) Οία οι ατμοί και τα αέρια και εξ άλλου πάντα τα υγρά.

(52) Ως το έλατον.

(53) Το πυρ ή άλλη αρχή εν τω αιθέρι υποτίθεται ότι φωτίζει το διαφανές· η άρσις αυτής είναι σκότος ή στέρησις φωτός.

(54) Κατά τον Αριστοτέλην το λευκόν και το μέλαν είναι τα αρχικά χρώματα, άτινα συντελούσιν εις την γένεσιν των άλλων. Τα δύο ταύτα χρώματα είναι σύστοιχα του φωτός και του σκότους.

(55) Αλλ' ούτω πώς δύναται να εξηγηθή το ερυθρόν και το κυαvούv ;

(56) Του λευκού και του μέλανος.

(57) Η υπερβολή και η έλλειψις μόνην προς αλλήλας αναφοράν έχουσι την αναφοράν ποσού μείζονος και ελάσσονος χωρίς να ορίζεται εις το ποσόν τούτο κανονική διάστασις.

(58) Οι διάφοροι συνδυασμοί του λευκού και του μέλανος πρέπει να παράγωσι πάντα τα άλλα χρώματα.

(59) Κατ' αναλογίαν δυναμένην να διατυπωθή δι' αριθμών.

(60) Δι' επιθέσεως επ' αλλήλων, ουχί διά παραθέσεως ως εν τω πρώτω τρόπω.

(61) Όπως εv τη πρώτηi θεωρία, ήτις εξηγεί την γένεσιν των χρωμάτων διά της υποθέσεως, ότι το λευκόν και το μέλαν τιθέμενα παρ' άλληλα, κατά διαφόρους αναλογίας, παράγουσι τα άλλα χρώματα.

(62) Τ. έ. εν τη θεωρία, ήτις εξηγεί την γένεσιν των χρωμάτων δια της επιθέσεως των μεv επί των δε.

(63) To αποτέλεσμα λοιπόν είvαι το αυτό κατ' αμφοτέρας τας θεωρίας.

(64) Εάν δεχθώμεν ότι τα μεγέθη του μέλανος και του λευκού, τα οποία εvoύvται, είναι ορατά και ουχί αόρατα.

(65) Εις ελάχιστα μέρη,ο Αριστοτέλης διακρίνει την μίξιν από της συvθέσεως. Η πρώτη γίνεται εις ομογενή μόρια και παράγει όλον τι· απ' εναντίας η σύνθεσις δύναται να είναι απλή μηχανική παράθεσις και παράγει άθροισμα ή σειράν.


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2001