39. Η πολιορκία, από την ημέραν της ναυμαχίας έως την ημέραν της μάχης
που έγινεν εις την νήσον, διήρκεσεν εβδομήντα δύο το όλον ημέρας. Κατά
την διάρκειαν των είκοσι περίπου ήμερων που οι πρέσβεις απουσίασαν, προς
διαπραγμάτευσιν συνεννοήσεως, οι πολιορκούμενοι επεσιτίζοντο κανονικώς,
αλλά κατά το επίλοιπον διάστημα διετρέφοντο από τα λαθραίως εισαγόμενα
τρόφιμα. Και ποσότης μάλιστα σίτου ευρέθη εις την νήσον μετά την παράδοσιν
και άλλα τρόφιμα που είχαν περισσεύσει, διότι ο αρχηγός Επιτάδας έδιδεν
εις τους στρατιώτας μικροτέρας μερίδας από ό,τι του επέτρεπαν τα μέσα
του. 40. Κανέν, τωόντι, γεγονός του πολέμου δεν επροξένησε μεγαλυτέραν από
αυτό έκπληξιν μεταξύ των Ελλήνων. Διότι ο κόσμος είχε την αξίωσιν από
τους Λακεδαιμονίους να μη παραδίδωνται ούτε από πείναν ούτε από καμμίαν
άλλην ανάγκην, αλλά ν' αποθνήσκουν με τα όπλα εις χείρας, μαχόμενοι όπως
ημπορούσαν. Κανείς δεν επίστευεν ότι εκείνοι που παρέδωσαν τα όπλα των
ήσαν άνθρωποι όμοιοι, με τους φονευθέντας. Και όταν βραδύτερον, εις κάποιαν
περίστασιν, εις από τους συμμάχους των Αθηναίων ηρώτησεν ένα από τους
αιχμαλώτους της Σφακτηρίας, με σκοπόν να τον πειράξη, εάν οι φονευθέντες
συναγωνισταί του ήσαν όλοι γενναίοι και καθώς πρέπει, εκείνος απήντησεν
ότι η άτρακτος, εννοών με την λέξιν αυτήν το βέλος, θα είχε τωόντι, μεγάλην
αξίαν, εάν διέκρινε τους γενναίους, υπαινιττόμενος με αυτό, ότι οι λίθοι
και τα βέλη εφόνευαν αδιακρίτως όσους έτυχε να κτυπήσουν. 41. Μετά την άφιξιν των αιχμαλώτων, οι Αθηναίοι απεφάσισαν να τους κρατήσουν εις δεσμωτήριον, έως ότου φθάσουν εις συνεννόησιν με τους Πελοποννησίους, αλλ' εάν οι τελευταίοι εισέβαλλαν προηγουμένως εις την Αττικήν, θα τους έβγαζαν από την φυλακήν και θα τους εθανάτωναν. Εγκατέστησαν επίσης φρουράν εις την Πύλον, και οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου, θεωρούντες το έδαφος τούτο ως πατρίδα των (διότι η Πύλος αποτελεί μέρος του παλαιού Μεσσηνιακού εδάφους), από τους ιδικούς των, οι οποίοι ελεηλάτουν την Λακωνικήν και επροξένουν μεγάλας ζημίας εις τους κατοίκους, καθόσον ωμίλουν την ιδίαν με αυτούς γλώσσαν. Οι Λακεδαιμόνιοι, εξ άλλου, οι οποίοι δεν είχαν έως τότε δοκιμάσει εις βάρος των τας ταλαιπωρίας τοιούτου ληστρικού πολέμου, όταν είδαν ότι και οι Είλωτες ήρχισαν ν' αυτομολούν εις την Πύλον, εφοβήθησαν μήπως με βίαια κινήματα επιδιωχθή σοβαρά πολιτική μεταβολή εις την χώραν των, και έφεραν βαρέως την κατάστασιν αυτήν. Αλλά μολονότι δεν ήθελαν ν' αντιληφθούν οι Αθηναίοι τας ανησυχίας των, εξηκολούθουν να στέλλουν πρεσβείας προς αυτούς, προσπαθούντες να επιτύχουν την απόδοσιν και της Πύλου και των αιχμαλώτων. Αλλά των Αθηναίων αι απαιτήσεις εμεγάλωναν διαρκώς, και μολονότι ήλθαν αλλεπάλληλοι πρεσβείαι, όλαι απεπέμποντο άπρακτοι. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία των γεγονότων της Πύλου.
43. Ο Βάττος, εις από τους δύο παρόντας εις την μάχην Κορινθίους στρατηγούς,
επήρεν απόσπασμα του στρατού και ήλθεν εις την Σολύγειαν, η οποία ήτο
ατείχιστος, δια να την προστατεύση. Ο άλλος στρατηγός, ο Λυκόφρων, επί
κεφαλής του επίλοιπου στρατού, ήρχισε την μάχην. Οι Κορίνθιοι προσέβαλαν
πρώτον το δεξιόν κέρας, το οποίον είχεν αποβιβασθή ευθύς και ακριβώς εμπρός
από την Χερσόνησον, και έπειτα και τον άλλον στρατόν των Αθηναίων. Η μάχη
ήτο πεισματώδης και διεξήγετο καθ' όλον το μέτωπον σώμα με σώμα. Το δεξιόν
κέρας των Αθηναίων και οι Καρύστιοι, οι οποίοι ήσαν παρατεταγμένοι εις
το άκρον δεξιόν, εδέχθησαν την επίθεσιν των Κορινθίων, χωρίς να κλονισθούν,
και τους απώθησαν μάλιστα, μολονότι με δυσκολίαν. Οι Κορίνθιοι υπεχώρησαν
προς ένα ξηρότοιχον και επειδή το μέρος ήτο κατωφερικόν, ήρχισαν να λιθοβολούν
τους Αθηναίους, οι οποίοι ευρίσκοντο προς τα κάτω, έψαλαν τον παιάνα και
τους επετέθησαν εκ νέου. Εκείνοι εδέχθησαν την επίθεσιν, χωρίς να κλονισθούν,
και η μάχη διεξήγετο πάλιν σώμα με σώμα. Απόσπασμα Κορινθίων, το οποίον
έσπευσεν εις ενίχυσιν του αριστερού των κέρατος, ηνάγκασε το δεξιόν των
Αθηναίων να υποχωρήση και τους κατεδίωξε δραστηρίως μέχρι της θαλάσσης.
Αλλά μόλις έφθασαν εις τα πλοία, έστρεψαν πάλιν οι Αθηναίοι και οι Καρύστιοι
εναντίον του εχθρού. Ο επίλοιπος στρατός των δύο μερών εξηκολούθει να
μάχεται χωρίς διακοπήν, το δεξιόν ιδίως κέρας των Κορινθίων, υπό την αρχηγίαν
του Λυκόφρονος, προσεπάθει ν' αποκρούση το αριστερόν των Αθηναίων, διότι
εφοβείτο ότι οι Αθηναίοι θα επιτεθούν εναντίον της Σολυγείας. 44. Επί πολλήν ώραν αντείχαν και οι δύο, χωρίς να υποχωρή ο ένας απέναντι
του άλλου. Επί τέλους, οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν το πλεονέκτημα της
συμπράξεως ιππικού, που εστερούντο οι αντίπαλοί των, απώθησαν το δεξιόν
των Κορινθίων και τους ηνάγκασαν να υποχωρήσουν προς τον Σολύγειον λόφον,
όπου εστάθμευσαν, και δεν κατέβαιναν εκείθεν, ησυχάζοντες. Τας μεγαλυτέρας
απωλείας έπαθαν οι Κορίνθιοι, κατά την ήτταν αυτήν του δεξιού των. Μεταξύ
δε των φονευθέντων ήτο και ο στρατηγός Λυκόφρων. Ο επίλοιπος στρατός,
χωρίς να καταδιωχθή πολύ και χωρίς να λάβη η υποχώρησίς του τον χαρακτήρα
εσπευσμένης φυγής, αφού ηναγκάσθη να υποχωρήση, επέστρεψεν εις τα υψώματα,
όπου και εγκατεστάθη. Οι Αθηναίοι, βλέποντες ότι ο εχθρός δεν επανήρχετο
προς επανάληψιν της μάχης, έστησαν αμέσως τρόπαιον, και ήρχισαν να σκυλεύουν
τους νεκρούς των εχθρών και συλλέγουν τους ιδικούς των. Εν τω μεταξύ,
το ήμισυ του Κορινθιακού στρατού, που είχε μείνει στρατοπεδευμένον εις
τας Κεγχρεάς, δια ν' αποκρούση ενδεχομένη ν απόβασιν των Αθηναίων εναντίον
του Κρομμυώνος, ημποδίζετο από το όρος Όνειον να ίδουν την μάχην. Αλλ'
άμα ως είδαν τον κονιορτόν που εσηκώνετο, και εννόησαν τι συμβαίνει έτρεξαν
ευθύς εις βοήθειαν. Το ίδιον άλλωστε έκαμαν, άμα είδαν τα γενόμενα, και
οι πρεσβύτεροι των Κορινθίων, οι οποίοι είχαν μείνει εις την πόλιν. Οι
Αθηναίοι, βλέποντες τους επερχόμενους αθρόους και νομίσαντες ότι ήρχετο
προς τους Κορινθίους επικουρία από τους Πελοποννησίους των πλησιεστέρων
μερών, επέστρεψαν εσπευσμένως εις τον στόλον των, μαζύ με τα σκύλα και
τους νεκρούς των, εκτός δύο, τους οποίους εγκατέλειψαν, διότι δεν ημπόρεσαν
να τους εύρουν. Αφού δ' επεβιβάσθησαν εις τα πλοία, διεπεραιώθησαν εις
παρακείμενα νησιά, και στείλαντες από εκεί κήρυκα, εζήτησαν την άδειαν
και παρέλαβαν τους εγκαταλειφθέντας νεκρούς των. Κατά την μάχην εφονεύθησαν
διακόσιοι δώδεκα Κορίνθιοι και από τους Αθηναίους όχι ολιγότεροι από πενήντα. 45. Οι Αθηναίοι απέπλευσαν από τας νήσους και την ιδίαν ημέραν ηγκυροβόλησαν
εις τον Κρομμυώνα, ο οποίος ανήκει εις την περιφέρειαν της Κορίνθου και
απέχει, από την πόλιν αυτήν εκατόν είκοσι στάδια. Αφού δε ηρήμωσαν την
χώραν, διανυκτέρευσαν εκεί. Την επομένην, έπλευσαν κατά μήκος της ακτής,
και αφού πρώτον ενήργησαν απόβασιν μικράς διαρκείας εις την περιφέρειαν
της Επιδαύρου, ήλθαν ύστερον εις τα Μέθανα, τα οποία κείνται μεταξύ Επιδαύρου
και Τροιζήνος, και αφού κατέλαβαν τον Ισθμόν της χερσονήσου, όπου κείται,
τον απεχώρισαν από την στερεάν δια τείχους. Και εγκαταστήσαντες φρουράν,
ενήργουν του λοιπού ληστρικάς επιδρομάς εις τας περιφερείας της Τροιζήνος,
της Αλιάδος και της Επιδαύρου. Αφού δε συνεπληρώθη το τείχος του ισθμού,
επέστρεψαν με τον στόλον των εις τα ίδια.
47. Η παγίς επέτυχε. Το πλοίον ητοιμάσθη. Αλλ' οι παγιδευθέντες συνελήφθησαν
την ώραν που εξέπλεαν. Επομένως, η συμφωνία ηκυρώθη αυτοδικαίως και όλοι
οι κρατούμενοι παρεδόθησαν εις την Κερκυραϊκήν κυβέρνησιν. Εκείνο όμως
που συνετέλεσε προ πάντων δια να πιστευθή το πρόσχημα και οι επινοήσαντες
την επιβουλήν να την θέσουν εις εκτέλεσιν χωρίς φόβον ήτο το γεγονός,
ότι όλος ο κόσμος εννοούσεν ότι οι Αθηναίοι στρατηγοί, ηναγκασμένοι αυτοί
να πλεύσουν εις την Σικελίαν, δεν ήθελαν η μεταφορά των αιχμαλώτων εις
τας Αθήνας να γίνη από άλλους, οι οποίοι και θα επωφελούντο της τιμής
ότι τους μετέφεραν εκεί. Όταν τους παρέλαβαν, οι Κερκυραίοι τους ενέκλεισαν
εντός ευρυχώρου οικοδομής. Έπειτα τους έβαζαν απ' εκεί ανά είκοσι και
τους ηνάγκαζαν, δεμένους τον ένα με τον άλλον, να βαδίζουν δια μέσου δύο
στοίχων οπλιτών, οι οποίοι ήσαν παρατεταγμένοι από τα δύο μέρη, και οσάκις
έβλεπαν κανένα εχθρόν των, τον εκτύπων και τον εμαχαίρωναν, ενώ άλλοι
ροπαλοφόροι, βαδίζοντες δίπλα των, ηνάγκαζαν τους καθυστερούντας να ταχύνουν
το βήμα των. 48. Εξήντα περίπου από τους αιχμαλώτους έβγαλαν κατ' αυτόν τον τρόπον
και εφόνευσαν, πριν εννοηθούν από τους λοιπούς κρατουμένους, οι οποίοι
υπέθεταν ότι τους έβγαζαν δια να τους μεταφέρουν κάπου αλλού. Όταν όμως
έμαθαν τα συμβάντα από κάποιον που τους εφανέρωσε, επεκαλέσθησαν την παρέμβασιν
των Αθηναίων και τους εξώρκιζαν, εάν θέλουν τον θάνατόν των, να τους φονεύσουν
οι ίδιοι. Ηρνούντο επίσης να εξέλθουν του λοιπού από την οικοδομήν και
εδήλωσαν ότι αν ημπορέσουν δεν θ' αφίσουν κανένα να εισέλθη. Οι Κερκυραίοι,
εν τούτοις, δεν εσκέφθησαν ούτε οι ίδιοι να παραβιάσουν τας θύρας. Ανέβησαν
όμως εις την στέγην, ήνοιξαν την οροφήν, και ήρχισαν να ρίπτουν εναντίον
των κεραμίδια και τους τοξεύουν κάτω. Οι αιχμάλωτοι επροφυλάσσοντο όπως
ημπορούσαν, και συγχρόνως πολλοί ήρχισαν ν' αυτοκτονούν, άλλοι εμπήγοντες
εις τον λαιμόν των τα βέλη, τα οποία ετόξευαν οι αντίπαλοι εναντίον των,
άλλοι απαγχονιζόμενοι με σχοινιά, τα οποία αφήρουν από μερικά κρεββάτια
που έτυχε να ευρίσκωνται εκεί, ή με λωρίδας, καμωμένας από ενδύματά των.
Τούτο εξηκολούθησε τωόντι κατά το μεγαλύτερον μέρος της νυκτός, διότι
η νυξ είχεν επέλθει κατά την διάρκειαν της συμφοράς των, έως ότου, αυτοκτονούντες
με τον ένα ή τον άλλον τρόπον, ή βαλλόμενοι από τους ευρισκομένους επάνω
εις την στέγην, εξωλοθρεύθησαν. Όταν εξημέρωσεν, οι Κερκυραίοι τους εστοίβαξαν
επάνω εις κάρρα, εις αλλεπάλληλα κατά μήκος και κατά πλάτος στρώματα,
και τους μετέφεραν έξω από την πόλιν. Τας γυναίκας, εξ άλλου, όσαι είχαν
συλληφθή εντός του οχυρώματος, επώλησαν ως δούλας. Κατά τοιούτον τρόπον
εξωλόθρευσεν η δημοκρατική μερίς των Κερκυραίων τους ολιγαρχικούς που
είχαν καταφύγει εις την Ιστώνην. Με τον εξολοθρευμόν των, ο εμφύλιος σπαραγμός,
ο οποίος διήρκεσε τόσον πολύν καιρόν, έληξεν, όσον αφορά τουλάχιστον τον
παρόντα πόλεμον. Διότι, ό,τι απέμεινεν από τους ολιγαρχικούς ήτο πλέον
ανάξιον λόγου. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, απέπλευσαν, σύμφωνα με το αρχικόν
δρομολόγιόν των, εις Σικελίαν, όπου συνέχισαν τας εχθροπραξίας, από κοινού
με τους εκεί συμμάχους των.
[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]
|
|||||||
![]() |