42. "Ούτε εκείνους που επέτρεψαν την νέαν κατά των Μυτι ληναίων διάσκεψιν κατηγορώ, ούτε εκείνους που επικρίνουν την επανειλημμένην σύσκεψιν περί σπουδαιοτάτων ζητημάτων επαινώ.Νομίζω, τουναντίον, ότι δύο πράγματα είναι εναντιώτατα εις την λήψιν ορθής αποφάσεως, η σπουδή και η οργή, από τας οποίας η μεν πρώτη συνοδεύεται συνήθως από ανοησίαν, η δε δευτέρα από αγροικίαν και στενότητα αντιλήψεως. Όστις επιμένει ότι οι λόγοι δεν πρέπει να είναι οδηγοί των πράξεών μας, είναι ή ασύνετος, ή ιδιοτελής. Ασύνετος, εάν νομίζη, ότι ημπορεί με άλλο μέσον να διασαφηνίση το σκοτεινόν μέλλον, ιδιοτελής, εάν, θέλων να επιτύχη την παραδοχήν αισχράς προτάσεως, αντιλαμβάνεται ότι δεν δύναται μεν να ομιλήση καλώς περί υποθέσεως κακής, δύναται όμως, διαβάλλων επιτηδείως, να εκφοβίση και τους αντιφρονούντας και τους ακροατάς του. Κινδυνωδέστατοι, άλλωστε, είναι εκείνοι ιδίως, οι οποίοι κατηγορούν εκ των προτέρων τους αντιφρονούντας ως μετερχομένους είδος ρητορικής επιδείξεως, χάριν χρηματικού κέρδους. Διότι, εάν τους κατηγορούν απλώς ως ασυνέτους, τότε αυτοί, εις περίστασιν που θα ηττώντο κατά την συζήτησιν, θ' απεσύροντο απ' αυτήν, θεωρούμενοι ασύνετοι μάλλον παρά μη έντιμοι. Αλλ' ενώπιον κατηγορίας δι' ιδιοτέλειαν, ο ρήτωρ, και εάν κατορθώση να πείση, γίνεται ύποπτος, και αν αποτύχη χάνη όχι μόνον την περί της συνέσεώς του, αλλά και την περί της εντιμότητάς του εκτίμησιν του πλήθους. Η πόλις, εξ άλλου, ουδαμώς ωφελείται εκ τούτου, διότι στερείται των συμβουλών των πολιτικών της ανδρών, οι οποίοι φοβούνται μήπως παρεξηγηθούν, ενώ αι υποθέσεις της θα ευωδούντο πολύ περισσότερον, εάν οι τοιούτου είδους πολίται εστερούντο του χαρίσματος του λόγου, καθόσον θα την παρέσυραν εις ολιγώτερα σφάλματα. Ο χρηστός τωόντι πολίτης οφείλει να δεικνύη τον εαυτόν του καλλίτερον ρήτορα, όχι δι' εκφοβισμού των αντιφρονούντων, αλλά δι' επιχειρημάτων καλής πίστεως. Η σώφρων εξ άλλου πόλις, χωρίς ν' απονέμη νέας τιμάς εις εκείνον, του οποίου αι συμβουλαί αποδεικνύονται ως επί το πλείστον ορθαί, οφείλει να μην τον αποστερή τουλάχιστον από τας ήδη απονεμηθείσας, ενώ ως προς εκείνον, του οποίου αι γνώμαι απέτυχαν, μακράν του να τον τιμωρή, δεν πρέπει ούτε να τον καταφρονή. Κατ' αυτόν τον τρόπον, ούτε ο επιτυγχάνων εις τας γνώμας του θα ομιλή παρά την πεποίθησίν του, προς κολακείαν του πλήθους, δια να κριθή άξιος μεγαλυτέρων τιμών, ούτε ο αποτυχών θα καταφεύγη εις τα ίδια μέσα, χαριζόμενος και αυτός εις το πλήθος, δια να το προσεταιρισθή. 43. Αλλ' ημείς πράττομεν αντιθέτως, και επί πλέον, και εάν κανείς συμβουλεύση τα άριστα, υποπτευόμεθα όμως αυτόν ότι ομιλεί χάριν ιδιοτελείας, επειδή δε τον φθονούμεν δια την αμφίβολον υποψίαν του κέρδους, στερούμεν την πόλιν προδήλου ωφελείας. Διότι κατήντησαν αι καλαί συμβουλαί, διδόμεναι μ' ευθύτητα, να μην είναι ολιγώτερον ύποπτοι από τας κακάς, ώστε είναι ανάγκη, οχι μόνον ο θέλων να παρασύρη το πλήθος εις αποδοχήν ολεθριωτάτης γνώμης να προσεταιρίζεται αυτό δια της απάτης, αλλά και ο προτείνων τ' άριστα να καταφεύγη εις το ψεύδος, δια να γίνη πιστευτός. Και ούτως αι Αθήναι, ένεκα της υπερβολικής των ευφυΐας, είναι η μόνη πόλις που δεν ημπορεί κανείς να υπηρέτηση δια της ευθείας οδού, χωρίς να την απατήση. Διότι, οσάκις κανείς σας προσφέρει φανερά κάποιαν ωφέλειαν, τον ανταμείβετε δια της υπονοίας ότι με κάποιον κρύφιον τρόπον επιζητεί ατομικόν κέρδος. Αλλ' οσάκις πρόκειται περί ζωτικών συμφερόντων, και εις περιστάσεις οποία η παρούσα, έπρεπε ν' απαιτήτε από ημάς, οι οποίοι σας συμβουλεύομεν, να βλέπωμεν μακρύτερα οπωσδήποτε από σας, οι οποίοι ολίγην ωραν αφιερώνετε εις την μελέτην αυτών, αφού μάλιστα ημείς μεν δίδομεν τας συμβουλάς μας υπευθύνως, ενώ σεις τας ακούετε και τας ακολουθείτε ανευθύνως. Διότι, εάν και ο δίδων συμβουλήν και ο ακολουθήσας αυτήν εζημιώνοντο εξ ίσου, θα είσθε πολύ νηφαλιώτεροι εις την λήψιν των αποφάσεών σας. Ενώ τώρα συμβαίνει πολλάκις, παρασυρόμενοι από την πρώτην ορμήν του πάθους εις σφάλματα, να τιμωρήτε την μίαν γνώμην εκείνου, ο οποίος σας έπεισε, και όχι τας πολλάς ιδικάς σας αι οποίαι υπέπεσαν εις το ίδιον με εκείνον σφάλμα. 44. "Αλλ' εγώ παρουσιάζομαι εις το βήμα, όχι δια ν' ανασκευάσω άλλους, ομιλών υπέρ των Μυτιληναίων, ούτε ως κατήγορος αυτών. Διότι το ζήτημα που μας απασχολεί, εάν σωφρονούμεν, είναι όχι ποίον είναι το έγκλημα εκείνων, αλλά ποία η συμφερωτέρα δι' ημάς απόφασις. Διότι, οσονδήποτε ενόχους και αν τους απεδείκνυα, δεν θα συνίστων να τους θανατώσωμεν δια τούτο, εάν δεν συμφέρη και αν απεδείκνυα, ότι υπάρχουν οπωσδήποτε ελαφρυντικαί περιστάσεις, δεν θα συνίστων να τους συγχωρήσωμεν, εάν τούτο αντιτίθεται εις το συμφέρον της πόλεως. Νομίζω, άλλωστε, ότι πρέπει να σκεφθώμεν περί του μέλλοντος μάλλον παρά περί του παρόντος. Το κύριον επιχείρημα του Κλέωνος είναι ότι έχετε συμφέρον να επιβάλετε την ποινήν του θανάτου, δια να καταστήσετε τας αποστασίας εις το μέλλον ολιγώτερον συχνάς. Αλλα το συμφέρον ακριβώς του μέλλοντος υποστηρίζων και εγώ, έχω αντίθετον γνώμην από την γνώμην αυτήν του Κλέωνος. Και ζήτω από σας να μη παρασυρθήτε από την κατ' επίφασιν ορθότητα των επιχειρημάτων του, όπως απορρίψετε την πρακτικήν ωφέλειαν των ιδικών μου. Διότι, ωργισμένοι καθώς είσθε την στιγμήν αυτήν κατά των Μυτιληναίων, είναι ενδεχόμενον να παρασυρθήτε από τα επιχειρήματά του, τα οποία στηρίζονται μάλλον επί της απόψεως του δικαίου. Αλλ' ημείς δεν δικαζόμεθα προς αυτούς, ώστε να έχωμεν ανάγκην να εξετάσωμεν την άποψιν του δικαίου, αλλά συσκεπτόμεθα περί αυτών δια ν' αποφασίσωμεν σύμφωνα με το συμφέρον μας. 45. "Αι διάφοροι πόλεις, ως γνωστόν, καθιέρωσαν την ποινήν του θανάτου δια πολλά εγκλήματα, μερικά από τα οποία δεν εξισούνται καν με την βαρύτητα του ιδικού των, αλλ' είναι ελαφρότερα. Οι άνθρωποι όμως, παρασυρόμενοι από την ελπίδα, αψηφούν τους κινδύνους, και κανείς δεν εξετέθη εις τον κίνδυνον εγκληματικής επιχειρήσεως, ενώ επίστευεν, ότι θ' αποτύχη. Ομοίως, προκειμένου περί πόλεων, ποία ποτέ εξετέθη εις τον κίνδυνον της αποστασίας, χωρίς να πιστεύη, ότι τα μέσα, τα οποία διέθετεν, είτε ιδικά της είτε υπό συμμάχων παρεχόμενα, ήσαν επαρκή; Διότι όλοι φύσει ρέπουν εις παρανομίαν, εις τε τον ιδιωτικόν και τον δημόσιον βίον, και δεν υπάρχει νόμος δυνάμενος να εμποδίση τούτο, αφού μέχρι τούδε οι άνθρωποι διεξήλθαν όλην την κλίμακα των ποινών, με την ελπίδα, ότι εξακολουθούντες να τας επιτείνουν, θα επιτύχουν μετριασμόν της εγκληματικότητος. Είναι μάλιστα πιθανόν, ότι εις την παλαιάν εποχήν, αι ποιναί των βαρυτέρων εγκλημάτων ήσαν ελαφρότεροι παρά σήμερον, αλλ' επειδή εξακολουθεί η διάπραξις αυτών, αι ποιναί επετάθησαν, έως ότου με τον καιρόν έφθασαν αι περισσότεραι από αυτάς μέχρι του θανάτου. Μολαταύτα και με την τοιαύτην επίτασιν των ποινών, εξηκολούθησεν η διάπραξις των αδικημάτων. Οφείλομεν λοιπόν ή να εξεύρωμεν άλλο φόβητρον τρομερώτερον της θανατικής ποινής, ή ν' αναγνωρίσωμεν τουλάχιστον, ότι αυτή δεν προλαμβάνει τα εγκλήματα. Καθόσον οι άνθρωποι παρασύρονται εις κινδυνώδεις επιχειρήσεις, άλλοι μεν από την τόλμην, την οποίαν εμπνέει εις τον πτωχόν η ανάγκη, άλλοι από την πλεονεξίαν, εις την οποίαν ωθούν τον πλούσιον η αλαζονεία και η αυτοπεποίθησις, και άλλοι από τα πάθη, τα οποία εκάστοτε τους εξουσιάζουν εις τας διαφόρους βιοτικάς περιστάσεις δια της ακαθέκτου ορμής των. Εις όλας, άλλωστε, τας περιπτώσεις αυτάς, ο πόθος και η ελπίς, εκείνος προηγούμενος, εκείνη ακολουθούσα, ο πρώτος σχεδιάζων την επιβουλήν, η δευτέρα υποβάλλουσα την ιδέαν της προθύμου συνδρομής της τύχης, προξενούν το μεγαλύτερον κακόν, και επειδή είναι αόριστοι, βλάπτουν περισσότερον από τους κινδύνους που βλέπει κανείς εμπρός στα μάτια του. Και η τύχη, προς τούτοις, συντελεί όχι ολιγώτερον εις την παραπλάνησιν των ανθρώπων. Διότι, παρουσιαζομένη ενίοτε απροσδοκήτως, εξωθεί τον άνθρωπον ν' αναλάβη κινδύνους και με ανεπαρκή ακόμη μέσα, και ακόμη περισσότερον τας πόλεις, καθόσον όχι μόνον ο αγών των αποβλέπει εις τα ζωτικώτατα συμφέροντα (την ιδικήν των ελευθερίαν, ή αντιθέτως, την ηγεμονίαν των άλλων), αλλά και έκαστος, συμπράττων με όλους τους άλλους συμπολίτας του, υπερτιμά αλογίστως τας ατομικάς του δυνάμεις. Με ολίγα λόγια, οσάκις η ανθρωπίνη φύσις ωθείται εις το να πράξη κάτι, το οποίον ζωηρώς επιθυμεί, ούτε η αυστηρότης των νόμων, ούτε άλλος κανείς φόβος ημπορεί να την αποτρέψη, και είναι πολύ ανόητος εκείνος που πιστεύει το εναντίον. 46. "Δεν πρέπει, λοιπόν, από υπερβολικήν εμπιστοσύνην εις την ποινήν του θανάτου ως εγγύησιν κατά της αποστασίας, να προέλθετε εις εσφαλμένην απόφασιν, και ν' αφαιρέσετε από τους αποστατήσαντας κάθε ελπίδα, ότι ημπορούν μετανοούντες να εξαλείψουν ταχύτατα το σφάλμα των. Σκεφθήτε, τωόντι, ότι επίι τη βάσει της μέχρι σήμερον πολιτικής σας, εάν καμμία πόλις, και αφού ακόμη αποστατήση, αναγνωρίση ότι δεν ημπορεί να επιτύχη, δύναται να συνθηκολογήση, ενώ ακόμη είναι εις θέσιν να πληρώση τα έξοδα του πολέμου και να καταβάλη φόρον υποτελείας εις το μέλλον. Αλλ' εάν ακολουθήσετε αντίθετον του λοιπού πολιτικήν, ποία πόλις νομίζετε ότι θα ευρεθή, η οποία δεν ήθελε παρασκευασθή τελειότερον παρ' όσον μέχρι σήμερον, και δεν ήθελεν εξ άλλου προτιμήση να υποστή μέχρις εσχάτων τας ταλαιπωρίας της πολιορκίας, εάν τας ιδίας έχη δι' αυτήν συνεπείας και η ταχεία και η βραδεία υποταγή; Δεν θα είναι, εξ άλλου, ζημία δι' ημάς να υφιστάμεθα τας δαπάνας μακράς πολιορκίας, δια το αδύνατον της συνδιαλλαγής, και εν περιπτώσει επιτυχίας ν' ανακτώμεν πόλιν κατεστραμμένην εκ του πολέμου και να στερούμεθα τα εξ αυτής έσοδα, ενώ τα έσοδα ακριβώς αυτά αποτελούν την πηγήν της δυνάμεώς μας απέναντι των εχθρών μας; Δεν πρέπει, επομένως, να βλάπτωμεν τα συμφέροντά μας, κρίνοντες τους ενόχους επί τη βάσει των αρχών της αυστηράς δικαιοσύνης, αλλά να εξετάζωμεν μάλλον πώς δι' επιεικούς τιμωρίας θα ημπορέσωμεν εις το μέλλον να έχωμεν εις την υπηρεσίαν μας ακμαίας τας πόλεις υπό έποψιν χρηματικών πόρων, αντλούντες την ασφάλειάν μας όχι από την αυστηρότητα των νόμων, αλλ' υπό την προνοητικότητα της διοικήσεώς μας. Το εναντίον όμως τούτου αρχίζομεν ήδη να πράττωμεν, και εάν καμμία πόλις, η οποία ήτο ελευθέρα και η οποία παρά την θέλησίν της υπεβλήθη υπό την κυριαρχίαν μας, αποστατήση, όπως είναι φυσικόν, δια ν' ανακτήση την ανεξαρτησίαν της, και την υποτάξωμεν, νομίζομεν, ότι πρέπει να την τιμωρούμεν με εξαιρετικήν αυστηρότητα. Ενώ οφείλομεν όχι να τιμωρούμεν αυστηρά τους ελευθέρους άνδρας, αφού αποστατήσουν, αλλά να επιτηρούμεν αυτούς αυστηρά πριν αποστατήσουν, και να προλαμβάνωμεν να μην περάση καν από τον νουν των τοιαύτη ιδέα, και αφού εξ άλλου τους υποτάξωμεν, να καταλογίζωμεν την ευθύνην εις όσον το δυνατόν ολιγωτέρους. 47. "Αλλ' οφείλετε να σκεφθήτε πόσον θα σφάλετε και κατά τούτο, εάν ακολουθήσετε την γνώμην του Κλέωνος. Διότι σήμερον η δημοκρατική μερίς όλων των πόλεων είναι ευνοϊκή προς ημάς, και ή δεν λαμβάνει μέρος εις τας αποστασίας των ολιγαρχικών, ή, εάν αναγκασθή εις τούτο, είναι εξ αρχής εχθρός των προκαλεσάντων την αποστασίαν, ούτως ώστε όταν αναλαμβάνετε τον πόλεμον, έχετε σύμμαχόν σας το μεγαλύτερον μέρος της επαναστατημένης πόλεως. Εάν εν τούτοις εξολοθρεύσετε σήμερον τους δημοκρατικούς της Μυτιλήνης, οι οποίοι όχι μόνον εις την αποστασίαν δεν έλαβαν μέρος, αλλά και μόλις επέτυχαν να οπλιστούν με βαρύν οπλισμόν, σας παρέδωσαν την πόλιν εκουσίως, πρώτον θα διαπράξετε έγκλημα φονεύοντες εκείνους, οι οποίοι σας προσέφεραν μεγάλην υπηρεσίαν, και δεύτερον θα εξασφαλίσετε υπέρ των ολιγαρχικών εκείνο που επιθυμούν κατ' εξοχήν. Διότι αυτοί, αποστατούντες εναντίον σας τας πόλεις των, θα έχουν ευθύς συμπράττοντας μαζί των τους δημοκρατικούς, αφού σεις θα έχετε καταστήσει εις όλους φανερόν, ότι η ιδία τιμωρία περιμένει όχι μόνον τους ενόχους, αλλά και τους αθώους, και αν ακόμη είναι ένοχοι, οφείλετε να προσποιηθήτε άγνοιαν, δια να μη κάμετε εχθρούς το μόνον μέρος του πληθυσμού το οποίον είναι ακόμη φιλικόν προς σας. Και θεωρώ τούτο πολύ συμφερώτερον δια την διατήρησν της ηγεμονίας μας, το να υφιστάμεθα δηλαδή εκουσίως αδικίαν, παρά το να θανατώσωμεν, κατά τας υπαγορεύσεις της αυστηράς δικαιοσύνης, εκείνους, τους οποίους συμφέρον έχομεν να φεισθώμεν. Και ούτως αποδεικνύεται ότι δεν ημπορεί να συμπέση εις την θανατικήν εκτέλεσιν των Μυτιληναίων το δίκαιον συγχρόνως και το συμφέρον, όπως υποστηρίζει ο Κλέων. 48. "Χωρίς λοιπόν να παρασυρθήτε ούτε από οίκτον, ούτε από επιείκειαν (διότι ούτε εγώ θα ήθελα να επηρεασθήτε από τοιαύτα αισθήματα), αλλά πειθόμενοι ακριβώς από τα επιχειρήματα, τα οποία ανέπτυξα, οφείλετε ν' αναγνωρίσετε, ότι η καλλιτέρα απόφασις που ημπορείτε να λάβετε, είναι να δικάσετε ηρέμως τους Μυτιληναίους εκείνους, όσους ο Πάχης έστειλεν εδώ ως ενόχους, και να αφίσετε τους λοιπούς ησύχους εις τας εστίας των. Τοιαύτη απόφασις θα είναι ωφέλιμος δια το μέλλον και φοβερά από τούδε εις τους εχθρούς μας. Καθόσον ο ορθώς κρίνων είναι ισχυρότερος απέναντι των εχθρών του από εκείνον, ο οποίος αφρόνως επιτίθεται εναντίον των, έστω και με ισχυράν υλικήν δύναμιν."
[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]
|
|||||
![]() |