ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ

ΕΙΔΥΛΛΙΑ

*VIII. ΒΟΥΚΟΛΙΑΣΤΑΙ

(ΔΑΦΝΙΣ, ΜΕΝΑΛΚΑΣ ΚΑΙ ΑΙΠΟΛΟΣ)

 

    Δάφνιδι τῷ χαρίεντι συνήντετο βουκολέοντι
μᾶλα νέμων, ὡς φαντί, κατ᾽ ὤρεα μακρὰ Μενάλκας.
Ἄμφω τώγ᾽ ἤστην πυρροτρίχω, ἄμφω ἀνάβω,
ἄμφω συρίσδεν δεδαημένω, ἄμφω ἀείδεν.
5   Πρᾶτος δ᾽ ὦν ποτὶ Δάφνιν ἰδὼν ἀγόρευε Μενάλκας·
“μυκητᾶν ἐπίουρε βοῶν Δάφνι, λῇς μοι ἀεῖσαι;
φαμί τυ νικασεῖν, ὅσσον θέλω, αὐτὸς ἀείδων.”
Τὸν δ᾽ ἄρα χὡ Δάφνις τοιῷδ᾽ ἀμείβετο μύθῳ·
“ποιμὴν εἰροπόκων ὀΐων συριγκτὰ Μενάλκα,
10   οὔποτε νικασεῖς μ᾽, οὐδ᾽ εἴ τι πάθοις τύγ᾽ ἀείδων.”
     
  ΜΕΝΑΛΚΑΣ
    Χρῄσδεις ὦν ἐσιδεῖν; χρῄσδεις καταθεῖναι ἄεθλον;
     
  ΔΑΦΝΙΣ
    Χρῄσδω τοῦτ᾽ ἐσιδεῖν, χρῄσδω καταθεῖναι ἄεθλον.
  ΜΕ. Καὶ τίνα θησεύμεσθ᾽, ὅτις ἁμὶν ἄρκιος εἴη;
  ΔΑ. Μόσχον ἐγὼ θησῶ· τὺ δὲ θὲς ἰσομάτορα ἀμνόν.
15 ΜΕ. Οὐ θησῶ ποκα ἀμνόν, ἐπεὶ χαλεπὸς ὁ πατήρ μευ
χἁ μάτηρ, τὰ δὲ μᾶλα ποθ᾽ ἕσπερα πάντ᾽ ἀριθμεῦντι
  ΔΑ. Ἀλλὰ τί μὰν θησεῖς; τί δέ τυ πλέον ἑξεῖ ὁ νικῶν;
  ΜΕ. Σύριγγ᾽ ἃν ἐπόησα καλὰν ἐγὼ ἐννεάφωνον,
λευκὸν κηρὸν ἔχοισαν, ἴσον κάτω, ἶσον ἄνωθεν·
20   ταύταν κα θείην, τὰ δὲ τῶ πατρὸς οὐ καταθησῶ.
  ΔΑ. Ἦ μάν τοι κἠγὼ σύριγγ᾽ ἔχω ἐννεάφωνον,
λευκὸν κηρὸν ἔχοισαν, ἴσον κάτω, ἶσον ἄνωθεν.
Πρώαν νιν συνέπαξ᾽· ἔτι καὶ τὸν δάκτυλον ἀλγῶ
τοῦτον, ἐπεὶ κάλαμός ἑ διασχισθεὶς διέτμαξεν.
25 ΜΕ. Ἀλλὰ τίς ἁμὲ κρινεῖ; τίς ἐπάκοος ἔσσεται ἁμέων;
  ΔΑ. Τῆνόν πως ἐνταῦθα τὸν αἰπόλον ἢν καλέσωμες,
ὧ ποτὶ ταῖς ἐρίφοις ὁ κύων ὁ φαλαρὸς ὑλακτεῖ.
     
        Χοἱ μὲν παῖδες ἄϋσαν, ὁ δ᾽ αἰπόλος ἦνθ᾽ ἐπακοῦσαι.
πρᾶτος δ᾽ ὦν ἄειδε λαχὼν ἰυκτὰ Μενάλκας,
30   εἶτα δ᾽ ἀμοιβαίαν ὑπελάμβανε Δάφνις ἀοιδάν
βουκολικάν· οὕτω δὲ Μενάλκας ἄρξατο πρᾶτος.
  ΜΕ. Ἄγκεα καὶ ποταμοί, θεῖον γένος, αἴ τι Μενάλκας
    πήποχ᾽ ὁ συριγκτὰς προσφιλὲς ᾆσα μέλος,
βόσκοιτ᾽ ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας· ἢν δέ ποκ᾽ ἔνθῃ
35       Δάφνις ἔχων δαμάλας, μηδὲν ἔλασσον ἔχοι.
  ΔΑ. Κρᾶναι καὶ βοτάναι, γλυκερὸν φυτόν, αἴπερ ὁμοῖον
    μουσίζω Δάφνις ταῖσιν ἀηδονίσι,
τοῦτο τὸ βουκόλιον πιαίνετε· κἢν τι Μενάλκας
    τεῖδ᾽ ἀγάγῃ, χαίρων ἄφθονα πάντα νέμοι.
40 ΜΕ. Ἔνθ᾽ οἶς, ἔνθ᾽ αἶγες διδυματόκοι, ἔνθα μέλισσαι
    σμάνεα πληροῦσιν, καὶ δρύες ὑψίτεραι,
ἔνθ᾽ ὁ καλὸς Μίλων βαίνει ποσίν αἰ δ᾽ ἂν ἀφέρπῃ.
    Χὡ ποιμὴν ξηρὸς τηνόθι χαἱ βοτάναι.
  ΔΑ. Παντᾷ ἔαρ, παντᾷ δὲ νομοί, παντᾷ δὲ γάλακτος
45       οὔθατα πιδῶσιν, καὶ τὰ νέα τρέφεται,
ἔνθα καλὰ Ναῒς ἐπινίσσεται· αἰ δ᾽ ἂν ἀφέρπῃ.
    χὡ τὰς βῶς βόσκων χαἱ βόες αὐότεραι.
  ΜΕ. Ὦ τράγε, τᾶν λευκᾶν αἰγῶν ἄνερ, ὦ βάθος ὕλας
    μυρίον, ὦ σιμαὶ δεῦτ᾽ ἐφ᾽ ὕδωρ ἔριφοι·
ἐν τήνῳ γὰρ τῆνος· ἴθ᾽ “ὦ καλὲ” καὶ λέγε “Μίλων,
    ὁ Πρωτεὺς φώκας καὶ θεὸς ὢν ἔνεμε.”
  ΔΑ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
  ΜΕ. Μή μοι γᾶν Πέλοπος, μή μοι Κροίσεια τάλαντα
    εἴη ἔχειν, μηδὲ πρόσθε θέειν ἀνέμων·
ἀλλ᾽ ὑπὸ τᾷ πέτρα τᾷδ᾽ ᾄσομαι ἀγκὰς ἔχων τυ,
    σύννομα μᾶλ᾽ ἐσορῶν τὰν Σικελάν τ᾽ ἐς ἅλα.
60 ΔΑ. Δένδρεσι μὲν χειμὼν φοβερὸν κακόν, ὕδασι δ᾽ αὐχμός,
    ὄρνισιν δ᾽ ὕσπλαγξ, ἀγροτέροις δὲ λίνα,
ἀνδρὶ δὲ παρθενικᾶς ἁπαλᾶς πόθος. Ὦ πάτερ ὦ Ζεῦ,
    οὐ μόνος ἠράσθην· καὶ τυ γυναικοφίλας.
     
    Ταῦτα μὲν ὦν δι᾽ ἀμοιβαίων οἱ παῖδες ἄεισαν·
65       τᾶν πυματᾶν δ᾽ ᾠδᾶν οὑτῶς ἐξᾶρχε Μενάλκας.
  ΜΕ. Φείδευ τᾶν στερίφων, φείδευ λύκε τᾶν τοκάδων μευ,
μηδ᾽ ἀδίκει μ᾽, ὅτι μικκὸς ἐὼν πολλαῖσιν ὁμαρτέω.
Ὦ Λάμπουρε κύον, οὕτω βαθὺς ὕπνος ἔχει τυ;
οὐ χρὴ κοιμᾶσθαι βαθέως σὺν παιδὶ νέμοντα.
70   Ταὶ δ᾽ ὄϊες, μηδ᾽ ὑμὲς ὀκνεῖθ᾽ ἁπαλᾶς κορέσασθαι
ποίας· οὔτι καμεῖσθ᾽, ὅκκα πάλιν ἇδε φύηται.
Σίττα νέμεσθε νέμεσθε, τὰ δ᾽ οὔθατα πλήσατε πᾶσαι,
ὡς τὸ μὲν ὥρνες ἔχωντι, τὸ δ᾽ ἐς ταλάρως ἀποθῶμαι.
     
        Δεύτερος αὖ Δάφνις λιγυρῶς ἀνεβάλλετ᾽ ἀείδεν·
75 ΔΑ. Κἤμ᾽ ἐκ τῶ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῖσα
τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν εἶμεν ἔφασκεν·
Οὐ μὰν οὐδὲ λόγον ἐκρίθην ἄπο τὸν πικρὸν αὐτᾷ,
ἀλλὰ κάτω βλέψας τὰν ἁμετέραν ὁδον εἷρπον.
Ἁδεῖ᾽ ἁ φωνὰ τᾶς πόρτιος, ἁδὺ τὸ πνεῦμα·
80   ἁδὺ δὲ χἁ θέρεος παρ᾽ ὕδωρ ῥέον αἰθριοκοιτεῖν.
Τᾷ δρυῒ ταὶ βάλανοι κόσμος, τᾷ μαλίδι μᾶλα,
τᾷ βοῒ δ᾽ ἁ μόσχος, τῷ βουκόλῳ αἱ βόες αὐταί.
     
        Ὡς οἱ παῖδες ἄεισαν, ὁ δ᾽ αἰπόλος ὦδ᾽ ἀγόρευεν·
“ἁδύ τι τὸ στόμα τοι καὶ ἐφίμερος ὦ Δάφνι φωνά.
85   Κρέσσον μελπομένω τευ ἀκουέμεν ἢ μέλι λείχειν.
Λάζεο τᾶς σύριγγος· ἐνίκασας γὰρ ἀείδων.
αἰ δέ τι λῇς με καὶ αὐτὸν ἅμ᾽ αἰπολέοντα διδάξαι,
τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τα δίδακτρά τοι αἶγα,
ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν ἀμολγέα πληροῖ.”
     
90   Ὡς μὲν ὁ παῖς ἐχάρη καὶ ἀνάλατο καὶ πλατάγησε
νικάσας, οὕτω κ᾽ ἐπὶ ματέρι νεβρὸς ἅλοιτο.
Ὡς δὲ κατεσμύχθη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ
ὥτερος, οὕτω καὶ νύμφα δμαθεῖσ᾽ ἀκάχοιτο.
κἠκ τούτω πρᾶτος παρὰ ποιμέσι Δάφνις ἔγεντο,
καὶ Νύμφαν ἄκρηβος ἐὼν ἔτι Ναΐδα γᾶμεν.

 


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Δεκέμβριος 2000