Δάφνιδι τῷ χαρίεντι συνήντετο βουκολέοντι μᾶλα νέμων, ὡς φαντί, κατ᾽ ὤρεα μακρὰ Μενάλκας. Ἄμφω τώγ᾽ ἤστην πυρροτρίχω, ἄμφω ἀνάβω, ἄμφω συρίσδεν δεδαημένω, ἄμφω ἀείδεν. |
||
5 | Πρᾶτος δ᾽ ὦν ποτὶ Δάφνιν ἰδὼν ἀγόρευε Μενάλκας· “μυκητᾶν ἐπίουρε βοῶν Δάφνι, λῇς μοι ἀεῖσαι; φαμί τυ νικασεῖν, ὅσσον θέλω, αὐτὸς ἀείδων.” Τὸν δ᾽ ἄρα χὡ Δάφνις τοιῷδ᾽ ἀμείβετο μύθῳ· “ποιμὴν εἰροπόκων ὀΐων συριγκτὰ Μενάλκα, |
|
10 | οὔποτε νικασεῖς μ᾽, οὐδ᾽ εἴ τι πάθοις τύγ᾽ ἀείδων.” | |
ΜΕΝΑΛΚΑΣ | ||
Χρῄσδεις ὦν ἐσιδεῖν; χρῄσδεις καταθεῖναι ἄεθλον; | ||
ΔΑΦΝΙΣ | ||
Χρῄσδω τοῦτ᾽ ἐσιδεῖν, χρῄσδω καταθεῖναι ἄεθλον. | ||
ΜΕ. | Καὶ τίνα θησεύμεσθ᾽, ὅτις ἁμὶν ἄρκιος εἴη; | |
ΔΑ. | Μόσχον ἐγὼ θησῶ· τὺ δὲ θὲς ἰσομάτορα ἀμνόν. | |
15 | ΜΕ. | Οὐ θησῶ
ποκα ἀμνόν, ἐπεὶ χαλεπὸς ὁ πατήρ μευ
χἁ μάτηρ, τὰ δὲ μᾶλα ποθ᾽ ἕσπερα πάντ᾽ ἀριθμεῦντι |
ΔΑ. | Ἀλλὰ τί μὰν θησεῖς; τί δέ τυ πλέον ἑξεῖ ὁ νικῶν; | |
ΜΕ. | Σύριγγ᾽
ἃν ἐπόησα καλὰν ἐγὼ ἐννεάφωνον,
λευκὸν κηρὸν ἔχοισαν, ἴσον κάτω, ἶσον ἄνωθεν· |
|
20 | ταύταν κα θείην, τὰ δὲ τῶ πατρὸς οὐ καταθησῶ. | |
ΔΑ. | Ἦ μάν
τοι κἠγὼ σύριγγ᾽ ἔχω ἐννεάφωνον,
λευκὸν κηρὸν ἔχοισαν, ἴσον κάτω, ἶσον ἄνωθεν. Πρώαν νιν συνέπαξ᾽· ἔτι καὶ τὸν δάκτυλον ἀλγῶ τοῦτον, ἐπεὶ κάλαμός ἑ διασχισθεὶς διέτμαξεν. |
|
25 | ΜΕ. | Ἀλλὰ τίς ἁμὲ κρινεῖ; τίς ἐπάκοος ἔσσεται ἁμέων; |
ΔΑ. | Τῆνόν
πως ἐνταῦθα τὸν αἰπόλον ἢν καλέσωμες,
ὧ ποτὶ ταῖς ἐρίφοις ὁ κύων ὁ φαλαρὸς ὑλακτεῖ. |
|
Χοἱ μὲν παῖδες ἄϋσαν, ὁ δ᾽ αἰπόλος ἦνθ᾽
ἐπακοῦσαι.
πρᾶτος δ᾽ ὦν ἄειδε λαχὼν ἰυκτὰ Μενάλκας, |
||
30 | εἶτα
δ᾽ ἀμοιβαίαν ὑπελάμβανε Δάφνις ἀοιδάν
βουκολικάν· οὕτω δὲ Μενάλκας ἄρξατο πρᾶτος. |
|
ΜΕ. | Ἄγκεα
καὶ ποταμοί, θεῖον γένος, αἴ τι Μενάλκας
πήποχ᾽ ὁ συριγκτὰς προσφιλὲς ᾆσα μέλος, βόσκοιτ᾽ ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας· ἢν δέ ποκ᾽ ἔνθῃ |
|
35 | Δάφνις ἔχων δαμάλας, μηδὲν ἔλασσον ἔχοι. | |
ΔΑ. | Κρᾶναι
καὶ βοτάναι, γλυκερὸν φυτόν, αἴπερ ὁμοῖον
μουσίζω Δάφνις ταῖσιν ἀηδονίσι, τοῦτο τὸ βουκόλιον πιαίνετε· κἢν τι Μενάλκας τεῖδ᾽ ἀγάγῃ, χαίρων ἄφθονα πάντα νέμοι. |
|
40 | ΜΕ. | Ἔνθ᾽
οἶς, ἔνθ᾽ αἶγες διδυματόκοι, ἔνθα μέλισσαι
σμάνεα πληροῦσιν, καὶ δρύες ὑψίτεραι, ἔνθ᾽ ὁ καλὸς Μίλων βαίνει ποσίν αἰ δ᾽ ἂν ἀφέρπῃ. Χὡ ποιμὴν ξηρὸς τηνόθι χαἱ βοτάναι. |
ΔΑ. | Παντᾷ ἔαρ, παντᾷ δὲ νομοί, παντᾷ δὲ γάλακτος | |
45 |
οὔθατα πιδῶσιν, καὶ τὰ νέα τρέφεται,
ἔνθα καλὰ Ναῒς ἐπινίσσεται· αἰ δ᾽ ἂν ἀφέρπῃ. χὡ τὰς βῶς βόσκων χαἱ βόες αὐότεραι. |
|
ΜΕ. | Ὦ τράγε,
τᾶν λευκᾶν αἰγῶν ἄνερ, ὦ βάθος ὕλας
μυρίον, ὦ σιμαὶ δεῦτ᾽ ἐφ᾽ ὕδωρ ἔριφοι· ἐν τήνῳ γὰρ τῆνος· ἴθ᾽ “ὦ καλὲ” καὶ λέγε “Μίλων, ὁ Πρωτεὺς φώκας καὶ θεὸς ὢν ἔνεμε.” |
|
ΔΑ. | . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . |
|
ΜΕ. | Μή μοι
γᾶν Πέλοπος, μή μοι Κροίσεια τάλαντα
εἴη ἔχειν, μηδὲ πρόσθε θέειν ἀνέμων· ἀλλ᾽ ὑπὸ τᾷ πέτρα τᾷδ᾽ ᾄσομαι ἀγκὰς ἔχων τυ, σύννομα μᾶλ᾽ ἐσορῶν τὰν Σικελάν τ᾽ ἐς ἅλα. |
|
60 | ΔΑ. | Δένδρεσι
μὲν χειμὼν φοβερὸν κακόν, ὕδασι δ᾽ αὐχμός,
ὄρνισιν δ᾽ ὕσπλαγξ, ἀγροτέροις δὲ λίνα, ἀνδρὶ δὲ παρθενικᾶς ἁπαλᾶς πόθος. Ὦ πάτερ ὦ Ζεῦ, οὐ μόνος ἠράσθην· καὶ τυ γυναικοφίλας. |
Ταῦτα μὲν ὦν δι᾽ ἀμοιβαίων οἱ παῖδες ἄεισαν· | ||
65 | τᾶν πυματᾶν δ᾽ ᾠδᾶν οὑτῶς ἐξᾶρχε Μενάλκας. | |
ΜΕ. | Φείδευ
τᾶν στερίφων, φείδευ λύκε τᾶν τοκάδων
μευ,
μηδ᾽ ἀδίκει μ᾽, ὅτι μικκὸς ἐὼν πολλαῖσιν ὁμαρτέω. Ὦ Λάμπουρε κύον, οὕτω βαθὺς ὕπνος ἔχει τυ; οὐ χρὴ κοιμᾶσθαι βαθέως σὺν παιδὶ νέμοντα. |
|
70 | Ταὶ δ᾽
ὄϊες, μηδ᾽ ὑμὲς ὀκνεῖθ᾽ ἁπαλᾶς κορέσασθαι
ποίας· οὔτι καμεῖσθ᾽, ὅκκα πάλιν ἇδε φύηται. Σίττα νέμεσθε νέμεσθε, τὰ δ᾽ οὔθατα πλήσατε πᾶσαι, ὡς τὸ μὲν ὥρνες ἔχωντι, τὸ δ᾽ ἐς ταλάρως ἀποθῶμαι. |
|
Δεύτερος αὖ Δάφνις λιγυρῶς ἀνεβάλλετ᾽ ἀείδεν· | ||
75 | ΔΑ. | Κἤμ᾽
ἐκ τῶ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῖσα
τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν εἶμεν ἔφασκεν· Οὐ μὰν οὐδὲ λόγον ἐκρίθην ἄπο τὸν πικρὸν αὐτᾷ, ἀλλὰ κάτω βλέψας τὰν ἁμετέραν ὁδον εἷρπον. Ἁδεῖ᾽ ἁ φωνὰ τᾶς πόρτιος, ἁδὺ τὸ πνεῦμα· |
80 | ἁδὺ δὲ
χἁ θέρεος παρ᾽ ὕδωρ ῥέον αἰθριοκοιτεῖν.
Τᾷ δρυῒ ταὶ βάλανοι κόσμος, τᾷ μαλίδι μᾶλα, τᾷ βοῒ δ᾽ ἁ μόσχος, τῷ βουκόλῳ αἱ βόες αὐταί. |
|
Ὡς οἱ παῖδες ἄεισαν, ὁ δ᾽ αἰπόλος ὦδ᾽
ἀγόρευεν·
“ἁδύ τι τὸ στόμα τοι καὶ ἐφίμερος ὦ Δάφνι φωνά. |
||
85 | Κρέσσον
μελπομένω τευ ἀκουέμεν ἢ μέλι λείχειν.
Λάζεο τᾶς σύριγγος· ἐνίκασας γὰρ ἀείδων. αἰ δέ τι λῇς με καὶ αὐτὸν ἅμ᾽ αἰπολέοντα διδάξαι, τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τα δίδακτρά τοι αἶγα, ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν ἀμολγέα πληροῖ.” |
|
90 | Ὡς μὲν
ὁ παῖς ἐχάρη καὶ ἀνάλατο καὶ πλατάγησε
νικάσας, οὕτω κ᾽ ἐπὶ ματέρι νεβρὸς ἅλοιτο. Ὡς δὲ κατεσμύχθη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ ὥτερος, οὕτω καὶ νύμφα δμαθεῖσ᾽ ἀκάχοιτο. κἠκ τούτω πρᾶτος παρὰ ποιμέσι Δάφνις ἔγεντο, καὶ Νύμφαν ἄκρηβος ἐὼν ἔτι Ναΐδα γᾶμεν. |