ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ

ΕΙΔΥΛΛΙΑ

XXVI. ΛΗΝΑΙ Ἢ ΒΑΚΧΑΙ

Μετάφραση Ι. Πολέμη

[Χωρίς μετάφραση]
  Ἰνώ, κ᾽ Αὐτονόα, χἀ μαλοπάρῃος Ἀγαύα,
τρεῖς θιάσως ἐς ὄρος τρεῖς ἄγαγον αὐταὶ ἐοῖσαι.
Χαἰ μὲν ἀμερξάμεναι λασίας δρυὸς ἄγρια φύλλα,
κισσόν τε ζώοντα, καὶ ἀσφόδελον τὸν ὑπὲρ γᾶς,
Αγαύη κι Αυτονόη κ' Ινώ, του Κάδμου οι θυγατέρες,
τρεις ήταν και τρεις έκαναν πομπές του Διονύσου
στον Κιθαιρώνα. Εσύναξαν εκείθεν άγρια φύλλα
πυκνόφυλλης βελανιδιάς, χλωροί κισσού κλωνάρια,
επήρανε στα χέρια τους και νιόβγαλτα σπερδούκλια
5 ἐν καθαρῷ λειμῶνι κάμον δυοκαίδεκα βωμώς,
τὼς τρεῖς τᾷ Σεμέλᾳ, τὼς ἐννέα τῷ Διονύσῳ.
Ἱερὰ δ᾽ ἐκ κίστας πεποναμένα χερσὶν ἑλοῖσαι,
εὐφάμως κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν,
ὡς ἐδίδασχ᾽, ὡς αὐτὸς ἐθυμάρει Διόνυσος.
 
κ' έκαναν δώδεκα βωμούς σ' ολάνοιχτο λιβάδι,
εννιά για το Διόνυσο και τρεις για τη Σεμέλη.
Έβγαλαν τότε τα ιερά μέσ' από το κουτί των
και στους βωμούς τ' απίθωσαν μ' ευχές πολλές στο Βάκχο,
όπως αυτός επιθυμεί κι όπως τις είχε μάθει.
10     Πενθεὺς δ᾽ ἀλιβάτω πέτρας ἄπο πάντ᾽ ἐθεώρει,
σχῖνον ἐς ἀρχαίαν καταδύς, ἐπιχώριον ἔρνος.
 
Ο δύστυχος Πενθεύς κρυφά, από τραχύ ένα βράχο,
πίσω από σκίνο γέρικο, εθώρει ό,τι γενόταν.
Αὐτονόα πράτα νιν ἀνέκραγε δεινὸν ἰδοῖσα,
σὺν δ᾽ ἐτάραξε ποσὶν μανιώδεος ὄργια Βάκχω,
ἐξαπίνας ἐπιοῖσα, τὰ δ᾽ οὐχ ὁρέοντι βέβαλοι.
Πρώτη τον εκατάλαβεν η Αυτονόη, κι αμέσως
έρριξε φοβερή κραυγή και ξαφνικά πηδώντας
εγκρέμισε κ' εσκόρπισε τα σύμβολα του Βάκχου
πούν' άπρεπο να τα θωρούν οι αμάθευτοι οι ανθρώποι.
15 Μαίνετο μέν τ᾽ αὐτά, μαίνοντο δ᾽ ἄρ᾽ εὐθὺ καὶ ἄλλαι
Πενθεὺς μὲν φεῦγεν πεφοβημένος, αἱ δὲ δίωκον,
πέπλως ἐκ ζωστῆρος ἐπ᾽ ἰγνύαν ἐρύσασαι.
Πενθεὺς μὲν τόδ᾽ ἔειπε· “Τίνος κέχρησθε, γυναῖκες;”
Αὐτονόα δὲ τόδ᾽ εἶπε· “Τάχα γνώσῃ, πρὶν ἀκοῦσαι.”
Τότε κ' εκείνη εμάνιωσε κ' εμάνιωσαν κ' οι άλλες.
Φεύγει ο Πενθεύς τρεχάμενος και κατατρομαγμένος,
κι αυτές, ανασηκώνοντας το φόρεμα ως τη ζώνη,
έτρεχαν κατά πίσω του και τον εκυνηγούσαν.
Κ' είπεν ο δύστυχος Πενθεύς: «τί θέλετε. γυναίκες;».
«Τώρα θα 'δης τί θέλομε» τούπεν η Αυτονόη.
20 Μάτηρ μὲν κεφαλὰν μυκήσατο παιδὸς ἑλοῖσα,
ὅσσον περ τοκάδος τελέθει μύκημα λεαίνας·
Ἰνὼ δ᾽ ἐξέρρηξε σὺν ὠμοπλάτᾳ μέγαν ὦμον,
λὰξ ἐπὶ γαστέρα βᾶσα, καὶ Αὐτονόας ῥυθμὸς ωὑτός.
Αἱ δ᾽ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες.
Και σαν λιοντάρι που γεννά μουγκρύζοντας η Αγαύη
τούκοψε το κεφάλι του μητέρα του κι' ας ήταν,
και στην κοιλιά του ορμητικά η Ινώ ποδοπατώντας
του σύντριψε τον ώμο του μ' όλη την ωμοπλάτη·
τα ίδια κι απαράλλαχτα κ' η τρίτη η Αυτονόη·
κ' οι άλλες που τη βακχική πομπήν ακολουθούσαν
τ' απομεινάρια κρέατα μοίρασαν μεταξύ των,
25 Ἐς Θήβας δ᾽ ἀφίκοντο πεφυρμέναι αἵματι πᾶσαι,
ἐξ ὄρεος πένθημα, καὶ οὐ Πενθῆα, φέροισαι.
 
κι όλες γεμάτες αίματα γυρίσανε στη Θήβα
φέρνοντας από το βουνό πένθος κι όχι Πενθέα.
    Οὐκ ἀλέγω· μηδ᾽ ἄλλος ἀπεχθέμεναι Διονύσῳ
φροντίζοι, μηδ᾽ εἰ χαλεπώτερα τῶνδ᾽ ἐμόγησεν,
εἴη δ᾽ ἐνναέτης, ἢ καὶ δεκάτῳ ἐπιβαίνοι·
Δε νοιάζομαι· μηδέ κανείς ας νοιάζεται για 'κείνον
που εχθρεύεται ο Διόνυσος, χειρότερα κι αν πάθη,
άντρας απ' τη γυναίκα του ή και παιδί απ' τη μάννα·
30 αὐτὸς δ᾽ εὐαγέοιμι, καὶ εὐαγέεσσιν ἅδοιμι.
Ἐκ Διὸς αἰγιόχω τιμὰν ἔχει αἰετὸς οὗτος·
“Εὐσεβέων παίδεσσι τὰ λωΐα, δυσσεβέων δ᾽ οὔ.”
 
εγώ είμαι θρήσκος και ποθώ να ευχαριστώ τους θρήσκους.
Πάντοτ' ο θρήσκος άνθρωπος έχει τιμή απ' το Δία.
Του θρήσκου τα παιδιά ευτυχούν, κακοπαθούν του αθρήσκου.
    Χαίροι μὲν Διόνυσος, ὃν ἐν Δρακάνῳ νιφόεντι
Ζεὺς ὕπατος μεγάλαν ἐπιγουνίδα κάτθετο λύσας·
Χαίρε, Διόνυσε, που ο Ζευς σ' έβγαλ' απ' το μερί του
και σ' έρριξε στο Δράκανο το χιονοσκεπασμένο·
35 χαίροι δ᾽ εὐειδὴς Σεμέλα, καὶ ἀδελφεαὶ αὐτᾶς
Καδμεῖαι, πολλαῖς μεμελημέναι ἡρωΐναις,
αἳ τόδε ἔργον ἔρεξαν, ὀρίναντος Διονύσω,
οὐκ ἐπιμωματὸν Μηδεὶς τὰ θεῶν ὀνόσαιτο.
χαίρε, Σεμέλη, χαίρετε και σεις οι αδερφές της
κόρες του Κάδμου ηρωικές που δίκαια τιμωρείτε·
αυτό που εσείς εκάνατε τώχε προστάξει ο Βάκχος.
Κανείς ας μην καταφρονή ό,τι οι θεοί προστάζουν.


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001