“ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ, Ἡρακλῆς, Ὀδυσσέας. Ἥρωες, θύματα, θεοί καί ἄνθρωποι. Πρόσωπα συμπαγή, ἀπόλυτα πεπεισμένα πώς καθένα ἔχει τό δίκιο μέ τό μέρος του, πάντα πρόθυμα νά ἐπαναληφθοῦν καί νά ἐπαναλάβουν τά λάθη τους. Ἄνθρωποι ὀχυρωμένοι πίσω ἀπ' τόν οἶκτο γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. Σπατάλησαν μιά ὁλόκληρη ζωή, καμαρώνοντας γιά ὅσα ὑπέφεραν καί τώρα περιφέρουν τίς παλιές πληγές τους σάν παράσημα...” Νά πῶς περιγράφει τούς κλασικούς ἥρωες ὁ χορός, σέ κάποιο καίριο σημεῖο τῆς εὐφυέστατης ἐκδοχῆς του Φιλοκτήτη, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Σήμους Χήνυ πρίν ἀπό δέκα χρόνια, μέ τόν τίτλο “The Cure at Troy”. Καί λίγο πιό πέρα: “ Οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουν. Βασανίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Πληγώνουν καί πληγώνονται. Κανένα ποίημα, κανένα θεατρικό ἔργο δέν μπορεῖ νά διορθώσει ἕνα λάθος πού ἔγινε κάποτε καί μέ τά χρόνια κατάντησε ἀθεράπευτη πληγή. Ἡ Ἱστορία λέει: μήν ἐλπίζεις ἀπ' τήν ἐδῶ μεριά τοῦ τάφου· ὅμως ἀπό τήν ἄλλη, στή διάρκεια μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, πάντα ὑπάρχει περίπτωση νά σηκωθεῖ μιά εὐλογημένη τρικυμία δικαιοσύνης. Τότε ἡ ἐλπίδα καί ἡ Ἱστορία ὁμοιοκαταληκτοῦν”.
Ἐγώ τουλάχιστον, δέ γνωρίζω πιό καίρια ἑρμηνεία τῆς σοφόκλειας τραγωδίας, παρ’ ὅλο πού, σέ πρώτη φάση, στόχος τῆς ποίησης δέν εἶναι ἡ ἑρμηνεία τῶν ποιητικῶν ἔργων. Ἀλλά - πῶς νά τό κάνουμε - τά σημαντικότερα πράγματα ἔχουν εἰπωθεῖ ἀπό ποιητές. Πρόκειται γιά κάποιο στοχαστικό ἔνστικτο πού ἡ φύση του μᾶς διαφεύγει συνεχῶς. Κατά κάποιον τρόπο, ὅταν ὁ Μπέικον προέτρεπε τούς σοφούς τῆς ἐποχῆς του νά σταματήσουν νά καυγαδίζουν γιά τόν άριθμό τῶν δοντιῶν τῶν ἀλόγων καί νά πᾶνε νά τά μετρήσουν, τούς πρότεινε νά ἀκολουθήσουν τή μέθοδο τῶν ποιητῶν: κατευθείαν στό πράγμα. Ἄν ἡ ποίηση δέν ἐξαντλεῖται σέ μιάν ἰδιότυπη αἰσθητική λεκτικῶν συμπλεγμάτων, ἄν διαθέτει ἐπίσης καί μιά στοχαστική τακτική, ἡ τακτική αὐτή χαρακτηρίζεται ὁπωσδήποτε ἀπό πρακτικότητα καί αἴσθηση ρεαλισμοῦ.
Ὁ Φιλοκτήτης τοῦ Σοφοκλῆ ἔχει χωρίσει τοὺς ἑρμηνευτές σέ δύο στρατόπεδα. Στό ἕνα βρίσκονται ἐκεῖνοι πού ἐξηγοῦν τίς λεπτομέρειες τῆς τραγωδίας, μέ βάση τήν ὑποτιθέμενη πρόθεση τοῦ μεγάλου τραγωδοῦ, νά φτάσει στά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἀφαιρώντας κάθε στοιχεῖο παρεύρεσης. Αὐτό δηλαδή πού κάνει ὁ Μπέκετ στό “Περιμένοντας τόν Γκοντό”. Βασικό ἐπιχείρημα γιά τήν ὑποτιθέμενη ἀφαιρετική τακτική τοῦ Σοφοκλῆ, εἶναι τό γεγονός πώς, σέ ἀντίθεση μέ τόν Αἰσχύλο καί τόν Εὐριπίδη πού συνέθεσαν καί αὐτοί “Φιλοκτήτη”, παρουσιάζει τήν Λῆμνο ἀκατοίκητη. Ἄν καί θά μποροῦσε νά ὀφείλεται στήν προσπάθεια γιά οἰκονομία τῆς πλοκῆς, δέν μποροῦμε νά μήν ἀναγνωρίσουμε τήν μοντερνικότητα τῆς ἀφαίρεσης, ἡ ὁποία ὑποχρεώνει καί τόν πιό συγκρατημένο ἀναγνώστη νά ἐπιχειρήσει μιά ἄνευ ὅρων σύγκριση τῆς τραγωδίας μέ φανερά διαφορετικά ἔργα καί ἰδέες. Πῶς ν’ ἀποφύγει κανεῖς συνειρμούς σχετικούς μέ τήν προσωπικότητα τοῦ Ἰώβ; Ἐξηλαστήρια θύματα καί οἱ δύο, ἀναγκάζονται νά καθορίσουν τή σχέση τους μέ τό ἀνθρώπινο καί τό θεϊκό στοιχεῖο. Καί στά δύο ἔργα, διατυπώνεται ἡ θέση πώς ὁ ἄνθρωπος μόνο ὑποφέροντας τά πάνδεινα μπορεῖ νά κατακτήσει τή μακαριότητα. Α propo οὔτε ὁ Χριστιανισμός, οὔτε ὁ Ὑπαρξισμός εἶναι τόσο νέοι ὅσο νομίζουμε.
Στό ἄλλο στρατόπεδο, βρίσκονται οἱ ἑρμηνευτές πού τοποθετοῦν τήν τραγωδία στό κοινωνικό πλαίσιο, ἐντός τοῦ ὁποίου ἔδρασε ὁ Σοφοκλῆς. Εἶναι φανερό πώς κάθε καλλιτέχνημα καί ἰδιαίτερα κάθε ἔργο λόγου, συνδέεται μέ τήν ἐποχή του. Πόσο μάλλον ἡ τραγωδία, πού ἐπιτελοῦσε ὄχι καί λίγες πολιτικές λειτουργίες. Ὁ Σοφοκλῆς συνέθεσε τόν “Φιλοκτήτη” πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του καί καθώς ὁ ἴδιος εἶχε ἀναλάβει πολιτικά ἀξιώματα στό παρελθόν, θά γνώριζε ἀσφαλῶς τί σημαίνει πολιτική. Εἶναι φυσικό λοιπόν νά ἀφεθοῦμε στή γοητεία μιᾶς ἑρμηνείας πού ἀναλαμβάνει νά ἀντιστοιχίσει τά πρόσωπα τοῦ ἔργου μέ τύπους πολιτικῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ κατάσταση τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας κάθε ἄλλο παρά ρόδινη ἦταν ἐκείνη τήν ἐποχή, μέ κύρια εὐθύνη τοῦ σοφιστικοῦ ρεύματος πού συρρίκνωνε τήν πολιτική ὀντότητα τοῦ ἔλλογου ὑποκειμένου στή ρητορική κατάρτισή του. Τή συρρίκνωση αὐτή, οἱ δημοκράτες Ἀθηναῖοι τήν ἀντιλαμβάνονταν σάν ἠθικό πρόβλημα. Δέν εἶχαν κατορθώσει τή διάκριση ἀνάμεσα στό τεχνικό καί τό πολιτικό πρόβλημα, μιά διάκριση πού σήμερα μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τέτοια ζητήματα, στή βάση τῆς ἀντίθεσης ἀνάμεσα στήν τεχνοκρατική καί στήν ἀνθρωποκεντρική σκέψη. Οἱ κλασικοί σύνδεσμοι τῆς σκέψης μέ τήν ἀλήθεια καί τῆς γλώσσας μέ τό ψεῦδος, ἔχουν ήδη παραχωρήσει τίς θέσεις τους σέ πολυπλοκότερα σχήματα, ἄν καί στό βάθος τῆς ἀντίθεσης ἀνάμεσα στήν ἀναλυτική καί τή φαινομενολογική παράδοση, ἀσθμαίνει μιά προσφυγή τῆς δεύτερης πρός τήν πρώτη γιά ψεῦδος. Συνεπῶς, ἴσως εἶναι φυσικό νά στρεφόμαστε σέ τέτοιου εἴδους ἑρμηνεῖες τοῦ “Φιλοκτήτη”, ἀκόμη κι ἄν τό ἐπίπεδο τῶν σημαινομένων ἀφορά στή δική μας πολιτική κατάσταση. Ἡ διαχρονικότητα τῆς ἀρχαίας δημιουργίας, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν καταφυγή στό ἱστορικό περιβάλλον, ἐντός τοῦ ὁποίου ἀναπτύχθηκε. Ἀπό μιάν ἄποψη, οἱ δύο ἑρμηνευτικές τάσεις εἶναι ἀναγκασμένες νά συμφωνήσουν τουλάχιστον στήν ὀντολογική διάσταση τῶν ἡρώων. Εἶτε ὁ Ὀδυσσέας ἐκπροσωπεῖ τούς Σοφιστές, εἶτε τήν ἀναυθεντικότητα τῆς ὕπαρξης, ἀναφέρεται πάντα στό ψευδές, τό ἀπατηλό. Ὅσο γιά τή θέση πού εἶναι ἀναγκασμένος νά πάρει ὁ μεταφραστής...
Ὁ ποιητής εἶναι ἕνα ζωντανό πλάσμα. Μπορεῖ νά ἀκούγεται κοινότοπο, ἀλλά οἱ κοινοτοπίες μᾶς ροκανίζουν σάν τό σαράκι. Ξέρει καθένας πῶς τόν ἀνατρέπουν οἱ μεγαλύτερες, ὅταν ἡ ζωή του χαρακωθεῖ ἀπό μιά λάθος κίνηση. Φαντάζομαι τόν Σοφοκλῆ 85 ἐτῶν, γύρω στά 409 π.Χ. Τό τέλος τῆς ζωῆς του εἶναι πιά δεδομένο. Μόνο ἡ ἀγωνία τοῦ ἀπόμαχου πολίτη τοῦ ἔχει ἀπομείνει κι ἕνας γιός πού δέ δίστασε νά τόν σύρει στά δικαστήρια, μέ τήν τρελή κατηγορία πώς ἐπιχειροῦσε νά τόν τρελάνει. Ὁ γέροντας δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε πιά γιά τά ἀνθρώπινα· μόνο νά τά σχολιάσει. Ἀλλά μήπως, μετά ἀπό μιά ὁλόκληρη ζωή ἀγώνων γιά τή βελτίωση τῆς πολιτείας, δέν εἶναι δεδομένη ἡ ἀποψη πώς οἱ ἄνθρωποι δολοπλοκοῦν γιά νά μή γίνουν ἀντικείμενα δολοπλοκιῶν; Ἀλλάζουν ποτέ οἱ ἄνθρωποι; Λίγο πρίν τή νηφάλια χειρονομία τοῦ “Οἰδήποδα στόν Κολωνό”, ὁ δαιμόνιος δραματουργός μπήγει ἕνα ἀπελπιστικά κοφτερό μαχαίρι στή συνείδηση τῶν συμπολιτῶν του. Ὁ Φιλοκτήτης μπορεῖ νά μᾶς παρουσιάζεται σάν τό πιό “ὑπαρξιακό” ἀπό τά ἀρχαῖα δράματα, τό πιό ἀδιάφορο γιά τά κοινωνικά δρώμενα, ἀλλά εἶναι τό πιό πολιτικό, τό πιό ἀδυσώπητο στήν κοινωνική κριτική του. Ἕνας ἄρχοντας πολεμιστής καταντᾶ ἐπαίτης τῆς μοίρας καί ὁ γιός ἑνός ἥρωα προσπαθεῖ νά τόν ἐκμεταλλευτεῖ, προκειμένου νά κάνει καριέρα ἥρωα, μέ τήν καθοδήγηση ἑνός παλαιοῦ καθάρματος τῆς πολιτικῆς καί ἀριστοτέχνη τῆς ἐξόντωσης. Ἐκεῖ, στήν ἔρημη Λῆμνο, θά μετρηθοῦν καί θά μετρήσουν τίς προσδοκίες τους. Καθένας γιά τόν ἑαυτό του. Ὁ λαός παρακολουθεῖ. Πόσες φορές θά “διδάχθηκε” τό δράμα αὐτό μπροστά στά μάτια τοῦ Σοφοκλῆ, σέ ὅλη τή διάρκεια τῶν προσπαθειῶν γιά τήν σταθεροποίηση τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας; Καί μήπως δέ θά “διδασκόταν” στούς δρόμους, ὅσο οἱ θεατές παρακολουθοῦσαν τό δράμα κάτω ἀπό τόν ἀδέκαστο ἥλιο τοῦ θεάτρου; Ὁ Φιλοκτήτης δέ χρειάζεται τούς θεούς. Ἐπανατοποθετεῖ τήν τραγωδία στήν πολιτεία ἀπό τήν ὁποία ξεπήδησε, ἤ μάλλον στήν ἴδια ἐκείνη πηγή, ἀπό τήν ὁποία ξεπήδησε ἡ πολιτεία: τή θέληση γιά ἐπικράτηση. Ὁ πρόσχαρος καί ἀπλός στούς τρόπους γέροντας, πού εἶχε φιλικές σχέσεις μέ ὅλα τά ἐξέχοντα πρόσωπα τῆς ἐποχῆς του, τηροῦσε τίς παραδόσεις, σεβόταν τούς θεούς καί ἀγαποῦσε τούς συμπολίτες του, δαγκώνει ἄγρια, βλέποντας γύρω του τά πάντα λασπωμένα ἀπό τήν πολιτική. Ἄς μή βιαστεῖ ὁ ἀναγνώστης νά σχηματίσει τήν ἐντύπωση πώς συντάσσομαι μέ τή δεύτερη ἀπό τίς ἑρμηνευτικές ἀπόψεις πού ἀνέφερα παρά πάνω. Μπορεῖ ἡ μελαγχολία ἑνός γέροντα νά λέει πολλά γιά τήν πολιτική, ἀλλά δέν παύει νά ἔχει τίς ρίζες της ἐκεῖ πού ὁ ἀναστεναγμός προσδοκεῖ νά γίνει ἄνεμος, στήν πηγή τῆς Ἱστορίας, τοῦ καλοῦ, τοῦ κακοῦ καί κάθε ἄλλου ἀνθρώπινου πάθους. Ποιά εἶναι αὐτή ἡ πηγή, τό δείχνει ὁ Χήνυ καί καθένας πρέπει νά το βρεῖ μόνος του. Δέν ἔχει νόημα νά δείχνεις μέσα στο σκοτάδι. Ἄν δέν χτυπήσεις πάνω στό ζητούμενο, ἄν δεν μάθεις πώς πονάει πάνω στό δικό σου σῶμα, δέν ξέρεις τίποτε. Ἡ ποίηση μᾶς μαθαίνει νά σκεφτόμαστε μέ λογικό τρόπο παράλογα πράγματα. Ἀλλά μήπως τά περισσότερα ἀπ’ ὅσα μᾶς συμβαίνουν δέν εἶναι παραλογισμοί μέ ἐξαιρετικά λογικές συνέπειες;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΑΘΗΝΑ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2002