Μολονότι τόσο νεαρός ακόμα (μόλις εικοσιεννέα ετών) ο Βασίλης είχε αποκτήσει
στην επαρχία μας, και πέρα ακόμη απ' αυτήν, σ' ολόκληρο μπορώ να πω το νομό, την
φήμη αγίου· δεν ήταν μόνο η πραότητα του προσώπου του και των τρόπων του, η
φιλανθρωπία του και η φροντίδα του για τους αναξιοπαθούντες και δυστυχισμένους
της περιοχής, το μεγάλο ηθικό του ανάστημα και η φλογερή του πίστη, που γινόταν
κήρυγμα βροντερό, κάθε Κυριακή, από τον άμβωνα του Προφήτη Ηλία· ήταν ακόμη και
το απροσμέτρητο θεολογικό του βάθος, χάρις στο οποίο στήριζε την Εκκλησία, μέσα
στους σύγχρονους κλύδωνες των υλιστικών και κοινωνικών παθών. |
. Πώς ήταν άλλωστε δυνατό να ανεχθή τέτοιο πράγμα αυτός πρώτος ο Βασίλης,
εμποτισμένος καθώς ήταν από τη συντηρητική ελληνοχριστιανική ανατροφή του
σπιτιού του, και προωρισμένος για την ιεροσύνη; Πώς ήταν δυνατόν αυτός, ένας
βαθύτατα χριστιανός, και πιστός τηρητής των παραδόσεών μας, να περιπέση σε
τέτοια αμαρτία, ώστε να συζή με τη μέλλουσα σύζυγό του, και μάλιστα στο σπίτι
των γονέων του; Υπήρχε ακόμη ηθική στον αχρείο αυτό κόσμο!.. Έτσι ερχόμενος από το Παρίσι με τη μνηστή του, που αυτός μόνο γνωρίζει πώς έσωσε από το βόρβορο της σύγχρονης αυτής Βαβυλώνας, την εγκατέστησε στο σπίτι μιας χήρας νοικοκυράς ευλαβικής χριστιανής, σε μικρή σχετικά απόσταση από το δικό τους. Παρ' όλες τις πρόσκαιρες αντιξοότητες που παρουσίαζε η ζωή για την Παρασκευούλα, η κοπέλλα όχι μόνο δεν φαινόταν πικραμένη, αλλά ούτε καν έμοιαζε να τις αισθάνεται. Ήταν τέτοια η λατρεία της για το Βασίλη, τέτοια η ευγνωμοσύνη της, τέτοιος ο θαυμασμός της για την ασκητικότητά του, για την αυστηρότητα της ζωής του, την τέλεια περιφρόνησή του προς τα υλικά αγαθά, την καθαρότητα της πίστης του και. τέλος, την βαθύτατη θεολογική του κατάρτιση! Η πίστη του της άνοιγε κόσμους. Η ύπαρξή του, και μόνο, ήταν, μετά το Χριστό, η μεγαλύτερη γι' αυτήν προστασία επι γης· τον ευχαριστούσε ταπεινά, που υπήρχε! Τι σημασία είχαν όλα τ' άλλα;.. Σηκώθηκε,.. τον πλησίασε,.. τον ασπάστηκε ελαφρά στον κρόταφο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο σκοτεινό διάδρομο, που ωδηγούσε στην εξώπορτα... ΄Εξω ήταν Γενάρης... Γενάρης και χιονόνερο και πικρότατος άνεμος βορεινός... Βάδισε, μέ σταθερό το πόδι, πάνω στη γλιστερή άσφαλτο, και προχώρησε απτόητη στο σκοτάδι... Ο δρόμος της περνούσε από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία -σε απόσταση δέκα λεπτών από το σπίτι του Βασίλη. Το καντίλι του ιερού έκαιγε πάνω στη νύχτα σα φάρος σε αχανές τρικυμισμένο πέλαγος... Η πόρτα του ναού δεν έκλεινε ποτέ... Μα τη νύχτα αυτή, για λόγους που μόνο η ίδια γνώριζε, η Παρασκευή προτίμησε να σταθή εκεί μπροστά στο καντήλι που έκαιγε, πίσω από την κόχη του ιερού -παρ' όλο το φοβερά διαπεραστικό κρύο του χειμώνα... Στάθηκε μαζεμμένη για κάμποση ώρα -ίσως τρία τέταρτα, ίσως περισσότερο- με το χιονόνερο να της αυλακώνη αλύπητα το πρόσωπο και να διαπερνάη χωρίς δυσκολία τα ρούχα της, φτάνοντας ως τη σάρκα, για να την παιδέψη... «...Δεν είναι μόνο η ολιγοπιστία της, φυσική επί τέλους, και δικαιολογημένη, αν σκεφθής πόσο πρόσφατα άρχισε να κατηχήται...», αναλογιζόταν ο Βασίλης, όταν έμεινε μόνος, «που της δημιουργεί τέτοιες απορίες· παρά και που δεν είναι ελληνίδα... Αυτό το διαβρωτικό πνεύμα της περιέργειας δεν είναι νεοελληνικό· κατάγεται από τη Σχολαστική φιλοσοφία της Δύσης· ποτέ δεν το είχαμε εμείς οι Ορθόδοξοι. Πού ακούστηκε να ζητάμε «αποδείξεις» για την ύπαρξη του θεού ή να αμφισβητούμε τα κείμενα!.. Πού τα κόλλησε όλ' αυτά;.. Στη Γαλλία;..Ή τάφερε μέσα της, σα μικρόβιο, από την Κίνα;..» «Από την Κίνα... Αλήθεια για φαντάσου νά είσαι κινέζος!..» συνέχισε, κάπως ασύνδετα, τις σκέψεις του. Μια φορά της είχε πη: «- Εγώ , όταν ανοίγω τά χέρια μου, θαρρώ πως μπορώ ν' αγκαλιάσω ολόκληρη την Ελλάδα! Πώς μπορείς να πης το ίδιο για την Κίνα;..» Του είχε κάνει εντύπωση, παρ' όλ' αυτά, η απάντησή της: «-Δεν έχω καμμιά ανάγκη ν' αγκαλιάσω την Κίνα. Μου φτάνει που με περιέχει...» Ύστερα ο νους του, από αλλοίωση σε αλλοίωση, μεταφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια:... Θυμόταν, αμυδρά, τον πατέρα του με δίκοχο. Τον ίδιο τον εαυτό του, παιδάκι ακόμα, να τραβάη νοερά, μαζί με ολόκληρο το έθνος, για τα σύνορα... Η έλξη των συνόρων ήταν τόσο μεγάλη, που ακόμα και μαθητές του Δημοτικού, σαν αυτόν, μόλις συγκρατιόνταν στα μετόπισθεν και δέχονταν να περιοριστούν σε βοηθητικά έργα. Θυμόταν κάποια απόβραδα του χειμώνα, όπως τώρα, που μέσα στο τελευταίο φως της μέρας άρχιζαν ξαφνικά, η μια μετά την άλλη, να σημαίνουν οι καμπάνες των εκκλησιών για να φέρουν την είδηση κάποιας νίκης!.. Πρώτη, θάλεγες, πανηγύριζε η Εκκλησία.. -σαν, κατά κάποιο τρόπο, οι νίκες να ήταν πρώτα θρησκευτικές και ύστερα εθνικές, ή σαν το εθνικό αίσθημα να εύρισκε και πάλι την ολοκλήρωσή του και τη δικαίωσή του μέσα στην προγονική πίστη που μας ερχόταν από το Εικοσιένα και το Βυζάντιο... Κι αλήθεια! Οι νίκες του στρατού μας μύριζαν θάλεγε κανένας, θυμίαμα, όπως συμβαίνει στα θαύματα -αφού θαύματα ήταν κι αυτές: πήγαιναν ενάντια στη λογική, και πήγαζαν από πίστη!.. Η φωνή της μητέρας του, που τον καλούσε για δείπνο, έβαλε τέρμα στην ονειροπόληση, με τό γλυκότερο δυνατό τρόπο. Ο Βασίλης σηκώθηκε, υπάκουα σχεδόν, και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γραφείου του... Τρεις μέρες μετά τη βραδιά της θεολογικής συζήτησης πάνω στις Πράξεις των Αποστόλων, η Παρασκευή μεταφέρθηκε, επειγόντως, στο νοσοκομείο, με πνευμονία... Πέθανε σε δύο εβδομάδες. Δεν είχε προφτάσει να βαφτιστή! Κι όσο για το γάμο της, είχε προγραμματισθή να γίνη ύστερα από τέσσερις μήνες... Η Παρασκευή πέθανε αβάφτιστη και παρθένα. |