περιεχόμενα

Το δάγκωμα του φιδιού

Λοταρίδου 'Αντρης

Από τη Νέα Εποχή, 1989, τ. 197, σσ 44-45

Ναι, δεν ήταν φαντασία αλλά πραγματικότητα. Βρισκόταν ανάμεσα «τους». Ένιωθε κλειδωμένος μέσα σ' ένα αδελφικό κλοιό με όλα του τα προβλήματα λυμένα, συσκοτισμένα μάλλον μέσα στο μυαλό, που πίστευε τώρα σε μια λύτρωση μεσσιανική μετά από τη γήινη ταλαιπωρία. Ένας φόβος του τσαλάκωνε όμως την ευτυχία. Είναι δυνατό να περάσεις μέσα στα μυστικά της σωτηρίας, κλείνοντας τα μάπα μπροστά στην ανθρώπινη πραγματικότητα που σε περιβάλλει;

Στάθηκε μπροστά από το άγαλμα της πλατείας απ' όπου περνούσε καθημερινά πηγαίνοντας για το σπίτι και το κοίταξε πολύ προσεχτικά. Υπάρχει αλήθεια σ' αυτή την ακινησία. Αυτή μας ξεγελά συχνά, ή αδιαφορούμε για κείνην, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκεί κρύβεται η πιο πολύτιμη ουσία της τέχνης. Ο καλλωπισμός, η κατεργασία, η διακόσμηση των έργων της διάνοιας του ανθρώπου, δεν είναι παρά ένα περίβλημα, ένα σεντούκι σκαλιστό από δρύινο ξύλο, αλλά η ακινησία! Αυτή είναι η πεμπτουσία του δημιουργήματος. Γι' αυτό τώρα, κοιτώντας το άγαλμα, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Είχε κι ο ίδιος μια καλλιτεχνική προδιάθεση - η γλυπτική ήταν ο τομέας του. Αλλά γιατί δε μπορούσε ν' αντεπεξέλθει οικονομικά; Δούλευε σ' ένα κεραμιδαριό σα βοηθός του κεραμέα. Από κείνον εξοικονομούσε τα χρήματα για να γοράσει γύψο και πηλό που χρειαζόταν για τα γλυπτά του. Στο σπίτι, ένα παλιό ιδιόκτητο από τον πατέρα του, ζούσε μονάχος και τώρα τελευταία έρχονταν "εκείνοι" κι έκαναν τις συγκεντρώσεις τους αρκετά συχνά. Τώρα τελευταία όμως δεν τον ενθουσίαζε τόσο αυτή η κατάσταση. Ιδιαίτερα μετά την γνωριμία του με τον Έκτορα. Ο Έκτορας δεν ανήκε σε «εκείνους». Είχε ελεύθερο πνεύμα και μια ομορφιά εφηβική, παρότι δεν ήταν έφηβος πια. Είχε ένα εισόδημα που του επέτρεπε να ζει άνετα και να καταγίνεται με τις συλλογές του και τη φωτογραφική τέχνη. Πριν ένα μήνα περίπου τον συνάντησε στην πλατεία, να έχει στημένα το φωτογραφικά του σύνεργα και να παίρνει με το φακό διάφορες όψεις της πλατείας με επίκεντρο το άγαλμα.

«Μήπως σ' ενοχλώ;» ρώτησε ο Πέτρος, που στάθηκε πλάι στο άγαλμα και σκέφτηκε να του ζητήσει να τον φωτογραφίσει εκεί. Ο Έκτορας χαμήλωσε τη μηχανή του από το ύψος των ματιών και κοίταξε παραξενεμένος τον Πέτρο. Μετά χαμογέλασε κι ανασήκωσε τους ώμους για να δείξει ότι δεν πειραζόταν. «Είσαι επαγγελματίας;» ρώτησε αμέσως μετά, φανερά δείχνοντας μια διάθεση συζήτησης όπου πιθανόν στη διάρκεια της θα μπορούσε να του μιλήσει για τον προορισμό του ανθρώπου, για την ανάγκη ανάνηψης και σωτηρίας της ψυχής. «Όχι, ερασιτέχνης», απάντησε.

Δεν άργησαν να γίνουν φίλοι. Μίλησαν για διάφορα θέματα, αλλά ποτέ δεν του είπε τίποτα για «εκείνους». Κάτι πολύ ανθρώπινο, μέσα στη σχέση τους, δεν άφηνε περιθώρια γιο αναζητήσεις και σκοπούς άλλους από την ίδια τους τη φιλία. Μια μέρα, καθώς κάθονταν και μιλούσαν στο σπίτι του Πέτρου, ξαφνικά η συζήτηση γύρισε στην ψυχή.

«Μην κοροϊδευόμαστε φίλε μου. Ό,τι θέλει λέει ο καθένας πάντα σ' αυτό το θέμα. Κι αν ρωτάς εμένα τουλάχιστον, δεν ειπώθηκε ακόμα τίποτε αξιόλογο, σχετικά. Όλοι συμπεραίνουν από τις προσωπικές τους εμπειρίες και μόνο. Πράγμα που σημαίνει πως είναι εντελώς αναξιόπιστα τέτοια «πορίσματα». Ο Πέτρος τον κοίταξε προσεχτικά, με τον ίδιο τρόπο που κοίταζε κατά καιρούς το άγαλμα και ανακάλυψε ότι η ίδια στατικότητα, που παρατηρούσε στο άγαλμα, βρισκόταν και στον Έκτορα, χωρίς βέβαια ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται. Άφησε να συνεχίσει χωρίς να τον διακόψει, γιατί ένιωθε πως κάτι ήθελε να πει ακόμα γύρω απ' αυτό το θέμα. «Είμαι αδιάφορος για ό,τι εξελίσσεται αργά, στα πλαίσια της ανθρώπινης ζωής. Κι' ό,τι έχει σχέση με τα πέρα από την άμεση αντίληψη μας πράγματα, θέλω να τ' αγνοώ. Φαίνεται όμως εσύ δε θα με βοηθήσεις καθόλου για να τ' αγνοήσω. Πειραματίζεσαι με το διανοητικό υπερπέραν;» Ο Πέτρος γέλασε για να μην δείξει την αμηχανία του. Ίσως να πειραματιζόταν. Μα έφτασε σ' ένα σημείο που δεν έπαιρνε άλλο. Αυτή η λίγδα στα δάχτυλα, ιδιαίτερα αισθητή στις κόγχες των νυχιών και στη βάση τους, κάτι θα 'πρεπε να τον είχε διδάξει. Πάλευε μάταια να καταργήσει το χρόνο, την αίσθηση της πραγματικότητας, το πού, το γιατί των περιστάσεων της καθημερινότητας. Μέχρι τώρα δεν είχε κατορθώσει τίποτα καλύτερο απ' το να αργεί στη δουλειά του και να μην ξέρει τη μέρα και την ώρα του χρόνου όπου ζούσε. «Απλά θα 'θελα να ρωτήσω πού στηρίζεις εσύ τις πεποιθήσεις σου». Χαμογέλασε και αναπόλησε λίγο. "Μα, φαντάζομαι, στηρίζονται σε ό,τι αγάπησα και σε όσα κατάφερα να μ' αγαπήσουν." Είχε μια ακρίβεια στες δηλώσεις του, που έμοιαζε πολύ αληθινή. «Δεν έχεις άδικο» συνέχισε «πως έχομε αηδιάσει από μια ξέφρενη επιβίωση κι ένα ελπιδοφόρο κάματο για το καλύτερο. Αυτά είναι πράγματα υπαρκτά για μας όλους, δεν είναι μόνο για σένα ή μόνο για μένα. Είναι απλά, ό,τι μας μένει για να ζήσουμε.»

Πέρασε ένας μήνας, από την τελευταία τους συνάντηση και δεν ξαναβρέθηκαν με τον Έκτορα. Είχε πάει ταξίδι στην Ασία - μεγάλες αποστάσεις, μικρές εμπειρίες όπως θα σκεφτόταν κάποτε, αργότερα - και ούτε ο ίδιος ήξερε πότε θα επέστρεφε. Ήταν σα να 'χε χάσει τα ίχνη ενός πολύτιμου ανθρώπου, εξαιτίας άγνωστων μα καταδικαστικών λόγων. Στο μεταξύ η ζωή του μ' «εκείνους», δεν εξελισσόταν καθόλου καλά. Είχαν εισβάλει κυριολεκτικά στο σπίτι του, μυσταγωγούνταν με όλο και πιο παράδοξα για κείνον τεχνάσματα αλληλοϋποβολής, που σε κάποια στιγμή έμοιαζαν ομαδική παράκρουση. Ένιωθε πως είχε αποξενωθεί αρκετά από ένα σύνολο «γνωστών αγνώστων» με τους οποίους είχε συναντηθεί και σχετιστεί πάνω σε μια βάση σύμπτωσης, από μια ενστικτώδη ανάγκη πίστης σε κάτι κοινό, αλλά ανερμήνευτο. Τη φιλία του με τον Έκτορα, την είχε ερμηνέψει: Εδώ ήταν όλη η διαφορά, που δημιουργούσε όλη την καινούργια προοπτική. Η ζωντάνια της ανθρώπινης σχέσης, που ανταποδίδεται. Αυτό το ζωντανό, φιλόζωο αίσθημα της αμοιβαιότητας ρίχνει τα βάθρα της ψευδαίσθησης, κάθε ψευδαίσθησης.

Ήταν βράδυ. Καθισμένος και σκεφτικός, δεν περίμενε κανέναν. Μερικές φορές αυτή η έλλειψη αναμονής μας μεταφέρει παντού και πουθενά κι όλες οι εντυπώσεις είναι κλειστές, σαν απαγορευμένοι καρποί για όλους τους άλλους. Κρύωνε. Από μια απρόσεχτη κίνηση το απόγευμα είχε αναποδογυρίσει ένα μικρό Ερμή, που είχε φτιάξει με πολλή φροντίδα, να τον κάνει δώρο στον Έκτορα όταν θα γύριζε από το ταξίδι του. Το αγαλματάκι έπεσε κι έγινε θρύψαλα. Λυπήθηκε γιατί ως τότε δεν είχε κάνει προσωπικό δώρο στο φίλο του κι αυτό το αγαλματάκι ήταν ένας καλός αγγελιαφόρος.

Κι αν ο Έκτορας είχε επιστρέψει μα δεν ήθελε να συνεχίσει τη φιλία τους και γι' αυτό δε φαινόταν; Τρομοκρατήθηκε με τη σκέψη.. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη πόρτα, θα πήγαινε να δει ο ίδιος, πραγματικά αδημονούσε να ξαναδεί το φίλο του.

Προχώρησε με ταχύ βήμα ως την πολυκατοικία που ήξερε ότι έμενε. Ανέβηκε στον όροφο του διαμερίσματος και στάθηκε μπροστά στην κλειστή πόρτα. Δεν ακουγόταν το παραμικρό από μέσα. Το σπίτι έμοιαζε περισσότερο ακατοίκητο παρά εγκαταλειμμένο για μερικό χρόνο. Χτύπησε παρ' όλ' αυτά την πόρτα. Χτύπησε ξανά, ξανά. Κατέβηκε αργόθυμα από τις σκάλες. Στην έξοδο της πολυκατοικίας συνάντησε ένα ηλικιωμένο κύριο, τυλιγμένο σ' ένα γούνινο παλτό, που έμπαινε βιαστικά και τον σταμάτησε. «Με συγχωρείτε, ένοικος της πολυκατοικίας;» ρώτησε με δυνατό χτυποκάρδι σαν από αγωνία ή κόπωση. «Ναι. Μα δε νομίζω να νοικιάζεται τίποτα εδώ μέσα» απάντησε ο ηλικιωμένος κύριος μ' ένα χαμόγελο συγκατάβασης, προσέχοντας τα ρούχα που φορούσε ο Πέτρος - ήταν της δουλειάς και δεν ταίριαζαν με την αστραφτερή πολυτέλεια εκείνου του χώρου - «Δεν είναι γι' αυτό», πρόσθεσε βιαστικά «ήθελα να σας ρωτήσω, αν ξέρετε, αν επέστρεψε ο ένοικος του διαμερίσματος 65. Είχε πάει ταξίδι πριν ένα μήνα και είναι φίλος μου - δεν είχα νέα του εδώ και τόσο καιρό, σκέφτηκα μήπως μπορείτε να με πληροφορήσετε». «Γνωρίζεις τον Έκτορα;» ρώτησε με έκπληξη και διακριτική ειρωνεία στη φωνή ο ηλικιωμένος κύριος. «Είναι ο γιος μου. Γύρισε και πριν δύο μέρες μετακόμισε στο σπίτι μας. Εγώ έρχομαι τώρα να μαζέψω κάτι δικά του που έμειναν πίσω. Χαίρομαι για τη γνωριμία» είπε και πρότεινε το χέρι για χειραψία. Ο Πέτρος του 'δωσε το χέρι και τρέμοντας ψέλλισε «Κι εγώ» και πριν προλάβει να πει κάποιος απ' τους δυο κάτι ακόμη, έφυγε σχεδόν τρέχοντας από εκεί. Στο δρόμο για το σπίτι του, ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά, σαν το δάγκωμα φιδιού.