Ο Σίμος σηκώθηκε πρωί-πρωί να πάει να μαζέψει το παραγάδι του. Το είχε ρίξει
από βραδύς και όπως πάντα ανυπομονούσε να το ξεψαρώσει. Έκανε καφέ, τον ήπιε γρήγορα καίγοντας τη γλώσσα του και τσιγκλώντας έτσι τη γλώσσα της γυναίκας του, ν' αρχίσει την συνηθισμένη γκρίνια της για τη μανία του για το ψάρεμα. «Εσύ αγρότης είσαι, νοικοκύρης άνθρωπος, δεν είσαι ψαράς να τρέχεις με όλους τους καιρούς να τσαλαβουτάς πρωί και βράδυ μέσα στη θάλασσα για λίγα ψάρια! Δεν μπορείς να τα αγοράσεις; Δεν λέω, σου αρέσουν πολύ να τα τρως φρέσκα, αλλά πρέπει να τα ψαρεύεις μόνος σου;» Εκείνος μιλιά, κουφός, ούτε που άκουγε τι του έψελνε εκείνη. Όχι ότι είχε άδικο. Μα αυτό ήτανε μεράκι του, μανία του, ήθελε να πηγαίνει στο ψάρεμα, να παίρνει τη βάρκα του που την είχε περιποιημένη και εξοπλισμένη με όλα τα σύνεργα για κάθε είδους ψάρεμα, και να ξανοίγεται όλες τις εποχές του χρόνου να ψαρεύει, να νιώθει αυτή τη χαρά όταν φέρνει το καλάθι γεμάτο ψάρια, να τα μοιράζει μετά σε γειτόνους και φίλους. Όσα ξεχώριζε για το σπίτι του, καθότανε και τα καθάριζε κιόλα στη θάλασσα, τα έπλενε καλά με το θαλασσινό νερό και τα έφερνε έτοιμα για μαγείρεμα. Άσε που πολλές φορές άναβε φωτιά και τα έψηνε ή ετοίμαζε όλα όσα χρειαζότανε για μια περιποιημένη κακαβιά, όταν είχε πιάσει μεγάλη ποικιλία και φώναζε κάνα δυο φίλους να τα γευθούν μαζί και να πιουν κανένα κρασί παρέα. Καλός νοικοκύρης με κτήματα και αμπέλια, δεν παραμελούσε τη δουλειά του, μα η μεγάλη του αγάπη ήτανε η θάλασσα και πιο πολύ το ψάρεμα. Εκεί περνούσε τον καιρό του όταν δεν είχε αγροτικές δουλειές. Ούτε καφενείο ήξερε, ούτε χαρτιά, συνηθισμένα πράγματα για ένα κτηματία όταν το χειμώνα δεν υπήρχαν ασχολίες στα κτήματα. Ο Σίμος στη θάλασσα έβρισκε τη συντροφιά και την ευχαρίστηση του. Τον αναζωογονούσε η αψιά ανάσα της, τον μάγευε το ψιθύρισμα της. Παραδεχότανε ότι το παράκανε καμιά φορά, μα αν είχε και τούτος ένα ελάττωμα, ας ήτανε αυτό... Σήμερα είχε κι ένα άλλο λόγο που βιαζότανε να πάει να δει αν είχε πιάσει καλό και πολύ ψάρι το παραγάδι του. Τους είχε αφήσει χρόνους και την ευχή της η καλή τους η γειτόνισσα, η μάνα του φίλου του Φώτη. που μεγαλώσανε, μαζί αγαπημένοι σαν αδέλφια από μικρά παιδιά. Δυο σπίτια παρακάτω η κυρα-Βενετία, κάθε φορά που προσπερνούσε την αυλή της να πάει να πάρει τη βάρκα του για ψάρεμα, τον πείραζε. «Καλή ψαριά, Σίμο, και γυρνώντας μην ξεχάσεις να σταθείς και αποδώ, θα σε πειράξουν να τα φας όλα μόνος σου, μπορεί να σου σταθεί κανένα ψαροκόκαλο στο λαιμό! Θεέ μου και Άγιε Αντώνη μου, φύλαγε! Την ευχή μου νάχεις παιδί, μου! Ο Αγι Αντώνης, ο γείτονας μου να σε φυλάει...» Αστειευότανε η καλή γειτόνισσα, γιατί δεν είχε παράπονο από την απλοχεριά του Σίμου που πάντα έκανε μία στάση στην αυλή της. και τη φώναζε να της γεμίσει το βαθύ πιάτο με ψάρια, ό,τι και νάπιανε. Και πολλές φορές της άφηνε πιο πολλά απ' όσα πήγαινε στο σπίτι του όπου βαριόντανε να τρώνε, κάθε μέρα σχεδόν, ψάρι και γκρινιάζανε για το διπλομαγείρεμα. Έτσι, ήθελε συμβολικά σήμερα ο Σίμος να φέρει εκείνος τα ψάρια που χρειαζότανε για τη «μακαριά» της κυρα-Βενετίας που τους είχε αφήσει χρόνους και την ευχή της. Είχε ζήσει μια απλή, γεμάτη ζωή και έφυγε γεμάτη μέρες, αφήνοντας πίσω της όλα της τα παιδιά και τα εγγόνια της και όλους όσους ήσαν μικρότεροι από εκείνη γύρω της, ευχή της και λόγος της καθημερινός. Στο τραπέζι, για να την αποχαιρετίσουν, ήθελε ο Σίμος να στείλει εκείνος το ψάρι που το έθιμο το θέλει να μη λείπει της θάλασσας ο πλούτος όπως και τα προϊόντα της μεγάλης μάνας γης για το συχώριο. Η εποχή ήτανε για πλούσιες ψαριές —μέσα του Γενάρη— παραμονή του Αγίου Αντωνίου που το εκκλησάκι του γιόρταζε σήμερα και είχε αρκετούς προσκυνητές και πουλητάδες τριγύρω στον αυλόγυρο. Καθώς πήγαινε να πάρει τη βάρκα ο Σίμος, σταυροκοπήθηκε, μα δεν ανέβηκε το μικρό ανηφοράκι που οδηγούσε εκεί... Σε λίγο το παραγάδι του ανέβαινε για τα καλά γεμάτο. Είχε πιάσει πολλά και εκλεκτά ψάρια. Λιθρίνια και μπαλάδες, ένα είδος λιθρινιού πολύ νόστιμο με ροζ-χρυσαφέρνια πτερύγια που τα ξεχωρίζουν από τα λιθρίνια, τσιπούρες και αρκετά μπαρμπούνια. Κάθησε στην ακρογιαλιά, στην λιακάδα τη χειμωνιάτικη, και τα καθάρισε όλα να τα πάει έτοιμα για τηγάνισμα. Τάδωσε χάρισμα για την ψυχή της αγαπημένης γειτόνισσας, να φάνε όλοι και να συγχωρέσουν. Κράτησε λίγα μόνο για μεζέ και μόλις μπήκε στο σπίτι, όπως πλησίαζε το μεσημέρι, ετοιμάστηκε να βάλει το τηγάνι στη φωτιά. Όταν ετοίμαζε μόνος του τον ψαρομεζέ, άναβε τη φωτιά στην αποθήκη πλάι στο σπίτι του, όπου είχε στήσει μία πρόχειρη κουζινούλα. Είχε κάρβουνα και συσκευή υγραερίου, το ντουλάπι όπου έβαζε το αλεύρι για το τηγάνισμα, το αλάτι και τα σκεύη του. Εκτός από τη σχάρα και το τηγάνι, την κατσαρόλα για τις ψαρόσουπες, τις κουτάλες και τις πηρούνες, τους δίσκους για το αλεύρωμα των ψαριών και τις πιατέλες για να τα σερβίρει και να τα πάει στο σπίτι έτοιμα να τους φιλέψει, χωρίς να κουράσει κανέναν και να μυρίζει η ψαρίλα και η τηγανίλα όλη μέρα... Η Άννα. η γυναίκα του, και οι κόρες του το χαίρονταν, γιατί τις βόλευε να κάνει εκείνος το κέφι του, και εκείνες να γλυτώνουν πολύ κόπο... Έτσι, μόλις έφθασε ο Σίμος, στρώθηκε στη δουλειά. Έβαλε να στραγγίσουν τα μπαρμπούνια και τον μεγάλο μπαλά που είχε να τηγανίσει και μπήκε στο σπίτι να πλυθεί και να τους πει να βάλουν το τραπέζι, γιατί σε λίγο θα ήσαν έτοιμα. Αφού έγινε η σχετική γκρίνια και η άρνηση για τα ψάρια που τα βαρεθήκαμε να τα τρώμε κάθε μέρα, και μεις θα φάμε κοκκινιστό με πουρέ που έκανε η μαμά, εκείνος κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας με κατανόηση και έφυγε για να πάει να τηγανίσει. Κάθε φορά τα ίδια έλεγαν και μετά πέφτανε με τα μούτρα και δεν αφήνανε ούτε κεφάλι. Τι να αφήσεις, το κεφάλι, ειδικά από το μπαρμπούνι; «Να αυτό», όπως έλεγε ο παππούς, «δεν το τρώνε οι γάτες.. «Γιατί, παππού, δεν τους αρέσει;» «Πως να το φάνε, που δεν το αφήνουν ποτέ οι άνθρωποι, γιατί είναι ο πιο καλός μεζές!» Το πιο νόστιμο κεφάλι από όλα τα ψάρια, εκτός από το φαγκρί, που κάνει την πιο ωραία ψαρόσουπα και το κάθε μάγουλο του είναι μια μερίδα εκλεκτού μεζέ... Αυτά σκεφτότανε ο Σίμος καθώς τηγάνιζε και μόλις έβγαλε το πρώτο μπαρμπούνι καλοτηγανισμένο και ροδοκόκκινο, το άφησε για λίγο να κρυώσει και μόλις πιανότανε, άρχισε να το ξεκοκαλίζει. Τι νοστιμιά ήταν αυτή... Μοσχοβολούσε θάλασσα, φύκια, φρεσκάδα! Τότρωγε απολαμβάνοντας τη μοναδική γεύση του, λες και πρώτη φορά είχε φάει ψάρι. Είχε και το νου του μην κάψει τα άλλα σαν μερακλής που ήταν στο τηγάνισμα. Μόλις τέλειωσε και ετοιμαζότανε να φωνάξει την κόρη του να πάρει την πιατέλα για το τραπέζι, κατάπιε το τελευταίο κομμάτι από το μπαρμπούνι βιαστικά. Δεν έδωσε σημασία, ξερόβηξε λίγο και νόμισε ότι θάταν κάποιο ψιλό ψαροκόκαλο που θα πήγε κάτω. Αν είχε καταπιεί ψιλά ψαροκόκαλα όλα του τα χρόνια! Καθίσανε στο τραπέζι να φάνε μα ο Σίμος δεν μπορούσε να καταπιεί. Κάθε φορά που κατέβαινε η μπουκιά στο λαιμό του, ένα τσίμπημα φαρμακερό του τρυπούσε το λαιμό. Έβηξε, ξερόβηξε, ήπιε νερό, έφαγε σκληρό ψωμί, πουρέ που δεν τον έβαζε στο στόμα του σε άλλη περίπτωση, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Έκανε, όλα τα γιατροσόφια που του είπε η γυναίκα του, που είχε πανικοβληθεί βλέποντας τον να μην μπορεί να καταπιεί, χωρίς να πονάει. Έβαλε τον καθρέπτη-φακό να δει βαθιά μέσα στο λαιμό του, που είναι το φαρμακερό αγκάθι, τίποτα... Ο Σιμός ένιωθε ένα μικρό πανικό μα σκεφτόταν: «Εγώ μια ζωή τρώω ψάρια, με τσιμπάει, κανένα ψαροκόκαλο, αλλά με λίγο νερό ή ψωμί, μπουκιά ξερή, πάει κάτω. Τώρα τι έγινε:» Προσπάθησε να το ξεχάσει, πήγε στο ξόδι της κυρα-Βενετίας και όλο θυμότανε που τον πείραζε ότι άμα δεν καταθέσει τα διόδια-ψάρια για το δικό της μεζέ, θα του καθόταν κανένα στο λαιμό!!! Εκείνη όμως του τόλεγε για αστείο και πάντα τον σταύρωνε με την ευχή της, και εκείνος την είχε σαν την μάνα του. Ήπιε τον καφέ που του φάνηκε πιο πικρός απ' όσο ήτανε, και φαινότανε τόσο μελαγχολικός και πονεμένος όσο και ο αδελφικός του φίλος ο Φώτης. Άφησε τη γυναίκα του να βοηθήσει στο τραπέζι της «μακαριάς» και κείνος ξεκίνησε για το σπίτι με το ψαροκόκαλο να του τριβελίζει το λαιμό και να τον γεμίζει πόνο και πανικό μαζί. Περνώντας είδε στο ανηφοράκι το εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου φωτισμένο από τα κεριά των προσκυνητών. «Άγιε Αντώνιε μου» προσευχήθηκε σιωπηλά, «κάνε το θαύμα σου να φύγει, το ψαροκόκαλο από το λαιμό μου και λαμπάδα στο μπόι μου θα σου ανάψω αύριο στη γιορτή σου. Περνάω τόσα χρόνια από την πόρτα σου μπροστά και δεν έρχομαι να σου ανάψω ένα κερί, μα να ξέρεις, κουρασμένος είμαι από το ψάρεμα, και βαριέμαι να ανεβώ τον ανήφορο. Συγχώρεσέ με, μη με ξεσυνερίζεσαι και βοήθησε με να σκεφτώ πως θα βγάλω αυτό το βάσανο από το λαιμό μου». Του φάνηκε ότι ξαλάφρωσε λίγο που είπε το κρίμα του, την παράλειψη του να περνάει δυο βήματα από το κατώφλι του Αγι Αντωνίου και να μην μπαίνει μέσα. Το αγκάθι στο λαιμό του τον πονούσε όσο περνούσε η ώρα και πιο πολύ. Είδε ένα μικρό πωλητή που πουλούσε καραγκιοζάκια με αστείες μουρίτσες. Θυμήθηκε τις γκριμάτσες ενός παλιάτσου που είχε δει κάποτε σε ένα τσίρκο. Τούρθε μία σκέψη. Αν έκανε μερικές κινήσεις και γκριμάτσες σαν του παλιάτσου, μήπως τον βοηθούσε να ανέβει το ψαροκόκαλο πιο πάνω από εκεί που είχε σκαλώσει... «Αλλιώς πρέπει να πάω στο γιατρό να μου το βγάλει πριν με πνίξει αυτό». Μια αγωνία, μια αίσθηση συμφοράς τον είχε καταλάβει... Άρχισε να κάνει ασκήσεις με τη γλώσσα του και τις γκριμάτσες που νόμιζε ότι θα τον βοηθούσαν. Για μια στιγμή ένιωσε το αγκάθι νάρχεται πάνω. Πήρε θάρρος και έκανε ακόμη μια προσπάθεια, και το αισθάνθηκε να βγαίνει. Το έπιασε και όταν το είδε πόσο μεγάλο και αγκυλωτό σαν αγκρίστρι ήτανε, έκανε το σταυρό του. Του 'ρχότανε ολόκληρος άνδρας να ξεσπάσει σε κλάματα, τόσο πολύ είχαν σπάσει τα νεύρα του... Κατέβασε —μόλις μπήκε στο σπίτι του— το καντήλι από τα εικονίσματα και το άναψε. Τύλιξε το ψαροκόκαλο σ' ένα χαρτάκι για να το δείξει στους δικούς του, γιατί μπορεί να νόμιζαν ότι έλεγε υπερβολές για το πόσο επικίνδυνο και αγκιστρωτό ήτανε. Και ξεκίνησε την ανηφόρα για τον Άγιο Αντώνιο που είχε κάνει το θαύμα του από βραδύς της γιορτής του. Ένα θαύμα για κείνον. Μπήκε στο μισοφωτισμένο με τα κεριά των πιστών εκκλησάκι, το ταπεινό, που στους τοίχους του τους ποτισμένους με το μοσχολίβανο χαμογελούσαν οι Άγιοι, και γονάτισε μπροστά στην εικόνα του σεβάσμιου γέροντα με τη μακριά γενειάδα που ήτανε ο Άγιος Αντώνιος. Έμεινε ώρα πολλή εξουθενωμένος χωρίς να σκέφτεται τίποτε, αλλά γεμάτος ευγνωμοσύνη στη δύναμη της προσευχής και της θείας φώτισης. Δε θα ξεχνούσε ποτέ να ανάβει το κεράκι του στον Άγιο και δεν θα βαριότανε να ανεβαίνει τον ανήφορο που τον έφερε πάλι στη ζωή, θυμήθηκε την ευχή της καλοσυνάτης γειτόνισσας του: «Ο Θεός και ο Άγιος Αντώνιος ο γείτονας μου να σε φυλάει, παιδί μου». Και από τότε ένα μικρό χρυσό ψαροκόκαλο λάμπει καθώς κρέμεται από τη χρυσή αλυσιδίτσα του πάνω στην απλή, μαυρισμένη από το χρόνο, εικόνα του Αγίου Αντωνίου. Θυμητάρι, τάμα κι ευχαριστία στον Άγιο που τον φώτισε στη δύσκολη στιγμή του. |