περιεχόμενα

Η δύναμη της αγάπης

ΠΟΠΗ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗ

Α ΜΕΡΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ ΤΟΥ 1987

Ένα βράδυ, όπως και τόσα άλλα βράδια, ήρθε στο μαγαζί ο Κώστας.
Κάποια στιγμή τον πλησίασε ο Γιώργος και του λέει:

"Αναλαμβάνεις από αύριο να κάνεις μερικά μαθήματα στη Μάρω, τη γυναίκα μου;"

"Ναι, πολύ ευχαρίστως", του απάντησε ο Κώστας με κάποια απορία που δεν μπόρεσε να κρύψει. "Αύριο το απόγευμα, στις τέσσερις, να έρθει στο φροντιστήριο μου. Σας αφήνω την κάρτα μου με το τηλέφωνο και τη διεύθυνση μου".

Ευτυχώς, μέχρι στιγμής δεν είχε προσέξει τη Μάρω. Αν τη πρόσεχε, θα έβλεπε την αναστάτωση της.

Η Μάρω δίνοντας ψεύτικο κουράγιο στον εαυτό της είπε με όσο το δυνατόν πιο φυσικό ύφος:

"Είμαι κι εγώ εδώ. Δε με ρωτήσατε. Αλλά αφού τα συμφωνήσατε, πως μπορώ να αρνηθώ;"

Ο Κώστας χαμογέλασε, καληνύχτισε κι έφυγε.
Σαν όνειρο ακούγεται η φωνή του Γιώργου στη Μάρω:

- Όπως κατάλαβες, σου δίνεται η ευκαιρία να αρχίσεις μαθήματα αφού θ' ασχοληθείς με τη λογοτεχνία.

- Σ' ευχαριστώ. Ευτυχώς, δεν το ξέχασες τελείως. Αν και έχουν περάσει δεκαέξι χρόνια από τότε που παντρευτήκαμε και σου το είχα πει. Τέλος πάντων, ποτέ δεν είναι αργά.

Η Μάρω είχε δει πολλές φορές τον Κώστα στο μαγαζί, αλλά ποτέ δεν έτυχε να μάθει το επάγγελμα του. Είχανε συνομιλήσει μάλιστα και στον ενικό, αλλά τελείως τυπικά. Εκείνη δεν είχε σχέση μεγάλη με τους πελάτες. Καθόταν στο ταμείο. Για τις παραγγελίες πήγαιναν τα γκαρσόνια. Ο Γιώργος βέβαια ήταν φίλος με τον Κώστα, αλλά ποτέ δεν τον είχε ρωτήσει η Μάρω για τον Κώστα. Δεν του μίλησε ποτέ για εκείνον γιατί φοβόταν μήπως χαλάσει το όνειρο που ζούσε για τον Κώστα. Ήταν γι' αυτήν το Βασιλόπουλο του παραμυθιού, ο Πρίγκιπας των ονείρων της.

Ένιωθε ευτυχισμένη όταν τον έβλεπε. Πολλές φορές χάζευε. Άλλοτε πάλι ήταν έτοιμη να κλάψει ή να γελάσει. Τα συναισθήματα της ήταν ανάμικτα, συγκεχυμένα. Μέσα στα πρασινωπά μάτια του πίστευε πως έβλεπε τα δικά της και προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει ό,τι ένιωθε με τον Κώστα. Όταν λοιπόν άκουσε πως θα πήγαινε για μάθημα στον Κώστα θα προτιμούσε να άνοιγε η γη να την καταπιεί. Ήταν δυνατός χαρακτήρας και ποτέ στη ζωή της, όσο διάστημα ήταν παντρεμένη με τον άντρα της. Δεν παρασύρθηκε ούτε από ένα απλό φλερτ. Με τον Κώστα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δε φοβόταν το σώμα της. Εκείνο που δε θα μπορούσε να δαμάσει ήταν η ψυχή της. Μαζί του ένιωθε για πρώτη φορά ευτυχισμένη. Κανείς, όμως, δεν μπορούσε να την καταλάβει. Άλλωστε ήταν το μεγάλο της μυστικό που είχε θρονιάσει στα βάθη της πονεμένης της ψυχής.

Α ΜΑΘΗΜΑ

Το φροντιστήριο του Κώστα βρισκόταν λιγάκι έξω από την πόλη, κοντά σ' ένα καταπράσινο δασάκι στην περιοχή "Βασίλη".

Φθάνοντας η Μάρω προτίμησε να μη χτυπήσει τη μισάνοιχτη πόρτα αλλά να σταθεί και ν' ακούσει για λίγο το κελάηδημα των πουλιών. Κοίταξε μερικές φορές ακόμα τριγύρω της, μαγεμένη από το θέαμα που αντίκρυσε. Τα πανύψηλα δέντρα με τα πολλά πανέμορφα λουλούδια του κήπου έμοιαζαν με ζωγραφιά.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε.

Σε λίγο ακούστηκε η φωνή του Κώστα:

"Καλώς τη Μάρω. Έλα να καθήσουμε εδώ έξω στον κήπο. Απ' ό.τι βλέπεις, έχουμε ησυχία".

Του ανταπέδωσε το χαιρετισμό με το πιο φωτεινό της χαμόγελο λέγοντας:

- Γεια σου, Κώστα.
"Είναι πολύ όμορφα εδώ", σκέφτηκε και κοίταξε την όμορφη καρδερίνα που ήταν πάνω στο κλαρί μιας αμυγδαλιάς. Δεν πρόσεξε τον Κώστα, που στο μεταξύ της προσέφερε ελαφρά το κάθισμα και με όλη του την ευγένεια της είπε:
- Μάρω, όταν θέλεις μπορείς να καθήσεις.
"Με συγχωρείς πολύ", του είπε ξαφνιασμένη.

"Δεν πειράζει. Τι έκανες για να ζητάς συγγνώμη;", την ρώτησε αρκετά ήρεμα.

"Πόσο ζηλεύω αυτό το περιβάλλον!", μουρμούρισε η Μάρω και κάθησε απέναντι από τον Κώστα.

Ήταν τόσο ταραγμένη, που όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να το κρύψει. Οι σκέψεις της διαδέχονταν η μια την άλλη.

"Γιατί ζηλεύεις;", την ρώτησε.
Η Μάρω έπειτα από μια μικρή σιωπή ευτυχώς βρήκε τι να πει:

- Οι συνθήκες της περασμένης μου ζωής με εμπόδισαν να εκπληρώσω τις επιθυμίες μου ως προς την ολοκλήρωση των μαθητικών μου γνώσεων. Ήθελα, βλέπεις, να γίνω λογοτέχνης. Γι' αυτό ζηλεύω ή μάλλον θαυμάζω αυτό το περιβάλλον.

Σαν να της έφυγε κάποιο βάρος μόλις αποκάλυψε ποιο ήταν το όνειρο της τόσα χρόνια. Πήρε, λοιπόν, μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:

- Θέλω να τελειοποιήσω τις συντακτικές και γραμματικές μου γνώσεις για να μπορέσω να γράψω σωστά τα βιβλία μου.

Κατάλαβες, Κώστα, έτσι δεν είναι;

Αφού την άκουσε με πολύ μεγάλη προσοχή, της είπε:

- Ναι, Μάρω, κατάλαβα. Ήταν αυτά που χρειαζόμουν. Τώρα ξέρω από πού πρέπει ν' αρχίσουμε στα μαθήματα που θ' ακολουθήσουν. Το μόνο που δεν έχω καταλάβει και θα 'θελα να μάθω είναι γιατί μου το πρότεινε ο άντρας σου να σου κάνω μαθήματα και όχι εσύ.

"Τώρα τι λένε εδώ;", σκέφτηκε. "Δίκιο έχει. Πώς να του το πω;" Κι άρχισε να του λέει κάπως παράξενα:

- Ξέρεις, Κώστα, ε..., ε..., εγώ ν..., να, το ήξερε ο Γιώργος πως πάντα αυτή ήταν η μεγάλη μου επιθυμία και το συζητούσαμε συχνά. Εγώ πως να σου το 'λεγα; Άλλωστε δεν ήξερα το επάγγελμα σου. Είχα βέβαια ακούσει πολύ καλά λόγια για τον καθηγητή τον Αναστασόπουλο αλλά ειλικρινά δεν ήξερα πως ήσουν εσύ. Βλέπεις, γνώριζα μόνο το όνομα σου, όχι όμως και το επίθετο. Ο Κώστας σαν να μονολόγησε, είπε:

- Δεν το ήξερες;

"Όχι", του απάντησε η Μάρω.

Δεν της είπε τίποτα άλλο πάνω σ' αυτό το θέμα.

- Σήμερα, Μάρω, δε θα πούμε πολλά γύρω απ' το μάθημα. Με συγχωρείς, δεν πρόλαβα να κανονίσω την ώρα από χθες κι επί πλέον σε πέντε λεπτά έχω άλλο μάθημα.

Την κοίταξε ήρεμα μ' ένα πολύ κοφτό χαμόγελο σαν να ήθελε να της πει: "Δεν είσαι θυμωμένη, έτσι;".

- Το μόνο που θέλω από σένα είναι να πάρεις μαζί σου στο σπίτι αυτό το Συντακτικό, που το έχω γράψει εγώ και τη Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και να διαβάσεις τα δύο πρώτα κεφάλαια. Μπορείς ν' αρχίσεις και μόνη σου να διαβάζεις. Ό,τι απορίες έχεις να μου τις λες. Σύμφωνοι;

"Ναι. σ' ευχαριστώ πολύ", του απάντησε.

Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια, σηκώθηκε να φύγει. Μα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Τον κοίταξε γιατί διαισθάνθηκε το χαμόγελο του. Σαν αστραπή του το ανταπέδωσε και βιάστηκε να του πει:

- Αύριο θα προλάβεις, ελπίζω, να κάνουμε μάθημα. Ο Κώστας μόλις που ακούστηκε:
- Ναι, Μάρω, αύριο.

Είχε αφήσει το αυτοκίνητο της αρκετά μακρυά από το φροντιστήριο. Ήθελε αυτή την απόσταση να τη διανύσει περπατώντας. Αυτό το μικρό δασάκι που διάβαινε είχε τόσα πολλά να πει που της έδιναν ζωή! "Θα πρέπει να πληρώνει πολύ υψηλό ενοίκιο εδώ", συλλογίστηκε. "Αλλά τι είναι γι' αυτόν; Τόσες ώρες δουλεύει. Μήπως δεν μπορεί να το πληρώσει; Εξάλλου αξίζει τόσο πολύ αυτός ο χώρος, θα είναι και οι τάξεις πολύ μεγάλες. Πόσοι καθηγητές άραγε να δουλεύουν; Άλλωστε ζει και τις περισσότερες ώρες της ζωής του σ' αυτό το χώρο. Κρίμα όμως που τα μαξιλαράκια του καναπέ της βεράντας είναι τόσο λερωμένα. Η γυναίκα του άραγε τόσες πολλές δουλειές έχει και δεν μπορεί να τα πλύνει;

Σίγουρα δε θα είναι ευχαριστημένος από το γάμο του. Μα τι σκέφτομαι; Μπορεί να είναι και... εργένης".

"Ξεχάστηκα. Παραλίγο να προσπεράσω το αυτοκίνητο μου", μονολόγησε.

Δεν πρόλαβε να σκεφτεί όλ' αυτά και ενώ ξεκινούσε με το αυτοκίνητο της ένας ταξιτζής της κορνάρισε νευριασμένος. Συνήθως είναι πολύ προσεχτική οδηγός. Τώρα όμως ξεκίνησε χωρίς να ελέγξει καλά την κίνηση στο δρόμο. "Δίκιο είχε ο ταξιτζής", ομολόγησε στον εαυτό της. "Τι να του έλεγα όμως;
Μήπως θα με άκουγε; Καλύτερα να προσέχω περισσότερο. Ας ανοίξω το ραδιόφωνο κι ας κάνω και μια βόλτα. Νωρίς είναι ακόμη. Α! Τώρα μάλιστα! Βέμπο, Γούναρης, Πολυμέρης, Αττίκ, Βογιατζής, Γαλάνη, Κλειώ Δενάρδου, Μαρινέλλα, Πάριος, Καλογιάννης, Κόκκοτας, Καζαντζίδης ...".
Λίγο αργότερα:

"Πω, πω! Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω", είπε δυνατά η Μάρω. "Αλλά με όλους αυτούς τους αξιόλογους καλλιτέχνες είναι δυνατό να μην ξεχαστώ; Πρέπει να πάω στο μαγαζί. Άργησα. Δεν προλαβαίνω ν' ακούσω άλλα τραγούδια. Δεν πειράζει, μια άλλη φορά. Εξάλλου έχω και τις κασσέτες μου".

Μόλις παρκάρισε το αυτοκίνητο της η Μάρω συνάντησε τον άντρα της.

- Πώς πήγε το μάθημα;

- Ε, αρχή είναι ακόμη· αργότερα θα δούμε. Γεια σου. Βιάστηκε να φτάσει στο δωμάτιό της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη για λίγο και ασυναίσθητα έφτιαξε τα μαλλιά της. Τραγουδούσε, χόρευε, ένιωθε ευτυχισμένη. "Αύριο θα είμαι πάλι μαζί με τον Κώστα", σκέφτηκε γεμάτη χαρά. Ξαφνικά έπιασε τον εαυτό της να κάνει σκέψεις για το πώς θα 'πρεπε να ντυθεί.

Θα φορέσω το φουστάνι που δεν τσαλακώνεται με τα μωβ, μπλε, γαλάζια και ροζ μικρά μικρά λουλουδάκια. Μου πηγαίνει πολύ ωραία άλλωστε. Δεν κάνει όμως τόση ζέστη για να φορέσω φόρεμα με ντεκολτέ και χωρίς μανίκια. Εξάλλου δεν είναι σωστό να είμαι κοντά του ντυμένη έτσι. Ας βάλω και το μακό μπλε ζακετάκι μου".

"Πάει κι αυτό, ησύχασα" σκέφτηκε. "Για να δω όμως θα τα καταφέρω να διαβάσω μόνη μου έπειτα από τόσα χρόνια;" αναρωτήθηκε.

Ωστόσο δε θα ήταν η πρώτη φορά που η Μάρω θα ερχόταν σ΄ επαφή με τον κόσμο του βιβλίου μετά το σχολείο. Είχε διαβιάσει αρκετά χρήσιμα βιβλία εντωμεταξύ στη ζωή της. Έτσι ήταν προετοιμασμένη να υποδεχτεί τα καινούρια της ενδιαφέροντα.

Το ίδιο βράδυ πέρασε κι ο Κώστας απ' το μαγαζί. Κάθισε λιγάκι μίλησε με το Γιώργο για διάφορα θέματα και ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά προς τη Μάρω τους καληνύχτισε κι έφυγε.

"Κυρία Μάρω, το χρεώσατε το νούμερο πέντε;", ακούγεται η φωνή ενός απ' τα γκαρσόνια του μαγαζιού.

"Μα και βέβαια" του απάντησε κάπως αφηρημένα και εξακολούθησε: "Ο κ. Αναστασόπουλος ξέχασε τα τσιγάρα του· φέρτα εδώ, σε παρακαλώ, να του τα δώσω αύριο".

Την επόμενη μέρα η Μάρω σκεφτόταν: "Πω, πω! Τρεις και μισή η ώρα. Πότε θα προλάβω ν' ακούσω τη μελωδία των πουλιών; Στις τέσσερις έχω μάθημα κι αυτά μόνο στην ησυχία κελαηδούν περισσότερο".

Λίγο αργότερα, πηγαίνοντας προς το φροντιστήριο, αναρωτιόταν: "Θεούλη μου, πόση ομορφιά έδωσες στα δημιουργήματα σου!"

"Πέρασε η ώρα", μονολόγησε, "κι ούτε το κατάλαβα". "Μπα, τι βλέπω;" αναρωτήθηκε σε λίγο. "Ο Κώστας είναι έξω στον κήπο και φοράει κι αυτός μπλουζάκι μπλε. Πώς του πηγαίνει! Κι ας είναι μελαχροινός. Αλλά δεν είναι και πολύ σκούρο το μπλε αυτό. Λες να με περιμένει κάνοντας πως διαβάζει;"
αναρωτήθηκε.

Μόλις έφτασε κοντά τον χαιρέτησε.
- Γεια σου, Κώστα.
- Καλώς τη Μάρω. Τι νέα; Πώς πήγε;
- Καλά· ελπίζω να πήγα καλά. Εσύ θα μου πεις σε λίγο. Δεν πρόλαβε να καθίσει η Μάρω και, να 'σου χτυπά το τηλέφωνο.

"Με συγχωρείς", της είπε ο Κώστας και προχώρησε προς τη βεράντα όπου ήταν η τηλεφωνική συσκευή.

Ορίστε. Ναι. Καλά, ήταν ανάγκη να με πάρεις γι' αυτό; Εσύ δεν το έχεις γραμμένο; Βεβαίως, όταν είναι κάτι το ανησυχητικό να με ξαναπάρεις.

Μόλις κάθησε ο Κώστας ήταν αδύνατο να κρύψει το θυμό του και είπε στη Μάρω:

- Ήταν η γυναίκα μου. Έτσι κάνει. Με το παραμικρό με διακόπτει. Τώρα, έχει λίγο πυρετό η κόρη μας και με πήρε για να μου πει ότι θα τηλεφωνήσει στο γιατρό.

"Ε, μην την παρεξηγείς", του απάντησε η Μάρω όσο πιο φυσικά μπορούσε κρύβοντας την ταραχή της. "Μπορεί να ανησύχησε για το παιδί και να μη σκέφτηκε ότι σε διακόπτει".

Μα δεν είναι τίποτε σοβαρό. Το παιδί έχει λίγο ερεθισμένες τις αμυγδαλές του. Την ξέρω τόσα χρόνια τη γυναίκα μου ... Τέλος πάντων, ας μη σε κουράζω τώρα μ' αυτά.

- Μπα- μην το ξαναπείς. Να μου λες ό,τι θέλεις και να με αισθάνεσαι φίλη σου. Δεν είμαστε και τελείως άγνωστοι. Πως τη λένε την κόρη σας, Κώστα; Ρώτησε η Μάρω με δήθεν αμέριμνο ύφος.

- Μαίρη· Μαρία, δηλαδή, όπως κι εσένα.

- Μμ.... ναι, ήταν αδυναμία της θείας μου, της αδερφής του πατέρα μου, που ήταν και νονά μου, να με φωνάζει Μάρω. Πάντως εύχομαι περαστικά στη μικρή Μαίρη και καλή πρόοδο.

- "Ευχαριστώ πολύ", της απάντησε με φωνή που μόλις ακούστηκε. Η Μάρω όμως τον ξαναρώτησε:
- Σε ποια τάξη πηγαίνει;
- Στη Β' Γυμνασίου.

Σαν να μονολογούσε η Μάρω, συνέχισε:

- Δυο χρόνια πιο μικρή από τον Χρήστο μου. Τον ξέρεις το γιό έτσι, Κώστα; Σας έχω δει να μιλάτε πολλές φορές στο μαγαζί. Μάλιστα συζητούσατε για αθλητικά θέματα νομίζω.

- Ασφαλώς και τον ξέρω. Είναι πανέξυπνος. Πιστεύω ότι θα πετύχει στη ζωή του. Τουλάχιστον, έτσι δείχνει. Έλα, Μάρω. Άνοιξε τα βιβλία σου να διαβάσουμε γιατί με την κουβέντα χάνουμε χρόνο από το μάθημα.

- Δεν πειράζει, Κώστα. Για μένα όλη μου η ζωή θα είναι ένα μεγάλο μάθημα. Όπως ξέρεις η τέχνη και η επιστήμη δεν τελειώνουν ποτέ.

Μόλις άνοιξε τα γραπτά της η Μάρω τον κοίταξε και του είπε κάπως δειλά:
- Τι λες, καλά τα έγραψα: Σωστά άρχισα;
- Πολύ καλά. Μπράβο, Μάρω!
- Όχι, σε παρακαλώ, μην αρχίζεις τα "μπράβο" γιατί θα μπερδευτώ περισσότερο, ειδικά αργότερα με τα νέα βιβλία.
Λίγο αργότερα:

- Για ξαναπέστο, Μάρω. Έκανες κάποιο λάθος.
- Ε. δε στο είπα;
- Καλά. συνέχισε και μην απογοητεύεσαι αμέσως. Δεν είναι και τόσο εύκολα αυτά τα μαθήματα. Έχουν και κάποια δυσκολία αλλά είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις.

΄Ύστερα από λίγα λεπτά:
- Πέντε παρά πέντε. Μάρω. Μπορείς να το τελειώσεις στο σπίτι αν θέλεις, προχώρησε και λίγο παρακάτω. Σ' ολόκληρο το "είναι" της αντηχούσε η φωνή του. Προσπάθησε να σηκωθεί ήρεμα.

- Α, παραλίγο να το ξεχάσω. Σου έφερα τα τσιγάρα σου. Τα είχες ξεχάσει στο μαγαζί.

- Σ' ευχαριστώ που το σκέφτηκες, αν και προσπαθώ να ελαττώσω αυτή την κακή συνήθεια. Τον χαιρέτησε κι έφυγε λιγάκι βιαστικά. Προχωρώντας κοίταζε τα λουλούδια με πολύ θαυμασμό. "Πότε προλαβαίνει και τα περιποιείται; Σίγουρα θα υπάρχει κηπουρός", συλλογίστηκε.

Σε κοντινή απόσταση από εκεί που στεκόταν φαινόταν κάτι που έμοιαζε με σπιτάκι ανάμεσα στα δέντρα. Προχώρησε και ξαφνικά εμφανίστηκε μια κυρία.

- Γεια σου, κόρη μου.

"Χαίρετε", της είπε με κάποια απορία η Μάρω. Ήταν μια γυναίκα με ένα βλέμμα γεμάτο ειλικρίνεια, γύρω στα πενηνταπέντε με εξήντα, με τα σημάδια του πόνου έντονα ζωγραφισμένα στο πρόσωπό της.

- Εδώ κοντά μένετε;
- Ναι. παιδί μου· είμαι η μάνα του Κώστα. Χριστίνα με λένε
- Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Ονομάζομαι Μάρω Μαλλιού.
- Κι εγώ χαίρομαι για τη γνωριμία. Σωστή αρχοντοπούλα μοιάζεις!.

"Σας ευχαριστώ· ήμουν κάποτε ..." ψιθύρισε η Μάρω. Δε θέλησε όμως να πει τίποτε άλλο και βιάστηκε να τη χαιρετήσει με την πρόφαση πως άργησε.

"Πράγματι η κορμοστασιά της και το βάδισμα της φανερώνουν αρχοντιά", συλλογιζόταν η μάνα του Κώστα και κοίταζε τη Μάρω που απομακρυνόταν. "Κάτι μου λέει πως είναι και η ψυχή της γεμάτη μεγαλείο. Τυχερός ο άντρας της. Είδα τη βέρα στο όμορφο χεράκι της. Ας είναι καλά. Θα τη βλέπω ελπίζω, τώρα που θα έρχεται για μάθημα στον Κώστα μου. Τι χαμόγελο είναι αυτό που έχει και πόσο ζεστά μου μίλησε!"

Αλλά και η Μάρω ένιωσε συγκίνηση από τη γνωριμία της με μάνα του Κώστα. "Πόσο ευγενική είναι. Μα πικραμένη. Να είναι άραγε χήρα;" εξακολουθούσε να σκέφτεται καθώς προχωρούσε η Μάρω. Παίρνοντας βαθιές αναπνοές και περνώντας από το δασάκι θυμήθηκε το σπιτάκι που είχε δει λίγο πιο πριν. "Ωραίο φαίνεται απ' έξω και πολύ καθαρό. Μα εκείνα τα μαξιλάρια δεν τα βλέπει ούτε η μάνα του; Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Πιστεύω να μας δοθεί η ευκαιρία να ξανασυναντηθούμε ".

Πράγματι συναντιούνταν πολλές φορές και τα έλεγαν οι δυο τους. Έπιναν μάλιστα και καφέ. Περισσότερο συζητούσαν για διάφορα κοινωνικά θέματα. Για δικά τους προσωπικά ζητήματα δεν είχαν αναφέρει στην ουσία τίποτε το συγκεκριμένο.

ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΈΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

- Μάρω, είσαι πολύ ανήσυχη.
- Ναι, Κώστα· με συγχωρείς· μάλωσα με το Γιώργο. Ποτέ δεν μπόρεσε να με καταλάβει. Με πληγώνει συνεχώς.

- Μη δίνεις σημασία. Δεν είσαι η μόνη. Τα περισσότερα ζευγάρια σήμερα έχουν προβλήματα. Μόνο η συνήθεια, πιστεύω. τους ενώνει. Δεν υπάρχει αγάπη και τρυφερότητα ούτε ρομαντισμός στις μέρες μας. Λυπάμαι που το λέω, μα δυστυχώς τα ζευγάρια που αγαπιούνται αληθινά είναι ελάχιστα.

- Εσύ Κώστα αν δεν είμαι αδιάκριτη, πιστεύεις στην αγάπη; Εννοώ, πέτυχες στην προσωπική σου ζωή;

- Όχι. Μάρω. Δεν αγάπησα ποτέ για να ξέρω.
Σκύβοντας το κεφάλι της η Μάρω του λέει:

- Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε πληγώσω. Δεν περίμενα πως θα μου έλεγες κάτι τέτοιο. Κι εγώ για το Γιώργο έχω κάνει πολλές προσπάθειες αλλά δυστυχώς δεν έχει αλλάξει η συμπεριφορά του απέναντί μου.

Ο Κώστας επηρεασμένος από την ταραχή της Μάρως ξεσπά κι αυτός με τη σειρά του:

- Κι εγώ έχω τα δικά μου. Παντρεύτηκα τη γυναίκα μου μόνο και μόνο γιατί θα ερχόταν στη ζωή το παιδί μας. Δεν την αγάπησα όμως. Δεν πρόλαβα να την αγαπήσω. Όλες μου οι προσπάθειες ήταν μάταιες. Και το σπουδαιότερο; Έχει μοιάσει στο σόι της. Είναι άδικοι όλοι τους μαζί μου. Από τον καιρό που τους γνώρισα πάντα θέλουν να τους δίνω. Εκείνοι όμως ποτέ δεν έδωσαν ούτε ένα μικρό δείγμα της αγάπης τους σε μένα. Τέλος πάντων ... Μάρω, μόνη σου μου είχες πει πως θέλεις να διδάσκεσαι από τη ζωή. Απάντησε μου, σε παρακαλώ σ΄ αυτό το μάθημα. Εσύ πως θα ένιωθες αν ήσουν στην θέση μου;

"Το ίδιο Κώστα με σένα" και μερικά ασυγκράτητα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.

Αμέσως όμως θέλησε να δικαιολογηθεί για να μην τον πληγώσει περισσότερο.

- Με συγχωρείς, κάτι θυμήθηκα. Πόσο χρονών είσαι Κώστα;
- Τριαντατριών.
- Έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία.

Τι να του έλεγε; Πως κι αυτή πέρασε μια ζωή γεμάτη θλίψη; Είπαν ακόμη μερικά για το μάθημα και έφυγε πικραμένη, συγκινημένη και πολύ αναστατωμένη. Ένιωσε την ανάγκη να πάει στην κυρία Αναστασοπούλου. Εξάλλου είχε μέρες να τη δει.

- Καλώς τη Μάρω μου. Τι κάνεις παιδί μου; Σ' έχασα. "Χαίρετε" της είπε και η μια αγκάλιασε την άλλη. "Καλά είμαι κυρία Χριστίνα. Να, μόνο που έχει κίνηση στο μαγαζί και με χρειάζονται".

- Να σου φτιάξω καφέ; Δε σε βλέπω και τόσο χαρούμενη. Η Μάρω της έγνεψε καταφατικά κουνώντας το κεφάλι ενώ συγχρόνως της χαμογέλασε και της απάντησε:

- Σας ευχαριστώ πολύ. Ευχαρίστως θα έπινα έναν καφέ γιατί είμαι πολύ ανήσυχη. Λάθη, κυρία Χριστίνα μου· κάνω λάθη στα μαθήματα· δεν πάω και πολύ καλά. (Την έλεγε κυρία Χριστίνα γιατί της το είχε ζητήσει η ίδια. Ήθελε να έχουν οικειότητα μεταξύ τους).

Αυτό είναι όλο; Μη σε απασχολεί Μάρω μου. Θα ξεπεράσεις σιγά-σιγά όλες τις δυσκολίες. Είμαι σίγουρη" και συνέχισε χαμογελαστά. "Χθες ήρθε ο Κώστας μου εδώ και τον ρώτησα για σένα. Μου είπε πως είσαι αρκετά έξυπνη και πολύ ετοιμόλογη". Η Μάρω δεν μπόρεσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της μόλις τ' άκουσε αυτό και είπε:

- Ναι; Έτσι σας είπε; Μακάρι να τα καταφέρω. Μου χρειάζονται όμως πολλά μαθήματα. Είναι κάπως δύσκολο για την ηλικία μου βέβαια αλλά δε σταματώ να ελπίζω πως κάτι παραπάνω θα μάθω. Πιστεύω πως δε θα 'ναι χαμένος κόπος.

"Το πιστεύω κι εγώ αυτό Μάρω μου. Σίγουρα θα σου χρησιμεύσουν τα μαθήματα" και παίρνοντας ανάμεσα στα δυο της χέρια για λίγο το χέρι της Μάρως συνέχισε και της είπε:

- Σου εύχομαι με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου να πετύχεις τους σκοπούς σου. Το αξίζεις.

- Σας ευχαριστώ.

Η κυρία Αναστασοπούλου σηκώθηκε αργά αλλά σταθερά και ζήτησε για λίγο συγγνώμη από τη Μάρω. Καθώς έπιναν τον καφέ τους η Μάρω δεν άντεξε να μην κάνει μια από τις ερωτήσεις που της έκαιγαν τα χείλη όσες φορές συναντιούνταν οι δυο τους:

- Αλήθεια, δε σας είδα ποτέ στου Κώστα. Πως κι έτσι; Αν φυσικά δεν κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις.

- Μακάρι να μπορούσα να σου έδινα μια σύντομη και απλή απάντηση, παιδί μου και να μπορούσα να σου αποκαλύψω και τα δικά μου όνειρα για το γιο μου ... Τι να σου πω, όμως, Μάρω μου ... Αποφεύγω να πηγαίνω στο χώρο που βρίσκεται το παιδί μου γιατί αν συναντηθώ με τη νύφη μου θα πληγωθώ. Πάντα κάτι θα βρει να μου πει. Πιστεύει πως τα ξέρει όλα.

Δυστυχώς, λυπάμαι πολύ για εκείνη. Και το όνομα της ακόμη δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα της. Τη λένε Ειρήνη αλλά εκείνη μόνο ψυχικό πόλεμο φέρνει. Όσες φορές πήγα στο σπίτι δε με υπολόγισε όχι μονό σαν μητέρα του άντρα της αλλά ούτε ως απλή επισκέπτρια. Όλη η συμπεριφορά της έδειχνε μεγάλη αδιαφορία απέναντί μου.

Η Μάρω δεν την είχε δει ποτέ ως τώρα την Ειρήνη. Άκουγε με προσοχή τη μάνα του Κώστα, μα όπως ήταν ο χαρακτήρας της αυθόρμητος και ειλικρινής, της είπε:

- Συγγνώμη για το θάρρος μου αλλά με όλη την εκτίμηση που σας έχω θα 'θελα να σας ρωτήσω κάτι. Μήπως την πικράνατε κάποτε κι εσείς χωρίς να το θέλετε; Πολλές φορές συμβαίνει τα λάθη μας να μην τ' αναγνωρίζουμε εμείς αλλά να τα βλέπουν οι άλλοι.

- Όχι ψυχή μου. Είμαι σίγουρη, πολύ σίγουρη πως δεν της έφταιξα σε τίποτε. Να σου εξηγήσω: το σπίτι που μένουνε είναι αρκετά μακρυά από το φροντιστήριο. Πάντοτε όμως παίρνω τηλέφωνο και ρωτάω αν μπορώ να πάω. Δε μ' αρέσει να γίνομαι ενοχλητική. Πηγαίνω κυρίως για να δω την εγγονή μου για λίγο και να φύγω αλλά προτού καλά-καλά προλάβω να μιλήσω με το παιδί ως γιαγιά κι εγώ, θα βρει τρόπο να μου στερήσει αυτή τη χαρά. Ευτυχώς η εγγονή μου, η Μαίρη, είναι πανέξυπνη. Από πολύ μικρή καταλάβαινε πως είμαι η γιαγιά της και όχι κανένας δράκος ή κάποια μάγισσα.

- Τι να σας πω; Λυπάμαι. Στο φροντιστήριο έρχεται η νύφη σας; Τις ώρες που πηγαίνω δεν έτυχε να τη δω.

- Ναι, πηγαίνει όταν θέλει να δει τις μαθήτριες του Κώστα. Τον ζηλεύει υπερβολικά· ίσως γιατί ξέρει πως δεν του φέρεται σωστά. Είσαι ο μόνος άνθρωπος που του ανοίγω την καρδιά μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε θεωρώ οικείο πρόσωπο.

- Σας ευχαριστώ πολύ. Το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ για εσάς λόγω της αγάπης και της εμπιστοσύνης που μου δείχνετε. Το θεωρώ μεγάλη μου τιμή.

- Θα ένιωθες καλύτερα τον πόνο μου, αν ήθελες να μ' ακούσεις για λίγο.
- Είμαι πρόθυμη να σας ακούσω.
- Αχ! Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ από τη ζωή μου! Το θάνατο του άντρα μου, τις σπουδές του Κώστα μου ή το γάμο του; Σαν κινηματογραφική ταινία έρχονται όλα στη μνήμη μου. Μέναμε τότε στην Πάτρα. Εκεί είναι το σπίτι μου. Εκεί παντρεύτηκα με τον άντρα μου, το Φώτη. Εκεί απέκτησα το παιδί μου. Δεν προλάβαμε να χαρούμε όμως το γάμο μας. Λίγες μέρες αργότερα ο άντρας μου ήταν υποχρεωμένος να ακολουθήσει τη φωνή της πατρίδας στον πόλεμο του 1940.

Επιστρατεύτηκε στην ομάδα ανιχνευτών, που ήταν και η ειδικότητα του. Επάνω στο καθήκον συνέβη ένα λυπηρό γεγονός πάτησε σε ναρκοπέδιο με αποτέλεσμα να υποστεί τη συνέπεια μιας χειρουργικής τομής και την αφαίρεση του δεξιού ποδιού του.

Η Μάρω τη στιγμή που άκουσε αυτό το γεγονός πόνεσε τόσο πολύ που δεν μπόρεσε να κρύψει την ταραχή της. Η κυρία Αναστασοπούλου διασταύρωσε τη ματιά της με τα όμορφα μάτια της Μάρως και συνέχισε:

- Μετά από αρκετές στερήσεις στα χρόνια της κατοχής επιτέλους ήρθε η απελευθέρωση! Λόγω της αναπηρίας όμως του άντρα μου σκεφτήκαμε να ζητήσουμε άδεια από το κράτος για ένα περίπτερο. Έτσι κι έγινε· αργότερα του έβγαλαν μια μικρή σύνταξη.

Δυστυχώς άργησα να χαρώ και τη χαρά της μητρότητας κι επιπλέον δεν ήταν εύκολο να κάθεται ο άντρας μου με το ξύλινο πόδι του στο περίπτερο. Έτσι τις περισσότερες ώρες καθόμουν εγώ. Καταλαβαίνεις λοιπόν την κούραση μου, σωματική και ψυχική. Και να ήταν μόνο αυτό;

Μετά από λίγα χρόνια, όταν ο Κώστας ήταν σε ηλικία δέκα ετών, μείναμε οι δυο μας.

Αναστενάζοντας πήρε μερικές ανάσες και συνέχισε κουρασμένη από το φορτίο του πόνου:
- Ένα τροχαίο δυστύχημα έγινε αφορμή για τον ακαριαίο θάνατο του Φώτη μου. Τόσα χρόνια που ήμασταν μαζί μας ένωνε η αγάπη μας και δίνοντας ο ένας στον άλλο μια τρυφερή ματιά ξεχνούσαμε αμέσως τις πίκρες μας. Ένα γλυκό χαμόγελο έφτανε. Η αγάπη μας βοήθησε τις δυο καρδιές μας να γίνουν μια. Στη μοναδική περίπτωση που δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει η αγάπη μου ήταν ο θάνατος. Υπέφερα πολύ, πάρα πολύ τότε μέχρι να το ξεπεράσουμε κάπως.

Ειδικά ο Κώστας με χρειαζόταν ψυχολογικά. Όπως καταλαβαίνεις, η ψυχολογική και η οικονομική μας κατάσταση δεν ήταν καλή. Έπρεπε όμως στο παιδί να προσφέρω τα πάντα για να μπορέσει να αντέξει αυτό το λυπηρό περιστατικό χωρίς να του αφήσει κάποιο ψυχολογικό τραύμα για όλη του τη ζωή. Αναγκάστηκα λοιπόν να ενοικιάσω το περίπτερο γιατί δεν άντεχαν άλλο τα πόδια μου. Είχα και δισκοπάθεια...

Με την πάροδο του χρόνου έπιασα δουλειά σ' ένα ξενοδοχείο, στο σιδερωτήριο τις πρωινές ώρες.

Προχωρώντας ο Κώστας στο Γυμνάσιο ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές κι ένιωθα περήφανη γι' αυτόν. Οι καθηγητές του μου έδιναν συγχαρητήρια τόσο για την επίδοση του όσο και για τη συμπεριφορά του.

Έως τώρα η Μάρω δε διέκοψε τη μάνα του Κώστα στην αφήγηση της. Την πρόσεχε με πολύ ενδιαφέρον και ολοφάνερη συγκίνηση σε ολόκληρο το "είναι" της. Ήθελε να της πει πολλά από τη δική της ζωή για να ελαφρύνει ο δικός της πόνος. Είχε μάθει όμως εκεί που χρειάζεται να έχει υπομονή και ειδικά να σέβεται τους ανθρώπους που συναναστρέφεται. Ο σεβασμός ήταν πάντοτε μια από τις αξίες που κυριαρχούσαν στη ζωή της.

Η κυρία Αναστασοπούλου συνέχισε την αφήγηση της.

- Ο θάνατος του πατέρα του ωρίμασε πιο πολύ τον Κώστα. Έβλεπε ότι καθημερινά στερείται την πατρική στοργή και αγάπη αλλά παρόλ' αυτά προσπαθούσε να μου δείχνει με τις πράξεις του πως αναγνώριζε τι ήμουν για κείνον . Πολλές φορές μου έλεγε: "Εγώ. πρέπει να φροντίζω για σένα κι όχι εσύ για μένα. Ελπίζω να σε ξεκουράσω σύντομα". Ήξερε πως εξοικονομούσα λίγο-λίγο τα χρήματα για το φροντιστήριο που θα άνοιγε αργότερα ώστε να μην αντιμετωπίσει οικονομικό πρόβλημα όταν θ' αποφοιτούσε.

Παράλληλα, ενώ ήταν μαθητής ακόμη, ήθελε να δουλέψει γιατί είχαμε πολλά έξοδα. Εγώ βέβαια τον εμπόδισα με την επιμονή μου. Εκείνος όμως επέμενε και μου έλεγε: "Μάνα, άσε με να δουλέψω μερικές ώρες. Θα βρω εύκολα δουλειά. Δεν μπορώ να σε βλέπω να κουράζεσαι. Δε νιώθω καλά".

Εμένα μ' έπιανε ο θυμός και του έλεγα: "Κώστα, αν το ξαναπείς αυτό, θα πεθάνω από καημό, θα νομίζω ότι είμαι άχρηστη πια. Αντέχω, παιδί μου, αντέχω πολύ ακόμη, θα τα καταφέρουμε. Σε λίγο καιρό τελειώνεις τις σπουδές σου κι όλα θ' αλλάξουν, θα το δεις".

Ήθελε πολύ να σπουδάσει για να γίνει χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία κι εγώ ευχόμουν ολόψυχα στο θεό να πραγματοποιηθούν όλες οι προσδοκίες του.

Δυστυχώς όμως, παιδί μου, πληρώσαμε και οι δυο μας ένα λάθος το οποίο κατέληξε να τον κάνει δυστυχισμένο στη ζωή του μ' έναν αποτυχημένο γάμο.

- Μην το λέτε αυτό, με όλο το σεβασμό που σας έχω. Ίσως ήταν μοιραίο το επακόλουθο.

- Ναι, Μάρω μου, δε λέω, αλλά όχι κι έτσι. Εγώ ξέρω πόσες νύχτες έκλαψα από τους πόνους που είχα στο σώμα και την ψυχή μου. Ένιωθα πολύ κουρασμένη μα δεν έλεγα τίποτα στον Κώστα μου γιατί έβλεπα το ζήλο που είχε να σπουδάσει και δεν ήθελα να του στερήσω το δικαίωμα στη χαρά αυτή.

- Έχει πολύ ενδιαφέρον η ζωή σας. Με συγκινήσατε πολύ.

Πράγματι τα μάτια τους ήταν βουρκωμένα από τη συγκίνηση. Η κυρία Αναστασοπούλου αναστέναξε και είπε:

- Α, παιδάκι μου! Πως να συνεχίσω; Αν θα σου πω τι έχω περάσει, δε θα τελειώσουμε ούτε αύριο, θα σου κάνω όμως μια σύντομη αφήγηση για το πως βρέθηκε ο Κώστας παντρεμένος όταν ήταν ακόμα φοιτητής, θέλω να θυμάσαι αυτά που θα σου πω. Κάποτε ίσως τα πεις σε κάποιους γνωστούς σου γονείς για να τους προβληματίσεις και να τους κάνεις να μπορέσουν να προλάβουν τα παιδιά τους από κάτι παρόμοιο μ' αυτό που συνέβη στο παιδί μου.

Τον είχε καλέσει ένας συμφοιτητής του να πάει στο πάρτυ που έκανε για την ονομαστική του εορτή. Τον έλεγαν Ανδρέα. Ο Ανδρέας ήταν φίλος με τον Κώστα από μικρά παιδιά κι έτσι δεν μπόρεσα να αρνηθώ στο παιδί μου όταν με ρώτησε αν μπορούσε να πάει.

Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ όμως, Μάρω μου, πως αργότερα θα έπαιζε η τύχη ένα παιχνίδι που θα τραυμάτιζε τον ψυχικό κόσμο του παιδιού μου και τον δικό μου.

Η Μάρω πρόσεχε με πολύ ενδιαφέρον τη μάνα του Κώστα. Της έριξε μια ματιά γεμάτη αγάπη η κυρία Αναστασοπούλου και συνέχισε:

- Στο πάρτυ αυτό ο Κώστας γνώρισε μια κοπέλα, η οποία τον κάλεσε στο σπίτι της στα γενέθλια της. Για να μην την προσβάλει θεώρησε σωστό να δεχτεί την πρόσκληση μιας και θα πήγαιναν και άλλοι φίλοι του. Εκεί γνώρισε τους δικούς της, οι οποίοι με διάφορες δικαιολογίες μετά τη γνωριμία τους πρότειναν οι ίδιοι στον Κώστα να τη συνοδεύει στις εξόδους της. Πράγματι, έτσι έγινε. Ώσπου ένα βράδυ ο Κώστας πηγαίνοντας να τους επισκεφτεί βρήκε την κοπέλα μόνη της και προφασιζόμενος μια δικαιολογία προσπάθησε να φύγει. Ήταν μάταιες όμως οι προσπάθειες του. Εκείνη τον κρατούσε με διάφορα τεχνάσματα και συζητήσεις κάνοντας πως δεν καταλάβαινε. Μάλιστα τον κατάφερε να πιουν και ποτό. Και να ήταν μόνο αυτό; Το χειρότερο επήλθε όταν μετά από μια νεανική αφέλεια έμεινε έγκυος η κοπέλα και αναγκαστικά αργότερα έγινε νύφη μου.

Έτσι έγινε η γνωριμία του με την Ειρήνη κι ακριβώς τα ίδια θα σου πει κι ο Κώστας, αν τον ρωτήσεις. Ποτέ δε χρησιμοποιήσαμε το ψέμα· είναι κάτι που απεχθανόμαστε και οι δυο και ειδικά αυτός.

Καταλαβαίνεις λοιπόν, παιδί μου, σε τι δύσκολη θέση βρεθήκαμε τότε. Ο Κώστας αναγκάστηκε λόγιο συνειδήσεως να δουλεύει τα βράδυα σ' ένα ταξί. Ευτυχώς, είχε βγάλει από πιο πριν δίπλωμα οδηγού, όταν θέλαμε ν' αποκτήσουμε ένα αυτοκίνητο για το κτήμα που είχαμε σ' ένα εξοχικό μέρος της Πάτρας.

Στη συνέχεια, μόλις παντρεύτηκαν, οι γονείς της γυναίκας του την έδιωξαν από το σπίτι και προτίμησαν να νοικιάσουν τον όροφο σε ξένους. Δε δέχτηκαν ούτε να τους το νοικιάσουν τα παιδιά τους παρόλο που ήταν διόροφο και κάθε όροφος ήταν ανεξάρτητος και δε θα είχαν καμιά επικοινωνία μεταξύ τους. Δε θα ξεχάσω ποτέ, Μάρω μου, αυτή την πράξη!

Για να σχηματίσεις ακόμη πιο σαφή εικόνα γι' αυτούς θα σου πω και το εξής: η πεθερά του γιου μου του αγόρασε τα παπούτσια που θα φορούσε την ημέρα του γάμου του. Έφτασε λοιπόν στο σημείο να του πει αργότερα: "Κώστα, μου χρωστάς τα χρήματα που έδωσα στην Ειρήνη για τα παπούτσια"!

Και να φανταστείς πως είναι αρκετά εύπορη οικογένεια. Συνέχεια όμως απαιτούν από το γιο μου να τους δίνει χρήματα πότε για τους ίδιους και πότε για τις οικογένειες των παιδιών τους. Έχουν, βλέπεις, άλλα δυο παιδιά, παντρεμένα πιο πριν απ' ότι ο Κώστας με την κόρη τους.

- Τι να σας πω, κυρία Χριστίνα! Λυπήθηκα πάρα πολύ με όσα μου αφηγηθήκατε. Εύχομαι έστω και τώρα να βρείτε λίγη ευτυχία. Το αξίζετε.

- Μακάρι, Μάρω μου, αλλά δε βλέπω να έρχεται. Δύσκολο ... Πολύ δύσκολο ... Σε λίγο καιρό όμως θα φύγω για την Πάτρα, θα πάω στο σπίτι μου! Στο δικό μου σπίτι, να ζήσω συντροφιά με τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής! Εδώ έρχομαι για να περιποιούμαι τον κήπο που τόσο λατρεύουμε ο Κώστας, η εγγονή μου κι εγώ.

Η Μάρω λαχταρούσε να μπορούσε να της έλεγε πόσο πολύ την ένιωθε! Ήταν τόσο συγκινημένη! Περιορίστηκε όμως να της πει μόνο:

- Η ζωή μου έχει μερικά κοινά σημεία με τη δική σας ίσως κάποτε να μπορέσω να σας ανοίξω κι εγώ την καρδιά μου.

- Όποτε θέλεις, Μάρω μου, τόσο εδώ όσο και στην Πάτρα. Το σπίτι μου θα είναι πάντα ανοιχτό για σένα. Να θυμάσαι μόνο την οδό: Αγίου Νικολάου, κοντά στην εκκλησία. Αν ρωτήσεις εκεί, όλοι με γνωρίζουν ...

Μετά από λίγο καιρό η Μάρω προχωρώντας για το μάθημα μονολόγησε:

- Πάλι λάθη θα κάνω. Είμαι και άυπνη ...Θα το καταλάβει. Μα, τι βλέπω; Πάλι τα ίδια; Φοράμε κι οι δυο πράσινα μπλουζάκια! Πότε μπλε, πότε πράσινα! Ε, και τι έγινε;
Έτυχε...
- Γεια σου, Κώστα.
- Κάθησε, Μάρω.
- Τι έχεις, Κώστα; Ούτε ένα γεια δε μου λες;
- Δε σου είπα; Με συγχωρείς- δεν το κατάλαβα.
- Μα εσύ ... χασμουριέσαι. Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι. Μήπως θέλεις να φύγω και να σ' αφήσω να ξεκουραστείς λιγάκι; Νιώθεις καλά; Νομίζω πως είσαι πολύ κουρασμένος.

- Όχι, Μάρω. Μια χαρά είμαι. Δεν υπάρχει λόγος να φύγεις.
Σηκώνεται αρκετά αναστατωμένος και της λέει:

- Βγάλε τα βιβλία σου. Σήμερα θα προχωρήσουμε αρκετά. Για να δω τι έχεις κάνει ... Η Μάρω υπάκουσε.

- Πολύ ωραία! Κάνε μου αυτή τη μετάφραση, Θα φτιάξω έναν καφέ. Εσύ ήπιες; Μάρω! Σου μιλάω ...
- Ναι;
- Σε ρώτησα μήπως θέλεις καφέ.
- Καφέ; Ε..., να σου πω...Δεν πρόλαβα - ως συνήθως - να πιω γιατί προτιμώ να ξεκινώ πιο νωρίς απ' το σπίτι και να περπατάω λιγάκι. Έχω το αυτοκίνητο μου σε κάποια απόσταση από εδώ γιατί μ' αρέσει πολύ ο περίπατος.

"Καλά κάνεις. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να περπατήσω ..."είπε θλιμμένα και μπήκε μέσα.

Σε λίγο κατέφθασε με τους δυο καφέδες κρατώντας κι ένα κλωναράκι βασιλικό.

Η Μάρω ούτε που τον πρόσεξε. Έγραφε. Μόλις σήκωσε τα μάτια της ήταν ακόμη όρθιος κοντά της. Πολύ κοντά της! Της πρόσφερε ευγενικά και χαμογελαστά το βασιλικό και της είπε:

- Βασιλικός, Μάρω ... Σ' αρέσει ο βασιλικός;

- Ναι, πολύ. Σ' ευχαριστώ.
- Πώς πήγες; Βλέπω, τα κατάφερες.
Σηκώνοντας τα μάτια της η Μάρω συναντήθηκαν οι ματιές τους και κοιτάχτηκαν τόσο έντονα, σαν να ήθελαν να διαβάσει ο ένας τη σκέψη του άλλου. Η Μάρω προσπαθεί να συνεχίσει το μάθημα αλλά της είναι τελείως αδύνατον. Βρίσκει λοιπόν αμέσως μια δικαιολογία και του λέει:

- Με συγχωρείς αλλά κουράστηκα.
- Εντάξει πιες τον καφέ σου και συνεχίζουμε μετά. Ελπίζω να σου αρέσει. Συγγνώμη, δε σε ρώτησα πως τον πίνεις. Είναι όπως τον προτιμώ εγώ.

- Μμ! Πολύ ωραίος! Σ' ευχάριστώ.

"Πάλι τα ίδια! Με κοιτάζει! Όχι, θεέ μου! Τι να κάνω;" συλλογίστηκε.

- Κώστα, πέρασε η ώρα και κάνει πολύ ζέστη σήμερα. Τι λες, να συνεχίσω στο σπίτι μόνη μου;

- Ναι, Μάρω· μόνο πρόσεξε, γιατί έχουμε μείνει λίγο πίσω. Εντάξει;

"Ναι". Βιάστηκε όμως να σηκωθεί κάνοντας πως ξέχασε το βασιλικό. Ξαναγύρισε, μα την τελευταία στιγμή τον άφησε. Το έκανε επίτηδες για να τον βλέπει ο Κώστας.

"Το ίδιο είναι", σκέφτηκε.