περιεχόμενα

Το παιδί με τα κομμένα χέρια

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

Από το περιοδικό "Ενδοχώρα", Τεύχος 68, Μάϊος 2000

Σήμερα στην τάξη μας ήρθε ο Βλαδίμηρος Τζώρτζεβιτς. Ένα προσφυγόπουλο που άφησε τα όνειρα του και το χαμόγελο του στη ματωμένη πατρίδα του, το Κόσοβο και έφτασε στη δική μας να στερέψει το κλάμα του και να ξαναμετρήσει τ' άστρα στον ουρανό μας που είναι για τη στιγμή γαλάζιος και δεν τον λερώνουν τα Νατοϊκά αεροπλάνα, όπως το δικό του, που πετάνε τις νύχτες και σκοτώνουν χιλιάδες αμάχους πατριώτες του με τους φονικούς βομβαρδισμούς τους.

Δεκάχρονος ο Βλαδίμηρος, ομορφοφτιαγμένος και μ' ένα βλέμμα που τρυπούσε όποιον κοίταζε σαν δόρυ Μακεδονικής σάρισας, κάθισε στο θρανίο του, αμίλητος και σοβαρός κι αφού περιέφερε για λίγο τα μάτια του ολοτρόγυρα να δει τους συμμαθητές του και το δάσκαλο, έφερε ύστερα με μια γρήγορη και θαρραλέα κίνηση τα δυο του κομμένα χέρια χαμηλά στον καρπό, μπρος του κι αφού τα 'βαλε παράλληλα το ένα απέναντι στο άλλο σαν δυο μικρά κουτσουράκια, ετοιμάστηκε ν' ακούσει το μάθημα της μέρας.

Όλη η τάξη στη θωριά των δυο κομμένων χεριών, πάγωσε, δυο τρεις μαθητές τσίριξαν έντρομοι, κάποιοι άλλοι σήκωσαν τα κεφάλια τους να δουν καλύτερα τα χέρια του κι ο Στέφανος, δίπλα του, φώναξε έξαλλος και τρομοκρατημένος:

- Είναι κομμένα τα χέρια του! Ποπό! Κοιτάξτε!
Τότε πήρε το λόγο ο δάσκαλος και είπε:

- Παιδιά μου, όπως βλέπετε, έχουμε σήμερα κοντά μας, ένα φίλο μας, το Βλαδίμηρο, που ήρθε απ' το Κόσοβο πρόσφυγας και θα μείνει όσο ο πόλεμος συνεχίζεται. Σαν όμως σταματήσει και η Ειρήνη απλώσει τις φτερούγες της και αγκαλιάσει και πάλι την πατρίδα του, θα επιστρέψει κοντά στους δικούς του και στους φίλους του. Δυστυχώς οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι και τόσοι άλλοι πολλοί μικρότεροι που γίνονται καθημερινά στον πλανήτη μας, φαίνεται πως δεν δίδαξαν τίποτα στον άνθρωπο που συνεχίσει να δείχνει τ' άγρια ένστιχτά του, σκοτώνοντας αθώους και ξεκληρίζοντας λαούς ολάκερους.

Αυτή τη στιγμή το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ευχηθούμε να σταματήσει τούτη η βαρβαρότητα και το Κόσοβο να βρει και πάλι τη χαρά και την ησυχία του.

Κι αφού κοίταξε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε το μικρό Βλαδίμηρο, πρόσθεσε:

- Μπορείτε να συνεννοηθείτε μαζί γιατί ξέρει αρκετά ελληνικά! Η πατρίδα μας δεν του είναι άγνωστη αφού έχει συγγενείς εδώ και την επισκεπτόταν ταχτικά πριν από τον πόλεμο.

Δυο τρία γελάκια έσκασαν αμέσως, οι ψίθυροι άρχισαν και πάλι ν' ακούγονται και οι πρώτες συμπαθητικές ματιές των μαθητών προς το νέο φιλοξενούμενο συμμαθητή τους, έγιναν τριαντάφυλλα που του προσφέρονταν αφιλοκερδώς.

Τρεμόπαιξε τότε ζωηρά τα δυο του καστανά μάτια ο Βλαδίμηρος κι αφού σήκωσε το δεξί του χέρι, έτσι κουτσουρεμένο που ήταν, ζήτησε απ' το δάσκαλο να μιλήσει, λέγοντας του:

- Έξω στην αυλή, κύριε, με πλησίασε ένα αγόρι και με ρώτησε γιατί είναι κομμένα τα χέρια μου! Δεν του είπα, γιατί θαρρούσα πως με κορόιδευε. Τώρα όμως που βλέπω πόσο με αγαπήσατε και με αγκαλιάσατε με στοργή, έχω το κουράγιο και τη δύναμη να σας πω την ιστορία του Γολγοθά μου, που μου στέρησε τα δυο μου χέρια, μ' έδιωξε απ' την πατρίδα μου και μ' έκανε ένα παιδί που έχει μόνιμα τον πόνο στην καρδιά του και τη χαρά δύσκολα θα συναντά.

Του 'κανε νεύμα με το κεφάλι ο δάσκαλος πως μπορούσε να πει ό,τι ήθελε για το δράμα του και κάθισε κι αυτός σε μια καρέκλα έτοιμος ν' ακούσει.

Έκλεισε κι ο Βλαδίμηρος για λίγο τα μάτια του λες κι ονειρεύτηκε το μικρό του παρελθόν στην πατρίδα του και με λόγια που ακούγονταν σαν ήχος από τραγούδι, άρχισε:

- Το χωριό μου λέγεται, Κοσίγκι, και ήταν τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την Πρίστινα, στις πλαγιές ενός μικρού καταπράσινου λόφου, γεμάτου οξιές και έλατα, που χαιρόταν πάντοτε τις χαρές και τις ομορφιές της Ζωής μαζί με το γέλιο που βασίλευε ολοήμερα στα χείλη των φιλήσυχων κατοίκων του, όσο κι αν η καθημερινότητα τους ήταν σκληρή και δύσκολη.

Εδώ ζούσα κι εγώ με τους γονείς μου και τ' άλλα τρία αδέρφια μου, δυο αγόρια μεγαλύτερα κι ένα κορίτσι, μικρότερο. Είμαστε όλοι ευτυχισμένοι και ρουφούσαμε αχόρταγα το μεδούλι της ζωής, πότε μέσ' απ' το παιχνίδι και το διάβασμα και πότε τριγυρνώντας έξω στη φύση, αγκαλιάζοντας την ψυχή της και τα όμορφα πράγματα της.

Ώσπου ένα βράδυ, μεσάνυχτα ήρθε ο πόλεμος και μας έκανε το χωριό, ερείπια, κομμένες σάρκες και σωρούς από κόκκαλα! Εγώ εκείνη τη στιγμή ήμουνα στο δωμάτιο μου και διάβαζα την "Ειρήνη" του δικού σας κωμωδιογράφου, Αριστοφάνη και στο σημείο εκείνο που οι πολεμοκάπηλοι είχαν κλείσει την Ειρήνη στη σπηλιά και οι ειρηνόφιλοι απέξω προσπαθούσαν να τη λευτερώσουν από τις αλυσίδες της. Κι εκεί που με είχε κυριεύσει μια αισιοδοξία, ακούω τους πρώτους βομβαρδισμούς και τις πρώτες φωνές υστερίας από τους συγχωριανούς μου και μου πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου. Τρέχοντας πήγα στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Τι να δω! Εκατό μέτρα πιο κει από το σπίτι μου, φλόγες τεράστιες ανέβαιναν στον ουρανό και κατάκαιαν ό,τι έβρισκαν μπρος τους. Και σε λίγο οι πρώτοι άνθρωποι, έξαλλοι και τρομοκρατημένοι να ουρλιάζουν και να ξεχύνονται στους δρόμους σαν τους τρελούς! Φοβήθηκα τόσο που άρχισα να τρέμω και να κλαίω ασταμάτητα. Μ' άκουσαν τ' αδέρφια μου που πετάχτηκαν άρον άρον απ' τον ύπνο τους και τρέχοντας ήρθαν κοντά μου. Απόκοντα σε λίγο έφτασαν και οι γονείς μου και πανικόβλητοι πια όλοι, κοιτούσαμε το βομβαρδισμένο μέρος που είχε παραδοθεί στις φλόγες και θύμιζε εικόνες κόλασης και βιβλικής καταστροφής. Κι εκεί που είμαστε όλοι μας σε απόγνωση και η σιωπή μαζί με το φόβο είχε διαπεράσει τα πρόσωπα μας, μια ξαφνική πάλι λάμψη φώτισε ολόκληρο το χωριό και με τον κρότο που ακολούθησε μ' έκαναν να χάσω τις αισθήσεις μου και να σκοτεινιάσει ο κόσμος στα μάτια μου. Ύστερα δε θυμάμαι τίποτα! Στο νοσοκομείο μόνο κατάλαβα τί είχε γίνει σαν είδα τις γάζες στα δυο κομμένα χέρια και την αδερφή πάνω από το κεφάλι μου να με χαϊδεύει και να μου λέει: Κουράγιο, Βλαδίμηρε και σφίξε την καρδιά σου όσο μπορείς! Γλίτωσες από τις βόμβες αλλά έχασες τα δυο σου χέρια, χαμηλά στους καρπούς! Δεν μπορέσαμε να στα σώσουμε γιατί είχαν λιώσει και δάχτυλα δεν ξεχώριζαν!

- Με πήραν τα δάκρυα κι ένας κόμπος κάθισε στο λαιμό μου, που μου τον έσφιγγε τόσο πολύ που νόμισα πως θα πέθαινα!

Η νοσοκόμα όμως γρήγορα με συνέφερε με μια της ανθρώπινη κίνηση, έτσι που μπόρεσα να τη ρωτήσω:

-Οι δικοί μου τί απόγιναν; Εσύ θα ξέρεις.
Έσφιξε τα χείλη της, κούνησε το κεφάλι της και μου είπε άτονα:

- Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτούς! Εσένα μόνο έφεραν εδώ! Ελπίζω να 'ναι καλά. Σαν σηκωθείς με το καλό, μαθαίνεις που βρίσκονται.

Σκούπισε δυο δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια του ο Βλαδίμηρος και συνέχισε:

- Τριάντα μέρες έμεινα στο νοσοκομείο κι όταν βγήκα άρχισε το άλλο μαρτύριο, του καταυλισμού. Χωρίς γονείς και αδέρφια με φόρτωσαν ένα πρωί μαζί μ' άλλους πρόσφυγες στα φορτηγά και μας έφεραν είκοσι χιλιόμετρα έξω από τα Σκόπια, σ' ένα κάμπο όπου τα λασπόνερα έφταναν ψηλά ως τα γόνατα μας. Μ' έβαλαν σε μια σκηνή με μι' άλλη οικογένεια για ν' αρχίσει η προσφυγική μου Οδύσσεια τώρα, με τη σκέψη μου πάντα στα κομμένα μου χέρια και στους δικούς μου που αγνοούσα αν ζούσαν ή είχαν πεθάνει. Η Ζωή στον καταυλισμό ήταν άθλια! Ώρες ώρες νόμιζα πως ήμουν ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες που γυρίζοντας με συνέθλιβαν κι απόμεναν μόνο τα κόκκαλά μου να δείχνουν την τραγικότητα μου! Η τροφή λίγη και κακή, οι αρρώστιες πολλές, τα φάρμακα ελάχιστα ή ανύπαρκτα, το κρύο τσουχτερό, η μοναξιά πνιγηρή και ο φόβος και η ανασφάλεια σαν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη καραδοκούσαν από στιγμή σε στιγμή να σε κατασπαράξουν και να σου πάρουν την ψυχή! Θα 'χα πεθάνει σ' εκείνη την κόλαση αν δεν γνωριζόμασταν κατά τύχη μ' ένα σκυλάκι, μικρό κι άσπρο σαν την ευτυχία, που ήρθε αδέσποτο μια μέρα στη σκηνή μου και μου γάβγισε μελωδικά στ' αυτί μου τόσο όμορφα που το 'νοιωσα σαν φίλο και το αγάπησα τόσο που δεν το αποχωριζόμουν ούτε λεπτό από κοντά μου. Από τότε άνθρωπο δεν πλησίασα, παρά μόνο αυτό το σκυλί που παίζαμε ξετρελαμένοι μαζί ολημέρα και μου 'κανε τη σκληρή ζωή μου στον καταυλισμό, πιο ανθρώπινη.

Στον καταυλισμό αυτό των προσφύγων, έμεινα είκοσι οχτώ μέρες όπου την τελευταία μέρα πριν φύγω έμαθα για τους δικούς μου. Σκοτώθηκαν και οι πέντε την ώρα που εγώ γλίτωσα! Είχαν απανθρακωθεί και δύσκολα γνώρισαν τα πτώματα τους. Μ' αυτή την κακή είδηση που έπεσε σαν τσεκουριά στο κεφάλι μου κοιμήθηκα τη νύχτα, μέσα σ' ένα κλάμα από αναφιλητά, για να ξυπνήσω το πρωί ένα τσουβαλάκι άχυρο και να πάρω και πάλι το δρόμο της κανούργιας προσφυγιάς μου που με οδήγησε εδώ στην πατρίδα σας, την Ελλάδα.

Χαμήλωσε τη φωνή του στα τελευταία του λόγια, έτσι που μόλις ακούστηκαν, σημάδι πως ήταν συγκινημένος. Επικράτησε για λίγο μια σιωπή αναμονής στην τάξη, ώσπου η μικρή Μαριάντη που καθόταν απέναντι από το Βλαδίμηρο, έσπασε τη σιωπή και τον ρώτησε:

- Ποιος σε έφερε στην Ελλάδα; Ο Ερυθρός Σταυρός;
- Όχι! Της απάντησε γρήγορα εκείνος και συνέχισε. Ένας φίλος του συχωρεμένου του πατέρα μου που είχε έρθει στο Κόσοβο να βοηθήσει τους τραυματισμένους και ήταν μέλος στην οργάνωση "Γιατροί δίχως σύνορα" ενδιαφέρθηκε για μένα, με πήρε απ' τον καταυλισμό και μ' έφερε στην Ελλάδα. Τώρα με φιλοξενεί στο σπίτι του για όσον καιρό ακόμα κρατήσει ο πόλεμος.

- Ο πόλεμος δε σου 'καψε το σπίτι;
Πού θα μείνεις σαν γυρίσεις πίσω στην πατρίδα σου; ακούστηκε πάλι η φωνή της Μαριάντης να τον ρωτά.

Ορθάνοιξε τα μάτια του ο Βλαδίμηρος, τίναξε πίσω το κεφάλι του λες και τον τρύπησαν τα λόγια της κατάστηθα κι απόμεινε άφωνος, βγάζοντας μόνο ένα σύριγμα, δηλωτικό της απόγνωσης του.

- Δεν έχεις και γονείς! Ποιοι θα σε φροντίζουν; επέμενε τώρα να τον ρωτά κι ο διπλανός του αγγίζοντάς του τρυφερά τα δυο του κομμένα χέρια.

Κοίταξε κατάματα και τους δυο μαθητές που τον ρώτησαν ο Βλαδίμηρος και διακρίνοντας την καλή τους πρόθεση, ύψωσε τη φωνή του και τους έκανε τρανταχτά:

- Πρέπει όμως να ζήσω! Το ξέρω πως οι τελάληδες του θανάτου, μου λένε να τα εγκαταλείψω και ν' αποχωριστώ τη ζωή! Είναι οι περιττοί άνθρωποι αυτοί, οι κακοί και η ζωή δυστυχώς είναι γεμάτη απ' αυτούς που τη βρωμίσουν, θα τους ξεγελάσω όμως και θα ζήσω, ντυμένος με πολλά χρώματα για να τους σκάσω σαν με βλέπουν να ζω και να ελπίζω!

Και πριν του κάνουν κι άλλη ερώτηση, πρόσθεσε με φωνή που έτρεμε από τη συγκίνηση:

- Ξέρω ακόμα πως τα χέρια μου είναι κομμένα και είμαι άχρηστος για τον πολύ κόσμο! Πολλοί με λυπούνται κι άλλοι μου δείχνουν οίκτο! Τους μισώ όλους αυτούς και δεν τους θέλω! Άλλοι μου φέρνονται γενναιόδωρα και μου δίνουν θάρρος, λέγοντας μου «πάλευε μικρέ, μπορεί να χτίσεις ναούς, αρκεί να 'χεις φωτιά στην καρδιά κι εσύ έχεις!» Αυτούς τους θέλω και τους αγαπώ!

Πήγε να πει κάτι ακόμα, αλλά τον διέκοψε ο δάσκαλος, για να πει κι αυτός με τη σειρά του:

- Η ζωή παιδιά μου, είναι γεμάτη εμπόδια, φτάνει όμως να μην εγκαταλείψεις στο πρώτο που θα συναντήσεις και πεις «έπεσα, δεν μπορώ να σηκωθώ και να το περάσω, ας σταματήσω», γιατί τότε είσαι καταδικασμένος να χαθείς.

Θυμάμαι κάποτε, βρέθηκα σ' ένα σχολείο που ήταν για παιδιά με "ειδικές ανάγκες" κι έμεινα κατάπληκτος από τη θέληση, τη δύναμη, το πάθος και την αγάπη που είχαν αυτά τα παιδιά για τη ζωή, κάνοντας το παν για να μην τη χάσουν. Η συγκλονιστικότερη όμως εικόνα για μένα ήταν η ώρα της ζωγραφικής τους. Αψηφώντας τα παραλυμένα χέρια τους που τους είχαν γίνει βάρος, καθηλωμένα στην αχρηστία, έπιαναν το πινέλο με τα δόντια και σαν το 'φερναν στη λευκή επιφάνεια του πίνακα, έκαναν τρελά πράγματα πάνω της που και η καλύτερη δεξιοτεχνία του οποιουδήποτε αρτιμελούς ζωγράφου, δε θα τα κατάφερνε.

Έτσι δέθηκαν με τη ζωή μέσ' από τη δημιουργία, νιώθοντας δυνατά, ακολουθώντας το φως και το ύψος που τα 'κανε χαρούμενα κι ευτυχισμένα, αδιαφορώντας για τις σωματικές τους αναπηρίες.

- Κύριε! του φώναξε φχαριστημένος από τα λόγια του ο Βλαδίμηρος, γιατί του τόνωσαν το ηθικό κι εγώ ξέρω να ζωγραφίζω όχι με το στόμα αλλά με τα δυο μου κομμένα χέρια· Αν θέλετε, σας δείχνω!

Κι αφού σηκώθηκε στον πίνακα, πήρε μια κιμωλία, την προσάρμοσε ανάμεσα στους δυο τους βραχίονες, κοντά εκεί που άρχιζαν οι κομμένοι καρποί κι άρχισε να ζωγραφίσει. Σαν τελείωσε και δέχτηκε το εγκάρδιο χειροκρότημα των συμμαθητών του, στράφηκε και τους είπε:

- Και τώρα θα 'χετε την καλοσύνη ν' ακούσετε, θα σας εξηγήσω τι θέλω να πω με τις δυο ζωγραφιές μου.

Ξεκίνησε πρώτα από το πετρόχτιστο σπίτι με τον κήπο.
- Εδώ, τους είπε, έχω φτιάξει ένα σπίτι με κήπο, έτσι όπως το θέλουμε όλοι μας κι όπως πρέπει να είναι. Απλό και λιτό, χωρίς την πρόκληση που έχουν τα σπίτια των πλουσίων και των ματαιόδοξων ανθρώπων. Εκείνο που προέχει σ' ένα σπίτι είναι η ασφάλεια, η αγάπη και η ευτυχία εκείνων που ζουν μέσα. Έτσι κι εγώ ονειρεύομαι ένα τέτοιο σπίτι για τον εαυτό μου αλλά και για όλα τα παιδιά του κόσμου!

Και τώρα θα σας πω για την άλλη ζωγραφιά με το σπίτι των τρελών! Εδώ ζούνε τρελοί! Είναι οργανωμένοι σε συμμαχία και ζηλεύουν αυτούς που ζουν σ' αυτό το ειρηνικό σπίτι με αποτέλεσμα να θέλουν να τους εξοντώσουν. Έτσι κάνουν ό,τι χειρότερο που θα μπορούσε να τους βλάψει. Οι άνθρωποι του ειρηνικού σπιτιού αντιστέκονται και θα αντιστέκονται πάντα μέχρι που η λογική θα δέσει τους τρελούς και θα τους οδηγήσει στο τρελοκομείο για να ησυχάσουνε μια για πάντα απ' αυτούς!

Τελείωσε μ' αυτά του τα λόγια κι αφού κάθισε στο θρανίο του, συμπλήρωσε μέσα σε δυνατό χειροκρότημα:

- Για να μπορούμε να πούμε τότε με σιγουριά πως υπάρχουν ακόμα προϋποθέσεις για μια καινούρια άνοιξη στον κόσμο!