Από το μισάνοιχτο παράθυρο παρατηρούσε το απέναντι σπίτι. Προσπαθούσε να
ελέγξει τις κινήσεις των ανθρώπων που το κατοικούσαν. Εύκολο έργο, γιατί την εποχή του καλοκαιριού οι χωρικοί συνήθιζαν να περνούν τις περισσότερες ώρες στην αυλή. Πιο πολύ έψαχνε να βρει που είναι η σπιτονοικοκυρά του σπιτιού. Γι' αυτό δεν την έχανε από τα μάτια του. Από τις κινήσεις της κατάλαβε ότι ήθελε να τελειώσει γρήγορα τις δουλειές της. Η απουσία της, ήταν γι' αυτόν μια διακαής επιθυμία. Μόνο τότε θα πραγματοποιούσε την επίσκεψη. Μετά από μια ώρα άκουσε μερικές φωνές και την είδε να σηκώνει το χέρι ψηλά προς το μέρος του σπιτιού. Την είδε να είναι ντυμένη με τα γιορτινά ρούχα και να κατευθύνεται προς την πόρτα. Τράβηξε το συρτή και κατηφόρισε το καλντερίμι. Έτριψε τα χέρια του από χαρά. Περίμενε λίγο και κατέβηκε τις σκάλες. Πήγε στην κουζίνα άρπαξε ένα τσίγκινο κύπελο και το έκρυψε μέσα σε ένα χαρτί. Διάβηκε την πόρτα και πλησίασε την απέναντι μάντρα Έβγαλε το κύπελο και άρχισε να το κτυπά στη μάντρα του σπιτιού. Από το απέναντι παράθυρο ένας άντρας του έκανε νεύμα. Αυτό ήταν αρκετό για να περάσει γρήγορα στην αυλή. Ανέβηκε δυο - δυο τα σκαλιά και έφτασε στον πρώτο όροφο του σπιτιού. Εκεί τον περίμενε ο γείτονας και φίλος του. Έπεσε στην αγκαλιά του και άρχισαν να γελούν. Κάθισαν για λίγο στο τραπέζι κι άρχισαν να συζητούν για το σχέδιο τους. Μέρες τώρα ο Περικλής και ο Κωνσταντίνος συζητούσαν για το πότε θα γίνει η συνάντηση. Κι αυτό γιατί επιθυμούσαν να το ρίξουν στο φαΐ και στο κρασί. Το μόνο πρόβλημα ήταν οι γυναίκες τους. Του Περικλή έλειπε από το χωριό γιατί είχε πάει να μαζέψει τις ελιές. Του Κωνσταντίνου θα πήγαινε στο μοναστήρι για ολονυκτία. Και οι δύο γυναίκες τους έβαζαν τις φωνές ιδίως όταν το έριχναν έξω και έπιναν παραπάνω κρασί. Για να αποφύγουν τις γκρίνιες των γυναικών εκμεταλλεύονταν τον χρόνο και όταν αυτές είχαν δουλειές συναντιόνταν στο ένα από τα δυο σπίτια για να το γλεντήσουν. Ο Περικλής είχε τη γνώμη ότι χρειάζονταν καλό μεζέ για να αντέξουν στο πολύ κρασί. Πού όμως να έβρισκαν κρέας; Εκείνη την εποχή ήταν δυσεύρετο. Γι' αυτό πρότεινε στον Κωνσταντίνο να φάνε την κότα του. Ο Κωνσταντίνος είχε τέσσερα παιδιά. Τα δυο δούλευαν παραγιοί στα χωράφια και τα δυο μικρότερα τα μεγάλωνε με κόπους και τα κοίμιζε στο κατώι του σπιτιού. Όλη η περιουσία του ήταν 2 κότες και μια κατσίκα. Έκανε δουλειές του ποδαριού. Μια στις ελιές, στο ψάρεμα ή στους αγρούς. Οι κότες του ήταν απαραίτητες για την οικογένεια του. Έδιναν αυγά για τα παιδιά του. Από την άλλη όμως ήταν παραγωγικές. Τι θα του κόστιζε να έχανε τη μία; Έπρεπε να κάνει το κέφι του. Ένα φίλο είχε που την περνούσε ωραία. Ας φάνε τα παιδιά λιγότερα αυγά. Είχε όμως τη γυναίκα του που ήταν αντιδραστική. Δεν το καταλάβαινε. Γι' αυτό και την έφερνε σε αποτελέσματα της τελευταίας στιγμής. Στράφηκε προς το κατώι και φώναξε το μικρό του γιο. - Συμεών, έλα επάνω ορέ. Πρέπει να φώναξε κι άλλες φορές. Γιατί το παιδί ήρθε βαριεστημένο μπροστά στον πατέρα του. Του έδωσε ένα κλειδί και τον πρόσταξε να φέρει επάνω μια κότα. Το παιδί γούρλωσε τα μάτια του και κάτι πήγε να πει. Μια σφαλιάρα και μια κλωτσιά τον έφερε στην πραγματικότητα. - Τσακίσου και φέρτη γρήγορα. Το παιδί ήξερε τι σημαίνει προσταγή. Το σώμα του είχε νιώσει πολλές φορές τις ξυλιές. Χωρίς να πει τίποτε άλλο έφερε την κότα στον πατέρα του. Ένα γέλιο ακούστηκε από τους δυο φίλους, άρπαξαν την κότα και κατευθύνθηκαν προς την κουζίνα. Ύστερα από λίγες ώρες άρχισαν να τρώνε, να πίνουν και να τραγουδούν. Χόρευαν και έκαναν τόση φασαρία που νόμιζες ότι κάποιος τσακώνεται. Πιωμένοι και κάτω από την κατάσταση της μέθης καπνίζοντας αρειμανίως είχαν μετατρέψει το δωμάτιο σε τεκέ. Κάποια στιγμή ανέβηκε ο Συμεών. Κατευθύνθηκε προς τον πατέρα του. Ψευδίζοντας από το φόβο ανάφερε ότι ο αδελφός του ήθελε να ανεβεί να πάει στην τουαλέτα. Ο Κωνσταντίνος δεν καταλάβαινε τίποτα. Πήρε το μικρό τον έσπρωξε και του φώναξε. - Να τα κάνει πάνω του. Φοβισμένος ο Συμεών κατέβηκε τη σκάλα και πήγε στο κατώι. Τι να έλεγε στον αδελφό του; Από την άλλη πρόσεξε ότι οι σανίδες είχαν σαπίσει σε μερικά σημεία και είχαν χαραμάδες. - Σήφη, του είπε. Βγάλε το και κατούρα σιγά σιγά μέσα από τις χαραμάδες του ξύλου. Δεν θα πάρει κανείς χαμπάρι. Από κάτω έχουμε χώμα, θα το απορροφήσει. Ύστερα από λίγη ώρα ο Κωνσταντίνος φώναξε πάλι τον Συμεών. Η προσταγή του τώρα ήταν να φέρει και την δεύτερη κότα. Το παιδί άρχισε να κλαίει. Έπεσε στα πόδια και ικέτευε τον πατέρα του. - Μη το κάνεις αυτό, θα πεινάσουμε πατέρα. Άμα το μάθει η μητέρα θα με σκοτώσει. Σε παρακαλώ. Ο Κωνσταντίνος πήγε από πίσω τούριξε μια στην πλάτη και έτσι όπως ήταν μπρούμυτα ο Συμεών φώναξε σα τρελός. - Θα φας τα ξύλα αν δε μου την φέρεις. Τρομαγμένο το παιδί σηκώθηκε και τόβαλε στα πόδια. Τώρα πλέον είχε επιτευχθεί ο στόχος τους. Είχαν φάει και είχαν πιει. Μεθυσμένοι από το κρασί τραγουδούσαν γεμάτοι χαρά και έδειχναν ότι παρά την κατάσταση της μέθης τα είχαν τετρακόσια. Έτσι όπως έπιναν προσπαθώντας να τελειώσουν την κανάτα με το κρασί είδαν ξαφνικά την πόρτα να ανοίγει. Μπροστά φάνηκε η μορφή της γυναίκας του Κωνσταντίνου. Η έκπληξη είχε διαγραφεί στο πρόσωπο της. Κοίταξε τον άντρα της και βλέποντας την ακαταστασία του δωματίου έβαλε τις φωνές. Η χροιά της φωνής της συνδέθηκε με το παρελθόν των χρόνων του γάμου τους. Η γκρίνια, η πρώτη φωνή, οι έντονες στριγκλιές έγιναν ο κώδικας της δικής της επιβολής. Έκανε τον άντρα της να νιώθει ότι χωρίζεται σε πολλά μικρά κομματάκια. Τόσα που δεν μπορούσαν να της φέρουν αντίσταση. Τότε μόνο μπορούσε να πραγματοποιήσει τα σχέδια της. Αρχηγός στο σπίτι, υπεύθυνη για οτιδήποτε μπορούσε να περάσει στο μυαλό της. Κι όταν τα χρόνια πέρασαν άρχισε να νιώθει ενοχές. Μεγαλόσταυροι, μετάνοιες, λιτανείες. Κόλυβα, συγχώρεση, νηστείες. Άρχισε να τον κοιτά με μια δόση ανωτερότητας. Τον θεωρούσε αμαρτωλό που ήταν χωμένος μέσα σε σπήλαια ανομίας. Γι' αυτό και δεν του έδινε σημασία. Έπρεπε μόνος του να επανέλθει στο σωτήριο δρόμο του θεού. Και ο Κωνσταντίνος δεν υπήρχε. Είχε συρρικνωθεί από την καταπίεση της ίδιας του προσωπικότητας. Δουλειά, σπίτι, δουλειά. Στην αρχή δεν τον ενδιέφερε και πολύ. Με κανένα κρασί τα ξεχνούσε. Μα όταν το κρασί έγινε μέρος της Ζωής τόκοψε με το μαχαίρι. Τόκρυβε στα πιο απίθανα σημεία. Η ένταση όμως τον έκανε να νιώθει ότι η γυναίκα του ήταν κυνηγός κι ότι προσπαθεί να τον συλλάβει με ένα σιδερένιο κλουβί. Και μπορεί στα όνειρα να ξέφευγε μα όταν ήταν ξύπνιος δεν μπορούσε να αντιδράσει. Και τώρα που πρώτη φορά γλεντούσε μέσα από την ψυχή του αυτή προσπαθούσε να τον διαλύσει. Βλέποντας τα κόκκαλα πάνω στα πιάτα η γυναίκα του άρχισε να τον βρίζει. Καταλάβαινε ότι ανήκουν στις κοτούλες της που τρέφουν τα παιδιά της. Κολλημένη στη λέξη χαραμοφάη ανέβασε την ένταση του αίματος δημιουργώντας μια υψηλή φόρτιση των λεμφογόνων αδένων της. Η φούντωση είχε ανεβεί στο κεφάλι. Άνοιξε διάπλατα τα πόδια της απόκτησε τη στερεή δυναμική του σώματος της και η φωνή της έγινε ψιλή τέτοια που είναι η στριγγλιά. Φώναξε, ούρλιαξε μα όχι για πολύ. Μια κοπανιά χτύπησε την οργή του Κωνσταντίνου. Πήρε τόση δύναμη που τίποτε δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Την άρπαξε από το λαιμό της έριξε μερικά χαστούκια και την ξάπλωσε κάτω στο πάτωμα. - Για πες μου εσύ κυρά μου που ήσουνα τέτοια ώρα; Γιατί δεν ήσουνα στο σπίτι σου; Η γυναίκα τα είχε χαμένα. Είχε αποκτήσει έλεγχο από έναν ανύπαρκτο άντρα. Μόνο τον πατέρα της θυμόταν να της έχει επιβληθεί. Με τα μάτια να παίζουν από φόβο και την ουρά χωμένη στα σκέλια, ψέλισε: - Στο μοναστήρι! - Τέτοια ώρα μωρή. Και τί έκανες εκεί μεσάνυχτα; - Ολονυχτία. - Με τους παπάδες; Την σήκωσε λίγο επάνω την έπιασε από το μέρος του λαιμού και σαν κάβουρας της έστριψε το καρύδι του φάρυγγα. - Με τους παπάδες, μωρή, με τους παπάδες! Την έσφιξε τόσο πολύ, που μη μπορώντας να αντισταθεί την άφησε κάτω. Ύστερα την κοίταξε και της φώναξε: - Μη το ξανακάνεις ποτέ. Την επόμενη μέρα ο Κωνσταντίνος κρατήθηκε από τις αστυνομικές αρχές. Λίγες μέρες αργότερα οδηγήθηκε στις φυλακές. Το κρασόδειπνο δεν ξανάγινε ποτέ. |