περιεχόμενα

Οσα φέρνει η Σουρβιά

Τάσος Δ. Βασιλείου

Από το βιβλίο "Ανθολογία Λογοτεχνικών Κειμένων"

O Φλεβάρης δεν έφυγε ακόμα κι ο Μάρτης ο παλουκοκαύτης είναι μπροστά μας.

Όμως, "μάγεμα η φύσις κι όνειρο" τούτες οι μέρες στην ύπαιθρο. Να 'ρθε η Άνοιξη στ' αλήθεια κι ο κυρ Χειμώνας να μας αποχαιρέτησε από τώρα; Οι μαργαρίτες λένε ναι ήρθε, ήρθε. Το ίδιο και τα μανουσάκια με το υπέροχο μωβ χρώμα τους και την μεθυστική μοσκοβολιά τους. Ναι, λένε και οι πεταλουδίτσες με τα τρελά παιχνιδίσματα στα λιβάδια. "Το σκουλικάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο" για να θυμηθούμε και το Σολωμό.

Ξαφνιάστηκε η μάνα μου που με είδε πρωί πρωί στο χωριό με το κλαδευτήρι στο χέρι.

- Νόμιζα πως θα πας στην παρέλαση, τέτοια μέρα που είναι, μου είπε.

- Θα τη δω το βράδυ στην τηλεόραση, της αποκρίθηκα. Τούτο το ξύπνημα της φύσης, είπα μέσα μου δεν το νιώθεις από το γυαλί. Δεν την οσφραίνεσαι αν δεν πας κοντά της... και τη χάρηκα προχθές την Τρίτη με όλες μου τις αισθήσεις.

- Άργησες μου είπαν οι κληματόβεργες. Δε βλέπεις που το δάκρυ μας τρέχει ασταμάτητα;

Το ίδιο μου είπαν και οι ροδακινιές που είχαν πλημμυρίσει με τα ροζ μπουμπούκια τους. Με τί καρδιά να ρίξεις μερικά απ' αυτά στο χώμα;

Πράγματι είχα αργήσει. Μου το είπαν και τα σπουργίτια που είχαν ξεκινήσει κιόλας το "έργο" τους.

Σε τρέλαιναν με τα ερωτικά τους τιτιβίσματα. Χαιρόμουνα τον αγώνα τον ωραίο και τον άγριο καμιά φορά που έκαναν για να κατακτήσουν το ταίρι τους. Ο πόθος είναι και όμορφος και άγριος.

Πόσο αλλάζει η ψυχική διάθεση σα βλέπεις το ξαναζωντάνεμα της φύσης!

Τον μπαρμπα-Κώστα τον έβλεπα κάθε φορά που πήγαινα στο χωριό της γυναίκας μου. Ήταν ένα ιδιόρρυθμο, μοναχικό γεροντάκι που δύσκολα άνοιγε σε άλλον την καρδιά του.

- Δάσκαλε Αναστάση, έτσι με φώναζε, ο κόσμος είναι κακός. Είναι φθονερός. Χαίρεται στη δυστυχία σου και σε φθονεί όταν σε βλέπει να προκόβεις. Καλημέρα σου λέει και την περιουσία σου σκέφτεται. Καλημέρα σου λέει φωναχτά κι από μέσα του λέει καλημέρα συμφέρον. Γι' αυτό δεν τη θέλω από κανέναν. Έχω το καλυβάκι μου, έχω το χωραφάκι, έχω τούτα τα μανάρια και δοξάζω το μεγαλοδύναμο. Να ξέρεις το πρόβατο είναι άκακο ζώο. Εγώ μ' αυτά περνάω τον καιρό μου, μ' αυτά κουβεντιάζω. Ποιος θέλει να σε δει να προκόβεις δάσκαλε Αναστάση; Κανένας σου λέω.

Στην αρχή όταν τον πρωτογνώρισα δεν με εμπιστευόταν. Ούτε τα όποια φαγώσιμα που του πήγαινα τα δεχόταν.

- Από συμφέρον μου τα δίνεις, μου έλεγε! Κι αν δεν είναι από συμφέρον κάποια μέρα θα μου τα φωνάξεις. Προτιμούσε να μείνει νηστικός ο μπαρμπα-Κώστας παρά να δεχτεί από τους άλλους οτιδήποτε.

- Γιατί ζει ο άνθρωπος; μου έλεγε. Για μια αξιοπρέπεια ζει.
Δεν θέλω ελεημοσύνη εγώ.

Είδα κι έπαθα να πειστεί ότι τα τσιγάρα, τις εφημερίδες, τα φαγώσιμα που του πήγαινα το έκανα μόνο από ευχαρίστηση. Με τη σύνταξη του ΟΓΑ ζούσε ο μπαρμπα-Κώστας κι έλεγε ότι είναι ευχαριστημένος. Κι ας έμενε σε μια τρώγλη.

- Καλά είμαι δάσκαλε Ανάσταση, αλλά αν είχα και μια σύντροφο θα 'μουν καλύτερα. Τόσες δασκάλες πέρασαν από το χωριό κι όλες με ήθελαν αλλά εγώ δεν αποφάσιζα! Οι δασκάλες ήταν η δυναμία του μπαρμπα-Κώστα. Και οι χωριανοί τον δούλευαν αγρίως.

- Με πειράζουν, μου έλεγε. Αλλά δεν τον πείραζαν μόνο αυτοί. Και οι κυρά-δασκάλες τον ενοχλούσαν. Κι ο μπαρμπα-Κώστας όλες τις είχε ερωτευτεί.

Την επόμενη των Χριστουγέννων, όπως συνηθίζω κάθε χρόνο. πήγα και φέτος στην πεθερά. Δεν είχα μαζί μου αυτή τη φορά τα καθιερωμένα φαγώσιμα, τα τσιγάρα και τις εφημερίδες. Δεν τα χρειαζόταν πλέον ο μπαρμπα-Κώστας. Με θλίψη αντίκρυσα τα αποκαΐδια του φτωχικού του. Από 'κει τον μάζεψαν πριν από λίγο καιρό. Ένα κουβάρι κάρβουνα.

Όταν προεκλέχτηκα πρόεδρος στο χωριό μου και "άμα τη ανάληψη των καθηκόντων μου!" να σου κι ο μπαρμπα-Πέτρος στο γραφείο.

- Κύριε Πρόεδρε, το και το. Πρέπει να μας φέρεις φόλες γιατί μας αφάνισαν οι αλεπές τις κότες μας.

- Αποκλείεται, του είπα. Οι αλεπούδες είναι ζώα ωφέλιμα. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό ο μπαρμπα-Πέτρος, από την έκπληξη του.

- Μα τί μου λες Πρόεδρε, οι αλεπές ωφέλιμες; Εδώ κοντεύει να μην μείνει φτερό από κότα.

- Άκου που σου λέω, επέμενα εγώ. Αν δεν υπήρχαν οι αλεπούδες θα μας είχαν φάει τα ποντίκια.

- Μπορεί να είναι έτσι που λες Πρόεδρε, αλλά όμως με τις κότες τί θα γίνει;

- Ε, αυτές να τις δέσεις, του είπα! Μ' έκανε ρεζίλι στα περίχωρα ο μπαρμπα-Πέτρος με τη λύση που του έδωσα.

- Ο Πρόεδρος μας, τους έλεγε, μας είπε να δέσουμε τις κότες για να μην τις τρώνε οι αλεπές!

Πέρασαν έξι χρόνια από τότε και τα θυμήθηκα όλα αυτά χθες το πρωί που πήγα ν' ανοίξω την πόρτα από το κοτέτσι. Η καταστροφή ολοκληρωτική. Φτερά και πούπουλα παντού. Δυο κοτούλες είχα που λέτε, κληρονομιά από τον πατέρα και έναν κόκορα που μου 'δωσε η θεία μου η Μαρία. Καθημερινά έπαιρνα από τη φωλιά δυο φρέσκα χωριάτικα αυγά. Πολύ την ευχαριστιόμουν αυτή τη διαδικασία. Να πηγαίνω δηλαδή το πρωί να τις ταίζω, το μεσημέρι να παίρνω τ' αυγά και το βράδυ να τις κλείνω. Αυτό βέβαια δεν το έλαβε υπόψη η κυρά-Μάρω. Ούτε και είχε εκτιμήσει τα δικά μου αισθήματα προς όλο της το σόι. Και τώρα τί θα πω στον μπαρμπα-Πέτρο;