Ανάμεσα στις μαθήτριες του τμήματος που δίδασκε ο ΄Αλκης ήταν και δυο
παράταιρες αλλά αχώριστες φίλες. Η μια, που τη λέγανε Λητώ Καλομάτη και θα έδινε
εξετάσεις για τη φιλολογία, ήταν παχουλή, τροφαντή, εύθυμη και έξυπνη. Ξεχώριζε
στο φροντιστήριο για την καλή επίδοση της. Παρόλο που πήγαινε στο κατηχητικό, η
δυναμική ιδιοσυγκρασία της αντιδρούσε αυθόρμητα στις απαγορεύσεις και τη
φιλοσοφία της θρησκείας της. Κυριαρχούσε, στο μάθημα και στα διαλείμματα, με τις
ζωηράδες και τις τολμηρότητες της. Πείραζε τα αγόρια και το μάτι της έπαιζε
ακόμα και προς τη μεριά του δασκάλου της. Η άλλη, που τη λέγανε Τατιάνα Γεωργίου και θα έδινε εξετάσεις στη Θεολογία ήταν λεπτή σα μίσχος, όμορφη σαν άγγελος, με μικρό στρογγυλό πρόσωπο και ονειροπόλα μάτια και έμοιαζε απαράλλαχτα με την ηθοποιό Βίβιαν Λη. Παρόλο που δεν πίστευε στο θεό, διάλεξε τη θεολογική γιατί δε μπορούσε να δώσει σε άλλη σχολή. Δεν είχε γερές βάσεις ούτε φαινόταν ιδιαίτερα έξυπνη. Εξάλλου η αδυναμία της να συγκεντρωθεί και η σοβαρή νωθρότητα της, που είχαν ψυχοπαθολογικές αιτίες, την εμπόδιζαν να προσέξει στο μάθημα και να μελετήσει στο σπίτι της. Με αποτέλεσμα να έχει χαμηλή επίδοση, πράγμα που της προκαλούσε ένα φανερό σύμπλεγμα κατωτερότητας και μια βαθιά μελαγχολία. Σε αντίθεση με τη Λητώ, η Τατιάνα δε μιλούσε καθόλου σ' όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Κοιτούσε με τα πανέμορφα γαλάζια μάτια της τον ΄Αλκη, και με το χέρι της, που κρατούσε μια κιμωλία, λέρωνε όλη την ώρα το μαύρο θρανίο της. Στο διάλειμμα, το θρανίο της ήταν κάτασπρο από τα νευρικά μουντζωρώματα! Όταν σχολούσαν, ο ΄Αλκης έπαιρνε τις δύο φίλες και έκανε μαζί τους-μια μεγάλη βόλτα στην παραλία για να κουβεντιάσουν, αλλά η Τατιάνα, στο τέλος, τραβούσε πάντα την παρέα της προς τα σκοτεινά και έρημα βραδινά σοκάκια που στριφογύριζαν μέσα στα Λαδάδικα και στην περιοχή του Λιμανιού. Ένα βράδυ ο ΄Αλκης κι η Λητώ θέλησαν να φέρουν αντίρρηση, αλλά η Τατιάνα επέμενε πολύ, ώσπου κατάφερε να της κάνουν το χατήρι. - Μα τι το ωραίο βρίσκεις σ' αυτή τη βόλτα; ρώτησε ο ΄Αλκης. - Μ' αρέσει πάρα πολύ, απάντησε. Συχνά περπατάω και μόνη μου σ' αυτά τα σοκάκια. Σηκώνομαι μεσάνυχτα από το κρεβάτι μου και έρχομαι προς τα εδώ για να κάνω βόλτα. Με γοητεύει τούτη η περιοχή της πόλης. - Μα μυρίζει λάδια και αλογίσιες κοπριές, Τατιάνα, παρατήρησε η Λητώ. - Δε με πειράζει! Την προτιμώ τούτη τη μεριά από την παραλία. Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Μετά ο ΄Αλκης είπε: - Ξέρεις, δεσποινίς Γεωργίου, ότι σε μερικά από αυτά τα σοκάκια που σε γοητεύουν υπάρχουν ύποπτα σπίτια; - Το ξέρω! Τα είδα κιόλας. Κάνουν μπαμ με το χαρακτηριστικό φωτισμό τους ανάμεσα στο σκοτεινά μαγαζιά και τις κλειστές αποθήκες. Τα αναγνωρίζω κι από το έμπα-έβγα των νεαρών και των στρατιωτών. Ο ΄Αλκης κι η Λητώ έμειναν άφωνοι από την ομολογία της φίλης τους. Δε συνέχισαν τη συζήτηση παρά μόνο σκέφτονταν τούτη την παράξενη και νοσηρή επιθυμία της τόσο όμορφης κοπέλας. Δε μπορούσαν να την εξηγήσουν. Όσο κι αν τους δυσαρεστούσε , δεν έφεραν άλλη αντίρρηση και συνέχισαν να περπατάνε για λίγην ώρα ακόμα μέσα στα ελικωτά, στενά και αποπνιχτικά βραδινά σοκάκια της ερημικής και σκοτεινής περιοχής, που τη μέρα έσφυζε από εμπορική ζωή και κίνηση, ενώ το βράδυ νέκρωνε. Τα βήματα τους, πάνω στα λιθόστρωτα καλντερίμια, τα γεμάτα λάσπες, λακκούβες και βρωμόνερα, αντηχούσαν δυνατά μέσα στην κουρασμένη ηρεμία που πλάκωνε τον τόπο. Βγαίνοντας από τα Λαδάδικα, η Τατιάνα είπε ότι θέλει να πάει νωρίς στο σπίτι της γιατί την περίμενε μια θεία της. Χαιρέτησε και έφυγε. Ο ΄Αλκης και η Λητώ συνέχισαν τη βόλτα τους στην παραλία για να πάρουν καθαρό θαλασσινό αέρα. Καθώς περπατούσαν, συζητούσαν διάφορα ενδιαφέροντα θέματα, αλλά κάθε τόσο η κουβέντα τους ξαναγύριζε στην Τατιάνα. Σχολίαζαν την παράξενη συμπεριφορά της και προσπαθούσαν να βρουν κάποιες εξηγήσεις για τις εκκεντρικότητες της. Ο ΄Αλκης ήθελε να μάθει λεπτομέρειες από τη ζωή της κοπέλας. - Δεν την ξέρω, κύριε Καριώτη, ούτε την καταλαβαίνω, απάντησε η Λητώ. Τη γνώρισα, πριν έρθετε εσείς, στο φροντιστήριο και μου αφοσιώθηκε αμέσως. Τη βοηθάω στα Αρχαία και τα Λατινικά, γιατί είναι πολύ αδύνατη, αλλά έξω από το φροντιστήριο δεν κάνουμε παρέα. Μου λέει ότι δεν έχει άλλες φίλες και ότι στο σπίτι της παίζει όλη μέρα με τις γάτες της. - Με τις γάτες; ρώτησε απορημένος ο ΄Αλκης. - Ναι, έχει πέντε γάτες δικές της και άλλες τόσες από τη γειτονιά. Τις ταΐζει, τις λούζει και παίζει μαζί τους. - Και πότε διαβάζει; - Τις άλλες ώρες. Αλλά όχι εντατικά ούτε με προσοχή, γιατί ο νους της είναι στις γάτες και ποιος ξέρει πού αλλού. - Περίεργη κοπέλα. Μήπως είναι ερωτευμένη; - Δεν ξέρω. Δε μου μίλησε ποτέ για έρωτα, αν και μια φορά που περπατούσαμε στην Τσιμισκή, είδε ένα ψηλό νεαρό και έτρεξε πίσω του φωνάζοντας το όνομα του. - Ποιο όνομα; - Κάρλο. - Κάρλο; έκανε σαν κεραυνόπληκτος ο ΄Αλκης. Κάρλο είπες; - Ναι, Κάρλο. Λεν γύρισε όμως πίσω να μου πει τι έγινε και ποιος ήταν. - Μήπως είχε στενό και μακρουλό πρόσωπο και παχιά χείλη; - Δεν πρόσεξα τα χείλη του αλλά το πρόσωπο του ήταν στενό και μακρουλό, όπως το είδα σε μια στιγμή. - Αυτός πρέπει να είναι, μουρμούρισε ο ΄Αλκης, θα την εγκατέλειψε για καμιάν άλλη. Έτσι επιπόλαιος και αμοραλιστής που έγινε τελευταία, δε σκέφτηκε καθόλου τις συνέπειες. - Τον ξέρετε; ρώτησε η Λητώ. - Ναι. Ήταν φίλος μου. Μου μίλησε κάποτε για μια μικρή ερωμένη του που ήταν πολύ όμορφη και που είχε τα χαρακτηριστικά της Τατιάνας. Μου είχε πει μάλιστα ότι μοιάζει με μια Αμερικάνα ή Αγγλίδα ηθοποιό, δε θυμάμαι καλά, και ότι έχει ρώσικο όνομα. - Τότε αυτός θα είναι. Έτσι που έγινε θεόκλειστη η Τατιάνα, δε μου μίλησε καθόλου για το δράμα της. Ο ΄Αλκης σταμάτησε την κουβέντα και βυθίστηκε σε σκέψεις. Σε λίγο σταμάτησαν και τα βήματα του, όπως και της Λητώς. Είχαν άλλωστε φτάσει έξω από το σπίτι της κοπέλας. Χαιρετιστήκανε και χώρισαν. Ο ίδιος πήρε τον ανήφορο προς τις Σαράντα Εκκλησίες και προσπαθούσε να καταλάβει την νοοτροπία του «αιρετικού» συναγωνιστή του που κύλησε τελευταία και στον δονζουανισμό. Την άλλη βραδιά, μετά το φροντιστήριο, ξαναπήραν οι τρεις το δρόμο για τα Λαδάδικα. Περπάτησαν τα σοκάκια τους ως τη συνοικία των Φράγκων και μετά κατηφόρισαν για το λιμάνι. Στις κουβέντες τους, τα μαθήματα και οι εξετάσεις δεν είχαν μεγάλη θέση, γιατί, όσες φορές άρχιζαν παρόμοια συζήτηση, η Τατιάνα έστρεφε αλλού την συνομιλία. Δεν ήθελε να της θυμίζουν τις εξετάσεις. Όταν αυτό έγινε τρεις φορές, ο ΄Αλκης κατάλαβε την πρόθεση της και τη ρώτησε γιατί το κάνει, ποιος είναι ο βαθύτερος λόγος. - Δε θα περάσω, και γι αυτό με δυσαρεστεί να συζητάω για μαθήματα. - Μα πώς το λες έτσι; Πώς το προδικάζεις; Αν διαβάσεις, θα μπεις στο Πανεπιστήμιο. Η Θεολογική Σχολή είναι εύκολη. - Μου φαίνεται πως αντί να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο , καλύτερα θα ήταν να μπω σε κανένα τρελοκομείο... - Τι είναι αυτά που λες, Τατιάνα; ρώτησε ανήσυχος ο ΄Αλκης. - Αφήστε την, κύριε Καριώτη, επενέβηκε η Λητώ για να κατασιγάσει τον φανερό φόβο του δασκάλου της. Το λέει συχνά αυτό. Αστειεύεται. Ο ΄Αλκης ησύχασε κάπως, αλλά δεν του έφυγε από τη σκέψη τούτη η κουβέντα της Τατιάνας, ούτε του λύθηκε η απορία. Γιατί την είπε; αναρωτιόταν . Μήπως ήταν ένα άλλοθι για να μη διαβάζει ή αισθανόταν πράγματι άρρωστη την ψυχή της; Κι έπειτα, τέτοια έλλειψη αυτοπεποίθησης σε νέα κοπέλα! Τι έφταιγε άραγε σ' όλα αυτά; Πόσο ρόλο είχε παίξει το ερωτικό της δράμα στην αδιαφορία της για διάβασμα και στην παράλυση μέσα της κάθε ορμής και ελπίδας; Ο ΄Αλκης προσπάθησε να της τονώσει, όσο μπορούσε, το ηθικό και την πίστη στον εαυτό της. Κι αυτό το έκανε όσο γινόταν πιο διακριτικά και πλάγια. Τη στιγμή που θα χωρίζανε, εκείνη του είπε: - Αν δεν ήσασταν εσείς, προ πολλού θα παραιτιόμουν από την προσπάθεια να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. - Ευχαριστώ για το κοπλιμέντο, αλλά θα ήθελα να σε βοηθήσω. - Δεν είναι καθόλου κοπλιμέντο. Πρόκειται για σοβαρή δήλωση. - Μα νομίζω πως αξίζεις. Θα μπορούσες , αν μελετούσες περισσότερο, να πετύχεις και σε άλλη σχολή. Γιατί διάλεξες τη Θεολογία; Μήπως την αντιπαθείς, γι' αυτό δε διαβάζεις; Μήπως σε εξαναγκάζει κανένας; - Κανείς δε με αναγκάζει. Την αντιπαθώ βέβαια τη Θεολογία, αλλά δεν είμαι ικανή για άλλη σχολή. - Σου λείπει η αυτοπεποίθηση, Τατιάνα. Αυτό είναι όλο. - Το ξέρω, αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να μου τη δώσει. Ίσως εσείς να μπορούσατε να μου τη δώσετε, αλλά δε σας έχω κοντά μου. Κι εγώ θέλω έναν άνθρωπο όλες τις ώρες κοντά μου. Ιδιαίτερα όταν περνάω κρίσεις... - Τι κρίσεις; Τι είναι αυτό που λες πάλι; - Ας μην πω τίποτε γι' αυτές τώρα. Πρέπει να φύγω. Καληνύχτα σας. Είπε και χάθηκε σ' ένα σκοτεινό σοκάκι. Ο ΄Αλκης και η Λητώ έμειναν άναυδοι. Τράβηξαν για τα σπίτια τους χωρίς να μιλήσουν ούτε και στο δρόμο. Ο πρώτος ήταν ανήσυχος, ενώ η μαθήτρια του έδειχνε κάπως αδιάφορη και ίσως ευχαριστημένη. Όταν χώρισαν έξω από το σπίτι της Λητώ, εκείνη του έσφιξε με νόημα το χέρι. Ο ΄Αλκης ξαφνιάστηκε, μα δεν έδωσε μεγάλη σημασία στο πράγμα. Ωστόσο η κοπέλα, από την άλλη βραδιά, δεν ήθελε να έρθει στη βόλτα με την Τατιάνα, αναγκάζοντας έτσι και τον ΄Αλκη να μην πάει μαζί της, μ' όλο που εκείνη θα το ήθελε πολύ. Έτσι, υποχρεωτικά, συνόδεψε τη Λητώ ως το σπίτι της, που βρισκόταν στη γειτονιά του, και κατόπιν γύρισε κι ο ίδιος νωρίς στο δικό του. Το ίδιο έγινε και τις κατοπινές βραδιές. Η Τατιάνα, μέρα με τη μέρα, γινόταν όλο και πιο κλειστή , όλο και πιο αφηρημένη. Έδειχνε όλο και πιο αδιάφορη στα μαθήματα και απλησίαστη στις συντροφιές των διαλειμμάτων. Σχεδόν δε μιλούσε ούτε και στη Λητώ. Ζωγράφιζε, και στις τρεις ώρες της παράδοσης, ζωγραφιές, προπάντων γυναικείες φιγούρες, και γέμιζε με κιμωλίες το θρανίο της από πάνω μέχρι κάτω. Ο ΄Αλκης δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και την άφηνε χωρίς να της κάνει παρατήρηση. Όταν όμως διασταυρώνονταν οι ματιές τους, η Τατιάνα έστρεφε αλλού το πρόσωπο της, που γινόταν κατακόκκινο, ή έσκυβε το κεφάλι της και απόμενε έτσι όλη την υπόλοιπη ώρα. Δεν ήξερε κανείς αν κοιμόταν ή έκλαιγε. Κι ένα απόγευμα, στα μέσα του Ιούλη, ο ΄Αλκης, μπαίνοντας στο φροντιστήριο, είδε τα πρόσωπα των μαθητών του και των συναδέλφων του, που συναντούσε, σκυθρωπά και σιωπηλά. - Τι συμβαίνει; ρώτησε τη Λητώ που μόλις συγκρατούσε τα δάκρυα της. - Η Τατιάνα.... Αυτοκτόνησε χθες βράδυ, απάντησε σκουπίζοντας τα μάτια της. Ήπιε ένα μπουκαλάκι ηρεμιστικά... Τα γόνατα του ΄Αλκη κόπηκαν και κάθησε σ' ένα θρανίο για να μην πέσει! Ένιωσε ένα ανάκατο συναίσθημα που έμοιαζε με πόνο και τύψη μαζί. Σαν να έφταιγε ο ίδιος για ό,τι έκανε η άτυχη κοπέλα ή σαν να ευθυνόταν για το ότι δεν πρόλαβε ούτε καν να υποψιαστεί τον τόσο ξαφνικό και τραγικό τερματισμό στη ζωή της. |