περιεχόμενα

Ο σωσίας

Σαμουηλίδη Χρήστου

Από τη Νέα Εποχή, 1992, τ. 213, σσ 18-21

Ο 'Αλκης φρέναρε στη νησίδα για να στρίψει αριστερά, να περάσει στο αντίθετο ρεύμα και να σταματήσει μπροστά στο απέναντι περίπτερο, από όπου θα αγόραζε την κυριακάτικη εφημερίδα του. Περίμενε λίγο να περάσουν τα αυτοκίνητα που έρχονταν με μεγάλη ταχύτητα και σχετική πυκνότητα. Για μια στιγμή όμως το βλέμμα του αντίκρισε, στο απέναντι πεζοδρόμιο, δίπλα στο περίπτερο, μια ανθρώπινη γεροντική μορφή που τον έκανε να ανατριχιάσει...

Κοίταξε καλύτερα και, όσο την πρόσεχε τόσο πιο πολύ ταραζόταν. Ευτυχώς που πίσω του, στη νησίδα, δε βρισκόταν κανένα άλλο αυτοκίνητο, για να τον πιέσει να φύγει, γιατί, στο μεταξύ, το αντίθετο ρεύμα των αμαξιών σταμάτησε, είχε ανάψει το κόκκινο στο κοντινό φανάρι και η λεωφόρος ήταν άδεια, ό,τι χρειαζόταν δηλαδή για να περάσει, στρίβοντας, απέναντι. Δεν το έκανε όμως, καθηλωμένος όπως ήταν με το αμάξι του στη νησίδα, για να έχει έτσι την ευκαιρία να παρατηρεί πιο επίμονα τη γεροντική μορφή.

Ήταν ίδια με του πεθαμένου πατέρα του. Μήπως όμως ήταν ο ίδιος ο πατέρας του; Φορούσε το παλτό του, το μπερέ του, το καφέ παντελόνι του και τα μαύρα, γυαλιστερά παπούτσια του. Στεκόταν εκεί απέναντι, κάτω από ένα δέντρο, κοντά στο περίπτερο, ζωντανός, ολόιδιος, ίσως ο ίδιος, μ' όλο που είχε πεθάνει εδώ και μήνες.

Ναι, είχε πεθάνει, τον είχαν κηδέψει τα παιδιά του, οι φίλοι και συγγενείς του, του έβγαλε και έναν σύντομο επικήδειο ο στενότερος του φίλος, και τώρα στεκόταν εκεί ολοζώντανος, με το παραπονεμένο του ύφος, και κοίταζε προς το μέρος του γιου του.

Σε μια στιγμή διασταυρώθηκαν και τα βλέμματα τους! Ο 'Αλκης δεν το άντεξε και κοίταζε αλλού. Κοίταξε τα αυτοκίνητα που άρχισαν να περνούν από δεξιά και αριστερά του, με φόρα και θόρυβο, ενώ αυτός, στη μέση, στη νησίδα, σκεφτόταν με αγωνία: Θεέ μου! Τι είναι τούτο; Είναι δυνατόν; Πώς βρέθηκε εδώ πέρα ο γέρος; Τι συνέβηκε; Δεν είχε πεθάνει; Μπροστά του δεν έκλεισε τα μάτια του;

Σαν τώρα θυμάται που τον είδε να βγάζει την τελευταία του πνοή και να γαληνεύει. Είχε καλέσει αμέσως το γιατρό να διαπιστώσει το θάνατο του. Θυμάται ακόμα τις τύψεις που τον χτύπησαν αμέσως, που δεν είχε έρθει την προηγούμενη μέρα το βράδυ να ξενυχτήσει μαζί του και να τον φροντίσει, αφήνοντας το καθήκον αυτό στην αδελφή του, θαρρείς και αυτός θα ήταν καλύτερος από την δυναμική και ακούραστη Τασία, την αδελφή του, που σίγουρα είχε κάνει τα πάντα για να περιποιηθεί και να φροντίσει τον πατέρα της, τον οποίο λάτρευε.

Δειλά-δειλά έστρεψε πάλι το βλέμμα του προς το απέναντι πεζοδρόμιο. Η μορφή, ο πατέρας του πες, κοιτούσε προς το μέρος του, στητός στην ίδια θέση του, με κάποιαν περιέργεια ίσως που έβλεπε το αυτοκίνητο της νησίδας να μην περνάει στη λεωφόρο. Διασταυρώθηκαν πάλι τα βλέμματα τους.

"Θεέ μου! Θα τρελαθώ πρωί-πρωί", είπε μέσα του και βάλθηκε να συλλογιέται πάλι. Η πρώτη σκέψη που του ήρθε ήταν κι αυτή βγαλμένη από μια φωλιά όπου είχαν μαζευτεί όλες οι τύψεις του. Θυμήθηκε τη σκέψη που είχε κάνει, όταν κατέβασαν οι νοσοκόμοι της κλινικής το λείψανο του πατέρα του κάτω στο υπόγειο, στο ψυγείο, όπου φυλάνε τους νεκρούς. "Κι αν δεν είχε πεθάνει σίγουρα", είχε αναρωτηθεί τότε. "Αν ήταν μια νεκροφάνεια; Πώς θα ξαναζωντάνευε έτσι κλεισμένος μέσα στο ψυγείο;"

Τι φριχτά κι αυτά τα νέα ήθη των πόλεων, τι ψυχρά και απάνθρωπα! Πόσο πιο φυσιολογικά ήταν τα επαρχιακά, παλιά έθιμα, όπου οι άνθρωποι "περίμεναν" το νεκρό να κλείσει τις ορισμένες ώρες του μετά το ξεψύχισμά του, για να αποκλειστεί η περίπτωση της νεκροφάνειας, και μετά, σίγουροι πια για το θάνατο του, να τον θάψουν. Τον έκλαιγαν, τον ξενυχτούσαν, ή τον συντρόφιαζαν όλη μέρα, αν είχε πεθάνει αργά τα ξημερώματα και την άλλη μέρα τον κήδευαν. Τώρα, για πολλούς και διάφορους λόγους, αυτό δε γίνεται, και δεν γίνηκε και για τον πατέρα του 'Αλκη.

Ξανακοίταξε με φόβο στην ψυχή κάτω από το δέντρο. Η μορφή στεκόταν εκεί και τον κοιτούσε! Τόσο ίδια με τον πατέρα του ήταν, ώστε ο 'Αλκης, σαν να ήταν σίγουρος πια ότι επρόκειτο για νεκροφάνεια, σκεφτόταν, ή μάλλον προσπαθούσε να φανταστεί, τα αισθήματα που θα είχε δοκιμάσει ο δήθεν νεκρός όταν θα ξύπνησε μέσα στο κρύο ψυγείο του υπόγειου της κλινικής! Προσπάθησε μάλιστα, από κεκτημένη ταχύτητα της φαντασίας του, να φανταστεί, αχνά βέβαια, και διώχνοντας όσο μπορούσε από τη σκέψη του κάθε λογικό εμπόδιο, πώς σηκώθηκε, πώς άνοιξε την πόρτα (ποια πόρτα άραγε; πώς ήταν αυτή η πόρτα; πού βρισκόταν το υπόγειο εκείνο;), πώς βγήκε από την κλινική, νύχτα βέβαια; πώς περπάτησε στους σκοτεινούς δρόμους; γιατί δεν γύρισε στο σπίτι;

Το τελευταίο ερώτημα ήταν σαν να πατούσε σε μια άλλη πληγή που σχηματίστηκε από τις τύψεις του.

Κοίταξε πάλι απέναντι. Η μορφή είχε ακόμα το παραπονεμένο, σαν θυμωμένο, ύφος της. Αυτό που είχε και το μοιραίο σαββατιάτικο απόγευμα που πήγε ο 'Αλκης στην κλινική. Ο τελευταίος, ήσυχος που επιτέλους κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να δεχτεί να μεταφερθεί στην κλινική (μιας και η κατάσταση του ήταν τόσο άσχημη ώστε ο γιατρός που τον παρακολουθούσε να δηλώσει πως στο εξής δεν αναλαμβάνει πια καμιάν ευθύνη αν πεθάνει) κάλεσε την αδελφή του και ετοίμασαν τα πράγματα του. Ήρθε το νοσοκομειακό και τον πήγαν. Στο δρόμο ο πατέρας του έλεγε πως δε θα γυρίσει πια στο σπίτι, πως θα πεθάνει στην κλινική και πως ο λόγος που τον έβγαζαν από το σπίτι ήταν για να περιποιούνται τα παιδιά του τη μητέρα τους, που ήταν κατάκοιτη κι εκείνη, ίσως πιο βαριά μάλιστα. Ο 'Αλκης είχε νευριάσει λίγο τότε με τα λόγια αυτά και προσπάθησε να αλλάξει την ιδέα του πατέρα του λέγοντας του ότι, αν θυμάται καλά, ο ίδιος ήταν με το μέρος του τις άλλες δυο φορές που ο γιατρός του σπιτιού είχε σηκώσει ψηλά τα χέρια και συνιστούσε να μεταφερθεί ο άρρωστος στην κλινική. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά, είχε σοβαρά ακροαστικά και η κατάσταση του δε σήκωνε αναβολή, ούτε θα μπορούσε άλλωστε η περιποίηση των παιδιών του να είναι πιο χρήσιμη από την ολοήμερη παρακολούθηση των γιατρών και νοσοκόμων της κλινικής.

Ήταν Παρασκευή βράδυ όταν τον πήγαν εκεί. Ο 'Αλκης άφησε την αδελφή του να ξενυχτήσει και να του κάνει συντροφιά ως το μεσημέρι του Σαββάτου, οπότε θα ερχόταν να πάρει βάρδια ο ίδιος ως το μεσημέρι της Κυριακής. Ήταν ήσυχος και έτσι, το Σάββατο το πρωί έτρεξε στις διάφορες εκκρεμείς δουλειές του, που τις είχε αφήσει εξαιτίας της ταυτόχρονης αρρώστειας των δυο γονιών του και της καθήλωσης του στο σπίτι. Πώς να σκεφτεί ότι ο πατέρας του δεν θα τα πήγαινε καλά στην κλινική. Συντροφιά είχε, γιατρούς είχε, νοσοκόμους είχε. Τι ήθελε παραπάνω;

Όταν όμως πήγε το Σάββατο το απόγευμα να παραλάβει τον πατέρα του από την αδελφή του, αντίκρισε μια κατάσταση χειρότερη από ό,τι στο σπίτι. Η Τασία είχε ξενυχτήσει χωρίς βοήθεια, λόγω της αργίας του Σαββάτου. Ο εφημερεύων, ένας νεαρός και άπειρος γιατράκος, δεν βοηθούσε, οι νοσοκόμες έλειπαν και η ίδια δεν έκλεισε μάτι, γιατί όλη τη νύχτα ο πατέρας της πονούσε, τραβούσε από τα χέρια του τα λάστιχα του ορού και παραπονιόταν που δεν ήταν κοντά του ο 'Αλκης, θαρρείς και εκείνος θα του έδινε μεγαλύτερη βοήθεια από την Τασία.

Πλησίασε στο κρεβάτι του και η πρώτη κουβέντα που άκουσε ήταν:

- Πού ήσουν; Με παράτησες και νοιάζεσαι μόνο για τη μάνα σου.

Ο 'Αλκης δε μίλησε. Κοίταξε στα μάτια την αδελφή του, που ήταν ταραγμένη και ψόφια στην κούραση.

- Πάαινε να κοιμηθείς και να ξεκουραστείς, της είπε. Φύγε αμέσως.

Σε λίγο έφυγε η Τασία και ο 'Αλκης έμεινε με τον πατέρα του, που ολοένα προσπαθούσε να βγάλει τα λαστιχάκια από το χέρι του για να μην τροφοδοτείται με τον ορό, που είχε μέσα βιταμίνες, αντιβίωση και ηρεμιστικό για τους πόνους του. Ανάσαινε βαριά και ήταν χλωμός, πολύ χλωμός. Του 'Αλκη του φάνηκε περίεργο πως χειροτέρεψε τόσο πολύ μέσα σε τόσο σύντομο διάστημα, ενώ ερχόταν με την ιδέα ότι θα τον βρει πολύ καλύτερον από ό,τι ήταν όταν έφυγε από το σπίτι.

Για να αποτρέψει την τάση του πατέρα του να απαλλαγεί από τον ορό, του έπιασε το ελεύθερο αριστερό χέρι και του το κρατούσε.

- Άσε με! του έλεγε εκείνος.

- Πώς να σε αφήσω; Γίνεται;

- Άσε με παλιόπαιδο! Με έφερες εδώ...

Ύστερα από λίγο το ηρεμιστικό τον κοίμησε. Όταν ξύπνησε, ήταν πιο ευδιάθετος. Αλλά δε μιλούσε. Σ' ό,τι τον ρωτούσε ο 'Αλκης, εκείνος δεν απαντούσε. Έτσι του έμεινε στη μνήμη η τελευταία φράση με το παράπονο του, αλλά δε φανταζόταν ποτέ, ακόμα και κείνην την ώρα ότι θ' ακολουθούσε σε λίγο το μοιραίο. Αντίθετα, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο πατέρας του θα γινόταν καλά και θα δικαίωνε το γιο του που υπέκυψε στην επιμονή του οικογενειακού γιατρού να τον φέρει στην κλινική. Ήσυχος μάλιστα που τον έβλεπε να ξαναβυθίζεται στον ύπνο, έβγαλε ένα βιβλίο της τσέπης και βάλθηκε να διαβάζει.

Δεν πέρασε παραπάνω από μια ώρα και, καθώς καθόταν δίπλα του, άκουσε μια βαθιά εισπνοή, ηχηρή, ασυνήθιστη, που δεν έμοιαζε με τη βαριά και αθόρυβη ανάσα του. Παραξενεύτηκε και του μπήκε η ιδέα ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάλεσε τον εφημερεύοντα γιατρό. Ο νεαρός ήρθε, έρριξε μια ματιά και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. Ο 'Αλκης ζήτησε την προϊσταμένη. Μόλις φάνηκε εκείνη, της είπε τι συνέβηκε. Πιο έμπειρη η γυναίκα, έτρεξε και έφερε έναν ηλικιωμένο γιατρό από την άλλη πτέρυγα και κείνος διαπίστωσε το θάνατο του! Η προϊσταμένη σκέπασε το νεκρό με το σεντόνι και συλλυπήθηκε, όπως και ο καλοσυνάτος γέρος γιατρός, τον 'Αλκη, που δε μπορούσε να το χωρέσει ο νους του ότι ο πατέρας ήταν πεθαμένος. Τόσο αθόρυβη, απότομη, ξαφνική και παράλογη, του φάνηκε η μετάβαση από την πλήρη ζωή στην ανυπαρξία, ώστε δεν ήθελε να την πιστέψει. Ωστόσο, ένας πρωτόφαντος πόνος του βούλιαξε τα σωθικά και του άδειασε το μυαλό.

Ξανακοίταζε δίπλα στο περίπτερο. Ο γέροντας στεκόταν ακόμα εκεί, σαν να περίμενε κάποιον. Το τελευταίο ρεύμα των αυτοκινήτων είχε μόλις περάσει και το φανάρι από πέρα έφραζε το δρόμο στο επόμενο. Η λεωφόρος ήταν άδεια. Ο κύβος ερρίφθη. Δε μπορούσε να περιμένει ακόμα. Πάτησε γκάζι και βρέθηκε στην απέναντι όχθη της λεωφόρου. Μπήκε και σταμάτησε στο διπλανό στενό και κατόπιν, "μετά φόβου θεού πίστεως και αγάπης", κατέβηκε κρατώντας την αναπνοή του και την ψυχραιμία του και προχώρησε... Όσο πλησίαζε στο δέντρο, τόσο πιο πολύ χτυπούσε η καρδιά του, γιατί διαπίστωνε την ομοιότητα του γέρου με τον πατέρα του. Ομοιότητα στα ρούχα του, στα χρώματα του, στο ύφος του και σε κείνα τα γαλάζια, αθώα και παραπονεμένα μάτια του!...

Ήταν ο ίδιος, λοιπόν; Κι αν δεν ήταν; Πώς θα το ανακάλυπτε; Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η σκέψη του έκανε χίλιες στροφές, ενώ το βήμα του τον είχε φέρει κιόλας δύο μέτρα κοντά στο γέρο. Για να του μιλήσει, διάλεξε την πιο διφορούμενη και ουδέτερη φράση:

- Υπάρχει κανένα πρόβλημα;

- Όχι, κύριε. Ευχαριστώ.

"Κύριε", λοιπόν! Άρα δεν μπορεί να είναι ο πατέρας του. Σίγουρα όμως; Κι αν είπε ειρωνικά το "κύριε", αντί να πει "παλιόπαιδο"; Τον κοίταξε από απόσταση αναπνοής στα μάτια. Ίδια τα μάτια του πατέρα του, μα και το ύφος του βλέμματος τους.

- Θέλετε τίποτε; τον ξαναρώτησε ευγενικά και τρυφερά.

Ο γέρος συγκινήθηκε με το ενδιαφέρον του άγνωστου άντρα και απάντησε κοιτάζοντας τον προσεχτικά:

- Όχι, ευχαριστώ, τίποτε.

- Θέλετε να σας φέρω τίποτε από το περίπτερο;

- Να 'στε καλά, κύριε. Όχι.

- Γιατί στέκεστε εδώ;

- Περιμένω κάποιον.

- Α, έτσι. Χαίρετε, κύριε.

- Χαίρετε.

Ο 'Αλκης πήγε στο περίπτερο, αγόρασε την εφημερίδα του και τράβηξε μετά ίσια για το αυτοκίνητο! Έκλεισε την πόρτα και από το παράθυρο της κοίταξε για τελευταία φορά το γέρο:

"Περίεργο!" είπε μέσα του. "Τέτοια ομοιότητα!" Πάτησε το γκάζι και έκανε ένα γύρο στη συνοικία, ξαναπερνώντας από τα περίπτερο. Ο γέρος βρισκόταν ακόμα εκεί! Απομακρύνθηκε πατώντας γκάζι και τρέχοντας στην άσφαλτο, αλλά δεν πήγε στο δικό του σπίτι. Τράβηξε ίσια για το σπίτι της αδελφής του και της τα διηγήθηκε όλα.

Εκείνη τον κοίταζε όλη την ώρα που της περιέγραφε το περιστατικό με έναν κρυφό φόβο μήπως δεν ήταν στα καλά του ο αδελφός της, μήπως είχε πάθει κάτι. Ήρεμα και ρεαλιστικά κατόπιν, του αφαίρεσε ένα ένα τα ερείσματα της τρελής φαντασίας του και τον έφερε στο στέρεο έδαφος της πραγματικότητας. "Αν ήταν ο πατέρας μας δε θα στεκόταν όρθιος. Ξέχασες πως είχε έναν μήνα ξαπλωμένος στο κρεβάτι και δε μπορούσε να σηκωθεί; Ξέχασες πως δε φορούσε πια τελευταία μπερέ; ότι τον είχε βγάλει, από τότε που έπεσε στο κρεβάτι, και φορούσε σκούφο; Ξέχασες πως δεν έβγαινε πια έξω, δυο χρόνια τώρα, από τότε που έχασε το φως του; Ξέχασες ακριβώς πως δεν έβλεπε, ενώ τώρα λες πως σου μίλησε, σε είδε και σου μίλησε; Ξέχασες ακόμα ότι την ώρα της ταφής, σηκώσανε το καπάκι της κασέλας του και είδαμε το πρόσωπο του; Ξέχασες..."

Πράγματι τα είχε ξεχάσει όλα αυτά και άλλα πολλά, που του είπε και που σκέφτηκε ο ίδιος ύστερα. Ξέχασε μάλιστα και μια λεπτομέρεια σημαντική, ότι η εικόνα του γέρου, τη μέρα εκείνη, ήταν ίδια με του πατέρα του σε όλα τα καθέκαστα, αλλά ήταν μια εικόνα τουλάχιστον πέντε χρόνια, αν όχι δέκα, παλιότερη, όταν ήταν ακόμα όμορφος και ακμαίος, όχι όπως κατάντησε τα τελευταία χρόνια, τυφλός και καμπουριασμένος, καθισμένος όλη μέρα στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση για να ακούει και να επικοινωνεί κάπως με το περιβάλλον.

Παρόλα αυτά, ο 'Αλκης δε μπόρεσε ποτέ να πεισθεί απόλυτα πως εκείνος ο γέρος, σίγουρα, σιγουρότατα, χωρίς καμιάν, μα καμιάν αμφιβολία, δεν ήταν ο πατέρας του.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=4046