περιεχόμενα

Ο Αμόριος - «το τάνκς»

Χρήστου Σαμουλίδη

Από τη Νέα Εποχή, 1983, Τεύχος 185-186, σσ 675-680

Οι Γερμανοί υποχωρούσαν σ' όλα τα μέτωπα της Ευρώπης. Ο γερμανο-κρατούμενος ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να κρύψει τα πραγματικά γεγονότα με απατηλά δελτία ειδήσεων γιατί, χωρίς να το θέλει, άφηνε να φανεί, ανάμεσα από τα λεγόμενα του, η ραγδαία προέλαση των Συμμάχων. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης αναγάλλιαζαν, γιατί έβλεπαν πως πλησίαζε η ώρα να γλυτώσουν και οι ίδιοι από την παρουσία των καταχτητών.

Ως πριν από λίγον καιρό, κανείς δεν έδινε σημασία στο ραδιόφωνο του κεντρικού καφενείου της πόλης, του μόνου που ακουγόταν με την έγκριση της Κομαντατούρας. Όλα τα άλλα ραδιόφωνα ιδιωτικά και μη, είτε είχαν κατασχεθεί από την αρχή της Κατοχής είτε λειτουργούσαν παράνομα σε κρυψώνες των αντιστασιακών οργανώσεων. Έπειτα ο κόσμος δεν παρακολουθούσε το σταθμό της Αθήνας, γιατί δεν ανεχόταν τις χοντροκοπιές της ναζιστικής προπαγάνδας. Τελευταία όμως, με την επιβλητική αλλαγή της πορείας των γεγονότων στα μέτωπα, πλήθος λαού συνωστιζόταν μέσα κι έξω από το καφενείο για να ακούσει τις ειδήσεις έστω και παραμορφωμένες, γιατί πάντα κάτι ευχάριστο έβγαινε μέσα από αυτές. Οι ηλικιωμένοι μάλιστα, και μερικοί, παθιασμένοι για νέα, έφηβοι, έπιαναν από νωρίς τραπέζια, παίρνανε τον καφέ ή το γλυκό τους, και έπαιζαν χαρτιά ή τάβλι, για να έχουν έτσι εξασφαλισμένη την καρέκλα τους για την ώρα των ειδήσεων. Προπάντων όμως για να έχουν το άλλοθι τους, σε περίπτωση που παρουσιαζόταν η Γερμανική ή η Ταγματασφαλίτικη περίπολος και βλέποντας τον συγκεντρωμένο κόσμο έδιωχνε τους όρθιους και τους συνωστισμένους μέσα κι έξω από το καφενείο.

Τούτο το απόγευμα είχε μαζευτεί ασυνήθιστα πολύς κόσμος. Δεν υπήρχε τόπος ούτε να σταθεί κανείς μέσα στην αίθουσα. Ο Μανόλης, ένα αγόρι δεκαπέντε μόλις χρονών, με πολλή δυσκολία κατάφερε να χωθεί μέσα. Έπιασε μια θέση στο διάδρομο, που μετά βίας έμενε ανοιχτός, και περίμενε. Χρειαζόταν μισή ώρα ακόμα για να ηχήσει το σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού, η φλογέρα του τσομπάνου. Όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους στο ραδιόφωνο που ήταν τοποθετημένο ψηλά, σ' ένα ράφι του μπουφέ, και καρτερούσαν με αδημονία τη στιγμή της εκπομπής.

Δέκα λεπτά πριν αρχίσει η μετάδοση του δελτίου ειδήσεων, ο Μανόλης ένιωσε, ξαφνικά, να τον πιέζει στον ώμο ένα βαρύ, σαν σίδερο, χέρι. Γύρισε απότομα πίσω το κεφάλι του, έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, αλλά η φωνή του κόπηκε στο λαρύγγι και το βλέμμα του πάγωσε, όταν αντίκρυσε το αγριεμένο πρόσωπο και τη φονική ματιά του Αμόριου!...

Ο φοβερός τούτος τρομοκράτης ήταν ο μόνος από τους συνεργάτες των Γερμανών που δεν εννοούσε, ως τα τελευταία της Κατοχής, να καμουφλαριστεί, και παρέμενε ντυμένος με την πράσινη στολή των αφεντικών του. Από την πρώτη μέρα που είχε φανεί στην πόλη, εδώ και δυο χρόνια, σκόρπιζε τον τρόμο στους κατοίκους της με την άγρια όψη του, το βαρύ περπάτημα και το φοβερόν οπλισμό, που κάλυπτε ολόκληρο σχεδόν το κοντόχοντρο σώμα του, από την κορφή ως τα νύχια.

Στο κεφάλι του φορούσε γερμανικό κράνος όλο το στήθος του ήταν σκεπασμένο με πυκνές σειρές από φυσεκλίκια, σα να φορούσε μπρούντζινο θώρακα. Στη ζώνη του είχε δυο μαχαίρια, δυο πιστόλια και τρεις χειροβομβίδες. Από τον ώμο του πάλι κρέμονταν ένα αυτόματο τύπου στάγιερ και τα κυάλια του. Με το δεξί χέρι κρατούσε τη λαβή του αυτόματου και με το αριστερό ένα μαστίγιο. Τέλος, στις μπότες του είχε κρεμασμένες τέσσερεις χειροβομβίδες μίλς και δύο στιλέτα. Καθώς περπατούσε ακουγόταν ένας βαρύς χάλκινος γδούπος από τα άφθονα σιδερικά που κουβαλούσε πάνω του. Τα παιδιά τον παρακολουθούσαν από μακριά σαν αξιοπερίεργο, μα επικίνδυνο πλάσμα, σαν τέρας, και του έβγαλαν το παρατσούκλι «το τάνκς».

Και πράγματι ο Αμόριος έμοιαζε με θωρακισμένο άρμα, που προχωρούσε κροταλίζοντας. Την άγρια εμφάνιση του συμπλήρωναν τα χοντρά και μεγάλα στριφτά μουστάκια του και η θηριώδικη ματιά του, που έσπερνε τον τρόμο σ' όποιον την αντίκριζε. Στην περίπτωση που συναντιόταν κανείς μαζί του στο δρόμο, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μη διασταυρώσει το βλέμμα του με το δικό του και να αλλάξει πεζοδρόμιο. Γιατί, μια ματιά, μια κουβέντα, ένα τυχαίο άγγιγμα πάνω του, μπορούσε να σου κοστίσει τη ζωή. Αν τύχαινε μάλιστα κάποιος να τολμήσει να χαμογελάσει μπροστά του, θα έπρεπε να είχε μεταλάβει προηγούμενα. Ο Αμόριος ήθελε να βλέπει τον τρόμο στα πρόσωπα των ανθρώπων. Όπου κι αν κοιτούσε, έπρεπε να διαπιστώνει τσακισμένο ηθικό, δέος και θαυμασμό, ανακατωμένα με υποταγή.

Λίγες μέρες μετά την εμφάνιση του στην πόλη, έγινε αμέσως γνωστός σ' όλους τους κατοίκους της, γιατί το πρωί της πρώτης Κυριακής είχε κάνει το πρώτο του έγκλημα: Ένα παιδάκι που του έβαφε τις μπότες, πλήρωσε την περιέργεια του να τον κοιτάξει από πάνω μέχρι κάτω και να συνεχίσει να έχει το εύθυμο ύφος που έχουν όλα τα λουστράκια. Ο Αμόριος έγινε θηρίο και του άρχισε ξαφνικά τις βουρδουλιές!... Το παιδί είχε το θάρρος να διαμαρτυρηθεί και να τον αγριοκοιτάξει καθώς ούρλιαζε από τον πόνο. Μα ο αιμοχαρής τρομοκράτης ερεθίστηκε πιο πολύ. Το πρόσταξε να ανοίξει τα δάχτυλα του χεριού του και να τα κρατάει ψηλά. Μόλις υπάκουσε το παιδί, του κατέβασε μια βουρδουλιά ανάμεσα στα δάχτυλα, τα ξέσχισε και τα είδε να κρέμονται από το χέρι του!... Μεθυσμένος κατόπιν από το αίμα, και τα δυνατά ουρλιαχτά του παιδιού, που είχαν ξεσηκώσει το κυριακάτικο κέντρο της πόλης, άρπαξε και το άλλο χέρι του λουστράκου, το σήκωσε ψηλά και κατάφερε ανάμεσα στα δάχτυλα του απανωτές βουρδουλιές, ώσπου να το διαμελίσει... Μισοπεθαμένο κατόπιν από τα αίματα και τους πόνους, το έσυρε παραπέρα σ' ένα στενό και το αποτέλειωσε με μια σφαίρα στο κεφάλι...

Ύστερα από δυο μέρες έκανε το δεύτερο, διπλό έγκλημα στο Φρουραρχείο των Ταγματασφαλιτών, όπου ήταν κλεισμένα δύο αδέλφια από το συνοικισμό των Δεκαπέντε Μαρτύρων. Ο Αμόριος μπήκε μεθυσμένος, ξαφνικά και αυθαίρετα, μέσα στο κρατητήριο, που βρισκόταν στον δεύτερο όροφο, και με την κάμα του έσφαξε το ένα αδέλφι. Το άλλο, κατατρομαγμένο από το φριχτό θέαμα, όρμησε στο παράθυρο, το άνοιξε και πήδηξε κάτω για να σωθεί. Έπεσε όμως πάνω στο λιθόστρωτο και έσπασε τα πόδια του και έτσι δε μπόρεσε να ξεφύγει από τα χέρια του σκοπού που έτρεξε κοντά του. Ο Αμόριος, στο μεταξύ, κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, βγήκε έξω και αποτέλειωσε το δεύτερο αδέλφι κόβοντας του το κεφάλι!...

Κατοπινά μαθεύτηκαν και άλλα εγκλήματα που είχε κάνει στα χωριά, πριν και μετά την εμφάνιση του στην πόλη, έτσι που η μορφή του έγινε σωστός εφιάλτης για τους κατοίκους της.

Η καρδιά του Μανόλη πήγε να σταματήσει από τον τρόμο. Παραμέρισε οπισθοχωρώντας για να περάσει το «τανκς». Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι θαμώνες του καφενείου, που ένιωθαν το χέρι του τρομοκράτη εγκληματία πάνω τους. Όσοι πάλι προλάβαιναν να τον δουν νωρίτερα, τινάζονταν έγκαιρα πίσω, ολόσωμοι, έσπρωχναν τους άλλους με δύναμη, άνοιγαν δρόμο μπροστά του και τον κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα...

Ο Αμόριος προχώρησε στο διάδρομο που ανοιγόταν μ' αυτό τον τρόπο ενώ τα βήματά του αντηχούσαν βαριά στο τσιμεντένιο πάτωμα. Όταν έφτασε βροντολογώντας στον πάγκο του καφετζή, νεκρική σιγή απλώθηκε σ' όλη την αίθουσα. Μόνο το ραδιόφωνο ακουγόταν να μεταδίνει ένα γερμανικό ερωτικό τραγούδι. Γύρισε προς τον κόσμο, τον κοίταξε άγρια για λίγην ώρα και μετά κραύγασε σαν υστερικός προς τον καφετζή:

—Κλείσε το ραδιόφωνο αμέσως!...

Ο καφετζής ανέβηκε σε μια καρέκλα γρήγορα - γρήγορα και γύρισε το διακόπτη. Μέσα στην απόλυτη ησυχία που ακολούθησε, ακούστηκε πάλι η δυνατή και βραχνή φωνή του:

—Τι θέλετε και μαζευτήκατε δω μέσα, παλιοκομμουνιστές; Η Γερμανία θα νικήσει! Πάρτε το χαμπάρι! Γομάρια! Εμπρός τώρα, χαθήτε από τα μάτια μου! Αμέσως! Δρόμο!

Στη στιγμή ξεχύθηκαν έξω οι θαμώνες για να γλυτώσουν κανένα εγκληματικό ξέσπασμα του «τανκς». Πάνω στην πόρτα έγινε σωστός πλακωμός, γιατί ο Αμόριος είχε ριχτεί στο μεταξύ στο σωρό με το βούρδουλα και κτυπούσε μανιασμένα όποιον καθυστερούσε. Το ξύλο συνεχίστηκε ως τη στιγμή που βγήκε και ο τελευταίος από το καφενείο.

Διάβηκαν μερικοί μήνες γεμάτοι κοσμοϊστορικά γεγονότα. Οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα κυνηγημένοι από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, η χώρα απελευθερώθηκε και, στη μικρή πόλη, οι μεγάλοι ταγματασφαλίτες, οι Εγκληματίες, οι συνεργάτες των Καταχτητών και οι καμουφλαρισμένοι αρχηγοί τους είτε πλήρωσαν με τη ζωή τους είτε πιάστηκαν ζωντανοί και πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο για να εκτελεστούν. Μόνο ο Αμόριος δεν ακουγόταν πουθενά και όλος ο κόσμος απορούσε πως τα κατάφερε να γλυτώσει τη σύλληψη και την τιμωρία.

Κι ένα απόγευμα, έξω από την επονίτικη λέσχη της συνοικίας του Μανόλη ξέσπασαν ξαφνικά μερικές κραυγές παιδιών ανακατωμένες με κροταλίσματα τροχών αλογόκαρου!... Ένα φοβερό όνομα ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στις φωνές:

—Ο Αμόριος! Ο Αμόριος! Το «Τανκς»! Ο Αμόριος - «Το Τανκς»!...

Τούτο το όνομα ανάστησε μια ολόκληρη εποχή, μια μαύρη εποχή, που κι αν δεν ήταν μακρινή, έμοιαζε να είχε ξεχαστεί γρήγορα μέσα στα ξεφαντώματα και τους πανηγυρισμούς της απελευθέρωσης. Είχε ξεχαστεί, γιατί ο κόσμος ήθελε να την ξεχάσει, κι ας είχαν περάσει μόλις δυο μήνες από τη φυγή των Γερμανών καταχτητών και τη συντριβή των εθνοπροδοτών.

Ο Μανόλης, που ζωγράφιζε μέσα στη Λέσχη, αντέδρασε αυτόματα, σα να του άγγιξαν μια νωπή πληγή πάνω στον ώμο. Πέταξε τα πινέλα που κρατούσε, παράτησε την παλέτα και τις μπογιές, και ρίχτηκε έξω στο δρόμο...

Εκείνη τη στιγμή ακριβώς περνούσε μπροστά του, σα σίφουνας, το αλογόκαρο. Έτρεχε τόσο πολύ, που ο Μανόλης μόλις πρόλαβε να δει και να αναγνωρίσει το «Τανκς», καθισμένο στη μέση της καρότσας και δεμένο πιστάγκωνα. Χωρίς να χάσει καιρό, και χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, χύμηξε πίσω από το πλήθος των αγοριών και των κοριτσιών της γειτονιάς του που ακολουθούσαν το τροχοφόρο και φώναζαν αδιάκοπα:

—Ο Αμόριος! Ο Αμόριος! Το «Τανκς»! Ο Αμόριος! Το «Τανκς»!...

Μα το κάρο σε λίγο είχε χαθεί από τα μάτια τους και οι φωνές έπεφταν στο κενό. Παρόλα αυτά, τα παιδιά συνέχισαν να τρέχουν και να κραυγάζουν αδιάκοπα. Πίσω τους έρχονταν, παρατώντας τις δουλειές και τα μαγαζιά τους, τα καφενεία και τα σπίτια τους, άντρες γυναίκες και πολλά άλλα παιδιά, που πρόσθεταν τις δικές τους φωνές. Όλοι τραβούσαν προς την Πολιτοφυλακή, που στεγαζόταν στο παλιό χτίριο της Αστυνομίας. Ώσπου να φτάσουν εκεί, όλη η αγορά είχε μάθει την σύλληψη και ήταν σηκωμένη στο πόδι. Συγκεντρώθηκε αμέσως ένα μεγάλο πλήθος. Παθιασμένο και έτοιμο να λυντσάρει το φοβερό εγκληματία, τράβηξε ίσια για την Πολιτοφυλακή, φωνάζοντας:

—Θάνατος! Θάνατος στο τέρας! Θάνατος στο «Τανκς»!...

Οι φωνές πάλι εκεί πέρα όλο και πλήθαιναν, όλο και δυνάμωναν με τα καινούργια κύματα του κόσμου που κατέφταναν. Κι αυτά, με τη σειρά τους, τραβούσαν, σα μαγνήτες, άλλα πλήθη, που αυτόματα ξεφύτρωναν από πολλούς δρόμους και σοκάκια της αγοράς. Έτσι, όσο περνούσε η ώρα, οι φωνές γιγάντωναν πιο πολύ:

—Θάνατος! Κρεμάλα στο χτήνος! Κρεμάλα στον κακούργο!...

Μέσα σε δέκα λεπτά, όλη η πόλη είχε μάθει το μαντάτο και βρισκόταν σε κίνηση. Ανάστατη και χαρούμενη, που επιτέλους, έπειτα από τόσες μέρες, πιάστηκε ο αιμοβόρος τρομοκράτης, κρυμμένος, ποιος ξέρει σε ποια τρύπα, σε ποιον κρυψώνα της περιφέρειας. Απ' όλες τις συνοικίες κατέφταναν κύματα -κύματα οι λαϊκοί άνθρωποι για να δουν και να ζητήσουν το θάνατο του τέρατος που τόσα χρόνια το έτρεμαν και μόνο που το έβλεπαν. Στιγμή με τη στιγμή, το μανιασμένο πλήθος φούσκωνε και ανταριαζόταν σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Οι κραυγές έδιναν και έπαιρναν αδιάκοπα, γίνονταν όλο και πιο άγριες, όλο και πιο απαιτητικές και ζητούσαν να παρουσιαστεί αμέσως στο λαό ο εθνοπροδότης και εγκληματίας Αμόριος.

Έπειτα από την ακατασίγαστη απαίτηση του εξαγριωμένου πλήθους, οι πολιτοφύλακες έβγαλαν το «Τανκς» στο μπαλκόνι του χτιρίου για να εκτονωθεί κάπως η ατμόσφαιρα, μα η θέα και μόνο του κακούργου έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Μια μυριόστομη κραυγή υποδέχτηκε τον απογυμνωμένο από τα σιδερικά, τα όπλα και τα μαχαίρια τρομοκράτη, που κοιτούσε σαν γυμνοσάλιαγκας δεξιά και αριστερά, έντρομος, λες και δεν καταλάβαινε που βρισκόταν...

Για μια στιγμή, που κόπασαν οι κραυγές, το «Τανκς» τόλμησε να ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει:

—Αγαπητοί μου συμπατριώτες! Όταν βγήκα στο κλαρί...

Μια ουρανομήκης έκρηξη από φωνές, ανάκατες από γιουχαΐσματα διέκοψαν το λόγο του Αμορίου!... Ανάμεσα τους ακούστηκαν οι πιο αγανακτισμένες που έλεγαν:

—Ποιο κλαρί, βρε χτήνος, που τριγυρνούσες όλα τα χρόνια αγκαλιά με τους Γερμανούς μέσα στην πόλη;

—Προδότη, τολμάς και μιλάς για κλαρί!

Κακούργε!...

—Θρασύδειλε, φονιά!...

Μερικοί κινήθηκαν προς την πόρτα κι άλλοι πήγαν προς τα παράθυρα για να μπουν μέσα στην Πολιτοφυλακή και να αρπάξουν από τα χέρια των Πολιτοφυλάκων το δολοφόνο. Ήταν τρομερός ο ερεθισμός και η εξαλλοσύνη που είχε κυριεύσει το πλήθος μετά τα λόγια του Αμορίου. Οι Πολιτοφύλακες τράβηξαν μέσα το «Τανκς» για να καλμάρουν την εξέγερση. Μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κατέφτασαν μαυροφορεμένες η μάνα και οι αδελφές των δυο δολοφονημένων αδελφιών. Το πλήθος, βλέποντας τα χλωμά και τραγικά πρόσωπα των τριών γυναικών, ερεθίστηκε πιο πολύ και ξέσπασε σε δυνατότερες κραυγές:

—Θάνατος! Θάνατος στο δολοφόνο! Κρεμάλα στον κακούργο! Τσεκούρι στο δήμιο!

—Παραδώστε τον στο λαό! φώναζαν άλλοι πιο έξαλλοι. Στο λαό! Στο λαό! Σε λίγο ήρθε και ο πατέρας του λουστράκου. Με δάκρυα στα μάτια και αγριεμένο πρόσωπο ζήτησε να μπει μέσα και να λυντσάρει το δολοφόνο του παιδιού του, να πάρει το αίμα του πίσω, μα δεν τον άφηναν.

Ωστόσο, οι κραυγές, στιγμή με τη στιγμή γίνονταν τόσο γενικές και ουρανομήκεις που ανάγκασαν το διοικητή και έναν πολιτικό καθοδηγητή να βγουν στο μπαλκόνι για να κατευνάσουν τα πλήθη. Μίλησαν με θέρμη και συγκίνηση, προσπαθώντας να πείσουν τον κόσμο πως δεν έπρεπε να ανησυχεί. Ο Αμόριος, όπως και οι άλλοι εγκληματίες εθνοπροδότες που είχαν πιαστεί, θα περνούσε από λαϊκό δικαστήριο και, ανάλογα με τα εγκλήματα του, θα πλήρωνε.

—Είναι τέρας ανθρωπόμορφο! Είναι κακούργος! διέκοψαν τα πλήθη από πολλές μεριές. Να θανατωθεί αμέσως! Να παραδοθεί! Στο λαό! Στο λαό! Στο λαό!...

—Δε θα γλυτώσει τη λαϊκή νέμεση, εφόσον έχει κάνει εγκλήματα, επέμενε ο καθοδηγητής. Μείνετε ήσυχοι και γυρίστε στα σπίτια σας. Η λαϊκή δικαιοσύνη είναι αμείλικτη.

—Ο λαός τον καταδίκασε κιόλας! Θάνατος! κραύγαζε το πλήθος σύσωμο χωρίς να πείθεται.

—Η λαϊκή δικαιοσύνη... πήγε να μιλήσει κι ο διοικητής, αλλά οι κραυγές τον διέκοψαν.

—Στο λαό! Στο λαό. Παραδώστε τον στο λαό. Ο,τι θέλει ο λαός. Ο-τι θέλει ο λα-ός! Ο-τι θέ-λει ο λα-ός. Ό-τι θέ-λει ο λα-ός! κραύγαζαν τώρα όλοι ρυθμικά και με ανένδοτη επιμονή.

Ο διοικητής και ο καθοδηγητής μπήκαν μέσα και άφησαν τα εξαγριωμένα πλήθη απ' έξω να ωρύονται και να φωνάζουν αδιάκοπα.

Εκείνη τη στιγμή ένα νέο ορμητικό κύμα ανθρώπων κατέφτασε και προστέθηκε στην κοσμοσύναξη. Πιο φρέσκο και πιο ξεκούραστο, όπως ήταν, έδωσε καινούργια ένταση στην απαίτηση για άμεση θανάτωση του Αμόριου. Μια μυριόστομη κραυγή αντιδόνησε και πάλι τον τόπο! Μπροστά στο επιβλητικό μέγεθος και το πάθος της, δε μπορούσε να αντισταθεί καμιά δύναμη. Έμοιαζε με θεομηνία, με κατακλυσμό. Μάταια οι πολιτοφύλακες, με προτεταμένα τα όπλα, και οι πολιτικοί ηγέτες με τις κραυγές τους προσπαθούσαν να αποτρέψουν την πλημμυρίδα που χυμούσε στις πόρτες και τα παράθυρα για να μπει στο χτίριο. Μερικοί σβέλτοι και δυνατοί άντρες έπειτα από λίγο, παραβίασαν τα πάντα, όρμησαν μέσα και άρπαξαν το δολοφόνο...

Τον έβγαλαν έξω και τον οδήγησαν στην πλατεία περνώντας τον ανάμεσα από τα μανιασμένα κύματα των ανθρώπων που χύνονται κατά πάνω του να τον λυντσάρουν. Ήταν πια ολότελα δικός τους. Θα τον τιμωρούσαν σαν υπέρτατοι και παντοδύναμοι κριτές. Ο καθένας ήταν μέσα σ' όλους και όλοι μέσα στον καθένα. Τα άτομα έσβηναν μέσα σε μιαν ομαδική ψυχή που παλλόταν και έβραζε από εκδικητικό πάθος. Φωνές, κραυγές, κινήσεις, απειλές, όλες ταυτίζονταν, όλες ρυθμίζονταν αυτόματα, ομότροπα, ομόλογα, συνταιργιασμένα, συντονισμένα, σαν να ξεκινούσαν από ένα αόρατο και παντοδύναμο ενεργειακό κέντρο.

Μερικοί ανέβηκαν πάνω σ' ένα τηλεγραφόξυλο, σιμά στον τόπο που είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί τρία παλικάρια. Άλλοι τους έδωσαν σχοινί και, όταν το πήραν στα χέρια τους, με πολλή βιασύνη, ετοίμασαν μια θηλιά για το δήμιο της πόλης και των χωριών της περιφέρειας.

—Κρε-μά-λα! Κρε-μά-λα! Κρε-μά-λα! φώναζαν ρυθμικά και άγρια τα πλήθη, ενώ, όσοι ήταν σιμά, συνωστίζονταν γύρω στον Αμόριο προσπαθώντας να τον λυντσάρουν.

Η κρεμάλα ετοιμάστηκε, όλοι είχαν στραμμένα τα βλέμματα τους πάνω της περιμένοντας να τον δουν κρεμασμένο, αλλά τελικά η εκτέλεση έγινε κάτω στο χώμα... Γιατί το πλήθος, με ολοένα επιταχυνόμενο ρυθμό και εντονότερο πάθος, ζητούσε να συμμετάσχει όλο μαζί στη θανάτωση του «Τανκς». Απαιτούσε να έχει άμεση σύμπραξη στην εκτέλεση. Έτσι, εκεί, στον τόπο που βρισκόταν ο εγκληματίας, ασκήθηκε η μεγαλύτερη πίεση και μεταδόθηκε ο πιο δυνατός ηλεκτρισμός της εκδικητικής μανίας, που ξεκινούσε από την περιφέρεια της λαοθάλασσας. Όσοι ήταν κοντά, με πολλαπλασιασμένη την ορμή και τη δύναμη, ρίχτηκαν πάνω στον Αμόριο και, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, χτυπώντας αλύπητα με γροθιές και κλωτσιές, τον αποτελείωσαν. Ανάμεσα τους ο Μανόλης, μόλις πρόλαβε να τον κλωτσήσει στον ώμο, για να εκδικηθεί τον τρόμο που είχε δοκιμάσει εκείνη τη μέρα στο καφενείο.

Έτσι ο Αμόριος - το «Τανκς», ο φόβος και ο τρόμος της πόλης και της περιφέρειας, ήταν πια νεκρός!

Ωστόσο, το πάθος εναντίον του ήταν τόσο μεγάλο, που και νεκρό δεν τον άφηναν ήσυχο. Από κεκτημένη ταχύτητα τον έφεραν στη βάση του στύλου για να τον κρεμάσουν. Η θηλιά μπήκε στο λαιμό, έστω κι αν δεν εκτελούσε πραγματικά, μα μόνο εικονικά, τον προορισμό της, και σήκωσε το νεκρό εγκληματία δυο μέτρα ψηλά.

Το γρήγορο ξεψύχισμα του Αμόριου και η θέα του πτώματος του, αντί να καλμάρουν τα πλήθη, προκάλεσαν καινούργια ένταση στο ανικανοποίητο πάθος τους. Ένα κύμα όρμησε και κατέβασε το νεκρό από το τηλεγραφόξυλο, τον άρπαξε και συνέχισε να τον κλωτσάει. Μερικοί νέοι που δεν είχαν ξεθυμάνει ακόμα, έπιασαν το σχοινί και, τραβώντας το, έσυραν το πτώμα γύρω-γύρω στην πλατεία του παζαριού για να τον δουν και να το κλωτσήσουν όλοι, όσοι το λαχταρούσαν. Κατόπιν το τράβηξαν προς την αγορά και τον κεντρικό δρόμο για να το διαπομπέψουν.

Το πήγαν ως την άλλη άκρη της πόλης. Καθώς το περνούσαν από την καπναποθήκη του Σιδερίδη, το είδαν οι Εγγλέζοι που στρατοπέδευαν εκεί και αντέδρασαν αμέσως. Σταμάτησαν το σούρσιμο του πτώματος, το πήραν από τα χέρια των νεαρών με την απειλή των όπλων και το έμπασαν στο στρατόπεδο.

Μόλις όμως μαθεύτηκε τούτη η ενέργεια στην πόλη, έφερε αναστάτωση στον πληθυσμό. Αμέσως συγκροτήθηκε διαδήλωση που κινήθηκε στον κεντρικό δρόμο. Σε λίγο, μια επιτροπή παρουσιάστηκε στα γραφεία του Ε.Α.Μ. και ζήτησε να γίνει η επιστροφή του πτώματος του Αμόριου στα ελληνικά χέρια. Ταυτόχρονα το πλήθος κραύγαζε με αγανάκτηση:

—Κάτω η επέμβαση των Άγγλων! Κάτω η ανάμειξη στα εσωτερικά μας!

Οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν μετά στα γραφεία του κόμματος που στεγάζονταν στο ξενοδοχείο «Μινέρβα» και συνέχισαν να φωνάζουν:

Όχι στην προστασία των προδοτών. Όχι στην ξένη επέμβαση!...

Μαζεύτηκε κι άλλος κόσμος, στάλθηκε επιτροπή και στη στρατιωτική διοίκηση του Ε.Λ.Α.Σ., ενώ, ώρα με την ώρα, η αναστάτωση του πλήθους κορυφωνόταν στους δρόμους της πόλης. Ιδιαίτερα ο κεντρικός δρόμος μεταβλήθηκε σε απειλητικό χείμαρρο, που τραβούσε για την άλλη άκρη της πόλης, για το στρατόπεδο των Εγγλέζων.

Ύστερα από αυτό, η ηγεσία του Ε.Α.Μ. για να αποφύγει δημιουργία επεισοδίων με τους Εγγλέζους, έβγαλε ένα απόσπασμα ελασιτών και το έστειλε να ζητήσει την παράδοση του πτώματος. Όταν φάνηκαν οι νεαροί αντάρτες να βαδίζουν, σοβαροί και αμίλητοι στον κεντρικό δρόμο κρατώντας αυτόματα, το πλήθος χειροκρότησε, άνοιξε τόπο να περάσουν και ακολούθησε για να δει τι θα απογίνει.

Στην πύλη του στρατοπέδου, ο Άγγλος φρουρός, ειδοποιημένος έγκαιρα, παρουσίασε όπλο και επέτρεψε την είσοδο του αποσπάσματος. Ο Διοικητής δέχτηκε τους αντάρτες και με τη βοήθεια του διερμηνέα του, άκουσε την αξίωση τους. Σκέφτηκε λίγο και μετά έδωσε διαταγή να παραδοθεί το πτώμα του Αμορίου. Οι αντάρτες το παρέλαβαν, το φόρτωσαν σ' ένα κάρο και το έστειλαν με συνοδεία στην πολιτοφυλακή, ενώ οι ίδιοι, γύρισαν πίσω στη μονάδα τους, όπως είχαν ξεκινήσει, παραταγμένοι και περήφανοι, περνώντας μέσα από το κέντρο της πόλης και προκαλώντας τον ενθουσιασμό, τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του κόσμου.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3121