περιεχόμενα

Μετεμψύχωση

Χρήστος Σαμουηλίδης

Νέα Εποχή, Τεύχος (209) 1991, σσ. 41-49

ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΑΦΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ του, ο Πέτρος Ρευματάς, καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου του, διασταύρωσε το βλέμμα του με το ήρεμο και ακίνητο βλέμμα της Γιολάντας, της γάτας του. Η διασταύρωση αυτή, όσο τυχαία κι αν έγινε, τον έκανε να σκιρτήσει παράξενα, να ταραχτεί και να σταματήσει τη δουλειά του. Μια σκέψη αλλόκοτη του πέρασε, την ίδια στιγμή, από το μυαλό, που του έφερε ένα είδος ανατριχίλας!...

Ο Πέτρος δεν ήταν προληπτικός ή δεισιδαίμονας, ούτε καν θρησκευόμενος ή θρήσκος. Πολύ περισσότερο δεν πίστευε στη μετεμψύχωση. Αλλά τούτο το επίμονο, σοβαρό και σαν στοχαστικό βλέμμα της Γιολάντας, του θύμισε αμέσως τη μητέρα του. Κάτι παραπάνω: Τον έκανε να νομίσει πως έβλεπε τα ίδια τα μάτια της μητέρας του. Και του κατέβηκε αμέσως η απίθανη ιδέα πως ζούσε κάτι από κείνην μέσα στη γάτα! Πως η ψυχή της, ή κάτι παρόμοιο τελοσπάντων, έφυγε από κείνην και μπήκε στο κορμί της Γιολάντας για να συνεχίσει να ζει εκεί μέσα! Και το γεγονός αυτό συνέβηκε, παρόλο που όλες τούτες τις μέρες, κυριευμένος από τη θλίψη του, απαρηγόρητος και αφηρημένος, κοιτούσε γύρω του αδιάφορα, σα χαμένος. Κοιτούσε τους ανθρώπους και τα αντικείμενα με βλέμμα άπλανο, χωρίς ουσιαστικά να παρατηρεί τίποτε. Και τώρα, ξαφνικά, σαν να σχίστηκε κάποιο παραπέτασμα, κοίταξε τα μάτια της Γιολάντας που τον κοιτούσαν κι αυτά με επιμονή. Μετά από λίγο, βαθιά μέσα του, πέρα από την ταραχή και κάτω από την ανατριχίλα, ένιωσε και κάτι ανακουφιστικό, κάποιο μαλακό χώρο, όπου θα μπορούσε να πατήσει ένας άγγελος με ελαφρό ποδάρι. Ένιωσε πως ο πονεμένος βυθός της ψυχής του δεν ήταν ατέρμονος και άπατος, πως η θλίψη του δεν ήταν αβάσταχτη και ανέκκλητη και πως ο θάνατος δεν ήταν ίσως απόλυτα ολοκληρωτικός!...

Αλλά γιατί η μάνα του να μπει στο κορμί της Γιολάντας, και όχι στο κορμί ενός άλλου ζώου; Βέβαια, στο σπίτι δεν υπήρχε άλλο ζωντανό εκτός από τη γάτα. Ωστόσο ο Πέτρος δε μπορούσε να το βεβαιώσει ότι θα συνέβαινε το ίδιο, αν στη θέση της Γιολάντας βρισκόταν ένας σκύλος ή μια αγελάδα. Σκεφτόταν πως στην παρήγορη, όσο και εξωπραγματική ιδέα της μετεμψύχωσης, στη μεταφυσική αίσθηση της αθανασίας τον οδήγησαν ίσως ορισμένες ομοιότητες ανάμεσα στη μάνα του και στη Γιολάντα. Γιατί, ποιο άλλο ζώο θα μπορούσε να μοιάζει τόσο πολύ με την καταπληκτική μητέρα του; Μήπως εκείνη δεν ήταν που κάθε τόσο έκανε, σαν γάτα, διάφορους ελιγμούς στη ζωή της για να καταφέρει να θρέψει το ορφανό παιδί της; Εκείνη δεν ήταν ακούραστη, ευκίνητη, αεικίνητη, ορμητική, ευλύγιστη, γρήγορη; Δε στεκόταν όρθια σ' όποια ατυχία κι αν συναντούσε, σ' όποια δυσκολία κι αν μπλεκόταν; Δεν κατάφερνε να μην χάνει ποτέ το κουράγιο της, να ανασυντάσσεται αυτόματα, μετά από κάθε πτώση, να εξορμά σε καινούργια προσπάθεια, να ξετρυπώνει, σαν να ήταν ποντίκια, τα αναγκαία αγαθά για το παιδί της, ώστε να μην του λείπει τίποτε; Παραιτήθηκε ποτέ της από κανέναν αγώνα για να αποτρέψει την ανέχεια από το παιδί της; Σίγουρα και η ίδια, αν υποχρεωνόταν να διαλέξει για να μετεμψυχωθεί σε κάποιο ζώο, θα προτιμούσε αυτό το αιλουροειδές, του οποίου την ονομασία τόσο συχνά χρησιμοποιούσε για να χαρακτηρίσει κάποιον ή κάτι: «Σαν γάτα είναι αυτός», έλεγε, «κρύφτηκε σαν γάτα», «έγινε σαν γάτα από την ντροπή της», «με κοίταξε σαν γάτα», «μαζεύτηκε σαν γάτα», «σώπασε σαν γάτα»,« τα κατάφερε σαν γάτα», « όρμησε σαν γάτα» και άλλα.

Όπως και να 'ναι, από κείνη τη μέρα η Γιολάντα έκανε πιο αισθητή την παρουσία της στο σπίτι, για τον Πέτρο βέβαια, και κάθε τόσο του θύμιζε τη μητέρα του, κάθε τόσο του δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι έβλεπε τη μητέρα του, ή, τουλάχιστον, ανακάλυπτε σ' αυτήν συμπεριφορές της μητέρας του. Γι' αυτό και την αγαπούσε τώρα ακόμα πιο πολύ και πιο βαθιά. Έγινε αντικείμενο της θερμής στοργής και της αδιάκοπης φροντίδας του, όπως πριν από λίγον καιρό ήταν η άρρωστη και κατάκοιτη μητέρα του, πράγμα που έκανε τη Δήμητρα, τη γυναίκα του, να δυσφορεί ασυναίσθητα και να ζηλεύει ενστικτώδικα, όπως παλαιότερα ζήλευε την πεθερά της βλέποντας ότι ένα μέρος της αγάπης του, που την ήθελε ολοκληρωτικά δική της, πήγαινε προς τη γάτα, ξοδευόταν για τη Γιολάντα.

Κοντά σ' αυτά η Πένη, η κόρη του, που παλιότερα, ήταν όλη μέρα με τη Γιολάντα, βλέποντας τώρα την περιποίηση που της έκανε ο πατέρα της, άρχισε να αδιαφορεί για το ζώο, να μην το φροντίζει, όπως πρώτα, να μην το παίρνει στην αγκαλιά της, να μην το χαϊδεύει, όπως πριν λίγες μέρες, και να το παρατάει ολοκληρωτικά στην ευθύνη του Πέτρου.

Κι αυτή η απότομη αλλαγή συνέβηκε, μολονότι ήταν η ίδια που το είχε φέρει στο σπίτι, μια χούφτα γατάκι τότε, παραλές τις διαμαρτυρίες των γονιών της, οι οποίοι δεν ήθελαν να μπει ξαφνικά στη ζωή τους ένα τόσο δα ξένο ζωάκι.

«Πού το βρήκες, παιδάκι μου», την είχε ρωτήσει ο Πέτρος.

«Μου το έδωσε μια κυρία περαστική. Με ρώτησε, αν το θέλω, κι εγώ της είπα ναι. Όμορφο δεν είναι; Κοίτα το πώς κοιμάται στην αγκαλιά μου».

Το κοίταξε ξανά. Ήταν μια σταλιά πραγματάκι. Μια χούφτα. Μαύρο και γυαλιστερό, σαν ένα κομμάτι γούνας ζωντανό. Ωστόσο αυτό δεν ήταν λόγος να το κρατήσουν στο σπίτι.

«Ποιος θα το ταΐζει», ρώτησε και η Δήμητρα, «θα ψοφήσει. Πάρ' το και πήγαινε το έξω από το σπίτι. Δώσ' το πίσω! Δεν το θέλω».

Η Πένη έβαλε τα κλάματα, σφίγγοντας το ζωάκι στην αγκαλίτσα της:

«θα το φροντίζω εγώ. Δεν το δίνω πίσω. Έφυγε η γυναίκα τώρα».

«Τελοσπάντων», είπε ο Πέτρος. «Κράτησε το, αφού το θέλεις τόσο πολύ. Όμως θα αναλάβεις να το φροντίζεις μόνο εσύ».

«Εντάξει, θα το περιποιούμαι εγώ. Μη σας νοιάζει».

Και πράγματι. Από τότε η Γιολάντα, όπως βάφτισε τη γατούλα, δίνοντας της το όνομα μιας Ουγγαρέζας φίλης της που γνώρισε το καλοκαίρι στις Σπέτσες, έγινε το αντικείμενο της λατρείας της και της ιδιαίτερης φροντίδας της. Την τάιζε, την πότιζε, τη χάιδευε, κι εκείνη μεγάλωνε και της ανταπέδινε τη γλυκιά συντροφιά της. Ήταν, άλλωστε, μια επιτυχία της Πένης η επιβίωση και το μεγάλωμα του μικρού ζώου. Κι αυτό το χάρηκαν, τελικά, και οι γονείς της, γιατί είδαν ότι το κοριτσάκι τους όχι μόνο δικαιώθηκε, αλλά και είχε κατορθώσει, σαν υπεύθυνο άτομο, να φέρει σε πέρας ένα θεάρεστο έργο. Χώρια που άρχισαν να το καμαρώνουν κιόλας και να διασκεδάζουν κι οι ίδιοι με το πανέμορφο γατί.

Όμως τώρα η Γιολάντα απόμεινε μόνο στα χέρια του Πέτρου, για να τη φροντίζει όπως παλιότερα χρειάστηκε να φροντίζει τη μητέρα του, που ζούσε στο διπλανό διαμερισματάκι της πολυκατοικίας. Ήταν πια κατάκοιτη και δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετείται. Γι' αυτό είχε μεταφέρει το γραφείο του στο δωμάτιο της, για να την προσέχει και, ταυτόχρονα, να δουλεύει.

ΟΛΟΝ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΡΟΛΑ αυτά ένιωθε τύψεις - κι ακόμα τις νιώθει - που δεν την φρόντιζε όσο θα έπρεπε. Που δεν διέθετε για χάρη της το χρόνο που έπρεπε, για να την ευχαριστήσει.

Βέβαια, χρειαζόταν να κοιτάξει και τη δουλειά του, να ελέγχει τα λογιστικά βιβλία που του έδιναν τα διάφορα μαγαζιά, αλλά θα μπορούσε, σκεφτόταν, να δίνει περισσότερο καιρό για τη φροντίδα της. Όσο κι αν την τάιζε και την πότιζε ταχτικά, όσο κι αν της πρόσφερε ό,τι ζητούσε, σπάνια καθόταν μαζί της, κοντά της, να της κάνει συντροφιά, να ασχοληθεί αποκλειστικά με την παρέα της, όπως ήθελε εκείνη. Αν του περίσσευε λίγος καιρός έτρεχε δίπλα, στο δικό του διαμέρισμα να δει τη γυναίκα του και την κόρη του, για να μην νιώθουν παρατημένες ή να μην σκέφτονται πως τον έχει αποσπάσει απ' αυτές. Ένιωθε τύψεις ακόμα που δεν επέμενε να την ταΐζει με το ζόρι, όταν τον τελευταίο καιρό της είχε κοπεί η όρεξη. Μάλιστα σκεφτόταν μήπως δεν ήταν αληθινή η ανορεξία της, αλλά ένα πρόσχημα, μια προσποίηση, ίσως γιατί, πιθανόν, να είχε πάρει,την απόφαση να πεθάνει. Να τερματίσει τη ζωή της, για να μην αποτελεί εμπόδιο στη ζωή του. Από τη γυναίκα εκείνη, όλα μπορούσε να τα περιμένει κανείς. Είχε μια τρομερή θέληση που ξάφνιαζε. Έπαιρνε αποφάσεις τολμηρές και μεγάλες, που έφερναν σε αμηχανία το περιβάλλον της, και, το εκπληκτικότερο, τις έβαζε αμέσως σε εφαρμογή και τις έφερνε σε γρήγορο πέρας, δίνοντας έτσι μαθήματα στους ολιγόπιστους, όπως ο Πέτρος.

Ναι. Ένιωθε τύψεις, ο τελευταίος, όσο κι αν δεν παρέλειπε ποτέ να επιμένει στο τάισμα της, να προσέχει την τροφή της και κάποτε να την μασάει ο ίδιος όταν ήταν σκληρή, για να την κάνει μαλακή, να της την πασάρει μετά με τρόπο, με το κουτάλι στο στόμα. Όσες φορές, αργότερα, του ερχόταν στο νου η ιδέα ότι η μητέρα του μπορεί να είχε βάλει στο μυαλό της την απόφαση να πεθάνει, γινόταν άνω-κάτω. Φαρμακωνόταν η ζωή του. Ανατρεπόταν όλη η εικόνα του καλού ανθρώπου, μα και του έξυπνου και προβλεπτικού που είχε για τον εαυτό του.

Ωστόσο, όσο απίθανο κι αν ήταν, δεν έπρεπε να το αποκλείσει, δεν έπρεπε να μην το βάλει στο μυαλό του σαν ενδεχόμενο. Βέβαια η μητέρα του ήταν τόσο συνωμότισσα, ώστε πάντα, μόνο μετά την εκδήλωση των αποτελεσμάτων των αποφάσεων της, καταλάβαινες τι είχε προαποφασίσει με τόση μυστικότητα. Κι αυτό το έκανε για να προλάβει κάθε απόπειρα ανατροπής και αποτροπής των επιδιώξεων της. Αλλά στην περίπτωση της ανορεξίας της, έπρεπε να προσέξει ότι, όταν αυτός επέμενε πάρα πολύ, εκείνη έτρωγε. Έπρεπε να προσέξει ότι είχε διαλείμματα στην ανορεξία της. Ότι όταν της φερόταν καλά, τρυφερά, με αγάπη και αποφασιστικότητα να την κρατήσει στη ζωή, όταν εκείνη πειθόταν ότι ο γιος της ήθελε να τη σώσει, έστω κι αν είχε γίνει η ίδια «μια χούφτα κόκαλα», όπως έλεγε, τότε υποχωρούσε, έτρωγε, λιγόστευε η ανορεξία της. Έτρωγε έχοντας εκείνο το ήρεμο, το ευχαριστημένο, σχεδόν ευτυχισμένο, βλέμμα της, που το είχε καρφωμένο πάνω του, σα να έψαχνε ταυτόχρονα να βεβαιωθεί απόλυτα για τη διάθεση του. Κι όταν αποχτούσε τη σιγουριά ότι ήθελε να την κρατήσει, πάση θυσία, στη ζωή, γλύκαινε πιο πολύ το σοβαρό και εξεταστικό βλέμμα της. Φωτιζόταν το χλωμό και αδύνατο πρόσωπο της, και έτρωγε σχεδόν χωρίς αντίσταση τη νόστιμη σούπα ή την μασημένη από τον ίδιο και βαλμένη έντεχνα στο κουτάλι της κρεάτινη τροφή. Με πόση ήρεμη απόλαυση και ηθική ικανοποίηση δεχόταν τότε την πονηριά του και έκανε πως δεν καταλάβαινε!... Ίσως, στην έσχατη κατάσταση που βρισκόταν, να δικαιολογούσε τη χειρονομία του γιου της σαν μιαν ανταπόδοση για την έτοιμη μασημένη τροφή, που του είχε δώσει και η ίδια όταν ήταν αυτός παιδάκι, ή ακόμα και για το γάλα των στηθιών της που του είχε προσφέρει άφθονο στη βρεφική ηλικία του. Κοντά σ' αυτά, έπρεπε να προσέξει πολύ τις φράσεις της. Ιδιαίτερα εκείνες που τις πρόφερε, τυχαία τάχα και «μεταξύ τυρού και αχλαδιού». «Άφησε με, παιδάκι μου. Πήγαινε στην οικογένεια σου. Μη νοιάζεσαι για μένα. Εγώ έφαγα τα ψωμιά μου. Αν ζήσω, έζησα. Αν πεθάνω, πέθανα. Κοίταζε τη δική σου ζωή. Και, σε παρακαλώ. Να μην λυπηθείς καθόλου, όταν πεθάνω. Να χαρείς μάλιστα. Ακούς; Να χαρείς». Έπρεπε να προσέξει ότι αυτά, όταν λέγονται από μια τέτοια γυναίκα, δεν είναι σκέτες φιλολογίες, δεν είναι λόγια για να γίνεται απλώς κουβέντα.

Με τον καιρό όμως οι τύψεις και η θλίψη για το χαμό της λιγόστευαν, όσο μεγάλωνε η αγάπη του για τη Γιολάντα, όσο δενόταν μαζί της και την περιποιόταν. Απ' την άλλη μεριά πάλι, όσο εκείνη προσκολλιόταν στον Πέτρο τόσο πιο πολύ εκείνος παρατηρούσε τις ομοιότητες της με τη μάνα του: στο φέρσιμο της, στην κίνηση της και, φυσικά, στα μάτια της, ιδιαίτερα σε κείνο το σοβαρό και σαν φοβισμένο, ανασφαλές βλέμμα της. Γιατί ο Πέτρος είχε ήδη από νωρίς καταλάβει ότι η μητέρα του, κάτω από την ορμητικότητα, την τολμηρότητα και την αποφασιστικότητα της, έκρυβε έναν φοβισμένον άνθρωπο, ένα ανασφαλές και αδύναμο πλάσμα, χτυπημένο από τη ζωή, μοναχικό, με μεταφυσικές αγωνίες και πίστεις, με μυστικιστικές εξαρτήσεις και φοβίες, αποτέλεσμα μιας πολύ δύσκολης ορφάνιας που είχε περάσει στα παιδικά της χρόνια.

Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, οι δύο μορφές άρχισαν λίγο - λίγο να ταυτίζονται μέσα του, ώσπου το παρόν της μιας να μπερδεύεται, στα μάτια του και στο νου του, με το παρελθόν της άλλης. Αλλά και τα αντικειμενικά περιστατικά, όπως και τα υποκειμενικά δεδομένα, βοηθούσαν σ' αυτήν τη σύγχυση, σ' αυτήν τη μυστική ταύτιση. Έτσι, μέσα στην ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση που ζούσε ο Πέτρος, τα πιο μικρά και ασήμαντα περιστατικά του περιβάλλοντος του, όσα σχετιζόταν με τη Γιολάντα, έπαιρναν περίπλοκες διαστάσεις ή μεγαλύτερη σημασία από άλλα παρόμοια.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ΠΟΥ ΘΑΡΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΠΙΑΣΕΙ τρέλα, νιαούριζε αδιάκοπα και δεν σταματούσε με τίποτε. Δεν την ησύχαζε ούτε το φαΐ που της έδινε, ούτε το νερό, ούτε τα χάδια του. Ξέφευγε και πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο σαν να ζητούσε κάτι άγνωστο.

Ο Πέτρος απαύδησε και της άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Εκείνη βγήκε έξω, μα δεν ηρέμησε. Συνέχισε να νιαουρίζει στη βεράντα και να στέκεται πίσω από το τζάμι με παραπονεμένα μάτια. Της άνοιξε να μπει μα και πάλι δεν ησύχασε. Νιαούριζε πλησιάζοντας ξανά την μπαλκονόπορτα. Την ξαναέβγαλε έξω, με την απόφαση να μην της ξανανοίξει, αν συνέχισε να νιαουρίζει.
- Πέτρο!Πέτρο!
- Μα τι θέλεις τελοσπάντων! Ηρέμησε!...
- Κοίταξε στο παράθυρο να δεις.
- Τι να δω;
- Το πουλάκι που χτύπησε πάνω του και έπεσε!
- Και λοιπόν; Χτύπησε, έπεσε, θα ξανασηκωθεί και θα πετάξει πάλι.
- Δεν το είδα να ξανασηκώνεται και να πετάει.
- Έχω δουλειά, τώρα! Μη με χασομεράς άδικα!
- Κρίμα είναι το καημένο.
- Κι εγώ είμαι κρίμα.
- Θα πληγώθηκε φαίνεται. Για κοίταξε, σε παρακαλώ, μήπως είναι ζωντανό.
- Μάνα, με ενοχλείς, καταλαβαίνεις, ξέσπασε. Δε με λυπάσαι εμένα; Αγωνίζομαι όλη μέρα κλεισμένος εδώ μέσα για να βγάλω το ψωμί μας, ενώ θα μπορούσα, αν δεν ήσουν άρρωστη, να δουλέψω έξω και να βγάλω περισσότερα. Σου κάνω συντροφιά, σε βοηθάω, και εσύ δε δείχνεις κατανόηση. Τι άνθρωπος είσαι;

Εκείνη δε μίλησε, μόνο που την πλήγωσαν τα λόγια του. Σώπασε με αξιοπρέπεια, όπως έκανε πάντα, για να μην εκφράσει την στεναχώρια της και λυπήσει το παιδί της. Μόνο κάρφωσε τα μάτια της στα τζάμια του παραθυριού και βυθίστηκε σε σκέψεις. Τι να σκεφτόταν άραγε, αναρωτήθηκε ο Πέτρος και έκανε διάφορες υποθέσεις: Ίσως να μετάνιωσε που παρατράβηξε το σχοινί. Που επέμενε. Ίσως να έδειξε πράγματι κατανόηση. Ή, αντίθετα, ίσως να σταμάτησε προσωρινά, ώσπου να τον δει να ηρεμεί, για να ξαναρχίσει πάλι σε λίγο. Γιατί, όταν έβαζε εκείνη κάτι στο νου της, δεν της το έβγαζε ούτε ο θεός. Κι ο Πέτρος που την ήξερε, όταν ηρεμούσε υποχωρούσε και της έκανε το χατήρι, όπως έκανε και τώρα , που παραμέρισε τον εγωισμό του και σηκώθηκε. Προχώρησε στη μπαλκονόπορτα και την άνοιξε. Η Γιολάντα όρμησε μέσα αλαφιασμένη, νιαουρίζοντας και κοιτάζοντας πάντα προς τα έξω, προς τη βεράντα.

«Μα τελοσπάντων τι είναι; », είπε ο Πέτρος και βγήκε έξω.

Στρέφοντας το κεφάλι του προς τα κάτω, είδε με έκπληξη του ένα πουλάκι νεκρό... Το σήκωσε, το κοίταξε απ' όλες τις μεριές και διαπίστωσε πως δεν είχε πάνω του ζωή...

«Πάλι είχε δίκιο αυτή η γυναίκα», παραδέχτηκε μέσα του.

«Από μικρό παιδί είσαι ευαίσθητος και υπεύθυνος, Πέτρο. Όλους τους φροντίζεις. Κάποτε νευριάζεις, αλλά εγώ, που σε γέννησα και σε καταλαβαίνω, δε θυμώνω, γιατί ξέρω πόσο καλή καρδιά έχεις».

Πήγε στον κήπο, παραμέρισε τα χιόνια, έσκαψε και έθαψε το πουλάκι. Όταν γύρισε, αντίκρυσε το βλέμμα της που έδειχνε έντονη ικανοποίηση. Κάτι σαν εγωιστική ευχαρίστηση. Ίσως γιατί γινόταν και πάλι το δικό της ή αποδεικνυόταν πως είχε δίκιο να επιμένει ή, ακόμα, γιατί επιβεβαιωνόταν για άλλη μια φορά η αγάπη του προς αυτήν. Μια αγάπη που έπρεπε να επιβεβαιώνεται και να αποδεικνύεται κάθε στιγμή.

Κάθησε στην καρέκλα του και στρώθηκε στη δουλειά. Εκείνη πήδηξε στην πολυθρόνα που βρισκόταν απέναντι στο γραφείο του και στήθηκε στα πισινά πόδια της, ενώ με τα μπροστινά της άρχισε να ξύνεται, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Κατόπιν ξάπλωσε νωχελικά και κουλουριάστηκε, ενώ το βλέμμα της ήταν επίμονα στραμμένο προς τον Πέτρο, σαν να τον παρακολουθούσε που δούλευε, ή σα να ήθελε να του αποσπάσει την προσοχή. Εκείνος όμως ήταν απορροφημένος απ' τους λογαριασμούς του και σπάνια σήκωνε κεφάλι από τα χαρτιά του και τα λογιστικά βιβλία.

Σε μια στιγμή όμως που την κοίταξε, είδε το φως του ήλιου να τη λούζει, να της θαμπώνει το πρόσωπο και να την κάνει να μισοκλείνει τα βλέφαρα. Οι κόρες των ματιών της είχαν μικρύνει πολύ, είχαν γίνει σαν δυο λεπτές μαύρες χαρακιές στο πράσινο φόντο των βολβών. «Τι να σκεφτόταν άραγε», αναρωτήθηκε πάλι ο Πέτρος. «Ήταν τελικά ευχαριστημένη που τον είχε κοντά της, έστω κι αν δεν της κουβέντιαζε;»

ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΝΑ 'ΤΑΝ, ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΚΕΙΝΗ φαινόταν ήρεμη, ευχαριστημένη, σαν να μην της έλειπε τίποτε. Έδειχνε πως είχε συνηθίσει σ' αυτή τη ζωή. Σαν να της αρκούσε που ζούσε, που ανέπνεε, που έτρωγε, που έπινε, που μιλούσε, που έβλεπε το φως του ήλιου, που ένιωθε το αίμα να κυλάει στις φλέβες της. Φαινόταν πως παραιτήθηκε από την ελπίδα να σηκωθεί και να καθήσει στην καρέκλα της ή στην κινητή πολυθρόνα της, όπως παλαιότερα είχε παραιτηθεί από το να σηκώνεται και να περπατάει μέσα στο σπίτι κρατώντας το μπαστούνι της ή ακουμπώντας στα ντουβάρια και τα έπιπλα, και όπως ακόμα πιο παλιά είχε σταματήσει να πηγαίνει και να κάθεται στο μπαλκόνι για να βλέπει τα δέντρα του κήπου και τον κόσμο στο δρόμο.

ΤΟ ΧΟΥΖΟΥΡΕΜΑ ΤΗΣ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΚΡΑΤΗΣΕ πολύ. Σε λίγο ζωήρεψε το βλέμμα της. Τέντωσε τα τριγωνικά αυτιά της, σαν να άκουσε κάποιον άπιαστο για τα κοινά αυτιά θόρυβο, και κατόπιν άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Ο ήλιος είχε χαθεί από το παράθυρο και οι κόρες των ματιών της στρογγύλεψαν, έγιναν σαν δυο μικρές ελιές, που γυάλιζαν. Τον κοίταξε με τη δύναμη εκείνη που, όταν την αντίκρυζε, του προκαλούσε δέος, συγκίνηση, σαν να τον κοιτούσε από πέρα, μακριά, από έναν άλλο κόσμο.

Σε λίγο ανασηκώθηκε στα δυο μπροστινά πόδια της. Στάθηκε έτσι και, αλλάζοντας διάθεση έγειρε στο πλάι το κεφάλι της, μελαγχολικά και παραπονεμένα.

Ο Πέτρος ένιωσε το πικρό αίσθημα που αισθανόταν από μικρός, όταν έβλεπε τη μάνα του σ' αυτή τη στάση και σηκώθηκε από τη θέση του για να πάει κοντά της, μα εκείνη πήδηξε από τη δική της και εξαφανίστηκε.

Ξαναγύρισε σε λίγο και ανέβηκε πάλι στην πολυθρόνα. Τεντώθηκε ευχαριστημένη απλώνοντας τα πόδια της πάνω στο βελούδο και κατόπιν ξάπλωσε μπρούμυ-τα γυρίζοντας την ουρά της παιχνιδιάρικα.

Χουζούρεψε έτσι κάμποσην ώρα και μετά πήδηξε στο πάτωμα. Πήγε στον Πέτρο και έτριψε το κεφάλι της στις άκρες των παπουτσιών του, πότε του ενός και πότε του άλλου, πότε από τη δεξιά μεριά και πότε από την αριστερή, κι ύστερα στάθηκε στο πλάι να τον κοιτάζει για ώρα πολλή, με καρφωμένα πάνω του τα μάτια. Τέλος, πήδηξε πίσω από την ράχη του, στο πίσω μέρος της καρέκλας του, τρίφτηκε λίγο πάνω του και ύστερα κάθησε πάνω στα γόνατα του. Εκεί έμεινε άλλην τόση ώρα, χωρίς να κουνηθεί καθόλου, αφήνοντας τον Πέτρο να δουλεύει, ώσπου, από το βάρος της, κουράστηκαν τα πόδια του και την έσπρωξε!... Εκείνη πήδηξε κάτω και στάθηκε σε μιαν άκρη σκεφτική και σοβαρή.

Τούτη η στοχαστικότητα και η σοβαρότητα των ματιών της, μαζί με τη σιωπή της, τον στεναχωρούσε πάντα. Τον έκανε να νιώθει τύψεις που δεν απασχολούνταν μαζί της και ταυτόχρονα τον έφερνε σε δυσάρεστη αμηχανία και αδιέξοδο. Δεν ήξερε πώς να την αντιμετωπίσει, τι να κάνει. Αν νιαούριζε ή αν αγρίευε, δε θα της έδινε σημασία και θα συνέχιζε την πάντα επείγουσα δουλειά του, έστω και νευριασμένος. Μα τούτη η ψυχρή, αδιόρατη στοχαστικότητα και η, καλυπτόμενη κάτω από αυτήν, θερμή μελαγχολία και δυσαρέσκεια, τον έβαζε σε δύσκολη θέση. Τι να σκεφτόταν άραγε τώρα; Πως άδικα χαράμισε τη ζωή της για ένα αχάριστο παιδί; Άδικα κόπιασε, θυσιάζοντας τις προσωπικές χαρές της και τις πιο απλές απολαύσεις της ζωής για να το βοηθήσει να μεγαλώσει και να προκόψει!

Αν μιλούσε τουλάχιστον. Αν τον κατέκρινε για τη στάση του. Αν του παραπονιόταν ανοιχτά θα είχε κάτι να πει κι αυτός, θα είχε κάτι να απαντήσει και να αντιδράσει, θα μπορούσε ίσως να βγει κι από πάνω, που λένε, να βγει λάδι. θα μπορούσε να της παραπονεθεί. θα μπορούσε να νευριάσει και να της πει πως και ο ίδιος είχε δικαιώματα στη ζωή. Πως είχε προπάντων το δικαίωμα να ζήσει και να χαρεί τη γυναίκα του και το παιδί του. Να χαρεί τις απλές χαρές που πρόσφερε η σύντομη ζωή του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου... Βέβαια, θα ήταν υπερβολές αυτά τα λόγια του, αλλά θα έφερναν μια ισορροπία, θα λιγόστευαν την κρυφή μελαγχολία της, αφαιρώντας ίσως κάποιες από τις αιτίες της κρυμμένης κακοκεφιάς της.

- Πεινάς; τη ρώτησε διακόπτοντας τη σιωπή.
- Όχι. Δεν έχω όρεξη.
- Φάε κάτι. Δεν είναι σωστό να κοιτάς την όρεξη σου μονάχα. Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να τρως και με το ζόρι. Ο οργανισμός σου χρειάζεται τροφή, έστω και λίγη.
- Δεν πεινάω, τώρα. Αργότερα. Κάνε τη δουλειά σου.
-Θέλεις νερό;
-Άντε φέρε μου λίγο.

Μετά το νερό, ο Πέτρος ηρέμησε αρκετά και στρώθηκε πιο ήσυχος στη δουλειά του. Ωστόσο σκεφτόταν ακόμα το επεισόδιο κι αναρωτιόταν: Τι να κάνει περισσότερο απ' ό,τι έκανε. Να τα παρατήσει όλα και να ασχοληθεί όλη την ώρα μαζί της; Να της προσφέρει τη συντροφιά και αποκλειστική απασχόληση που ζητάει;

ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕ. Ήταν βυθισμένη και πάλι στις σκέψεις της, μα κάπως πιο ευδιάθετη και γαλήνια. Κοιτούσε το παράθυρο, που πίσω από τα τζάμια του διακρίνονταν το πράσινο φύλλωμα των ανοιξιάτικων δέντρων του κήπου, τα λεπτά κλαδάκια τους, φορτωμένα με λευκά λουλούδια, και ο γαλάζιος ουρανός. Ένα σμήνος από σπουργίτες περνοδιάβαινε κάθε τόσο και αναστάτωνε τον κόσμο με τα κελαηδήματα του.

- Πέτρο.
- Τι είναι πάλι.
- Γιατί δε κάνεις μια βόλτα να ξεμουδιάσεις.
- Δεν μπορώ, έχω δουλειά.
- Πάρε τη Δήμητρα και την Πένη και πήγαινε να ξεσκάσεις λίγο.

Ο Πέτρος δεν απάντησε. Συνέχισε τη δουλειά του κι εκείνη δεν τον ξαναδιέκοψε. Κοιτούσε το παράθυρο και σκεφτόταν τα νιάτα της στο χωριό μέσα σ' ένα τέτοιο ανοιξιάτικο περιβάλλον, όπου έτρεχε στα χωράφια για να μαζέψει λουλούδια και να κάνει στεφάνι για το σπίτι. Σκεφτόταν την ευκινησία της, τη ζωηρότητα της, τη μανία της να τρέχει είτε για δουλειά είτε για σχολείο είτε για χορό είτε για εξοχή. Και τώρα; Γηρατειά, αρρώστεια και ακινησία. Και επιπλέον να κρατάει τούτο το παιδί αναγκαστικά κοντά της.

- Σήκω, Πέτρο. Φτάνει.

«Τι μονόχνωτο παιδί και τούτο», σκεφτόταν. «Εμένα έμοιασε. Δουλειά και άγιος ο θεός. Το καθήκον, οι υποχρεώσεις, οι ευθύνες. Λατρεία στη δουλειά. Αφοσίωση στην οικογένεια. Ανεξάντλητο ενδιαφέρον για τους άλλους. Είναι ακούραστος άνθρωπος. Πως τον φοβάμαι! Τέλειωσε και τον καφέ του. Κρίμα που δεν μπορώ να σηκωθώ να του κάνω δεύτερο. Να πει μια κουβέντα τουλάχιστον. Τίποτε! Και επιπλέον θαρρεί πως θέλω παρέα εγώ, πως θέλω να τον απασχολώ με τις κουβέντες μου. Πως θέλω να ξεσκάσω. Δεν πειράζει. Άστον να το νομίζει. Άστον να νευριάζει σε βάρος μου. Εκείνο που με ανησυχεί είναι αυτή η συγκέντρωση του στη δουλειά. Σκυφτός και αφοσιωμένος, δεν σηκώνει κεφάλι απ' τα χαρτιά του. Τα ανακατεύει, κάνει λογαριασμούς, γράφει, και οι ώρες περνούν χωρίς να τις καταλαβαίνει. Ατέλειωτες ώρες. Μια ζωή που φεύγει μέσα από τα δάχτυλα του, σαν νερό».

ΣΤΡΑΦΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΕ. ΚΑΡΦΩΣΕ ΤΟ βλέμμα της πάνω του και έμεινε έτσι να τον παρακολουθεί αμίλητη, ελπίζοντας κάποια στιγμή να αποσπάσει την προσοχή του και να τον κάνει να ξεκουραστεί με καμιά διακοπή. Μα δεν κατάφερνε τίποτε. Απελπισμένη κατόπιν, βγήκε απ' τη γωνιά της και προχωρώντας ανέβηκε στην πολυθρόνα. Από κει πήδηξε στο διπλανό έπιπλο και κάθησε έχοντας πάντα τα μάτια της καρφωμένα στον Πέτρο. Εκείνος δεν κουνήθηκε από τη θέση του για να τη διώξει. Δεν ενδιαφέρθηκε για την παρουσία της κει πάνω. Δε φοβήθηκε μήπως κάνει καμιά ζημιά, μήπως αναποδογυρίσει κανένα μπιμπελό, καμιά κορνίζα με φωτογραφία ή κανένα αμπαζούρ. Τότε αδιαφόρησε και κείνη. Ξάπλωσε ολόσωμη μπροστά, κούνησε δεξιά-αριστερά την ουρά της και έμεινε κάμποσην ώρα με το κεφάλι σκυμμένο μπροστά. Κατόπιν άπλωσε το χέρι της, έπιασε την χτένα και άρχισε να χτενίζεται, ελπίζοντας ότι ο Πέτρος θα σηκωθεί από τη θέση του να τη βοηθήσει, για να μην κουράζεται, έτσι πετσί και κόκαλο που ήταν. Μη βλέποντας όμως να κάνει καμιά κίνηση, σηκώθηκε στα δυο πόδια της, και συνέχισε με το άλλο χέρι τον καλλωπισμό της: Έβρεχε την μικρή παλάμη της με το σάλιο που έβγαζε από την κατακόκκινη γλωσσίτσα της και μετά την άλειβε στο πρόσωπο, στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο σβέρκο, κάτω στο λαιμό, παντού. Κατόπιν γύριζε το κεφάλι της με ελαστικότητα πίσω, γλειφόταν και νιβόταν κατευθείαν με τη γλώσσα της και έλουζε με το πλούσιο και καθαρό σάλιο της το κορμί της, τις πλάτες της, τα πλευρά της, την κοιλιά της ως πίσω στα πόδια της.

Για μια στιγμή άπλωσε το αριστερό χέρι της στη λεκανούλα, δίπλα της, στο κομοδίνο, και έβρεξε μια πετσετούλα με το νερό. Τη στράγγιξε και μετά την έφερε στο πρόσωπο της για να δροσιστεί. Βλέποντας την αδιαφορία του Πέτρου, συνέχισε να βουτάει την πετσετούλα στη λεκάνη, να τη στύβει, κάνοντας θόρυβο με τα νερά που έτρεχαν, και να την βάζει στο μέτωπο της. «Χρησιμοποιεί τα μεγάλα μέσα», σκέφτηκε ο Πέτρος. «Είναι μάταιο να συνεχίσω».

- Έχεις πυρετό;
- Όχι ζεσταίνομαι.

«Πάλι καλά», είπε μέσα του και συνέχισε φωναχτά:

- Μα δεν κάνει ζέστη. Είναι άνοιξη ακόμα.
- Εγώ ζεσταίνομαι.
- Θέλεις να σου δώσω να πιεις κάτι.
- Όχι. Δε διψάω.
- Μα πρέπει να πίνεις τουλάχιστον δυο ποτήρια υγρό τη μέρα. Ο γιατρός επιμένει σ' αυτό. θα πάθεις αφυδάτωση.
- Δεν πειράζει. Κάνε τη δουλειά σου.

Ο Πέτρος συνέχισε τη δουλειά του και δούλεψε απερίσπαστος για κάμποσην ώρα, ώσπου ξαφνικά άκουσε πάλι το νιαούρισμα της. Δεν άντεξε και σηκώθηκε, την πήρε από το έπιπλο στα χέρια και, ανοίγοντας την μπαλκονόπορτα, την έβγαλε έξω. Ξανακάθησε και συνέχισε τη δουλειά του. Μα η Γιολάντα φάνηκε πίσω από τη τζαμόπορτα και βάλθηκε να νιαουρίζει.

- Τι θέλει, τελοσπάντων, το παλιόγατο; ρώτησε η Δήμητρα.
- Να μπει μέσα.
- Μα τώρα δα δε νιαούριζε για να βγει έξω;
- Ναι. Μα άλλαξε γνώμη.
- Και πρέπει να της κάνουμε όλα τα χατήρια;
- Τι να κάνουμε; Να την ακούμε να νιαουρίζει και να αδιαφορούμε;
- Γιατί όχι;
- Γιατί δεν αντέχω να ακούω να με παρακαλάνε.
- Είσαι άξιος της τύχης σου.

Ο Πέτρος δεν απάντησε. Σηκώθηκε και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Η Γιολάντα μπήκε μέσα χαρούμενη, άρχισε να τρίβεται στα παπούτσια του, να κουνάει ευχαριστημένη την ουρά της και να ακολουθεί τα βήματα του ώσπου να καθήσει. Κατόπιν πήδηξε πάνω του και κάθησε στα γόνατα του. Εκείνος τη χάιδεψε μια-δυο φορές και μετά στρώθηκε στη δουλειά του.

- Έχουμε και χάδια τώρα.
- Τι θέλεις να πεις;
- Αυτό που ακούς.
- Δεν καταλαβαίνω.
- Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις.
- Άσε με κι εσύ, σε παρακαλώ. Αντί να βοηθήσεις, μιλάς κι από πάνω.
- Τι να κάνω; Να βοηθήσω;
- Ναι.
- Δηλαδή;
- Να απασχοληθείς κι εσύ λίγο μαζί της. Έχεις κά-ποια υποχρέωση.
- Δεν έχω καμιάν απολύτως! Δεν είναι δική μου, δεν την έφερα εγώ εδώ μέσα.
- Μήπως την έφερα εγώ; Ξέρεις πολύ καλά πως την έφερε στο σπίτι η Πένη.
- Εγώ είχα αντίρρηση.
- Δεν έχει σημασία. Κι εγώ είχα αντίρρηση. Τελικά όμως τη δεχτήκαμε. Έγινε του σπιτιού. Έχουμε, λοιπόν, υποχρέωση απέναντι της. Ψυχή έχει κι αυτή.
- Μας φτάνουν οι άλλες υποχρεώσεις.

Ο Πέτρος σώπασε πικραμένος και αφοσιώθηκε στη δουλειά του. Δεν είχε καιρό για περισσότερες κουβέντες. Άλλωστε δε θα έβγαζαν πουθενά.

-ΨΙΤ. ΧΑΣΟΥ ΑΠΟ ΚΕΙ. ΦΩΝΑΞΕ ΣΕ ΛΙΓΟ Η Δήμητρα και όρμησε κατά πάνω στη γάτα που είχε στο μεταξύ κατέβει από τα γόνατα του Πέτρου και είχε ανέβει στο διπλανό έπιπλο.

Η Γιολάντα πήδηξε κάτω και μαζεύτηκε στη γωνιά της, έχοντας στραμμένο ικετευτικά το βλέμμα της πάνω στον Πέτρο. Εκείνος όμως δεν της έδωσε σημασία. Δούλευε με προσήλωση για να κερδίσει τον χαμένο καιρό και να αποτελειώσει τους βιαστικούς λογαριασμούς του. Η Δήμητρα βγήκε από το δωμάτιο και πήγε να μαγειρέψει.

Κόντευε μεσημέρι, όταν γύρισε στο γραφείο του άντρα της. Εκείνη τη στιγμή ο Πέτρος είχε τελειώσει το πλάνο της δουλειάς τους και τεντώθηκε στην καρέκλα του κοιτάζοντας αφηρημένα τη Γιολάντα, που καθόταν ακόμα ζαρωμένη στη γωνιά της με το βλέμμα ουδέτερο, σαν παγωμένο. Έπειτα από λίγο συνήλθε από την αφηρημάδα του και αμέσως σηκώθηκε. Πήγε και πήρε τη γάτα στην αγκαλιά του και άρχισε να τη χαϊδεύει.

- Κούκλα μου! Γλυκούλα μου! Ψυχή μου!
- Μπα! Μπα! Προχωράμε και σε ερωτόλογα τώρα!
- Σα δε ντρέπεσαι.
- Εσύ σα δε ντρέπεσαι.
- Τι έπαθες πάλι; Ζηλεύεις;
- Αυτό έλειπε. Απλώς με πειράζει που ακούω αυτές τις απαράδεκτες διαχύσεις.
- Τι το παράξενο βλέ πεις σ'αυτές;
- Εσύ είσαι κλειστός άνθρωπος και φειδωλός σε συναισθηματισμούς. Τι έπαθες τώρα με τη γάτα;
- Τίποτε. Απλώς την παρατήσατε και οι δυο σας και τη λυπάμαι. Ακόμα και τα ζώα θέλουν αγάπη για να επιβιώσουν.
- Και πρέπει να κάνεις έτσι για χάρη της;
- Πώς κάνω; Κάποιος πρέπει να την περιποιείται. Η Πένη που μας την κουβάλησε εδώ με το ζόρι, με τα κλάματα της, τώρα δεν τη φροντίζει. Την παράτησε ολότελα. Εσύ δεν την αγαπάς καθόλου, όπως είπες, γιατί δεν αγαπάς τα γατιά, και γενικά τα ζώα. Τι να κάνουμε λοιπόν; Να την αφήσουμε να ψοφήσει; Ή μήπως θέλεις να την πετάξουμε έξω από το σπίτι;
- Όχι βέβαια. Και να ξέρεις, την αγαπώ, ή μάλλον τελικά με τον καιρό την αγάπησα, απλώς δεν μπορώ να σε βλέπω να υπερβάλλεις.
- Μα γιατί; Τι παραπάνω κάνω από τα απαραίτητα σε ένα ζώο.
- Δε λέω. Κάνεις το σωστό, μα με ενοχλεί να σε βλέπω να την αγαπάς τόσο πολύ. Κάτι παράξενο υπάρχει στον τρόπο που την κοιτάς, που την χαϊδεύεις, που την ταίζεις, που της μιλάς. Τέτοια τρυφερότητα...
- Σε πειράζει που δείχνω τρυφερότητα;
- Ο τρόπος...
- Μα είναι ζώο.
- Ακριβώς, είναι ζώο. Του δείχνεις μεγαλύτερη τρυφερότητα απ' ό,τι στους ανθρώπους.
- Από ό,τι σε σένα, θέλεις να πεις;
- Αυτό είναι.
- Θεέ μου, τι λόγος! Δήμητρα, δε σε καταλαβαίνω.
- Ούτε εγώ εσένα.
- Φαντασίες! Φαντάσματα βλέπεις.
- Μπορεί. Μπορεί όμως και όχι. Πάντως η συμπεριφορά σου άλλαξε. Έγινε παράξενη. Την πρόσεξα από καιρό.
- Α, έχουμε και προϊστορία. Από πότε;
- Από μήνες. Αν θυμάμαι καλά, μετά το μνημόσυνο της μητέρας σου.
- Είσαι τρελή!
- Τρελός είσαι του λόγου σου, και να κοιταχτείς στο γιατρό.

Η Δήμητρα πρόφερε ταραγμένη τις τελευταίες λέξεις και έφυγε από το γραφείο σχεδόν τρεχάτη. Ο Πέτρος στάθηκε λίγο άναυδος, σκέφτηκε κάμποσην ώρα και μετά πήγε στην κουζίνα. Βρήκε την Πένη καθισμένη στο τραπέζι και τη μαμά της να στρώνει. Ήταν ακόμα ταραγμένη. Ίσως πιο πολύ απ' ό,τι προ ολίγου.

- Ή εμένα ή αυτήν! Διάλεξε!
- Μα τι λόγια είναι αυτά που λες μπροστά στο παιδί;
- Αυτά που άκουσες.
- Δηλαδή;
- Να διαλέξεις. Φτάνει πια!
- Μα σου 'στρίψε; Με το γατί τα έβαλες τώρα; Για σύνελθε.
- Να συνέλθεις εσύ.
- Μα για όνομα του θεού, ζηλεύεις ένα γατί;
- Ε, λοιπόν, ναι! Ζηλεύω!
- Ζηλεύεις, και το ομολογείς; Δεν ντρέπεσαι; Για εξήγησε μου να καταλάβω τι σου συμβαίνει ακριβώς.
- Τι να σου εξηγήσω; Το πράμα φαίνεται από μόνο του. Είναι απλό. Μας έχεις παρατήσει για χάρη της. Ζεις μόνο γι' αυτήν, αλλά δεν το καταλαβαίνεις. Είσαι τυφλωμένος.
- Τυφλωμένος; θεέ και κύριε, θα μας ακούσει και κανένας και θα σκάσει στα γέλια.
- Δεν είναι αστείο. Μην χαμογελάς. Και μην ξεφεύγεις από το θέμα. Τη γάτα σου την έχεις πάνω από εμάς.

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Γιολάντα. Κανείς δεν της έδωσε σημασία. Εκείνη πήγε και τρίφτηκε πάνω στα παπούτσια του Πέτρου, μα δεν είδε να τη σηκώνει, όπως άλλοτε, για να την πάρει στην αγκαλιά του. Τρίφτηκε λίγο ακόμα στα πόδια του και κατόπιν, σαν παραπονεμένη πήγε να καθήσει στην αγκαλιά της Πένης. Ούτε εκείνη της έδωσε σημασία. Τρίφτηκε για λίγο πάνω της, και κατόπιν πήδηξε κάτω. Προχώρησε στη Δήμητρα και τρίφτηκε στις παντόφλες της. Τίποτα. Ξαναγύρισε στον Πέτρο. Εκείνος, αναστατωμένος από τις κουβέντες της Δήμητρας και εκνευρισμένος, την έσπρωξε με το πόδι του. Η Γιολάντα απομακρύνθηκε λίγο, μα ξαναγύρισε και προσπάθησε να τριφτεί πάνω του απελπισμένα. Εκείνος ερεθίστηκε πιο πολύ και την κλώτσησε.

- Μην τη χτυπάς! φώναξε η Πένη. Το καημένο το γατί...
- Μη φοβάσαι, κορίτσι μου, η Γιολάντα δε θυμώνει με τον μπαμπά σου. Κοίτα. Τρέχει πάλι κοντά του.
- Να λείπουν οι ειρωνείες. Κι εσύ, Πένη, αντί να διαμαρτύρεσαι, καλά θα έκανες να ασχολιόσουν και λίγο με το γατί σου. Το παρατήσατε και οι δυο σας σε μένα, όπως και τα λουλούδια της βεράντας, κι από πάνω τα ‘χετε μαζί μου.

Λέγοντας τα τελευταία λόγια, έκανε στροφή και τράβηξε προς την εξώπορτα.

- Πού πας; το ρώτησε η Δήμητρα.
- Στο διάβολο!
- Δεν θα φας;
- Δεν πεινάω.

Όταν έκλεισε με πάταγο πίσω του την πόρτα, η Δήμητρα ανησύχησε. Το ίδιο και η Πένη. Η Γιολάντα πάλι, έβγαλε ένα νιαούρισμα και ζάρωσε σε μια γωνιά. Η Πένη τη λυπήθηκε. Πήγε και την πήρε στην αγκαλιά της. Προσπάθησε να την ηρεμήσει με τα χάδια της, ώσπου τα κατάφερε. Η Δήμητρα όμως, σα χαμένη, στεκόταν όρθια και σκεφτόταν. Κατόπιν, κάθησε μηχανικά στο τραπέζι και περίμενε λίγο. Όταν είδε πως δε γύρισε ο Πέτρος, είπε στην Πένη να φάει εκείνη, γιατί η ίδια δεν είχε όρεξη, θα έτρωγε αργότερα με το μπαμπά.

Μα εκείνος δε γύρισε παρά μόνο το βράδυ, αργά. Σ' όλο αυτό το διάστημα , η Δήμητρα, στεναχωρημένη και με την αγωνία αν θα γύριζε ή όχι ο άντρας της, σκεφτόταν τι έκανε, αλλά και τι έπρεπε να κάνει, όταν θα τον ξανάβλεπε. Είχε μετανιώσει για τη συμπεριφορά της, για τις παράλογες αντιδράσεις της, για τις οποίες δεν έβρισκε λογική εξήγηση, έστω κι αν το γυναικείο ένστικτο της της έλεγε πως είχε δίκιο. Πάντως, δεν έπρεπε να ξαναγίνει παρόμοιο επεισόδιο. Έπρεπε να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημα. Ποια λύση όμως; Η ίδια καταλάβαινε ότι, αν τον ξανάβλεπε να δείχνει τρυφερότητα και αγάπη στη Γιολάντα, πάλι θα αντιδρούσε χωρίς ψυχραιμία, έστω και αν δεν καταλάβαινε γιατί.

Κατά το βραδάκι, ανάβοντας τα φώτα του σαλονιού και βλέποντας τη Γιολάντα καθισμένη σε μια πολυθρόνα, της ήρθε μια φαεινή ιδέα. Αν αναλάμβανε η ίδια την αποκλειστική περιποίηση της Γιολάντας, ο άντρας της θα απομακρυνόταν απ' αυτήν, θα απαλλασσόταν από την ευθύνη και την έγνοια της και θα έπαυε να της έχει αδυναμία. Έτσι θα γλίτωνε και η ίδια από το βασανιστικό συναίσθημα της ζήλειας, και όλα θα πήγαιναν καλά.

Την απόφαση της αυτή δεν την κοινοποίησε στον Πέτρο, όταν γύρισε αργά το βράδυ, αλλά την έθεσε σε εφαρμογή από την άλλη μέρα με διακριτικότητα, για να μην καταλάβει τίποτε αυτός και αντιδράσει. Σε λίγες μέρες, το ζώο, βλέποντας το θερμό ενδιαφέρον της Δήμητρας για χάρη του, δοκιμάζοντας τα συχνά-πυκνά χάδια της, την ασυνήθιστη περιποίηση και την αγάπης της, μαζί με το πλούσιο φαγητό και το καθαρό νερό που της έδινε, άλλαξε διάθεση απέναντι της, καθόταν περισσότερον καιρό κοντά της, την τριγύριζε όλη ώρα και τριβόταν στα πόδια της και τελικά εγκαταστάθηκε στην κουζίνα, αποφεύγοντας να πηγαίνει στο γραφείο του Πέτρου. Εκείνος το ένιωσε αυτό πολύ αργά, και ξαφνικά, όταν μια ολόκληρη μέρα δε φάνηκε η Γιολάντα στο γραφείο του, το πράγμα τον πείραξε και την αναζήτησε. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Κι όταν την είδε καθισμένη στα γόνατα της Δήμητρας, χαμογέλασε και δεν είπε τίποτα. Γύρισε στο γραφείο του χαρούμενος και στρώθηκε στη δουλειά με ήσυχη την καρδιά. «Ας είναι και έτσι», είπε μέσα του. «Τα ζώα αγαπούν αυτούς που ενδιαφέρονται γι' αυτά. Μήπως όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους ανθρώπους;»


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=1872