περιεχόμενα

Τα δώρα

Χρήστος Σαμουηλίδης

Νέα Εποχή, Τεύχος 1 (236) 1996, σσ. 45 - 57

Ήταν βέβαια συννεφιασμένος ο καιρός, από το χάραμα κιόλας εκείνης της ημέρας, αλλά ο Λευτέρης Διονυσίου, ξεκινώντας για τη δουλειά του, το πρωί δε φανταζόταν ότι, ώσπου να φτάσει στη στάση του λεωφορείου, πέντε λεπτά απόσταση από το σπίτι του, θα ξεσπούσε μια τόσο δυνατή βροχή που θα τον έκαμνε μούσκεμα.

Μόλις σίμωσε στη στάση, τίναξε από πάνω του τα νερά και χώθηκε κάτω από το στέγαστρο, ανάμεσα στον κόσμο που προσπαθούσε να προφυλαχτεί κι αυτός από τη μπόρα.

Σε λίγο σταμάτησε η βροχή, αλλά το λεωφορείο δεν έλεγε να φανεί. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του Λευτέρη η σκέψη να γυρίσει πίσω, να αλλάξει το βρεγμένο σακάκι του και να πάρει τη μικρή ομπρέλα του. Είχε αργήσει, όμως, ήδη αρκετά από τη δουλειά του, και απέρριψε αμέσως αυτή τη σκέψη, γιατί δεν το έκρινε καθόλου σκόπιμο να καθυστερήσει παραπάνω επιστρέφοντας στο σπίτι και διακινδυνεύοντας να χάσει το λεωφορείο, που, μπορούσε, στο μεταξύ να φτάσει ξαφνικά στη στάση. Τα δρομολόγια της γραμμής, γενικά, ήταν ακανόνιστα, χωρίς ομαλό ρυθμό και, επιπλέον, τούτη τη μέρα, λόγω του καιρού, οι αφίξεις των λεωφορείων έγιναν και απρόβλεπτες, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί οι βρεγμένοι δρόμοι υποχρέωναν τα κάθε είδους τροχοφόρα να προχωρούν στριμωχτά και αργά, σαν να έκαμναν βήμα σημειωτόν.

Στη στάση, κάτω από το στέγαστρο, περίμεναν τέσσερις γυναίκες, έξι μαθητές και πέντε άντρες. Ο ένας από τους τελευταίους προκαλούσε την προσοχή με το σουλούπι του. Ήταν κοντός, χοντρούλης, με πρόσωπο μεγάλου παιδιού και μάτια γαλανά, αθώα και ντροπαλά. Ήταν, ωστόσο, ντυμένος προνοητικά, με αδιάβροχο και μπερέ, κρατούσε μιαν ομπρέλα βρεγμένη και διπλωμένη, και στη μασχάλη του έσφιγγε έναν στεγνό χαρτοφύλακα. Έμοιαζε κάπως με τους δημόσιους υπάλληλους του παλιού καιρού αλλά χωρίς το υπεροπτικό ύφος εκείνων.

Έπειτα από πέντε λεπτά, επιτέλους, το λεωφορείο φάνηκε από πέρα. Ο Λευτέρης χάρηκε που βρισκόταν στη στάση και δεν είχε πάει να πάρει την ομπρέλα του, γιατί, όπως διαπίστωνε τώρα, αν το είχε κάνει, σίγουρα θα έχανε το πολυπόθητο όχημα, το «λεωφορείον ο πόθος», όπως το έλεγε όσες φορές αργούσε υπερβολικά να φανεί στη στροφή του δρόμου.

Τίναξε, λοιπόν, ξανά τα νερά από το σακάκι και το παντελόνι του και, όταν έφτασε και σταμάτησε μπροστά του η «φυσούνα», όπως έλεγαν οι άλλοι το όχημα που ήταν διπλό, σαν τρένο, μπήκε μέσα και κρεμάστηκε από ένα χερούλι. Πίσω του ήρθε και στάθηκε το κοντό ανθρωπάκι, προσέχοντας πολύ μήπως βρέξει ή ενοχλήσει κανέναν η διπλωμένη, μα βρεγμένη ακόμα, ομπρέλα του.

Το λεωφορείο ξεκίνησε και συνέχισε την προκαθορισμένη πορεία του αργά-αργά, σαν να πρόσεχε μήπως γλιστρήσει … Ωστόσο, σταματούσε ταχτικά στις στάσεις, κατέβαζε μερικούς επιβάτες, ανέβαζε διπλάσιους και προχωρούσε στον προορισμό του βαρυγκωμώντας, θαρρείς, για την υπερφόρτωσή του ή επειδή δε μπορούσε, λόγω της βροχής, να βιαστεί περισσότερο και να τρέξει.

Ο Λευτέρης βυθίστηκε στις σκέψεις του, όπως έκαναν, άλλωστε, όλοι εκεί μέσα, για να περάσει υποφερτά η ώρα τους. Στο νου του ήρθαν αμέσως, ένα-ένα, τα ατομικά και υπηρεσιακά του προβλήματα αλλά πολύ γρήγορα ο στοχασμός του προσηλώθηκε στα οικογενειακά και, ιδιαίτερα, στις στεναχώριες που αντιμετώπιζε ο ίδιος, ως γονιός, όχι τόσο στην επίλυση των οικονομικών του προβλημάτων, όσο κυρίως, στη διεκπεραίωση της ανατροφής των δυο αγοριών του, τα οποία βρίσκονταν πια πάνω στην προχωρημένη εφηβεία τους και ήταν σχεδόν ασυμμάζευτα…

Η σκέψη του απορροφήθηκε από τα περιστατικά του τελευταίου χρόνου, αφότου οι νεαροί δεν έλεγαν να τον αφήσουν ήσυχο με τις υπερβολικές απαιτήσεις τους, τις απειθαρχίες τους, τα ξενύχτια τους και τις κάθε είδους άλλες ιδιοτροπίες τους. Επιπλέον σκεφτόταν πόσο είχαν αλλάξει οι καιροί και πόσο λίγη κατανόηση έδειχναν, γενικά, τα παιδιά σήμερα προς τους γονείς τους και προπάντων τα δικά του, που δεν καταλάβαιναν ή δεν ενδιαφέρονταν καθόλου να καταλάβουν τα δυσεπίλυτα βιοτικά προβλήματα και την οικονομική καχεξία της οικογένειάς τους.

Το τελευταίο καιρό μάλιστα, εδώ και δύο μήνες, ο Διονυσίου και τα παιδιά του είχαν κόψει την κουβέντα μεταξύ τους, έτσι που η ολοήμερη βουβαμάρα έκανε το σπίτι να μοιάζει με οίκο κωφαλάλων. Και το πράγμα παρατεινόταν υπέρμετρα, γιατί ο εγωισμός εμπόδιζε την υποχώρηση της μιας ή της άλλης μεριάς, ώστε να σπάσει ή να λιώσει ο δημιουργημένος ανάμεσά τους πάγος. Η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο από την περασμένη βδομάδα, οπότε η συνεννόηση γινόταν πολύ δύσκολα, ακόμα και τα πιο στοιχειώδη και απαραίτητα πράγματα της καθημερινότητας. Και θα ήταν μηδαμινή κι αυτή η συνεννόηση, αν δε μεσολαβούσε η Λάουρα, η γυναίκα του, η οποία είχε καλή και αδιάκοπη επικοινωνία με τα παιδιά, γιατί σε κάθε διαφορά που προέκυπτε, έπαιρνε πάντα το δικό τους μέρος, έστω κι αν αυτό προκαλούσε μετά το τσακωμό της με το Λευτέρη και τον κλονισμό της παλιάς, αρμονικής συμβίωσής της μαζί του.

Όπως και να’ναι, η ατμόσφαιρα του εκνευρισμού και της κατήφειας βάραινε όλο και πιο πολύ στα πρόσωπα του σπιτιού, καταντούσε, μέρα με τη μέρα, ασήκωτη και απειλούσε να διαλύσει την οικογένεια, αν δεν την είχε διαλύσει κιόλας, προσωρινά τουλάχιστον.

Για την παράταση της αφασίας, αλλά και για ό,τι αφορούσε την ουσία των διενέξεων, ο Λευτέρης ήταν πεπεισμένος απόλυτα ότι έφταιγαν τα παιδιά, και αυτό το παραδεχόταν εν μέρει και η Λάουρα, μολονότι διαφωνούσε για τις αιτίες και τις αφορμές. Γι’ αυτό ο ίδιος είχε τη γνώμη ότι εκείνα έπρεπε να σπάσουν την αμοιβαία σιωπή. Επιπλέον, το δικό του πείσμα, το πατρικό, το θεωρούσε δικαιολογημένο, λόγω της μεγαλύτερης ηλικίας του. «Αυτό δα μας έλειπε!…», έλεγε κάθε φορά που συζητούσε το πρόβλημα μέσα κι έξω του. «Τα παλιόπαιδα!… Να κάνουν ό,τι θέλουν, να ξενυχτάνε ή μάλλον να χαζοξενυχτάνε στα ηλίθια και επικίνδυνα στέκια τους, να γυρνάνε λίγο πριν ξημερώσει, να αναστατώνουν το σπίτι, να μη λογαριάζουν ούτε να σέβονται τον πατέρα τους, κι από πάνω να ζητάνε και ρέστα. Και τι ρέστα μάλιστα: Να απαιτούνε από τον μη ευκατάστατο πατέρα τους ένα κάρο χρήματα για να αγοράσουν ο,τιδήποτε έβλεπαν να διαθέτουν τα πλουσιόπαιδα της παλιοπαρέας τους, από πανάκριβα ρούχα και παπούτσια με τις μεγάλες φίρμες, μέχρι μοντέρνες φωτογραφικές μηχανές με φλας, καινούργιο ραδιοκασετόφωνο, στη θέση του απαρχαιωμένου, όπως έλεγαν το παλιό, και στερεοφωνικό συγκρότημα με ηχεία και ενισχυτές για να ξεκουφαίνουν όλη τη γειτονιά, πράγματα δηλαδή υπερφίαλα κι απρόσιτα για το βαλάντιό του, που κόστιζαν ένα διάβολο. Και, επειδή δεν ικανοποιούσε τις παράλογες και ουτοπικές αυτές απαιτήσεις τους, οι κανακάρηδές του να θυμώνουν, να παύουν να του μιλάνε και, το χειρότερο, να μη θέλουν να ξεθυμώσουν με κανένα τρόπο, τόσον καιρό!… Κι όλα αυτά την ώρα που το σπίτι χρειαζόταν άλλα πράγματα, πιο απαραίτητα, όπως ήταν τα καλής ποιότητας έπιπλα για το διαμέρισμα, τα πιο καλά σκεύη της κουζίνας και τα καλά, πορσελάνινα σερβίτσια, τα οποία ζητούσε από καιρό η μητέρα τους για να κάνει κανένα σωστό και ευπρόσωπο τραπέζι σε φίλους και συγγενείς. Αλλά κάτι παρόμοια ήταν εκτός του πεδίου βολής τους και δεν τα σκέφτονταν οι δυο αλλοπαρμένοι νεαροί βλαστοί του. Νοιάζονταν μόνο για τα δικά τους κέφια και κρατούσαν κακία στο δύστυχο πατέρα τους, ο οποίος δε σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά μόνο το δικό τους καλό».

Ο Λευτέρης ένιωσε ξαφνικά ένα σύγκρυο να του διαπερνάει το κορμί. Σταμάτησε τους συλλογισμούς του και κοίταξε έξω από τα θαμπά παράθυρα του λεωφορείου. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει με ορμή και να μπάζει την υγρασία της από τις ανοιχτές πόρτες, κάθε φορά που το κατάφορτο όχημα σταματούσε σε μια στάση για να ανεβοκατεβάσει επιβάτες. Προχώρησε στο διάδρομο σπρωγμένος από τους νεοεισελθόντες. Το σύγκρυο λιγόστεψε και κατόπιν του πέρασε, λόγω της ζεστασιάς που προκάλεσε το νέο πατίκωμα πάνω του των όρθιων συνεπιβατών του, αλλά, ταυτόχρονα, μεγάλωσε και η δυσφορία του από τον ανυπόφορο συνωστισμό, σε βαθμό μάλιστα να ε,εκνευριστεί και να νιώσει μια ζαλάδα. Δεν ανησύχησε όμως πολύ γι’αυτήν, γιατί ήξερε ότι οφειλόταν στο γεγονός ότι ολόκληρη, σχεδόν, τη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι από τη στεναχώρια του για την διαλυτική κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι του.

Σε λίγο, μόλις του πέρασε κάπως η ζαλάδα, απορροφήθηκε πάλι από τις σκέψεις του. Ο νους του καρφώθηκε πάλι στο πρόβλημά του, μολονότι ήταν εξουθενωμένος. Το έβλεπε όμως πως δε μπορούσε να του φύγει από το μυαλό, ούτε στιγμή, το αποκρουστικό γεγονός ότι δε μπορούσε να μιλήσει με τα ίδια του τα παιδιά ούτε κι εκείνα μαζί του, και ότι το κακό αυτό παρατεινόταν εδώ και πάνω από ένα μήνα. Η αφασία, η βουβαμάρα και η κατήφεια κυριαρχούσαν απόλυτα μέσα στο σπίτι και δε φαινόταν πουθενά κάποια ελπίδα ότι θα έπαιρνε κάποιο τέλος αυτό το ατέλειωτο μαρτύριο της αμοιβαίας αντιπάθειας. Πολλές φορές είχε σκεφτεί να φύγει για κάμποσο καιρό από το σπίτι, να ταξιδέψει μόνος του μακριά, να λείψει από τα άσπλαχνα παιδιά του, για να δει αν θα ένιωθαν καθόλου την έλλειψή του, αν θα μετάνιωναν για λίγο, έστω, άλλα και αν θα μετάνιωνε κι ο ίδιος, όμως, τελικά δεν το αποφάσιζε, γιατί δεν ήθελε να στεναχωρήσει τη γυναίκα του.

Την περασμένη νύχτα, όμως, μέσα στο κορύφωμα της παραζάλης του από τη σωματική, τη νοητική, την ψυχική κούραση και από την αγρυπνία, παραμέρισε το τελευταίο εμπόδιο και, κατά τα ξημερώματα, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του, για την επόμενη κιόλας μέρα: Σχολώντας από τη δουλειά του, θα έκαμνε ανάληψη κάμποσων χρημάτων από την τράπεζα και θα έβγαζε ένα εισιτήριο λεωφορείου για τη μακρινή Καλαμάτα, όπου θα κατέφευγε για να ανασάνει, επιτέλους, και να γλιτώσει, προσωρινά τουλάχιστον, για τρεις-τέσσερις μέρες, από την αγχώδη και εκρηκτική ατμόσφαιρα του σπιτιού. Ξανασκέφτηκε τώρα την απόφασή του αυτή και είδε ότι ήταν μια λογική κατάληξη και όχι αποκύημα της νυχτερινής κακοδιαθεσίας και του ξενυχτιού του.

Το λεωφορείο έφτασε στη στάση του Ωδείου Αθηνών, σταμάτησε, κατέβασε μερικούς επιβάτες, ανέβασε άλλους τόσους και συνέχισε την αργή πορεία του. Το στρίμωγμα στο διάδρομο έγινε ακόμα πιο ανυπόφορο τώρα!… Όλοι κρατιόνταν από τις χειρολαβές και τους σιδερένιους σωλήνες που πλαισίωναν τις ράχες των καθισμάτων.. Κρατιόνταν με δύναμη και εσωτερική πίεση, με επιμονή και υπομονή, κάνοντας ταυτόχρονα ένα είδος ακροβασίας, για να βολέψουν όπως-όπως τα κορμιά τους σε θέση ή στάση ανεκτή ή σωστική, ώστε να λιγοστέψουν την βασανιστική ύπαρξή τους μέσα στο διάδρομο του κατάφορτου οχήματος…

Ευτυχώς, ο Λευτέρης είχε μόνο μια στάση ακόμα μπροστά του κι έτσι μπορούσε πιο εύκολα να κάνει υπομονή. Το βάσανο του στριμώγματος στο λεωφορείο, σε λίγο, θα τέλειωνε, θα ανάσαινε επιτέλους, θα απελευθερωνόταν από την καταπίεση και θα γλίτωνε από την παραλυτικήν ακινησία, έστω κι αν τον περίμενε έξω ένα άλλο βάσανο: η βροχή που συνεχιζόταν αδιάκοπα…

Στη στάση του καλλιμάρμαρου Παναθηναϊκού Σταδίου ο Λευτέρης κατέβηκε και προχώρησε γρήγορα στον τοξωτό δρόμο πίσω από το μέγαρο του Ζαππείου, βαδίζοντας σκυφτά, για να προφυλαχτεί από τη βροχή που, με τα νερά της τιναγμένα από ένα ρεύμα κρύου αγέρα, του ράντιζε το πρόσωπο… Είχε μπροστά του ένα ολόκληρο τέταρτο της ώρας δρόμο μέχρι να φτάσει στο γραφείο του και η πορεία του στο πλάι του Εθνικού Κήπου, ως να βρεθεί στη λεωφόρο Αμαλίας, θα ήταν δύσκολη γιατί δεν υπήρχε γύρω του κανένα χτίριο για να προφυλαχτεί από απ’τη βροχή, κανένας τοίχος, καμιά βεράντα, κανένα υπόστεγο…

Ο Λευτέρης γύρισε, ασυναίσθητα, το κεφάλι του πίσω και κοίταξε. Ο κοντός κύριος τον ακολουθούσε αμέριμνος και στεγνός, προφυλαγμένος κάτω από την διάπλατα ανοιγμένη ομπρέλα του, που ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το μικρό του «δέμας».

Ο Διονυσίου πήγε να χαμογελάσει σε βάρος του συνεπιβάτη του, για την εικόνα που παρουσίαζε, αλλά σύντομα απαλλάχτηκε από την μικροκακία του, άλλαξε διάθεση και, αντίθετα, τον μακάρισε λέγοντας μέσα του: «Τι ευτυχισμένος άνθρωπος και τι προνοητικός! Σε τέτοιες στιγμές εκτιμούμε τις χρήσιμες τυπικότητες και σχολαστικότητες των φρόνιμων και οργανωμένων ανθρώπων τους οποίους, αλλιώς, εμείς οι δήθεν έξυπνοι, οι μη τυπικοί και σχολαστικοί, συνήθως, ειρωνευόμαστε και υποτιμούμε».

- Εμπάτε κάτω απ’την ομπρέλα μου, κύριε, άκουσε να του λέει καλόβολα ο κοντός ταχύνοντας το βήμα του. Γίνατε μούσκεμα…

Ο Λευτέρης ξαφνιάστηκε, αλλά έκανε τον περήφανο και αδιάφορο, προσποιούμενος ότι δεν είχε ακούσει τίποτε. Ο κοντός όμως ήρθε στο πλάι του και επέμεινε κάπως επιταχτικά τώρα:

- Ελάτε, μπήτε από κάτω, σας παρακαλώ…

- Ευχαριστώ πολύ, είπε ο Διονυσίου μουρμουριστά και, σκύβοντας σάμπως απρόθυμα, χώθηκε κάτω από την ομπρέλα, γιατί η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.

Περπάτησε λίγα βήματα προφυλάγοντας το κεφάλι και τη ράχη του από το υγρό ράβδισμα, αλλά με το να είναι υποχρεωμένος να σκύβει συνεχώς, διπλωμένος, σχεδόν, στα δύο, το μισό του κορμί έμενε ακάλυπτο από την ομπρέλα και βρεχόταν!…

- Μου δίνετε, σας παρακαλώ, κύριε, την ομπρέλα εμένα; τόλμησε να πει αποφασιστικά ο Λευτέρης που δεν είχε άλλη λύση, εκτός από του να παραιτηθεί από την προστασία και να αποσυρθεί από τη συμπόρευση, με κίνδυνο, βέβαια, να βραχεί ολόκληρος…

- Πάρτε την, απάντησε πρόθυμα ο κοντός. Θα είναι καλύτερα και για μένα.

Ο Λευτέρης πήρε το χερούλι της ομπρέλας, το κράτησε γέρνοντάς το ελαφρά προς το μέρος του ιδιοκτήτη, για να τον καλύπτει απόλυτα, όρθωσε κατόπιν το κορμί του με άνεση και άρχισε να βαδίζει πια με μικρότερα βήματα, για να συντονίζεται με τον καλό και μικρόσωμο συνοδοιπόρο του, προφυλαγμένος, επιτέλους, ολόκληρος από τη συνεχιζόμενη βροχή.

- Σας είδα στη στάση – είπε ο κοντός – κι άλλη φορά. Θα πρέπει να είμαστε γείτονες.

- Έτσι φαίνεται, απάντησε ο Λευτέρης κοφτά. Πού μένετε;

Ο κοντός απάντησε και, με έκπληξή τους, ανακάλυψαν και οι δύο ότι έμεναν στον ίδιο δρόμο, σε πολυκατοικίες που απείχαν, η μια από την άλλη, μόλις πεντακόσια μέτρα.

Συνεχίζοντας την κουβέντα κάτω από την ομπρέλα και δίνοντας πληροφορίες ο ένας για τον άλλο, προχώρησαν στην αμοιβαία γνωριμία. Ο συνοδοιπόρος του Λευτέρη λεγόταν Κωνσταντίνος Σακρής, ήταν καθηγητής θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και βρισκόταν στην Αθήνα με αναρρωτική άδεια. Τώρα πήγαινε στο υπουργείο παιδείας για να ρυθμίσει κάποιο ζήτημα και την επόμενη μέρα το πρωί θα έφευγε αεροπορικώς για τη θέση του. Ο Διονυσίου πάλι του είπε τα δικά του και, στο τέλος, πρόσθεσε:

- Κι εγώ ταξιδεύω αύριο, αλλά για λόγους αναψυχής. Θα πάρω μια άδεια άνευ αποδοχών από το αφεντικό μου και θα αναχωρήσω προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς την Καλαμάτα!…

- Αλήθεια; ρώτησε με συγκρατημένη έκπληξη ο κ. Σακρής. Τι σύμπτωσις!… Και θα φύγετε πρωί, όπως εγώ;

- Όχι. Θα φύγω το απόγευμα με το λεωφορείο. Το πρωί θα δουλέψω, για να κερδίσω τη μέρα μου.

Φτάνοντας στην οδό Μητροπόλεως, σταμάτησαν, γιατί θα χώριζαν πια. Αντάλλαξαν κάρτες με διευθύνσεις και τηλέφωνα και έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση ότι θα ξαναβλέπονταν. Χαιρέτησαν, ο κ. Σακρής πήρε τον κατήφορο για το υπουργείο του και ο Διονυσίου συνέχισε την πορεία του προς το γραφείο, προσπαθώντας να προφυλαχτεί από τη βροχή με το να περπατάει δίπλα-δίπλα, σχεδόν κολλητά, στους τοίχους των χτιρίων ή κάτω από υπόστεγα, τέντες και μπαλκόνια.

Πριν από το μεσημέρι, σ’ένα διάλειμμα της δουλειάς του, ο Λευτέρης πήγε στην τράπεζα, έκανε ανάληψη χρημάτων και κατόπιν έβγαλε το περιπόθητο εισιτήριο της φυγής.

Την άλλη μέρα, το πρωί, στη στάση, δεν συνάντησε, φυσικά, τον κοντό θεολόγο, αφού εκείνος θα ταξίδευε την ίδιαν ώρα για τη Θεσσαλονίκη, αλλά ούτε και ο καιρός ήταν βροχερός για να πάρει την ομπρέλα του. Απεναντίας, είχε μια λιακάδα γεμάτη γλύκα. Ωστόσο, ο Λευτέρης Διονυσίου δε μπορούσε να τη χαρεί. Ήταν και πάλι ξάγρυπνος, δεν είχε κοιμηθεί ούτε τη μισή νύχτα, σκεπτόμενος τα ίδια και τα ίδια άλυτα προβλήματα που είχε με τα αγόρια του και τη μεγάλη αποξένωσή του από αυτά. Ένιωθε πολύ κουρασμένος, σαν να είχε δουλέψει χειρωνακτικά για ώρες ολόκληρες, το μυαλό του ήταν θολό και η διάθεσή του απαισιόδοξη. Η μόνη του παρηγοριά ήταν το εισιτήριο που φύλαγε στην τσέπη του και η σκέψη ότι το ίδιο απόγευμα θα έκαμνε το λυτρωτικό ταξίδι, το οποίο θα του επέτρεπε να απομακρυνθεί για μέρες από το σπίτι του, που τόσο πολύ τον πλήγωνε τελευταία.

Δούλεψε όλο το πρωινό με τη σκέψη της Καλαμάτας στο μυαλό και όταν σχόλασε πήρε το λεωφορείο της συνοικίας του. Κατέβηκε στη στάση της γειτονιάς του και έκανε να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο της μικρής λεωφόρου για να πάρει τον, κάθετο σ’αυτήν, δρόμο προς το σπίτι του. Η κίνηση όμως ήταν μεγάλη και έκρινε αναγκαίο να περιμένει λίγο, ώσπου να αραιώσουν τα αυτοκίνητα που έτρεχαν γρήγορα, το ένα πίσω απ’ το’ άλλο, σαν κυνηγημένα…

Μετά από λίγο, ξαφνικά, σταμάτησε μπροστά του ένα ταξί με έναν επιβάτη στο πίσω μέρος του σαλονιού. Ο ταξιτζής άνοιξε το παράθυρο και ρώτησε το Λευτέρη αν ξέρει αγγλικά.

- Όχι, του απάντησε εκείνος. Μόνο λίγα γαλλικά.

Μόλις το άκουσε αυτό ο οδηγός χάρηκε και είπε στο Λευτέρη να το γνωστοποιήσει στον επιβάτη του. Ο Διονυσίου συμμορφώθηκε και ο ξένος έδειξε να χαίρεται ακόμα πιο πολύ. Άνοιξε μάλιστα κι εκείνος το παράθυρό του και βιάστηκε να πει σε καλά γαλλικά ότι είναι ιδιαίτερα ενθουσιασμένος που θα μπορέσει, επιτέλους, να συνεννοηθεί με κάποιον, ώστε να λύσει το πρόβλημά του.

- Ο οδηγός δεν ξέρει καμιά γλώσσα, αλλά κι εγώ ο ίδιος δε μιλάω καθόλου τα ελληνικά, πρόσθεσε. Είμαι ξένος, Αμερικάνος.

«Αυτό δα κάνει μπαμ!…», σκέφτηκε ο Λευτέρης, που εντυπωσιάστηκε από το ρόδινο χρώμα του χοντρού προσώπου του, την παχιά σιλουέτα του, το χτυπητό κίτρινο χρώμα της γραβάτας του και το νεοπλουτικό καφέ βελούδινο σακάκι του.

Την χαρά του θέλησε να εκφράσει με λόγια, αμέσως μετά τον επιβάτη, και ο οδηγός, ο οποίος αναφώνησε ανακουφιστικά:

- Δόξα τω θεώ!… Θα μάθω, επιτέλους, τι θέλει αυτός ο «μάπας».

- Ποιό είναι το πρόβλημα; ρώτησε ο Λευτέρης.

- Περάστε μέσα, παρακαλώ, είπε με ευγενικό τρόπο ο επιβάτης ανοίγοντας την πόρτα του και μετακινούμενος λίγο στη θέση του.

- Όχι ευχαριστώ. Μόνο πέστε μου τι θέλετε. Βιάζομαι, είπε ο Λευτέρης.

- Ελάτε πιο πέρα. Εδώ εμποδίζουμε τη κίνηση, πρότεινε ο ταξιτζής και, πατώντας ελαφρά το γκάζι, προχώρησε μερικά μέτρα πιο μπροστά. Κατόπιν ανέβηκε με τις δυο ρόδες του αυτοκινήτου στο πεζοδρόμιο και σταμάτησε. Ο Λευτέρης ακολούθησε.

- Λοιπόν, είπε ο ξένος, είμαι καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Μινεάπολης και σήμερα το πρωί ήρθα από την Κωνσταντινούπολη, όπου συμμετείχα σε ένα συνέδριο. Πήγα στο σπίτι του φίλου μου, του καθηγητή Μακρή, εδώ κοντά, για να του δώσω αυτά τα δώρα που του έφερα από την Αμερική, αλλά δεν τον βρήκα εκεί. Η υπηρέτριά του δεν ήξερε αγγλικά ούτε και γαλλικά και έτσι δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε. Ρωτήστε, σας παρακαλώ, τι είπε στον ταξιτζή, για να καταλάβω, γιατί βιάζομαι κι εγώ να πάω στο αεροδρόμιο και δεν ξέρω τι να τα κάνω αυτά τα μεγάλα και πανάκριβα δώρα.

- Τι συνέβηκε, λοιπόν; ρώτησε τον οδηγό με μεγάλη περιέργεια ο Λευτέρης, όταν άκουσε, με έκπληξή του, να αναφέρεται από τον επιβάτη το όνομα του κοντού καθηγητή της θεολογίας, ελαφρά αλλοιωμένο, βέβαια, - Μακρής, αντί Σακρής -, αλλά δεν έδωσε σημασία στο γεγονός, γιατί σκέφτηκε ότι ίσως ο ξένος να μη μπορούσε να το προφέρει σωστά ή να μην το θυμόταν ο ίδιος καλά.

- Ελάτε, καθήστε εδώ, ξαναπρότεινε ο επιβάτης ανοίγοντας πιο πολύ την πόρτα και παραχωρώντας του μια θέση στο ταξί.

Ο Λευτέρης τούτη τη φορά δεν έφερε αντίρρηση. Ήταν, άλλωστε, κουρασμένος, το σώμα του βαρύ από το ξενύχτι και το κεφάλι του κουρκουτιασμένο από την πρωινή δουλειά στο γραφείο. Επιπλέον, δεν ήθελε να στέκεται κι άλλο όρθιος στο πεζοδρόμιο και να συζητάει με γερτό το κορμί, σκύβοντας στο παράθυρο του Αμερικάνου. Κάθησε όμως στην άκρη-άκρη του σαλονιού, έχοντας μισάνοιχτη την πόρτα και το δεξί του πόδι σχεδόν απ’έξω, ώστε, αν είχαν κανέναν κακό σκοπό οι άγνωστοι τούτοι άνθρωποι – τόσα και τόσα λέγονται και ακούγονται, αλλά και γίνονται τελευταία στην Αθήνα -, να μπορεί να πεταχτεί έξω από το ταξί!…

- Τι συνέβηκε, λοιπόν; ξαναρώτησε τον ταξιτζή ο Λευτέρης.

- Πήγαμε στο σπίτι του καθηγητή, διηγήθηκε εκείνος, και χτυπήσαμε την πόρτα του διαμερίσματός του. Βγήκε η υπηρέτριά του. «Θέλουμε τον κύριο Μακρή», της είπα. «Δεν είναι εδώ», απάντησε η κοπέλα. «Πού είναι;» τη ρώτησα. «Λείπει στη Ρόδο», είπε και μας έκλεισε την πόρτα απότομα.

- Στη Ρόδο; ρώτησε παραξενεμένος ο Λευτέρης που είχε ακούσει από τον ίδιο το θεολόγο ότι θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη.

- Ναι, στη Ρόδο, για μια δουλειά του, απάντησε ο ταξιτζής και συνέχισε: Πέστε τα αυτά στον Αμερικάνο.

Ο Διονυσίου μετάφρασε τα τελευταία λόγια του οδηγού.

- Αυτό το κατάλαβα κι εγώ, να πάρει ο διάβολος, είπε ο επιβάτης στεναχωρημένος και αγανακτισμένος. Τι άλλο του είπε η υπηρέτρια; Αυτό ρωτήστε. Πότε θα γυρίσει από τη Ρόδο;

Ο Λευτέρης μετάφρασε το ερώτημα.

- Μετά από μια βδομάδα, απάντησε ο οδηγός.

- Ω, θεέ μου!… Τι έπαθα!…, αναφώνησε σαν να είχε γίνει καμιά συφορά. Εγώ φεύγω σήμερα. Τι θα τα κάνω αυτά;

Ο Λευτέρης κοίταξε μπροστά του, στη θέση του συνοδηγού, και αριστερά από τον επιβάτη, αυτά που έδειχνε ο τελευταίος: Ήταν κάτι μεγάλα και μικρά χρωματιστά κουτιά με ξένες επιγραφές.

- Τι είναι αυτά; ρώτησε εξετάζοντάς τα ακόμα με τα μάτια του.

- Δυο κούτες με σερβίτσια από πορσελάνη Βαυαρίας, μια φωτογραφική κάμερα με φλας, ένα ραδιοκασετόφωνο και ένα στερεοφωνικό συγκρότημα με τα ηχεία του. Τι να τα κάνω όλα αυτά τώρα που φεύγω;

Και ενώ ο ξένος άνοιγε ένα-ένα τα κουτιά και έδειχνε το περιεχόμενό τους, χωρίς κανείς να του το έχει ζητήσει, στο νου του Λευτέρη ήρθαν πάλι τα αγόρια του, τούτη τη φορά όμως όχι με δυσφορία, αλλά με μια διάθεση στοργής και κατανόησης. Αναθυμήθηκε πόσο λαχταρούσαν και τα δύο να είχαν αυτή την ηλεκτρονική συσκευή με τα στερεοφωνικά εξαρτήματά της, αλλά και την φωτογραφική κάμερα, και το ραδιοκασετόφωνο!… Αναθυμήθηκε ακόμα, πόσο στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να τους τα αγοράσει, όσο κι αν τα μάλωνε για τις ανεδαφικές επιθυμίες τους. Θυμήθηκε όμως και την επιθυμία της Λάουρας να αποχτήσει πορσελάνινα σερβίτσια, και η στεναχώρια του μεγάλωσε τώρα πιο πολύ. Οι πληγές της ψυχής του αναξέστηκαν πάλι αναπάντεχα και τα μελαγχολικά αισθήματα, που είχαν παραμεριστεί ξανά και τον απορρόφησαν προκαλώντας του μιαν ολιγόστιγμη αφηρημάδα.

Από την τελευταία τον συνέφερε ο επιβάτης που επανέλαβε:

- Πέστε μου, κύριοι, τι να τα κάνω;

Ο Λευτέρης και ο ταξιτζής έμεινα σιωπηλοί και σκεφτικοί για λίγο ακόμα, ώσπου ο δεύτερος πρότεινε;

- Πέστε του Αμερικάνου να τα αφήσει στου κύριου Μακρή, αφού σε κείνον σκόπευε να τα χαρίσει.

Ο Λευτέρης βρήκε τα λόγια του οδηγού πολύ λογικά, γιατί περιείχαν μέσα τους μια λύση απλή, σαν το αυγό του Κολόμβου. Τα μετάφρασε αμέσως, αλλά ο ξένος δεν έδειξε να ενθουσιάζεται:

- Όχι, όχι!… Δεν τα αφήνω στην υπηρέτρια. Θέλω να τα δώσω στα χέρια του ίδιου του γαμπρού μου.

- Ποιου γαμπρού σας; ρώτησε έκπληκτος ο Λευτέρης. Ο κύριος Μακρής, όπως τον λέτε, είναι και γαμπρός σας;

- Ναι, παντρεύτηκε την αδελφή μου που μένει στην Αμερική.

- Δεν το’ ξερα αυτό.

- Τον γνωρίζετε τον κύριο Μακρή;

- Νομίζω, ναι, αλλά τον ξέρω ως Σακρή.

- Όχι, Μακρή τον λένε, αλλά δεν πειράζει. Το ίδιο κάνει. Το πρόβλημα είναι τι θα τα κάνω αυτά εδώ, τώρα που λείπει.

- Αφού δε θέλετε να τα αφήσετε στο σπίτι του καθηγητή, τότε πάρτε τα μαζί σας πίσω, στην Αμερική, πρότεινε και ο Λευτέρης χωρίς να βασανίσει πολύ στο μυαλό του την πρότασή του.

Συνάντησε όμως πάλι την άμεση, κατηγορηματική και κάπως οργισμένη άρνησή του:

- Δεν θέλω, δεν θέλω!… Πού να τα κουβαλάω πάλι πίσω; Να πάρει ο διάβολος για ατυχία!… Κι έδωσα τόσα λεφτά να τα αγοράσω…

- Ας τα πουλήσει, πρότεινε πάλι πολύ λογικά ο ταξιτζής.

Ο Διονυσίου μετάφρασε.

- Πού να βρω άνθρωπο να τα αγοράσει τώρα!…, αντέδρασε πιο οργισμένος ο Αμερικάνος. Έτσι, που βιάζομαι να φύγω στην Αμερική…

- Πόσο κοστίζουν, ρώτησε ο ταξιτζής.

- Πολλά δολλάρια!… Πολλά…, απάντησε ο επιβάτης αόριστα μόλις του μετάφρασε ο Λευτέρης την ερώτηση.

- Πόσο τα δίνει;

Ο Λευτέρης ξαφνιάστηκε και κοίταξε στα μάτια τον οδηγό.

- Σας ενδιαφέρουν; τον ρώτησε με κάποια προσωπική, θαρρείς, έγνοια, σαν να είχε κάνει το πρόβλημα του Αμερικάνου και δικό του πρόβλημα, για το οποίο τώρα διέβλεπε μια πιθανή λύση του.

- Με ενδιαφέρουν, απάντησε αμέσως ο οδηγός κατακόκκινος από μια παράξενη και ανεξήγητη ταραχή, που έμοιαζε με βουλιμία και φόβο μαζί. Με ενδιαφέρουν, γιατί μπορεί να είναι μια μεγάλη ευκαιρία. Ποιός το ξέρει. Ρωτήστε τον, σας παρακαλώ.

Όταν άκουσε την ερώτηση ο ξένος, χωρίς να χάσει το αγχώδες και οργισμένο ύφος του, έβγαλε το στυλό του και ένα χαρτί και άρχισε να γράφει διάφορα νούμερα. Στο τέλος έγραψε ένα 90.000 και το υπογράμμισε, λέγοντας:

- Ενενήντα χιλιάδες τα δίνω, έτσι για χάρισμα, για να τα ξεφορτωθώ. Που να τα κουβαλάω πάλι πίσω, στην Αμερική; Κοιτάξτε τι ακριβά πράματα που είναι και τα προσφέρω σχεδόν τζάμπα…

Άνοιξε πάλι τα κουτιά δείχνοντας βιαστικά το περιεχόμενό τους. Ο ταξιτζής αναψοκοκκίνησε πιο πολύ και με ταραγμένη φωνή βιάστηκε να πει:

- Πέστε του ότι εγώ τα παίρνω!…

Ο Λευτέρης ένιωσε ανακούφιση, που θα βοηθούσε να δοθεί μια αίσια λύση στο πρόβλημα που προέκυψε από την απουσία του θεολόγου, αλλά, ταυτόχρονα, αναδεύτηκε μέσα του και ένα αίσθημα ζήλειας. Θα μπορούσε, ίσως, σκέφτηκε, να τα αγόραζε ο ίδιος και να ικανοποιούσε έτσι, έστω και καθυστερημένα, την παλιά λαχτάρα των δυο παιδιών του, αλλά και της γυναίκας του, για να μην έχει πια μέσα του τα συμπλέγματα ενοχής, τα οποία τον κρυφόκαιγαν αδιάκοπα και τα οποία είχαν αποτελέσει, ίσως και τις αιτίες, της οικογενειακής του κακοδαιμονίας. Μετάφρασε τα λόγια του ταξιτζή.

- Πέστε του εντάξει, αναφώνησε χαρούμενος ο επιβάτης. Ας μου δώσει τα χρήματα και ας τα πάρει.

Ο ταξιτζής έδειξε και εκείνος χαρούμενος, όταν του διαβίβασε ο Λευτέρης τη φράση του επιβάτη του. Επανέλαβε μάλιστα τη λέξη «εντάξει» στα αγγλικά, συλλαβίζοντάς την, «ο-κε-υ», αλλά πρόστεσε:

- Δεν έχω τόσα χρήματα μαζί μου. Θα πάμε στο σπίτι μου, στο Πέραμα, να πάρω και να του τα δώσω.

- Πόση ώρα απέχει από δω το Πέραμα; ρώτησε ο ξένος, όταν άκουσε τη μετάφραση του Λευτέρη.

Ο οδηγός, σαν να βιαζότανε, μόλις άκουσε μεταφρασμένη την ερώτηση από το Λευτέρη, απάντησε αμέσως:

- Μιάμιση ώρα. Άλλη μιάμιση ώρα θα κάνω για να τον πάω στο αεροδρόμιο.

- Ω, είναι μακριά, είπε απογοητευμένος πάλι ο ξένος, όταν του μετέφρασε ο Διονυσίου την απάντηση του ταξιτζή. Δεν προφταίνουμε. Θα χάσω το αεροπλάνο. Πρέπει να είμαι στις τέσσερις στο αεροδρόμιο. Και είναι τρεις τώρα. Φτου να πάρει ο διάβολος!… Τι ατυχία!… Τι θα κάνω τώρα;

Έπεσε πάλι σιωπή μέσα στο ταξί. Ο Λευτέρης λυπόταν για το αδιέξοδο που παρουσιάστηκε ξανά, και σκεφτόταν αδιάκοπα ποια λύση θα μπορούσε να βρεθεί. Και, ξαφνικά, ένιωσε να φουντώνει και να σπάει κάτι μέσα του, σαν να γκρεμίστηκε κάποιο παλιό φράγμα και να ξεχύθηκε ένας πλημμυρισμένος ποταμός καλοσύνης και γουβαρδοσύνης στα φαρδιά σπλάχνα του!… Την ίδια στιγμή κιόλας πήρε την τολμηρή απόφαση να αγοράσει ο ίδιος τα δώρα, χωρίς να σκεφτεί ούτε τι σήμαινε για τον ίδιο το ποσόν που θα έπρεπε να δώσει ούτε σε ποιόν θα το έδινε, αλλά ούτε και τι ακριβώς θα έπαιρνε. Πήρε την απόφαση, μάλλον χωρίς να χρησιμοποιήσει τη σκέψη του κουρασμένου απ’τις αγρυπνίες μυαλού του, κυριαρχημένος μόνο από το συναίσθημα και την ιδέα του: θα βοηθούσε τον ξένο άνθρωπο που στεναχωριόταν και βρισκόταν σε απόγνωση, αλλά, ταυτόχρονα, θα επωφελιόταν από μια καλή ευκαιρία για να εκπληρώσει τις παλιές επιθυμίες των θυμωμένων παιδιών του. «Ας πάει και το παλιάμπελο», είπε μέσα του. «Είμαι εξαντλημένος. Δεν αντέχω τις εκκρεμότητες, δεν αντέχω τίποτε, ακόμα και το πείσμα μου. Ας πάει στο διάβολο κι αυτό!…»

- Τα αγοράζω εγώ!…, είπε κοφτά και έκανε τον ξένο να λάμψει ολόκληρος από χαρά. Το ρόδινο πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο όπως του ταξιτζή και το στόμα του ξεχείλησε από λόγια ευγνωμοσύνης:

- Ω, ευχαριστώ πολύ, κύριε!… Ευχαριστώ πάρα πολύ!.. Ω, θα σας είμαι ευγνώμων. Χαίρομαι που είχα την τύχη να σας συναντήσω και να σας γνωρίσω. Χαίρομαι πολύ. Πάρα πολύ. Ο θεός να σας έχει καλά πάντοτε. Αλλά, που είναι το σπίτι σας;

- Εδώ κοντά, απέναντι. Μένω στον ίδιο δρόμο με τον κύριο Σακρή.

Ο ταξιτζής, χωρίς να χάσει καιρό, αμέσως μόλις του το επέτρεψε η κυκλοφορία στη λεωφόρο, έστριψε αριστερά, πέρασε στο απέναντι ρεύμα και σε λίγο μπήκε στο δρόμο που βρισκόταν η πολυκατοικία του Λευτέρη. Όταν σίμωσαν στο ύψος της, ο τελευταίος είπε στον οδηγό να στρίψει αριστερά και να μπει στο πάρκιγκ που υπήρχε στην πιλοτή, για να μην έχει το πρόβλημα του παρκαρίσματος στο στενό δρόμο με τα διάφορα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε.

- Δεν μπορώ να μπω. Το αυτοκίνητό μου έχει δυσκολία στη στροφή. Είναι και μεγάλο…

Ο Λευτέρης επέμενε λέγοντας ότι είναι πολύ εύκολη η είσοδος των αυτοκινήτων στην πιλοτή της πολυκατοικίας, ενώ το πάρκιγκ είναι άνετο, ακόμα και για πολύ μεγάλα αμάξια, αλλά ο οδηγός, σαν να μην άκουσε τίποτε, προχώρησε πιο πέρα από την είσοδο και πάρκαρε δεξιά, στο δρόμο, όπου βρήκε μια άδεια θέση.

Αμέσως κατόπιν κατέβηκε και άδειασε το ταξί του από τα δώρα. Ακολούθησε η μεταφορά τους ως την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Οι δύο ξένοι φρόντισαν, ευγενικά, να σηκώσουν οι ίδιοι να κουβαλήσουν ως εκεί τις τρεις μεγάλες και βαριές κούτες, αφήνοντας στο Λευτέρη τα δύο μικρά και αλαφρά κουτιά.

Ο οδηγός γύρισε στο ταξί του, ενώ οι άλλοι δύο φόρτωσαν τις κούτες στο ασανσέρ και ανέβηκαν στον πέμπτο όροφο. Ο Λευτέρης άνοιξε την εξώπορτα του διαμερίσματος και βοήθησε τον ξένο να μπάσει τα πράγματα μέσα, στο σαλόνι.

Εκεί, ακούγοντας τους θορύβους, παρουσιάστηκε ο μεγάλος γιος του Διονυσίου, ο Σάκης. Μόλις είδε τα καλαμπαλίκια, ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, ώστε του «λύθηκε η μιλιά» και ρώτησε τον πατέρα του με τόνο επιτιμητικό:

- Τι συμβαίνει, πατέρα; Τι είναι αυτά;

Ο Λευτέρης του εξήγησε βιαστικά και σύντομα με ένα λόγο, τι είναι, αλλά με έκπληξή του παρατήρησε ότι ο γιος του, αντί να χαρεί, δυσαρεστήθηκε.

- Τόσα λεφτά!… Μα γιατί;

Στην προσπάθεια του Λευτέρη να του πει πόσο φτηνά αγόρασε τα πράγματα, εκείνος αντέτεινε ότι ήταν περιττά όλα αυτά και τον μάλωνε που θα έκανε τόσα έξοδα για άχρηστα ψώνια, που δεν φαίνεται να ήταν και υψηλής ποιότητας, γιατί δεν είχαν επάνω του καμιά γνωστή του φίρμα!…

Ο Λευτέρης έμεινε άφωνος από την αναπάντεχη αντίδραση του γιού του, αλλά, ταυτόχρονα, χάρηκε από μέσα του που τον άκουσε, επιτέλους, να του μιλάει!… Πήγε να του αναπτύξει τα επιχειρήματά του για το πόσο μεγάλη ευκαιρία του έτυχε, ώστε να μη λυπηθεί τα ενενήντα χιλιάρικα, αλλά δεν τον άφησε να συνεχίσει ο ξένος, ο οποίος, προβάλλοντας τη βιασύνη του ως δικαιολογία, παρενέβηκε και προσπάθησε με χαζοχαρούμενο ύφος και με σπασμωδικό χιούμορ, λέγοντας διάφορα άσχετα πράγματα, να προσεταιριστεί το Σάκη, να του αλλάξει τη δύσθυμη διάθεση τουλάχιστον, ή να περισπάσει την προσοχή του. Ανάμεσα στα άλλα, του έκανε και διάφορες ερωτήσεις για το σχολείο του, για τα μαθήματά του, τον συγχάρηκε για τα άριστα γαλλικά που μιλούσε, τον ρώτησε που τα είχε μάθει, αλλά ο γιος του Λευτέρη δεν άλλαζε την κακή διάθεσή του, αλλά ούτε και τη δύσπιστη και ψυχρή στάση του απέναντι στον ξένο που τον έβλεπε σαν άρπαγα των χρημάτων του σπιτιού.

Σε λίγο φάνηκε ο μικρότερος γιος του Λευτέρη, ο Πέτρος, που είχε ακούσει από μέσα τις κουβέντες, κατάλαβε τι συνέβηκε και βγήκε από το δωμάτιό του να εκφράσει κι αυτός τη δυσαρέσκειά του για τη σπατάλη του πατέρα. Τον παρέλαβε όμως αμέσως κι αυτόν ο ξένος και τον απασχόλησε με ΄άσχετες κουβέντες, ώσπου να πάει ο Λευτέρης στο δωμάτιό του και να φέρει τα χρήματα.

Όταν πήρε στα χέρια του το μάτσο με τα πεντοχίλιαρα, τα έβαλε αμέσως στην τσέπη του χωρίς να τα μετρήσει και βιάστηκε να χαιρετήσει και να φύγει σαν κυνηγημένος από το διαμέρισμα.

Ακολούθησε μια ζωηρή και σύντομη κουβέντα του Λευτέρη με τα αγόρια του, τα οποία, ανοίγοντας τις κούτες και βλέποντας το περιεχόμενό τους, άρχισαν να γκρινιάζουν πιο έντονα και να μαλώνουν ασυγκράτητα τον πατέρα τους για την «γκάφα» του.

- Γκάφα; Τι λέτε εκεί πέρα; Τόσα και τέτοια πράματα τζάμπα!…

- Μα δε βλέπεις, πατέρα, ότι δεν είναι πράματα καμιάς από τις γνωστές εταιρείες; είπε ο Σάκης. Βλέπεις εσύ καμιά μάρκα γνωστή επάνω τους;

- Όχι βέβαια. Δεν βλέπω να είναι από τις μάρκες που ακούω, άθελά μου, στις διαφημίσεις. Εκείνες οι μάρκες όμως είναι πανάκριβες, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό, νομίζω πως δεν έχει και τόση σημασία, παιδί μου, η φίρμα, μιας και αγόρασα τα ίδια πράματα, έστω και άγνωστης φίρμας, τόσο φθηνά.

- Έχει και παραέχει, είπε κι ο Πέτρος, γιατί μπορεί να είναι «μαϊμούδες».

- Όχι «μπορεί». Είναι «μαϊμούδες», βεβαίωσε ο Σάκης σαν να ήταν ειδήμονας. Δεν τα βλέπεις; Ποιός ξέρει από ποιά Ταϊβάν ή Μαλαισία είναι φερμένα. Αχ, τι πάθαμε!…

- Μα για όνομα του θεού!… Για ποιες μαϊμούδες μου μιλάτε; Τι είναι αυτά που τσαμπουνάτε εκεί πέρα; Πάψτε πια!…, ξέσπασε ο Λευτέρης με οργισμένο τόνο.

Η οργή τούτη έμοιαζε να στρέφεται και εναντίον του εαυτού του, έστω κι αν αυτός ο εαυτός του, επειδή ήταν εξουθενωμένος από την κορύφωση της συναισθηματικής παραζάλης και της ψυχικής κόπωσης τόσων ημερών, και επειδή ήθελε να εξυπηρετήσει τον ευρισκόμενο σε δύσκολη θέση ξένον άνθρωπο, αλλά και επειδή, προπάντων, επιθυμούσε να ικανοποιήσει τις παλιές, δηλωμένες λαχτάρες των δικών του ανθρώπων, δε σκέφτηκε τι αγόραζε ούτε εξέτασε τη ποιότητα ή τη φίρμα των προϊόντων, παρά βιάστηκε να τα αποκτήσει πληρώνοντας όσο-όσο. Ωστόσο, μαζί με την οργή του, με την οποία πάσκιζε να εξουδετερώσει την αντίδραση των παιδιών του και να κατασιγάσει τις προσωπικές του τύψεις, ξεχείλισε μέσα και το πικρό συναίσθημα ότι η μεγάλη θυσία του δεν έβρισκε ανταπόκριση στα αχάριστα παιδιά τέκνα του.

Ωστόσο, το ξέσπασμα δεν τον ηρέμησε αρκετά, οπότε, άρχισε να ανοίγει ένα-ένα τα κουτιά και να τα βγάζει έξω, σπασμωδικά και γρήγορα-γρήγορα, το περιεχόμενό τους… Το αποτέλεσμα ήταν να απογοητευτεί και ο ίδιος: Η φωτογραφική κάμερα ήταν ελαφριά, σαν πούπουλο, φτιαγμένη από φτηνή πλαστική ύλη, το ραδιοκασετόφωνο ήταν κι αυτό ανάλαφρο, σαν ψεύτικό, ενώ το στερεοφωνικό με τα δύο ηχεία του, εκτός που δεν είχε ενισχυτές, ήταν και αυτό ελαφρύ, από το πλαστικό υλικό της δεκάρας. Όσο για τα μεγαλύτερα κουτιά με τα σερβίτσια, το ένα περιείχε φτηνά πιατικά και φλιντζάνια, χωρίς καμιάν απολύτων φίρμα, ενώ το άλλο, το βαρύτερο και ίσως το πιο γνήσιο από όλα, ήταν γεμάτο με πορσελάνινα που είχαν τη στάμπα της «μπαβάρια».

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σπίτι γυρίζοντας από τη δουλειά της και η Λάουρα. Μόλις είδε τα ανοιγμένα κουτιά, τα σκόρπια ηλεκτρονικά και τα σερβίτσια, και έμαθε τι συνέβηκε στο σπίτι της, έβαλε τις φωνές, σαν να την έπιασε υστερία!… Ο Λευτέρης με πολύ κόπο κατάφερε να την ηρεμήσει κάπως, αλλά δεν πέτυχε να την πείσει για τη σκοπιμότητα της «μεγάλης αγοράς».

- Μα τι χρειάζονταν όλα αυτά τα περιττά πράγματα, Λευτέρη; επέμενε εκείνη. Θα τρελαθώ!… Πώς έδωσες τόσα χρήματα για πράγματα που δεν φαίνονται να είναι και σόι, αλλά και σε μια εποχή που έχουμε και τόσες άλλες επείγουσες ανάγκες;

Ο Διονυσίου ταράχτηκε σύγκορμα!… Ένιωσε, ξαφνικά, σαν να ξυπνούσε απότομα από ένα απατηλά ωραίο όνειρο και να προσγειωνόταν στη μαύρη και σκληρή πραγματικότητα!… Το έβλεπε πια, ότι σίγουρα έκανε μια μεγάλη γκάφα, μα ταυτόχρονα κυριεύτηκε και από μιαν αγωνιώδη επιθυμία, ένα τρελό πάθος, να διορθώσει, αν το μπορούσε, στα γρήγορα το κακό.

- Πρέπει να πάω στο σπίτι του Σακρή αμέσως, είπε και, τρέχοντας στο γραφείο του, βρήκε την κάρτα με τη διεύθυνση που του είχε δώσει ο θεολόγος. Έριξε μια ματιά και διάβασε γρήγορα το όνομα:

- Σακρής, λοιπόν, και όχι Μακρής!… Ωστόσο πρέπει να ρωτήσω την υπηρέτριά του για να δω αν ήταν, τουλάχιστον, αλήθεια τα άλλα που είπαν. Αν ήταν, θα του δώσουμε, μόλις γυρίσει στην Αθήνα, τα δώρα του και θα πάρουμε τα χρήματά μας πίσω. Είναι καλός άνθρωπος ο κύριος καθηγητής. Θα δείξει κατανόηση.

- Θα ‘ρθω κι εγώ μαζί σου, είπε ο Πέτρος και ακολούθησε τον πατέρα του που είχε ορμήσει στην έξοδο.

- Προσέξτε, το ασανσέρ!…, φώναξε η Λάουρα. Δε δουλεύει. Εγώ ήρθα με τα πόδια…

- Τι λες εκεί πέρα, καλή μου; Μόλις προλίγου το χρησιμοποιήσαμε για να ανεβάσουμε τα πράγματα με τον Αμερικάνο.

- Άκου που σου λέω, Λευτέρη. Δε δουλεύει. Χάλασε…

Και πράγματι. Όταν πάτησε ο Διονυσίου το κουμπί της κλήσης, διαπίστωσε ότι ο ανελκυστήρας δε λειτουργούσε: Δεν άναβε το φωτάκι, ο θάλαμος δεν ανέβαινε και η πόρτα, που δοκίμασε να την ανοίξει, παρέμενε κλειστή και σκοτεινή…

Ο Λευτέρης κατέβηκε με το γιο του τους πέντε ορόφους τρέχοντας και πηδώντας δύο-δύο τα σκαλοπάτια. Κάτω στο δρόμο το ταξί δε φαινόταν, βέβαια, πουθενά, ύστερα από τόση καθυστέρηση. Θα είχε φύγει προ πολλού. «Άλλωστε, γι’αυτό το λόγο, πιθανότατα», σκέφτηκε ο Λευτέρης καθώς έτρεχε προς το σπίτι του θεολόγου, «δεν ήθελε ο οδηγός να μπει στο πάρκιγκ της πολυκατοικίας μας, στην πιλοτή. Για να μπορεί να το σκάσει αμέσως μόνος ή με το σύντροφό του, χωρίς ούτε ενός λεπτού καθυστέρηση, ό,τι κι αν συνέβαινε. Συνένοχος, λοιπόν, και ο κύριος ταξιτζής».

Ο Πέτρος κι ο πατέρας του τράβηξαν για το σπίτι του θεολόγου. Φτάνοντας εκεί, έψαξαν στο ταμπλώ, αριστερά από την κλειστή εξώπορτα, και βρήκαν την επιγραφή «Κωνσταντίνος Σακρής. Καθηγητής Θεολογίας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης».

- Όχι Μακρής, λοιπόν, και πάλι!… Ιδού και η διασταύρωση, ψιθύρισε ο Λευτέρης και χτύπησε το αντίστοιχο κουδούνι.

Δεν απάντησε κανείς. Ξαναχτύπησε. Τίποτε!.. Βέβαια, ήξερε ο Διονυσίου ότι ο καθηγητής ήταν στη Θεσσαλονίκη, αλλά έλπιζε να υπήρχε κάποιος στο σπίτι ή, τουλάχιστον, η υπηρέτρια την οποία ανέφεραν οι δυο ξένοι.

Χτύπησε κατόπιν το κουδούνι ενός άλλου διαμερίσματος. Από το θυροτηλέφωνο ακούστηκε μια ευγενική γυναικεία φωνή:

- Σας παρακαλώ πολύ, είπε ο Λευτέρης, ανοίξτε. Θέλουμε να σας ρωτήσουμε κάτι για τον κύριο Σακρή.

Ακούγοντας το όνομα του συγκατοίκου της, η γυναίκα φαίνεται ξεθάρρεψε και άνοιξε την εξώπορτα. Ο Πέτρος κι ο πατέρας του μπήκαν μέσα. Ανέβηκαν από τις σκάλες τρεις ορόφους, ώσπου συνάντησαν την κυρία που είχε, στο μεταξύ μισανοίξει την πόρτα της και στεκόταν στο κατώφλι.

- Τι ακριβώς θέλετε παρακαλώ; ρώτησε πάλι μαλακά και ευγενικά η γυναίκα. Ο κύριος Σακρής, όπως διαπιστώσατε. Λείπει.

- Μας συγχωρείτε, κυρία μου, είπε ο Λευτέρης, αλλά δεν είναι κανείς στο διαμέρισμα; Ούτε η υπηρέτριά του;

- Μένει μόνος του ο καθηγητής. Δεν έχει κανένα μαζί του.

- Ω, θεέ μου!…, μουρμούρισε ο Διονυσίου. Κι άλλο ψέμα. Δεν έχει ούτε υπηρέτρια. Μα τότε… Άλλη μια απόδειξη ότι την έπαθα…

- Τι πάθατε, κύριε, αν επιτρέπεται; ρώτησε η κυρία διακριτικά.

Ο Λευτέρης άρχισε να αφηγείται σύντομα στην καλή γυναίκα το περιστατικό. Την ίδια στιγμή φάνηκε πίσω από τους ώμους της κυρίας και ο άντρας της που άκουγε με ενδιαφέρον τα όσα συνέβηκαν στο γείτονά του.

Τελειώνοντας την αφήγηση, ο Λευτέρης πήρε τον Πέτρο και γύρισε σπίτι. Φτάνοντας μπροστά στον ανελκυστήρα, όπως ήταν αφηρημένος και στεναχωρημένος, άνοιξε την πόρτα του θαλαμίσκου και μπήκε μέσα.

- Μπαμπά, δε δουλεύει. Βγες έξω, είπε ο Πέτρος ανήσυχος.

- Καλά λες. Ξέχασα. Αλλά, για να δοκιμάσουμε.

Έκλεισε την πόρτα και πάτησε το κουμπί του πέμπτου ορόφου, μα ο θαλαμίσκος έμεινε και πάλι ακίνητος. Το ίδιο έγινε όταν πάτησε με τη σειρά και τα κουμπιά των άλλων ορόφων. Άνοιξε την πόρτα και βγαίνοντας είπε:

- Δε δουλεύει, πράγματι.

«Αλλά πότε και ποιος το χάλασε;» αναρωτήθηκε και βάλθηκε να σκέφτεται. Αναθυμήθηκε ότι στην άνοδό του μαζί με τον Αμερικάνο, ο ανελκυστήρας λειτουργούσε κανονικά, φορτωμένος μάλιστα και με τόσα πράγματα, που ήταν στα όρια της αντοχής του. Ωστόσο, ο θαλαμίσκος και οι επιβάτες έφτασαν στον πέμπον όροφο, χωρίς να παρατηρηθεί καμιά βλάβη ή κανένα ζόρισμα. Έπειτα ο ξένος έφυγε κανονικά, απόδειξη ότι ο θαλαμίσκος τώρα βρισκόταν κάτω, στο ισόγειο. Τι συνέβηκε, λοιπόν, κατόπιν και καθηλώθηκε ο τελευταίος εδώ, ώστε, όταν ήρθε στο σπίτι η Λάουρα και προσπάθησε να ανεβεί με το μηχάνημα, το βρήκε ακινητοποιημένο; Γιατί δε λειτουργούσε πια; Ή, μάλλον, ποιος το χάλασε;

- Ποιός να το χάλασε; επανέλαβε φωναχτά την απορία του.

- Μα ποιός άλλος, πατέρα, εκτός από τον Αμερικάνο;

«Σωστή σκέψη», αναλογίστηκε ο Λευτέρης. Αυτός μόνο είχε συμφέρον να καθυστερήσει τη γρήγορη κάθοδο των θυμάτων του, αν τύχαινε να πάρουν χαμπάρι αμέσως την απάτη του και να τον καταδιώξουν. Να, λοιπόν, που τα βρωμοσείριαλ της τηλεόρασης και τα χαζοαστυνομικά με τα διάφορα επεισόδια, τα αίματα και τη βία, ακόνιζαν κάπως το μυαλό των παιδιών του, τα οποία εδώ και χρόνια είχαν πάρει οριστικό, θαρρείς, διαζύγιο από το διάβασμα βιβλίων, απομακρύνθηκαν από την καλή λογοτεχνία και τον καλό κινηματογράφο και κολλούσαν τα μάτια τους νύχτα και μέρα στη μικρή οθόνη. Να, που είχαν και κάποιο κέρδος, κάποια θετική επίδραση πάνω τους οι φτηνές και μαυλιστικές εικόνες του «γυαλιού». Επομένως, καλά λέγανε οι αρχαίοι ημών πρόγονοι: «Ουδέν κακόν, αμιγές καλού».

- Το ρεύμα όμως δουλεύει, είπε ο Λευτέρης. Το φως στο θαλαμίσκο είναι αναμμένο. Γιατί να μη λειτουργεί το ρημάδι; Τι του έκανε ο ψευτο-Αμερικάνος και παλουκώθηκε;

Ξαναμπήκε μέσα κρατώντας την πόρτα ανοιχτή. Ασυναίσθητα κοίταξε μπροστά του τον μεταλλικό πίνακα με τα κουμπιά και, πιο πάνω, το διακόπτη. Τον περιεργάστηκε έτσι, αφελώς, γιατί δεν ήξερε τίποτε από το μηχανισμό του ανελκυστήρα, εκτός από το να πατάει τα κουμπιά των ορόφων. Παρατήρησε όμως ότι ο διακόπτης ήταν γυρισμένος δεξιά, εκεί που έγραφε OFF. Του φάνηκε ότι ίσως αυτό να σήμαινε κάτι. «Μετά φόβου θεού και πίστεως», και με μια ψυχή τρεμάμενη, γύρισε το διακοπτάκι αριστερά, όπου έγραφε ON και περίμενε… Ευτυχώς δε συνέβηκε τίποτε! Ήταν σώος και αβλαβής και ο θαλαμίσκος στη θέση του!…

Τότε πήρε περισσότερο θάρρος και, κλείνοντας την πόρτα, πάτησε το κουμπί του πρώτου ορόφου. Ο ανελκυστήρας, ξαφνικά, λειτούργησε και ο θάλαμος άρχισε να ανεβαίνει!… Μόλις στάθηκε στον πρώτο όροφο, ξαναπάτησε «ισόγειο» και το ασανσέρ κατέβηκε!… Άνοιξε την πόρτα χαρούμενος και είπε στο γιο του:

- Έμπα μέσα, Πέτρο!…

Καθώς ανέβαιναν στον πέμπτο όροφο, ο Λευτέρης συλλογιζόταν: «Σίγουρα κι εδώ έχουμε άλλην μιαν ακόμα απόδειξη ότι είχα να κάνω με απατεώνες. Ο δήθεν Αμερικάνος ήταν ο τελευταίος που είχε κατεβεί με το ασανσέρ, και κατέβηκε κανονικά. Άρα εκείνος πρέπει να το είχε χαλάσει, ή μάλλον εκείνος πρέπει να είχε γυρίσει το διακοπτάκι από το ON στο OFF και το άφησε εκεί για να μείνει ακίνητος ο θαλαμίσκος. Κανένας άλλος δε θα το έκαμνε αυτό και ούτε θα είχε κανένα συμφέρον να το κάνει, εκτός αν ήταν κι αυτός απατεώνας ή δολιοφθορέας. Και τέτοιος άλλος, εκτός από τον ψευτο-Αμερικάνο, ούτε φάνηκε ούτε ακούστηκε στο μικρό χρονικό διάστημα από την άνοδό μας στον πέμπτο όροφο ώς την εμφάνιση της Λάουρας που διαπίστωσε τη βλάβη. Αν, τώρα, προσθέσουμε στο τελευταίο αυτό ύποπτο στοιχείο και τα άλλα: την απροθυμία του ταξιτζή να μπει στο πάρκιγκ της πολυκατοικίας, το όνομα του ανύπαρκτου καθηγητή Μακρή, το ψέμα για την επίσκεψη των δύο απατεώνων στο σπίτι του τελευταίου, το ψέμα για την υπηρέτρια και, το κυριότερο, το γεγονός της πολύ χαμηλής ποιότητας και αξίας των «δώρων», βγαίνει το αβίαστο συμπέρασμα ότι είχα να κάνω όχι μόνο με δύο απατεώνες ολκής, αλλά και με δύο… ταλαντούχους θεατράνθρωπους, που είχαν στήσει μια τέλεια θεατρική παράσταση με άψογο διάλογο και αποτελεσματικό σενάριο, μέσα στο οποίο, κατά την εκτέλεσή του, σπρώχτηκα διακριτικά να μπω και ο ίδιος και να πάρω μέρος, αναλαμβάνοντας μάλιστα, τελικά, με τη δική μου θέληση τον πρωταγωνιστικό ρόλο!…»

Όλη τούτη τη σύντομη ώρα που το ασανσέρ ανέβαινε προς τον πέμπτον όροφο, ο Πέτρος έμενε σιωπηλός και παρακολουθούσε το θλιμμένο και αφηρημένο πρόσωπο του πατέρα του, το οποίο, μόνο όταν ο ανελκυστήρας πέρασε τον τέταρτον όροφο, το είδε να χαμογελάει κάπως, έστω και πικρά. Και όταν το ασανσέρ ακινητοποιήθηκε στον πέμπτο, τον άκουσε να λέει:

- Οι δύο αυτοί τύποι θα μπορούσαν, κάλλιστα να πάρουν μέρος σε θεατρικό διαγωνισμό για βραβείο σεναρίου, σκηνοθεσίας και ηθοποιίας, γιατί κανένας επαγγελματίας ηθοποιός, σκηνοθέτης ή σεναρίστας δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα και δεν θα ήταν πειστικότερος. Η απορία μου όμως είναι γιατί δε διάλεξαν το επάγγελμα του θεατράνθρωπου αντί για του απατεώνα, χαραμίζοντας έτσι τα μεγάλα ταλέντα τους.

- Ίσως επειδή δεν θα έβγαζαν περισσότερα χρήματα, απάντησε ο Πέτρος.

Ακολούθησε λιγόλεπτη σιγή, χωρίς να βγει από το ασανσέρ ούτε ο Λευτέρης ούτε ο Πέτρος. Ο πρώτος, μάλιστα, αφαιρέθηκε πάλι και συλλογιζόταν: «Γιατί να τα σκέφτομαι όλα αυτά, ξεφεύγοντας από την ουσία; Μήπως απλώς και μόνο για να παρηγορηθώ για την γκάφα μου, να δικαιολογήσω την αφέλειά μου και να εξωραΐσω την ευπιστία μου, ή μήπως τα σκέφτομαι επειδή, πράγματι, το αποκαμωμένο μου μυαλό, η ψυχική μου κούραση και η συναισθηματική μου σύγχυση προκάλεσαν του όρους και τις ευνοϊκές προϋποθέσεις για να γίνω ένα εύκολο θύμα, να μη μπορέσω, δηλαδή, να αντιδράσω σωστά και με τη δέουσα εξυπνάδα και κρίση ή, έστω, την αναγκαία πονηριά και την απαραίτητη καχυποψία απέναντι στη θεατρικότατα στημένη παγίδα των δύο απατεώνων; Ίσως να συμβαίνει το πρώτο, ίσως το δεύτερο, ίσως όμως συμβαίνουν και τα δύο μαζί. Όπως και να’ ναι, πρέπει να το κάνω το ταξίδι μου, οπωσδήποτε, έστω κι αν μου μίλησαν τα παιδιά μου και έσπασε η βουβαμάρα και η αφασία στην οικογένεια. Η αλλαγή περιβάλλοντος και η ξεκούραση μου χρειάζονται τώρα ακόμη περισσότερο, μετά το περιστατικό της εξαπάτησής μου. Εκεί στη μοναξιά μου, στη μακρινή Καλαμάτα, θα τα σκεφτώ όλα, ακόμα και το παραπάνω δίλημμα, για να δώσω απάντηση στο ποιός από τους δύο παράγοντες έφταιγε για να κάνω τη μεγάλη γκάφα: ο αντικειμενικός, δηλαδή η θεατρική μαεστρία των δύο δαιμόνιων απατεώνων, ή ο υποκειμενικός, δηλαδή η ψυχική και συναισθηματική μου κατάπτωση».

Ο Πέτρος έσπρωξε την πόρτα του θαλαμίσκου, βγήκε και διέκοψε τους συλλογισμούς του πατέρα του λέγοντας:

- Έλα, μπαμπά, τι έπαθες; Βγες έξω!…

Ο Λευτέρης συνήλθε από την αφηρημάδα του και βγήκε από το ασανσέρ. Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος και μπήκε με το γιο του μέσα. Εκεί έμαθε ότι η Λάουρα πήγε να ψωνίσει. Τότε παρακάλεσε τους γιούς του να επωφεληθούν και οι τρεις από την απουσία της για να εξαφανίσουν τα κουτιά με το περιεχόμενό τους, ώστε, όταν θα γύριζε, να μην τα ξανάβλεπε και συγχυζόταν.

Τα παιδιά συμμορφώθηκαν και, μαζί με τον πατέρα τους, έβαλαν στα σβέλτα τα πράματα μέσα στις κούτες και τα κουτιά, χωρίς να τα πολυεξετάσουν πια, κατόπιν τα έκλεισαν όπως-όπως και τα κατέβασαν στην αποθήκη.

Όταν ανέβηκαν πάνω, ο Λευτέρης πήρε στο τηλέφωνο την αστυνομία, αν και έβλεπε τη ματαιότητα της ενέργειάς του, γιατί ήξερε ότι αυτή, σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεν έκανε τίποτε, όπως δεν είχε κάνει τίποτε και στις δύο διαρρήξεις και κλοπές που είχαν γίνει προ μηνών στην πολυκατοικία, αλλά και τις άλλες τόσες που ακούστηκε ότι έγιναν στη γειτονιά.

Ο αξιωματικός υπηρεσίας μάντεψε από τις πρώτες λέξεις της αναφοράς του Λευτέρη την υπόθεση και τον ρώτησε αν είχε κανένα στοιχείο: ονόματα, αριθμό αυτοκινήτου ή τίποτε άλλο. Στις αρνητικές απαντήσεις του, εκείνος του είπε να το ξεχάσει, γιατί δεν ήταν δυνατόν να τον βοηθήσει. Αν όμως επιθυμούσε, μπορούσε να πάει στο τμήμα και να καταθέσει μήνυση «κατ’’αγνώστων».

Ο Λευτέρης δεν το έκρινε σκόπιμο και έτσι έκλεισε η υπόθεση με την αστυνομία.

Τούτη η συφορά, όμως, έφερε τουλάχιστον και ένα θετικό αποτέλεσμα: Ο Λευτέρης μίλησε με τα παιδιά του, και το μεσημέρι, ύστερα από δυο ολόκληρους μήνες αποξένωσης, έφαγαν όλοι μαζί, παρόλη τη στεναχώρια που ένιωθαν και τα λίγα λόγια που αντάλλαξαν μεταξύ τους.

Με την πεποίθηση, που έβγαινε σαν συμπέρασμα από τα γεγονότα, ότι οι δυστυχίες ενώνουν τους ανθρώπους, όταν τους χτυπάνε προπάντων ομαδικά και όχι ατομικά – γιατί τότε, όπως στις πλημμύρες, τους σεισμούς και τους καταποντισμούς, προκαλείται η ανάγκη και το συναίσθημα της αλληλεγγύης, της συνδρομής και της αλληλοβοήθειας -, ο Λευτέρης, μετά το τέλος του φαγητού, πήγε να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί. Έλπιζε ότι ίσως τον έπαιρνε και λίγο ύπνος, για να χαλαρώσουν τα σφιγμένα μέλη του κορμιού του που είχαν ταλαιπωρηθεί από την αγρυπνία και την ένταση τόσων νυχτοήμερων, αλλά δε στάθηκε δυνατό κάτι τέτοιο.

Έτσι, μετά από κάμποσης ώρας μάταιη προσπάθεια να κοιμηθεί λιγάκι, παραιτήθηκε και σηκώθηκε. Ταχτοποίησε τη βαλιτσούλα του και ετοιμάστηκε να φύγει για το σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων. Στην πόρτα, τον περίμενε η Λάουρα δακρυσμένη, για να τον ξεπροβοδίσει. Τη φίλησε και την αποχαιρέτησε. Εκείνη, αντί για απάντηση, τον αγκάλιασε και έβαλε τα κλάματα…

- Πρέπει να το κάνω αυτό το ταξίδι, αγάπη μου, της είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Μου χρειάζεται για να αλλάξω παραστάσεις, να ηρεμήσω και να σκεφτώ. Η σημερινή περιπέτεια είχε και ευεργετική επίδραση πάνω μου, αλλά και στα παιδιά. Απόδειξη ότι μου μίλησαν. Ελπίζω, όταν γυρίσω, να έχουν νιώσει και την απουσία μου, να έχουν αισθανθεί την έλλειψή μου και να έχουν αλλάξει κάπως τη συμπεριφορά τους.

- Κι εγώ το ελπίζω. Βάσιμα μάλιστα, είπε η Λάουρα και του έδωσε ένα χαρτάκι προσθέτοντας: Πάρ’ το αυτό. Το άφησαν, πριν φύγουν για το φροντιστήριο.

Ο Λευτέρης πήρε το χαρτί και διάβασε: «Μη στεναχωριέσαι μπαμπά. Τα λεφτά δε φέρνουν ευτυχία. Σάκης, Πέτρος».

Ο Λευτέρης συγκινήθηκε βαθιά και δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του… Τα σκούπισε, φίλησε ξανά τη Λάουρα και προχώρησε με τη βαλιτσούλα του στο ασανσέρ. Το κάλεσε και, όταν ήρθε ο θαλαμίσκος, άνοιξε την πόρτα.

- Στάσου να σε πάω ώς κάτω, είπε η Λάουρα και μπήκε κι αυτή μέσα.

Κατέβηκαν μαζί. Στην εξώπορτα ξαναφιλήθηκαν για τρίτη φορά και η Λάουρα, συγκινημένη λυτρωτικά, ευχήθηκε στον άντρα της καλό ταξίδι και καλή ξεκούραση.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=1870