περιεχόμενα

Τα κόκαλα

Χρήστος Σαμουηλίδης

Νέα Εποχή, Τεύχος 3 (238) 1996, σσ. 17-21

Ο Ευάγγελος Σταθάς καταλάβαινε ότι το πιοτό θα τον έστελνε πολύ γρήγορα στον τάφο και κάλεσε μια Κυριακή πρωί το μεγάλο γιο του στο ερημητήριό του, μια μικρή γκαρσονιέρα, για να του εκφράσει τη στερνή του επιθυμία.

- Παύλο παιδί μου, του είπε, εγώ σε λίγον καιρό θα πεθάνω και θέλω να σου κάνω μια παράκληση.

- Τι είναι αυτά που λες πατέρα; διαμαρτυρήθηκε ο γιος. Γιατί να πεθάνεις;
Αστεία μου κάνεις τώρα;
Χτύπα ξύλο...

- Θα πεθάνω σου λέω. Θα με φάει το πιοτό...

- Να το φας εσύ το πιοτό, πατέρα! ξέσπασε ο Παύλος χωρίς να συγκρατιέται. Εσύ είσαι πιο δυνατός. Αντί να σε τρώει εκείνο, προσπάθησε να το φας εσύ...

- Παύλο, δεν αστειεύομαι καθόλου. Εσύ αστειεύεσαι. Μου λες μάλιστα πολύ αστεία πράματα.

- Τι αστεία, άνθρωπε μου. Τρόπος του λέγειν... Εσύ αστειεύεσαι και μου κάνεις μαύρο χιούμορ.

- Θα με φάει σου λέγω!... Με τρώει κιόλας, με έφαγε το άτιμο! Μου σακάτεψε τα σωθικά και δε μπορώ να αναπνεύσω.

- Παίρνεις τα φάρμακα σου;

- Τα παίρνω, δε μου κάνουν τίποτε.

- Όταν σου λέω να το φας εσύ, ξέρεις καλά τι εννοώ, και δεν αστειεύομαι. Σου συνιστώ να το κόψεις πια, εκεί που έφτασες.

- Πώς θα γίνει αυτό;

- Κάνεις πως δεν ξέρεις; Σταμάτα το, το έρημο!... Μην το πίνεις άλλο. Εκμηδένισε το, σώσε τη ζωή σου.

- Αν το σταματήσω θα πεθάνω πιο γρήγορα.

- Γιατί;

- Δε θα αντέξω χωρίς την παρηγοριά του. Δε θα αντέξω να θυμάμαι τα βάσανα που τράβηξα στη ζωή μου. Προπάντων τις τύψεις μου για την αδιαφορία που έδειξα απέναντι στη μάνα σου, όταν αρρώστησε... Αχ, να ζούσε τώρα, πόσο θα τη φρόντιζα!... Όλη μέρα θα της έκαμνα συντροφιά και θα της έδειχνα όλη την αγάπη που έκρυβα γι' αυτήν...

- Τέλος πάντων, ό,τι έγινε έγινε... Δε φταις μόνο εσύ, που την παρατούσες άρρωστη γυναίκα μόνη, για να πας να πιεις τα ούζα σου. Φταίμε κι εμείς... Αλλά αυτά βαρέθηκα πια να τα ακούω να τα λες, όταν είσαι πιωμένος. Και τώρα πάλι ήπιες, πρωί-πρωί...

Ο Ευάγγελος έσκυψε το κεφάλι και δε μίλησε.

- Πες μου, όμως, τι με ήθελες και με κάλεσες σήμερα, κυριακάτικα. Άφησα ολόκληρη την οικογένεια μου στο σπίτι για να έρθω εδώ, σε σένα.

- Θα σου πω, αλλά ήθελα προηγούμενα να σε πληροφορήσω πως ο καημός της μάνας σου με έριξε στο πιοτό... Ο καημός για την αρρώστια της που δεν είχε γιατρειά. Πιο πριν δεν έπινα καθόλου. Ήμουν σαν κι εσένα. Το ξέρεις.

- Το ξέρω. Μου το είπες πολλές φορές αυτό. Δεν ήταν όμως σοβαρός λόγος να με φέρεις τώρα ως εδώ, για να μου το ξαναπείς.

- Σου το 'χω ξαναπεί; Νόμιζα πως το κρατούσα μυστικό μόνο για μένα, για να μη σας στεναχωρήσω κι εσάς. Βλέπεις, λοιπόν, το μυαλό μου δε λειτουργεί πια κανονικά. Δε θυμάμαι. Μόνο τα παλιά δε μπορώ να ξεχάσω και με τυραννούν σα δαίμονες... Αλλά δε σε κάλεσα γι' αυτό.

- Για τι, επιτέλους! Θα μου πεις τι με ήθελες κυριακάτικα; ξέσπασε πάλι ο Παύλος. Βιάζομαι. Με περιμένουν στο σπίτι για να βγούμε μια βόλτα στη θάλασσα.

- Σε φώναξα Κυριακή, γιατί τις άλλες μέρες δουλεύεις και δεν ήθελα να σε απασχολήσω.

- Και την Κυριακή είμαι απασχολημένος.

- Σωστά, βγαίνεις με τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου. Καλά κάνεις. Και πού θα πάτε ακριβώς, με το καλό;

- Στο Φάληρο.

- Α, μπράβο. Πολύ καλά. Είναι και κοντά σας.

- Και σε σένα είναι κοντά. Γιατί δεν πηγαίνεις μια βόλτα;

- Ποιος θα με πάει εκεί;

- Έχεις κι άλλο παιδί εκτός από μένα.

- Ο Γιώργος είναι ελεύθερος και τρέχει να βρει γυναίκα πέρα δώθε. Έχει έγνοιες το παιδί.

- Κι εγώ έχω έγνοιες, και μάλιστα πιο πολλές από εκείνον.

- Δε σε κατηγόρησα, Παύλο...

- Τέλος πάντων. Λέγε, τώρα, γιατί με κάλεσες;

- Θα σου πω αμέσως, παιδί μου. Άκουσε με προσεκτικά: Είσαι ο μεγαλύτερος γιος μου και ήθελα να σε παρακαλέσω, όταν πεθάνω, με κηδέψεις και μετά λιώσω, να μεταφέρεις τα κόκαλα μου στο χωριό, να τα θάψεις δίπλα στα κόκαλα της μάνας σου, στον οικογενειακό μας τάφο...

- Πάλι για θάνατο μιλάς;

- Σε παρακαλώ, Παύλο μου, υποσχέσου ότι θα εκπληρώσεις την τελευταία αυτή επιθυμία μου.

- Εντάξει, θα γίνει, αλλά με τρομάζεις και μόνο που τα σκέφτεσαι όλα αυτά.

- Μη σε νοιάζει. Εσύ μόνο υποσχέσου ότι θα μου κάνεις αυτή τη χάρη.

- Εντάξει σου είπα, θα σου την κάνω.

- Και κοίταξε. Να μη σου πάρουν το κρανίο μου για να το πουλήσουν σε τίποτε φοιτητές της ιατρικής και βάλουν μέσα στο κουτί μόνο τα υπόλοιπα κόκα
λα μου.

- Σταμάτα, πατέρα!...

- Όχι, υποσχέσου ότι θα κάνεις σωστά τη δουλειά.

- Σύμφωνοι. Πες κάτι άλλο τώρα. Μου έκανες την καρδιά περιβόλι κυριακάτικα.

- Να έχεις την ευχή μου, παιδί μου, και συγχώρα με που σε έφερα εδώ και σε κούρασα. Φέρε τώρα κάτι να πιούμε...

- Πάλι πιοτό; Αφού είσαι πιωμένος κιόλας.

- Φέρε τώρα και μη σε νοιάζει, θέλω να το γιορτάσουμε που συνεννοηθήκαμε...

- Εντάξει, θα σου φέρω, αλλά εγώ δε θα πιω.

- Σύμφωνοι. Φέρε.

Ο Παύλος έβγαλε ούζο από το ντουλάπι, έκανε μια ποικιλία για μεζέ με ό,τι βρήκε στο ψυγείο και έβαλε στον πατέρα του να πιει.

Ο Ευάγγελος ήπιε δυο ποτηράκια κι αμέσως μέθυσε. Του ήρθε το κέφι και άρχισε να τραγουδάει μια καντάδα. Καθώς τον είδε πάνω στα κέφια του, ο Παύλος, χαμογέλασε πικρά, τον χαιρέτησε και έφυγε γεμάτος θλιβερές σκέψεις.

Δεν πέρασε χρόνος και ο γερο-Ευάγγελος Σταθάς, όπως το πρόβλεψε ο ίδιος, πέθανε από άσθμα και τον θάψανε τα παιδιά του στο νεκροταφείο της Καλλιθέας. Μετά από τρία ακριβώς χρόνια έλιωσε, έγινε η εκταφή του και τοποθετήθηκαν τα κόκαλα του, καθαρά, πλυμένα και απολυμασμένα, σε ένα μεταλλικό κουτί. Κατόπιν το κουτί πήρε μια θέση σ' ένα ράφι, μέσα στο οστεοφυλάκειο.

Μια Κυριακή πρωί, ο Παύλος, πήγε με το αυτοκίνητο του στο νεκροταφείο και παρέλαβε το κουτί για να το μεταφέρει στο χωριό, όπως υποσχέθηκε, και να το θάψει στον οικογενειακό τάφο των Σταθάδων.

Ήταν πολύ συγκινημένος, όταν τοποθετούσε με ευλάβεια το μεταλλικό κουτί με τα κόκαλα του πατέρα του στο πορτ-μπαγάζ του αυτοκινήτου του. Ένιωθε μια παράξενη ταραχή, ανακατεμένη με τις τύψεις του που δεν τον φρόντισε στα τελευταία του ούτε του έκανε επισκέψεις, παρά τον άφηνε μόνο του με το άσθμα του και το αρρωστημένο πάθος του για το πιοτό.

Αλλά και όταν βγήκε από το νεκροταφείο και κατηφόρισε για τη Συγγρού, εξακολουθούσε να είναι ταραγμένος και απορροφημένος από τις τύψεις του. Σκεφτόταν πάλι πόσο λίγη στοργή είχε χαρίσει στον διακριτικό και καθόλου φορτικό πατέρα του, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, που ήταν άρρωστος. Σε μια στιγμή μάλιστα, άρχισε και να μονολογεί: «Πώς θα οδηγήσω τόσες ώρες με αυτήν τη συγκίνηση; Δεν είμαι ούτε μόνος ούτε με συντροφιά. Ο πατέρας μου με συντροφεύει και δε με συντροφεύει. Αλλά μήπως με συντροφεύει; Μάλλον κάτι τέτοιο θα συμβαίνει για να είμαι σ' αυτήν την κατάσταση. Ή μήπως είμαι έτσι, επειδή ήπια για πρώτη φορά, πρωί-πρωί, όπως εκείνος, για να τονωθώ και να βγάλω πέρα την αποστολή μου;»

Πριν τελειώσει το συλλογισμό του και χωρίς να σκεφτεί τίποτε άλλο, από τη λεωφόρο Συγγρού, έστριψε αριστερά και ανηφόρισε για την Ακρόπολη. Πήρε την περιφερειακή οδό γύρω στην Αρχαία Αγορά, κατέβηκε στο θησείο κι από κει στο Μοναστηράκι. Κατόπιν προχώρησε πιο μέσα, σε μια πλατεία της Πλάκας, κοντά στους Αγέρηδες, και πάρκαρε στην άκρη του πεζοδρομίου, δίπλα από μια ταβέρνα και κάτω από μια κολόνα με απαγορευτική πινακίδα της τροχαίας!...

Ήταν καλοκαίρι ακόμα. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Κάθησε σε ένα τραπέζι έξω, στην αυλή, όπου βρίσκονταν και τρεις ακόμα πρωινοί πελάτες της ταβέρνας και έπιναν ούζο. Κάλεσε το σερβιτόρο κι ο ίδιος και του παράγγειλε ένα καραφάκι, μεζέδες και δύο ποτηράκια!... Ο σερβιτόρος τον κοίταξε παραξενεμένος, αλλά βλέποντας τα δακρυσμένα μάτια του και τους μαύρους γύρους κάτω από αυτά, δείγμα ξενυχτισμένου ανθρώπου, δε ρώτησε για ποιο λόγο ζήτησε δυο ποτηράκια. Μόνο επανέλαβε την παραγγελία ερωτηματικά:

- Καραφάκι, μεζέδες και δυο ποτηράκια είπατε;

Ο Παύλος τον κοίταξε σχεδόν άγρια και του είπε κοφτά:

- Ναι, και γρήγορα!... Έχουμε ταξίδι και πρέπει να πιούμε.

Ο σερβιτόρος δεν τον συνερίστηκε, κούνησε το κεφάλι του και έφυγε, ενώ ο Παύλος βάλθηκε να σκουπίζει τα μάτια του που ξαναδάκρυσαν. Τον είχε πιάσει πάλι το παράπονο: «Αχ, να ζούσε ο έρημος ο πατερούλης μου τώρα, πόσο θα τον φρόντιζα!... Όλη μέρα θα τον περιποιόμουν και θα του έκαμνα παρέα.
Θα τον χρύσωνα, θα έπινα μαζί του για να του κάνω το χατήρι και θα τραγουδούσαμε κι οι δυο, αντάμα, τις καντάδες, που τόσο πολύ τις αγαπούσε, όπως αγαπούσε γενικά την καλή μουσική. Ίσως να τον έπαιρνα και στο σπίτι μου, για να τον έχω κοντά μου και να μη νιώθει μόνος και έρημος, αλλά και για να μη σκέφτεται ολοένα τις τύψεις του που αδιαφόρησε για τη μητέρα μας. Βέβαια, θα αντιδρούσε η γυναίκα μου και θα πρότεινε να φέρει το δικό της τον πατέρα στο σπίτι μας, αλλά εγώ θα πατούσα πόδι και θα τα κατάφερνα, κι ας τα χαλούσαμε μεταξύ μας. Τι αξία έχει μια γυναίκα μπροστά στο γονιό που σε γέννησε;
Καμιά, όπως είπε και ο Πρωτομάστορας σε κείνη την παλιά μπαλάντα, "Της Τρίχας το γεφύρι", απαντώ-τας στο Στοιχειό».

Και ο Παύλος άρχισε να τραγουδάει την απάντηση φωναχτά:

- Αν δίδω σε την μάνα μου, άλλη μάνα δεν έχω.
Αν δίδω σε τον κύρη μου, άλλον κύρη δε βρίσκω.
Αν δίδω τη γυναίκα μου, καλύτερην ευρίσκω...

Οι θαμώνες στράφηκαν και κοίταξαν τον περίεργο άνθρωπο με την πρωινή διάθεση για τραγούδι. Βλέποντας τον να σκουπίζει τα μάτια του, συζήτησαν για λίγο και τον κατέταξαν σε μια από τις τρεις πιθανές κατηγορίες, του μεθυσμένου, του τρελού και του περιθωριακού, μόνο που για την τρίτη κατηγορία τους δυσκόλευε το αυτοκίνητο που είχε ο άνθρωπος. Ωστόσο δεν επέμεναν πολύ στη διερεύνηση του προβλήματος και κοίταξαν πάλι τη δουλειά τους, δηλαδή την απασχόληση με το πρωινό τους τσιμπουσάκι.

Εκείνη τη στιγμή έφτασε στο τραπέζι του Παύλου ο σερβιτόρος και αράδιασε στο τραπεζομάντηλο την παραγγελία του: το καραφάκι, τους μεζέδες και τα δυο ποτηράκια, με δυο επιπλέον ποτήρια νερό, για να μην έχει φασαρίες με τον παράξενο πελάτη του φέρνοντας μόνο ένα ποτήρι νερό...

- Ευχαριστώ, του είπε εκείνος και πρόστεσε: Σε παρακαλώ πολύ, λεβέντη μου, βάλε μια κασέτα με καντάδες να τις ακούσουμε.

- Ποιοί να τις ακούσετε;
- Ο πατέρας μου κι εγώ. Του αρέσουν πολύ οι καντάδες, ξέρεις.

- Μα ο πατέρας σου δεν είναι μαζί σου, τόλμησε να πει ο σερβιτόρος.

- Είναι, θέλεις να τον δεις; ρώτησε ήρεμα ο Παύλος.

- Όχι, όχι, είπε το παλικάρι σχηματίζοντας μια αρνητική πια γνώμη για τον πελάτη του και έτρεξε να ικανοποιήσει και τη δεύτερη παράλογη, κατ' αυτόν, παραγγελία.

Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε από το μεγάφωνο στην ήσυχη, πρωινή και κυριακάτικη πλακιώτικη ατμόσφαιρα μια αθηναϊκή καντάδα...

Οι θαμώνες, η γειτονιά, οι πρωινοί περιπατητές της πλατείας, κι ακόμα πιο πέρα, παραξενεύτηκαν και σχολίασαν το ασυνήθιστο γεγονός. Μα το δέχτηκαν, ή το ανέχτηκαν, σαν τόσα και τόσα παράξενα που συμβαίνουν τελευταία όλες τις ώρες και τις μέρες της βδομάδας, ενώ ο Παύλος σχεδόν κλαίγοντας άνοιξε το καραφάκι, έβαλε ούζο στα δυο ποτήρια και, τσουγγρίζοντάς τα, ευχήθηκε:

- Άντε στην υγειά μας, γέρο μου!... Άσπρο πάτο!...

Κατόπιν ήπιε μονορούφι και τα δυο ποτηράκια, έφαγε από τους μεζέδες και ξαναγέμισε τα ποτηράκια. Με τα δεύτερα ποτηράκια, που ήπιε, μέθυσε για τα καλά και βάλθηκε να συνοδεύει την καντάδα, στην αρχή μουρμουριστά και αμέσως μετά φωναχτά!...

Στο τέλος του τραγουδιού, και ώσπου να βάλει ο σερβιτόρος μιαν άλλη καντάδα, ο Παύλος είπε πάλι φωναχτά για να τ' ακούσουν όλοι γύρω του:

- Έχεις καλό γούστο, πατέρα, και πολύ καλή φωνή. Σωστός τενόρος.

Μια δεύτερη αθηναϊκή καντάδα ξανακούστηκε από το μεγάφωνο.

- Άκου, γέρο μου, κι αυτήν να ευχαριστηθεί η ψυχή σου...

Και βάλθηκε κι ο ίδιος να τραγουδάει δυνατά το τραγούδι...

- Πού το βρήκε το κέφι πρωί-πρωί; σχολίασε ο ένας από τους τρεις θαμώνες της ταβέρνας.

- Δεν θα είναι καλά ο άνθρωπος, είπε ο δεύτερος.

- Ποιος ξέρει τι βάσανα έχει, πρόστεσε συμβιβαστικά ο τρίτος.

Την ίδια ώρα, ένας νεαρός αστυφύλακας, αγανακτισμένος σίγουρα από την πρωινή κυριακάτικη ηχητική "ρύπανση" της ατμόσφαιρας, τη στιγμή μάλιστα που δεν είχε σχολάσει ακόμα η Μητρόπολη εκεί κοντά, φάνηκε να μπαίνει από ένα στενό στην πλατεία. Πριν συστήσει στον ταβερνιάρη να κλείσει το μεγάφωνο, πλησίασε πρώτα στο παράνομα σταθμευμένο αυτοκίνητο, έβγαλε το μπλοκ των παραβάσεων και άρχισε να γράφει τον αριθμό και τα άλλα στοιχεία του...

Ο Παύλος, παρόλο το μεθύσι του, πρόσεξε την εμφάνιση και την κίνηση του αστυφύλακα και σηκώθηκε πάνω φωνάζοντας:

- Ε, κύριε αστυφύλακα, κύριε αστυφύλακα, τι κάνετε εκεί πέρα; Γιατί με γράφετε;

- Δικό σας είναι το αυτοκίνητο; ρώτησε κι εκείνος.

- Ναι, δικό μας.

- Ρωτάς κιόλας, άνθρωπε μου, γιατί σε γράφω;

Έκανες παράνομη στάθμευση. Δεν είδες το απαγορευτικό σήμα στην πινακίδα εκεί πάνω;

- Το είδα, αλλά υπήρχε λόγος να παρκάρω κοντά στην ταβέρνα.

- Τι λόγος;

- Ο πατέρας μου αγαπάει πολύ το πιοτό. Ήθελα να του κάνω το χατήρι για τελευταία φορά, να καθήσουμε για λίγο μαζί εδοΏ πέρα και να πιούμε. Με την ευκαιρία να ακούσει και μερικές καντάδες, τις οποίες λάτρευε, αλλά και τις τραγουδούσε θαυμάσια.

- Για ποιόν πατέρα μιλάς, αφού κάθεσαι εκεί μόνος σου; Και έπειτα τι σημασία έχουν όλα αυτά. Είσαι παραβάτης.

- Σας παρακαλώ, κύριε αστυφύλακα. Κάντε μου το χατήρι και μη με γράψετε. Κάντε το για την ψυχή του πατέρα μου που μας βλέπει από ψηλά.

- Τι λες, άνθρωπε μου; ξέσπασε ο αστυφύλακας αγανακτισμένος. Τρελάθηκες; Από πού ψηλά και πράσινα άλογα μου λες εκεί πέρα;

- Η ψυχή του είναι ψηλά και το σώμα του είναι εδώ κάτω,μαζί μου.

- Πού;!..., ρώτησε κοφτά και άγρια ο αστυφύλακας.

- Μέσα στο πορτ-μπαγάζ...

- Μέσα στο πορτ-μπαγάζ τον έχεις τον πατέρα σου και ακούει τις καντάδες; θα σκάσει τόσην ώρα εκεί μέσα. Άσε που όσα λες είναι βλακείες.

- Δε λέω βλακείες ούτε ψέματα, θέλεις να τον δεις;

- Άνοιξε να τον δω για να σε πιστέψω.

Ο Παύλος έβγαλε τα κλειδιά του και άνοιξε το πορτ-μπαγάζ.

- Πού είναι, συνέχισε δύσπιστα ο αστυφύλακας ρίχνοντας μια ματιά στο μισοάδειο χώρο.

- Ολόκληρο μεταλλικό κουτί. Δεν το βλέπεις; Εκεί μέσα είναι.

Μόλις κατάλαβε τι συνέβαινε, ο νεαρός αστυφύλακας άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από φρίκη, κοίταξε τρομαγμένος τον περίεργο τύπο που του έλαχε και το 'βαλε στα πόδια φωνάζοντας:

-Τρελός είναι!... Τρελός είναι! Τρελός είναι!...

Ο Παύλος έκλεισε το πορτ-μπαγάζ, πήγε στο τραπέζι του, αποτέλειωσε με την ησυχία του τους μεζέδες και το ούζο του και κάλεσε το σερβιτόρο να τον πληρώσει.

Ικανοποιημένος κατόπιν από το μνημόσυνο που έκαμε στον πατέρα του, ευχαρίστησε το σερβιτόρο, του έδωσε γερό φιλοδώρημα και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο.

Καθώς έβαζε μπρος για να πάρει το δρόμο για το χωριό, άκουσε την καμπάνα της Μητρόπολης που σήμαινε απόλυση. Πάτησε γκάζι και μετά από είκοσι λεπτά βρισκόταν έξω από την Αθήνα. Μπαίνοντας στον εθνικό δρόμο και τραβώντας για το χωριό, βάλθηκε να τραγουδάει το «Δυο πόρτες έχει η ζωή»...


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=1871