Ήταν αρχές καλοκαιριού στο δροσερό κι ολόμορφο χωριό — λίγα σπίτια χτισμένα
μακριά τον’ απ' τ' άλλο ανάμεσα σε πλούσιους λαχανόκηπους κι οπωροφόρα
δέντρα. Οι μηλιές κι οι ξυνομηλιές, οι θεόρατες καρυδιές, οι κυδωνιές κι οι κερασιές κι οι δαμασκηνιές ανάδευαν ήσυχα τα πλούσια φυλλώματα στο δροσερό αεράκι που φυσούσε αριά και πού. Τα νερά ξεχύνονταν άφθονα από παντού και κάθε τόσο ένα βελούχι, μια βρύση, καμωμένη μ' ένα ξεπλυμένο κεραμίδι, ένα ρεματάκι, κάποιο αυλάκι, ή μια μαρμαροχτισμένη βρύση σκόρπιζαν τα ολόδροσα νερά τους, που κυλούσαν όλα κατά τη μεγάλη ρεματιά... Κι ήταν άμετρες οι βρύσες. Κι είχε κάθε μια τ' όνομα της, σχετικό με νεράιδες και δράκους κι αραπάδες, που η πλούσια φαντασία των χωριανών είχε ζωντανέψει μέσα στην πλούσια φύση, που τους έζωνε. Ήτανε, θυμάμαι, Κυριακή, μέρα δροσερή, ανοιξιάτικη πιότερο παρά καλοκαιρινή, κι οι μαντζουράνες και τα βασιλικά ξεχύναν τ' αρώματά τους από παντού. Ήτανε να κάναμε εξετάσεις κείνη τη μέρα. Εγώ τέλειωνα την Τετάρτη και θα πήγαινα στο Ελληνικό Σκολειό. Και μ' όλο που ήμουν βέβαιη για τον προβιβασμό μου, περίμενα κι εγώ με κρυφή λαχταρά κι ανησυχία, σαν όλα τα χωριατόπουλα, τ' αποτελέσματα. Μετά τη λειτουργία όλοι οι χωριάτες μαζεύτηκαν στο Σκολειό, ένα όμορφο, φωτολουσμένο χτίριο, που απ' τη μια μεριά έβλεπε στο γκρεμό μιας άγριας ρεματιάς, κι απ' την άλλη στην ευρύχωρη εκκλησιά, τον ¶η Θανάση, με το μεγάλο αυλόγυρο. Η μεγάλη αίθουσα του Σκολειού γιόμωσε σε λίγο από πολύχρωμα χτυπητά πολκάκια, φούστες πολύπτυχες και μαύρες γόβες κι από ντρίλια παντελόνια και γουρνοτσάρουχα. Καθήσαμε μεις τα σκολιαρούδια στα θρανία κι ο κόσμος στις καρέκλες, που απ' την προηγούμενη μέρα πρόθεμα κουβαλήσαμε απ' τα δυο μπακάλικα, που ήταν μαζί και καφενεία και ζαχαροπλαστεία — καραμέλλες, χρωματιστά κουφέτα και ζαχαροστράγαλα — και μανάβικα και φαρμακεία και χασάπικα. Εμείς, της Τετάρτης δεν θα δίναμε εξετάσεις προφορικές. Λίγα τραγούδια θα λέγαμε κι αυτό ήταν όλο. Μα της Πέμπτης και της Έχτης, — άλλη τάξη δεν είχε το Σκολειό —, σαν πιο μεγάλοι που ήτανε, θάδιναν εξε-τάσεις μπροστά στους πατεράδες και σ' όλο το χωριό, και για τούτο κρυφότρεμε η καρδούλα τους και τα χέρια τους κινιούνταν ανήσυχα. Εμείς εξασφαλισμένοι από τούτο τον κίνδυνο παρακολουθούσαμε με κέφι και την καρδιά πολύ λίγο ταραγμένη ό,τι γινόταν γύρω μας με την επισημότητα θρησκευτικής τελετής. Οι δάσκαλοι φανήκανε — δυο δάσκαλοι και μια δασκάλα — η μάννα μου, κι όλοι οι χωριάτες σηκώθηκαν με σεβασμό στο διάβα του;. Σηκωθήκαμε και μεις, κάναμε την προσευχή μας κι οι εξετάσεις αρχίσανε. Στην αρχή εξετάσανε ανάγνωση κι αριθμητική. Ύστερ' ήρθ' η σειρά των θρησκευτικών. «Βάγια Πισλή», είπε ο δάσκαλος μ' επίσημη φωνή, σκύβοντας πάνω στον κατάλογο. Μια κοπελλίτσα ως δώδεκα χρονώ σηκώθηκε τρεμουλιαστή απ' τη θέση της και στάθηκε κοκκαλιασμένη μπροστά στην έδρα. Τα μαγουλά της άναψαν σε μια στιγμή σαν ώριμα ξυνόμηλα και τα μάτια της έγειραν σκοτεινιασμένα, λες κι όλη η σοφία των αιώνων πέρασε από πάνω τους. «Ποιος δίδαξε στον κόσμο το Χριστιανισμό;», συνέχισε ο δάσκαλος με τον ίδιο επίσημο τόνο, γυρίζοντας προς τη μικρούλα που έτρεμε. «Ο Μωάμεθ», βιάστηκε ν' απαντήσει το κορίτσι και τα χείλια του τρεμούλιαξαν. Ο Πάνος ο δάσκαλος, που δίδασκε την Πέμπτη και την Έχτη, κινήθηκε ταραγμένος κι έξυσε τη γάμπα του με την άκρη του μπαστουνιού του — μανία που την είχε κι αυτός ο άνθρωπος να ξύεται ολοένα. Οι χωριάτες δεν κινήθηκαν καθόλου — μπορεί και να μην κατάλαβαν. Ο Γιώργος, ο δάσκαλος μας — πούχε την Τρίτη και την Τετάρτη — έμεινε απαθής στην καρέκλα του κολλημένος. Η μάννα μου δάγκωσε τ' αχείλι της και κάτι ψιθύρισε στο σαστισμένο κορίτσι. Οι ερωτήσεις ωστόσο συνεχίστηκαν ήρεμα κι οι απαντήσεις βιαστικές έρχονταν με την ακρίβεια χρονογραφίας του Μαλάλα να φωτίσουν το ακροατήριο. Έτσι ο απόστολος Παύλος μεταμορφώθηκε σε Τούρκο, που έγινε ύστερα Εβραίος, κι ο Χριστός άρχισε τη διδασκαλία Του — τριάντα πια χρονώ — κάμποσα χρόνια πριν γεννηθεί. Τί το ζάλιζαν το κορίτσι; Η καρδούλα του, που χτυπούσε δυνατά κάτω από τη χτυπητή ροζ μπλούζα, η μακριά φούστα, που άφηνε να φαίνονται δυο χοντροπάπουτσα, το κοντό πολκάκι, οι μακριές πλεξούδες, που ξεπέρναγαν τη μέση, τρέμανε συνεχώς. Ήξερε να μαγειρεύει, να φυτεύει φασουλιές, να μαζώνει το καλαμπόκι, να βοηθάει στο θέρο, στ' αλώνι, στον τρύγο, ακόμα και στα σαμάρια πό'φκιαχνε ο πατέρας της, ήξερε και να διαβάζει. Μα τούτες οι εξετάσεις την έκαναν όλα να τα χάσει, να μη θυμάται τίποτα, να μην ποθεί, παρά μοναχά ν' άνοιγε η γη κείνη την ώρα να τήνε καταπιεί. Ωστόσο εγώ δεν άκουγα πια τίποτα, ούτ' έβλεπα, ούτ' ένοιωθα τίποτα απ' τον πολύχρωμο κόσμο, που με τριγύριζε. Απέναντι μου, σ' ένα θρανίο, καθόταν η Βαλσάμω, η φιλενάδα μου. Την θυμάμαι σα να την έχω μπροστά μου. Φορούσε ένα ροζ μεταξωτό φορεματάκι — όχι εκείνες τις χωριάτικες μπλούζες και φούστες, που μεταμόρφωναν τα δωδεκάχρονα κορίτσια σε γυναίκες τριάντα χρονώ — άσπρα παπουτσάκια, μια κορδέλλα κόκκινη στα μαλλιά. Μα κείνο, που τράβηξε τα βλέμματα μου απ' την αρχή και τα κράτησε κολλημένα πάνω της, ήταν ένας πανέμορφος χρυσός σταυρός, που κρεμόταν απ' το λαιμό του κοριτσιού με μια λεπτήν αλυσιδίτσα. Ένα ρουμπίνι, θαρρώ, είχε στη μέση. Κι έρριχνε τέτοιες αναλαμπές σε κάθε κίνηση του κοριτσιού, που στην παιδιάστικη φαντασία μου φαινόταν σαν να 'φυγε ο ήλιος απ' τη θέση του κι ολόλαμπρος πήγε και κάθησε στο στήθος της Βαλσάμως. Οι εξετάσεις τέλειωσαν σε λίγο, μεσημέρι πια. Ο κόσμος έφυγε για τα σπίτια του πεινασμένος. Εγώ, μόλις μπόρεσα, έτρεξα ν' ανταμώσω τη Βαλσάμω. Τη ρώτησα για το σταυρό. Της τον είχε χαρίσει — λέει — ο νονός της. Τον έβλεπα και τον καμάρωνα και δεν τον χόρταινα. Μα να τον γκιάξω δεν κοτούσα. Λες κι ήταν στ' αλήθεια ο ήλιος και στο άγγιγμα θα μου 'καιγε τα δάχτυλα. Τα παιδιά αφού χαζέψανε για λίγο και χάλασαν τον κόσμο απ' τις φωνές τους, άρχισαν σιγά - σιγά να σκορπίζουν. Κινήσαμε και μεις — η Βαλσάμω κι εγώ — για τα σπίτια μας. Σα νεράιδα του παραμυθιού μου φαινόταν η φιλενάδα μου, καθώς ο αέρας της ανέμιζε κάπου - κάπου το μεταξωτό φουστάνι. Εγώ φόραγα έν' άσπρο φορεματάκι από υφαντό πανί, με κεντήματα γαλάζια στα μανίκια και στο γύρο κάτω, που είχα κεντήσει μοναχή μου, κι ένα μικρό τσεπάκι πάνω απ' τον ασχημάτιστο μαστό αριστερά. Φορούσα ακόμα και παπούτσια ψηλά, όχι γόβες, που έκαναν τις χωριατοπούλες να με κοροϊδεύουν και να με λεν αγόρι. Στολίδι κανένα δε φορούσα πάνω μου, ούτε κι είχα ποτέ μου. Η Βαλσάμω ήταν πλουσιοκόριτσο. Ο πατέρας της, ο Αυγέρης, είχε το έν' απ' τα μπακάλικα, αριστερά καθώς ανεβαίναμε απ' την εκκλησιά. Είχανε και χτήματα και σπίτι με ανώι, αυλή και σταύλο. Εγώ τί ήμουνα μπροστά της; Μια φτωχούλα κι ορφανούλα και ξενομερίτισσα. Ωστόσο γίναμε φιλενάδες, γιατ' ήξερα πολλά παραμύθια και της έλεγα. Κι ούτε να πεις πώς σώνονταν ποτές. Όταν τέλειωνα κείνα πού 'χα ακουστά, αρχινούσα τα δικά μου. Παραλλαγές, κομμάτια από διάφορα παραμύθια ενωμένα σ' ένα και μια φαντασία αχαλίνωτη, που ήξερε να μεταμορφώνει τις λέξεις σ' οράματα. Κι ήταν τόσο πολλά τα παραμύθια μου, που απορούσε κι η Βαλσάμω. «Μα δεν είναι αληθιανά τούτα τα παραμύθια, που μου λες. Πως μπορεί να ξέρεις τόσα παραμύθια και να τα θυμάσαι απόξω;... Είναι δικά σου. Δεν έχουν γίνει στ' αλήθεια. Είναι παραμύθια ψεύτικα...», μό 'λεγε καμιά φορά. «Μπας και ξέρεις εσύ κάνα παραμύθι, που να 'χει γίνει στ' αλήθεια; Πώς θα μπορούσε το βασιλόπουλο να κατεβεί στον κάτω κόσμο ζωντανό και να ξαναγυρίσει πίσω;», της απαντούσα με πρόωρα ανεπτυγμένο σκεπτικισμό. «Ή θα μου πεις πως ήταν δυνατό να γλυτώσει απ' το δράκο και τις μάγισσες και να κλέψει "Τα τρία κίτρα του κάμπου"... Όλα, κουτή, είναι ψεύτικα. Ψεύτικα, μα όμορφα... Σ' αρέσουν μια φορά;...». Εκείνη με κοίταγε μ' αμφιβολία και δυσπιστία. Μα ύστερα, συνεπαρμένη απ' τη γοητεία της ανεξάντλητης φαντασίας μου, μ' έπιανε απ' το χέρι και μό 'λεγε ικετευτικά: «Έλα, μωρέ Χρύσω, πες μου κείνο το παραμύθι με τους τρελλούς... "τον Εφτάσκεπο το Βασιλιά" ντε... πώς το λες...». Έτσι ο παραμυθόκοσμος αυτός είχε δέσει τις καρδιές μας με μια φιλία, που φαινόταν πως τίποτα δε θα 'χε τη δύναμη να τη λύσει. Μα τούτος ο σταυρός πού 'χε πέσει ξαψνικά ανάμεσό μας, σα να μας χώριζε. Έτσι που έβλεπα μπροστά μου τη φιλενάδα μου με το χρυσό σταυρό στο λαιμό, σαν αλλοιώτικια μου φαινότανε. Όχι! Δεν είχε πια κείνο το συνηθισμένο χωριάτικο πρόσωπο. Ο σταυρός, σα να 'ταν μαγεμένος, τη μεταμόρφωσε, κι αλλιώς την έδειξε στα μάτια μου. Πεντάμορφη φάνταζε πια μπροστά μου η Βαλσάμω. Σα να ξέκοψε απ' τον ομορφόκοσμο των παραμυθιών μου κι ήρθε κει δίπλα να μου δείξει πώς ήταν στ' αλήθεια η βασιλοπούλα τους, η νεράιδα τους, η πεντάμορφη τους. Κι έτσι, από καλωσύνη της μοναχά καταδεχόταν να μου μιλάει, να μου κρατάει το χέρι και να τρέχει μαζί μου... Και μου φαινόταν, πως θα 'πρεπε και κείνη, σαν τον «Εφτάσκεπο το Βασιλιά», πέπλους να πάρει και να σκεπάσει τη χάρη της, για να μη θαμπώνει τα μάτια τα θνητά μου... Έτσι καθώς προχωρούσαμε γοργά κείνο το Κυριακάτικο πρωινό, τα πρόσωπα μας, ρόδινα και χαρωπά, δείχναν τον πόθο, που πλημμύριζε τις καρδιές μας, να μη σταματήσαμε ποτέ τούτο το ανέβασμα. Σύντομα φτάσαμε μπροστά στο μπακάλικο του πατέρα της. Απέναντι ήταν το σπίτι, που καθόμαστ' εμείς: Μια μεγάλη κάμαρη — που μάταια πάσχιζαν να τη ζεστάνουν τα λιγοστά έπιπλα — κι ένα χαγιάτι φαρδύ προς το δρόμο. Σταμάτησα δίχως καρδιά. Έπρεπε να χωριστούμε. Ξαφνικά το πρόσωπο μου φωτίστηκε... «¶κου, Βαλσάμω, της είπα δειλά, πάμε πάνω στο αλώνι να καθήσουμε;... Εγώ δεν πείνασ’ ακόμα...». «Ναν του ειπού τσ' μάννας μ,'... κι αν μ' αφήσ'...». Ανέβηκα βιαστική τ' απότομα σκαλιά και το 'πα κι εγώ στη μάννα μου. «Καλά, μην αργήσεις», μ' απάντησε. Αμέσως βρέθηκα κοντά της, πιαστήκαμε χέρι - χέρι και πήραμε τον ανήφορο για το σπίτι της. Σα φτάσαμε μπροστά, στάθηκα εγώ κάτω απ' τις λεύκες να την προσμένω κι αυτή μπήκε μέσα. Σε λίγο ξαναφάνηκε με το «δράκο» τους στα χέρια. Η Αυγέραινα, για να γλυτώσει απ' τη γκρίνια του της τον φόρτωσε... Απ' το σπίτι της Βαλσάμως και πέρα άρχιζ' ένας κατήφορος. Έφτανε ως κάτω στη ρεματιά, κι από κει άρχιζε πάλι ένας στρωτός ανήφορος, που έβγαινε πάνω στο αλώνι. Ένας δρόμος τραβούσε ίσα για τον άγιο Ταξιάρχη, όπου κείτονταν ανάρια - ανάρια, όπως και τα σπί-τια των χωριανών, τα μνήματα. Σα φτάσαμε στην άπλα τ' αλωνιού, καθήσαμε αγνάντια στο χωριό, και πασχίζαμε να ησυχάσομε το μωρό με λογάκια απλά, δίχως νόημα, με τραγούδια και φωνές. Μα ο δράκος δεν έλεγε να ησυχάσει. Φώναζε και στρίγγλιζε μ' όλη τη δύναμη, πού 'χαν τα πνευμονάκια του. Καθώς τα χεράκια του ήταν λυτά και λεύτερα τραβούσε και ξέσκιζε ό,τι πιάναν στις άσκοπες κινήσεις τους. Έτσι μας σουρομάδισε, μας ξεμάλλιασε, μας έγδαρε τα μούτρα. «Να τον περπατήσομε, μπας και του περάσει», είπα γω κάποια στιγμή. Τον σηκώσαμε στα χέρια και τραβήξαμε κατά το στυγερό, που ήταν στη μέση του αλωνιού. Μα προτού ακόμα φτάσομε, η Βαλσάμω έμπηξε μια φωνή: «Ο σταυρός μου!». Την κοίταξα τρομαγμένη. «Τί; δεν τον έχεις;» ψιθύρισα. Μα ο φόβος μου έπαψε αμέσως. Θυμήθηκα πως τον είχα ιδεί να λαμποκοπάει στο στήθος της, εκεί που είχαμε καθήσει. Και δεν είχαμε αλαργέψει πολύ από κει. Ο τόπος, κατάξερος, δεν είχε πρασινάδες ή θάμνους για να κρατήσουν κρυμμένο το σταυρό. Κι άνθρωπος ούτε πέρασε κανένας. «Θα τον δρούμε», της είπα με θάρρος, κι άρχισα να πηγαίνω ψάχνοντας προς το μέρος πού 'χαμε καθήσει. Η Βαλσάμω» μ' ακολούθησε φοβσιμένη. Κι ο δράκος, σα να 'νοιωθε κι αυτός την ταραχή μας και την αδιαφορία μας για τις γκρίνιες του, σταμάτησε κι αυτός το ψάλσιμο... Φτάσαμε στο μέρος που είχαμε καθήσει, μα σταυρός δε φάνηκε πουθενά. Πήρα το δρόμο πάλι προς τα πίσω σκυμμένη και με τα μάτια ορθάνοιχτα. Ξαναπήγα, ξαναγύρισα πολλές φορές, μ' όλο που πείστηκα πια, πως δεν ήταν εκεί ο σταυρός. Θάμα μου φαινόταν τούτο το χάσιμο του σταυρού. Λες κι άνοιξε η γης και τον κατάπιε. Στο τέλος κατάλαβα πόσο μάταιο ήταν να πηγαινοέρχομαι και σταμάτησα. «Αχ, η κουρούνα, τι έπαθα», μισόκλαιγε το κορίτσι, χωρίς να μπορεί να πιστέψει τούτο που της έλαχε. Ήτανε σωριασμένη χάμω, σα να τη βάρεσε μεγάλη συφορά, χωρίς να τη νοιάζει πια για το μεταξωτό φουστάνι, μην το τσαλακώσει. Μα κι εγώ είχα χάσει το θάρρος μου. Όχι πως φοβήθηκα μη με υποψιαστούν, μα, χωρίς να ξέρω γιατί, δείλιασα. Κοίταξα τη δύστυχη Βαλσάμω, που χάνοντας το σταυρό έχασε και τη γοητεία, που νεράιδα την έκανε στα μάτια μου, κι ο θαυμασμός μου συμπόνια γίνηκε. «Σύχασε, της είπα, πάω να κρίνω τσ' μάννας σ'...». Και χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες πήρα τον κατήφορο, έφτασα στη ρεματιά κι έκανα να στρίψω προς το σπίτι της Αυγέραινας. Μα κει μπροστά μου στεκόταν η θεια της Βαλσάμως, που πάγαινε στη βρύση να γιομίσει τη βαρέλα της. Εγώ τα 'χασα. Κατέβασα το κεφάλι, σαν ένοχη, κι είπα με κλαψάρικη φωνή την τρομερή είδηση. Αυτή, κοπέλλα περασμένη μ' ανύπαντρη, μ' όμορφο πρόσωπο και πονηρά μάτια, με κοίταξε με καχυποψία. Κι έχωσε το χέρι της ψαχουλευτά στο τσεπάκι μου. Από κοντά ερχόταν κι η μάννα της Βαλσάμως. Σαν έμαθε κι αυτή το κακό, με πήρε μαζί της κι ανεβήκαμε στην κορφή στ' αλώνι. Η Βαλσάμω καθισμένη, με τις κοτσίδες μισοξεπλεγμένες απ' τ' άγρια τραβήγματα του μικρού, που συνέχιζε τώρα μ' όλη του την ησυχία τις στριγγλιές του, κοίταζε μπρος της, σα χαμένη και μηχανικά κινούσε το παιδί στα χέρια της, σα να το νανούριζε. «Τί έτρεξε, μαρή χαντακωμέν';...», είπ' η Αυγέραινα στην κόρη της μ' άγρια φωνή. Το κορίτσι είπε ό,τι είχα πει κι εγώ. Τότε αφήνοντας την κόρη της ήρθε κι έπιασ' εμέν' απ' τα μαλλιά. Εγώ άρχισα να τρέμω. «Να μου μαρτυρήεις, κακομοίρα μ', του σταυρού, γιατί θα σ' τσακίσου στου ξύλου»· κι άρχισαν να με ψάχνουν με την αδελφή της παντού. Σα δε βρίσκαν το σταυρό πάνω μου, λύσσαξαν. «Θάν τον πέταξ' η κακούργα στη ρεματιά την ώρα πό 'φευγε...». Ύστερ' από πολλά μ' αφήσανε. Πήγα με κλάματα στη μάννα μου και της μολόγησα όλη την ιστορία. «Θα τον βρουν, είπε η μάννα μου, και θα ησυχάσουν». Και με τη δειλία που έχει πάντα μια γυναίκ' απροστάτευτη, σαν βρίσκεται σε ξενοχώρι, όπου κοντά όλοι οι χωριανοί είναι συγγενολόι, ούτε καν παραπονέθηκε για την προσβολή, που της έγινε, να με υποψιαστούν. Το βράδυ συναπαντήθηκα με τη Βαλσάμω στο Σκολειό. Θα μας έλεγαν τ' αποτελέσματα. «Εσύ, Βαλσάμω, δεν πιστεύεις σ' αυτό που είπε η μάννα σου...», της είπα κοιτάζοντας την ικετευτικά, σα να κρεμόταν η ζωή μου από το στόμα της. «Δεν μπορεί να το πιστεύεις τέτοιο πράμα...». «Αμ τότε ποιος τον έκλεψε;... Τί γένκε ο σταυρός;...» μ' απάντησε, αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Ώστε κι η Βαλσάμω ακόμα!... Αυτή που μ' αγαπούσε, που είχε συντροφέψει όλα μου τα παιδικά όνειρα, που με γνώριζε καλύτερα κι απ' τη μάννα μου... Έλπιζα ωστόσο πως η ιστορία θα τέλειωνε ως εδώ. Μα άλλη γνώμη είχαν οι χωριάτες. Την άλλη μέρα, πρωί - πρωί, είχε μαζευτεί όξω απ' την πόρτα μας, στο χαγιάτι, όλο το συγγενολόι της Βαλσάμως. Όσοι δε χωρούσαν απάνω περίμεναν κάτω στο δρόμο. Με ξύπνησαν οι φωνές τους. «Αν δε μαρτυρήεις το σταυρό, έλεγε μια χοντρή φωνή στη μάννα μου, θα σε κρεμάσουμι ανάποδα να μαρτυρήεις το γάλα που Βύζαξες απ' τη μάννα σ'...». «Σύχασε, χριστιανέ μου, έλεγε η λεπτή φωνή της μάννας μου ταραγμένη. Πόσο κάνει ο σταυρός σου να σου τόνε πληρώσω». «Δε θέλω ιγώ λεφτά. Του σταυρό μ' θέλου», απαντούσε η στρίγγλικια φωνή της Αυγέραινας. «Μα αφού δεν τον είδα το σταυρό σου, ούτε τον έπιασα ποτέ στα χέρια μου. Πού να τον εύρω να στον δώσω;». «Τουν πήρες ισύ. Στουν έδουσ' η κόρη σ', σαν που σι βλιέπου κι μι βλιεπς...». «Σ' αφήνουμι να σκεφτείς ως αύριο και να μας τουν δώεις, α δε θες να φτύεις αίμα...», είπε μια άλλη άγρια φωνή. Αυτή η ιστορία συνεχίστηκε ως μια βδομάδα. Οι απειλές των χωριατών όλο και μεγάλωναν κι οι φωνές τους όλο και πιο βίαιες γίνονταν. «Πήγα ιγώ σι χάρτου κι σι καφετζού. Μου είπαν τουν έχεις του σταυρό. Κι στ' όνειρο μ' σι είδα πως τόνε φορούσες, ναι, όπους σι βλιέπου κι μι βλιεπς...». Κι είχε τόση πίστη σε τούτα τα σημάδια η χωριάτισσα, που τίποτα δεν της άλλαζε τη γνώμη. «Τα όνειρα μ' δι μι γιελάν ιμένα...». Εκείνο που μό 'καν' εντύπωση τότε και με συγκινεί ως τα τώρα, είναι πως η μάννα μ' ούτε μια φορά δε με ρώτησε για το σταυρό. Τόση εμπιστοσύνη είχε στο παιδί της! Ωστόσο η τραγική θέση της μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Την απειλούσαν πως θα βγάλουν με το τσιγκέλι το παιδί που είχε στην κοιλιά της, γιατί η μάννα μου είχε ξαναπαντρευτεί και ήταν τότε έγκυος. Στο τέλος η Αυγέραινα της ζήτησε να ορκιστεί «στου Βαγγέλιου», μια κι έλεγε πως δεν τον έχει το σταυρό, γιατί «δε φανταζόταν πως η αδιαντροπιά της θα 'φτανε ως αυτού, να πάρ' ψεύτικουν όρκουν», περιμένοντας πως εκείνη θα αρνιόταν. Μα η μάννα μου, μ' όλη την προσήλωση της στις δέκα εντολές δέχτηκε, σαν είδε πως δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, να παραβιάσει την τρίτη εντολή «ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» κι ένα απομεσήμερο εκεί κατά το σούρουπο πήγανε μαζί στην εκκλησιά. Εκεί ο Παπα - Θύμιος με τα κάτασπρα μαλλιά και το χιλιομπαλωμένο ράσο βάλθηκε να μεταπείσει την Αυγέραινα. «Δεν είναι σωστό να κατατρέχεις τούτη την έρμη», της είπε με την ήσυχη φωνή του, «και δεν πρέπει να την αναγκάεις να πάρ' όρκου. Ο άδικος όρκος καίει εφτά γενιές, Τασούλα!». «Ας μαρτυρήσ' του σταυρό και να την αφήσω ήσυχη», είπε με το χωριάτικο πείσμα της η Τασούλα. Τότε ο Παπα - Θύμιος πήρε το Ευαγγέλιο και το κράτησε μπροστά στη μάννα μου. «Ορκίζομαι, είπε η μάννα μου με επίσημη φωνή, σαν δασκάλα που ήτανε, βάζοντας το χέρι της πάνω στο Ευαγγέλιο, πως ούτε είδα, ούτε έπιασα ποτέ το σταυρό στα χέρια μου. Αν τον έπιασα να πέσει φωτιά να με κάψει», συνέχισε κατά παραγγελία της Τασούλας κι ύστερα βγήκε από την εκκλησία με βήμα σίγουρο και αργό. Τα μάτια της κοιτάζανε αόριστα τον ορίζοντα... «Σό 'μεινε ο σταυρός, σό 'μεινε όμως κι ο όρκος», είπε η Τασούλα χαιρέκακα... βγαίνοντας κι αυτή από την εκκλησιά. Και την άλλη μέρα πρωί - πρωί ήταν πάλι μπροστά στην πόρτα μας με τον άντρα της κι όλο το συγγενολόι της. «Μπας και θάρρεψες πως θα σ' αφήσου ήσυχ' όσο κρατάς το σταυρό!...», στρίγγλιζε διαρκώς... Την επόμενη μέρα όμως δεν φανήκανε, πράγμα που έκανε τη μάννα μου να απορήσει, συνηθισμένη καθώς ήταν να τους βλέπει κάθε πρωί, σχεδόν δυο βδομάδες τώρα, έξω από την πόρτα μας. Το λόγο τον μάθαμε την ίδια μέρα από μια γειτόνισσα της Τασούλας: «Βρήκανε, λέει, το σταυρό μέσ' στου στάβλου κι λένε πως τάχα πήγατε και τουν ρίξατε απ' την τρομάρα σας...». Η Τασούλα το πρωί που πήγε να παχνίσει τα ζα στο στάβλο είδε κάτι να γιαλίζει ανάμεσα στις κοπριές και τις ακαθαρσίες κοντά στο παχνί. Έσκυψε και κοκκάλωσε. Ο σταυρός τσαλαπατημένος απ' τα ζα και γεμάτος κοπριές ήταν εκεί μπροστά της!... Τον σήκωσε με τη λαχτάρα φιλάργυρου, που ξαναβρίσκει το χαμένο θησαυρό του, του σκούπισε τις ακαθαρσίες και τον έχωσε στον κόρφο της. Όλο το μυστήριο ξεδιάλυνε επί τέλους: Καθώς ο δράκος τραβούσε σα μανιασμένος τα μαλλιά και τα φουστάνια της Βαλσάμως έσπασε τη λεπτή αλυσιδίτσα του σταυρού κι αυτός γλύστρησε μέσ' στον ασχημάτιστο κόρφο του κοριτσιού και μάγκωσε πάνω σ' ένα εσώρουχο. Η Βαλσάμω σαν γύρισε σπίτι κυνηγημένη και δαρμένη από τη μάννα της, πήγε στο στάβλο, που βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού και που στα χωριά τον χρησιμοποιούν και σαν αποχωρητήριο, να αποπατήσει. Εκεί απελευθερώθηκε από το εσώρουχο ο σταυρός κι έπεσε μέσ' στις κοπριές, που τον σκέπασαν. Και κείνο το πρωινό, καθώς ένα μουλάρι κλώτσησε την κοπριά, μια αχτίδα του ήλιου έπεσε πάνω στο σταυρό και τον είδε η Τασούλα. Τα κουτσομπολιά έλεγαν πως τούτο το σταυρό τον είχε κλέψει η Τασούλα από μια γιατρίνα, που είχε κάποτε νοικάρισσα. Μπορεί όμως και να της τον είχε χαρίσει, γιατί είχαν γίνει κουμπάρες. Εκείνο όμως που φαινόταν περίεργο ήταν ότι κανείς από αυτούς που είδαν το σουρομαδημένο και τσαλακωμένο κορίτσι δε σκέφτηκε τον πραγματικό λόγο της εξαφάνισης του σταυρού... Λίγες μέρες αργότερα η μετάθεση της μάννας μου μας έκανε να μαζώξαμε γρήγορα - γρήγορα τα φτωχοπράματά μας μέσα σε ταγάρια και σε μπόγους και ν' αποχαιρετήσομε νύχτ' ακόμα το πεντάμορφο χωριό με τα σκούρα έλατα, τις πολλές βρύσες, τα βελούχια και τις ανθισμένες μηλιές, καθώς οι κουμαριές, φορτωμένες τα μικρά τους λουλουδάκια και τα ολάνθιστα σπάρτα μας στέλναν για στερνή φορά την ευωδιά τους κι οι κερασιές, καθώς περνούσα κάτω από τα έμφορτα κλαδιά τους καβάλλα στο μουλάρι, ακουμπούσαν πάνω στο κεφάλι μου τους κόκκινους καρπούς τους, σα να με αποχαιρετούσαν με φιλιά. Τα ξωκλησάκια με ανοιχτές τις πόρτες σα να με καλούσαν να μη φύγω... Κι εγώ καθόλου δεν έκλαψα για τούτον τον πικρό αποχωρισμό απ' όλες αυτές τις ομορφιές, που γέμισαν την ψυχή μου για πάντα με τη μαγικήν ανασεμιά τους. Ξεχάστηκαν οι φιλενάδες μου, το Σχολείο, ο δάσκαλος, οι χωριάτισσες, η Βαλσάμω και ο σταυρός της. Μονάχα τούτα πήραν αθάνατη μορφή μέσ' στην ψυχή μου για πάντα... Και μονάχα ύστερ' από χρόνια, που απάντησα στην Αθήνα ένα χωριανό από τ’ όμορφο χωριό, έμαθα με λύπη τη συμφορά που βάρεσε το σπιτικό του Αυγέρη: Η γυναίκα του η Τασούλα πέθανε με φριχτούς πόνους πάνω στη γέννα. Ο Αυγέρης ξαναπαντρεύτηκε, μα λίγο καιρό μετά έπεσε ένα δέντρο, που έκοβε για ξύλα, πάνω του και τον άφησε στον τόπο κι απόμεινε η Βαλσάμω και τ' αδελφάκι της στα χέρια μιας κακιάς μητριάς... Κακόμοιρη αλλοτινή μικρή μου φίλη! αναλογίσθηκα με θλίψη... Να 'ταν άραγε η τιμωρία για τον άδικο κατατρεγμό της μάννας μου, μιας γυναίκας που αγωνιζόταν μακριά απ' τον άντρα της με σκληρές συνθήκες να μεγαλώσει τα παιδιά της, και τον άδικο όρκο που την ανάγκασαν να πάρει; Αλήθεια! Ποιος μπορεί να ξέρει!... |