περιεχόμενα

Ο Νταρέλας

Σκάρου Ζήσης

Από τη Νέα Εποχή, 1990, τ. 205, σσ 29-31

Ήταν απόγευμα μόλις είχε έρθει το τρένο και τα μόνιππα περίμεναν παραταγμένα έξω απ' το σταθμό, για να μεταφέρουν τους επιβάτες στην πόλη. Μια μικροκαμωμένη και πολύ κομψή κυρία, με γούνινο καφέ παλτό και μαλλιά κομένα αγορίστικα, βγήκε και στάθηκε στην έξοδο. Έβγαλε απ' την κρεμαστή τσάντα της ένα πορτοφολάκι και πλήρωσε τον αχθοφόρο, που είχε ακουμπήσει πλάι της μια μεγάλη βαλίτσα.

Αμέσως ο Νταρέλας χτύπησε στράκα το καμουτσίκι και πλεύρισε τ' αμάξι μπροστά της. Κατέβηκε, πήρε πάνω, κοντά στα πόδια του, τη βαλίτσα και σκύβοντας πίσω του, ρώτησε τη μικρή κυρία πού ήθελε να την πάει. Εκείνη, αφού ταχτοποιήθηκε στη θέση της, έβγαλε και του 'δωσε ένα χαρτάκι. Μόλις το διάβασε, ο Νταρέλας γύρισε και την κοίταξε. Ύστερα έδωσε μια ελαφριά καμουτσικιά στ' άλογο του και κίνησε καλπάζοντας.

Κάπου, λίγο απόμακρα απ' το κέντρο, σταμάτησε μπροστά σε μια διάπλατα ανοιχτή πόρτα ενός διώροφου παλιού σπιτιού. Από μέσα βγήκε μια ηλικιωμένη γυναίκα και πήρε τη βαλίτσα, που της έδωσε πάνω απ' το κάθισμα του ο Νταρέλας.

Η κομψή κυρία ξανάνοιξε τη τσάντα της, πλήρωσε και κατέβηκε.

Αργά το βράδι, μετά το τελευταίο τρένο, ο Νταρέλας πήγε τ' αμάξι του στο στάβλο, έβαλε καρπό στ' άλογο και ξαναβγήκε στην αγορά, όπως συνήθιζε να κάνει πάντα τα βράδια, μετά τη δουλειά. Μπήκε σ' ένα ταβερνείο κι αφού κάθισε μόνος σε μια απόμερη γωνιά, παράγγειλε τας - κεμπάπ κι ένα κατοστάρι κρασί.

- Σεκλετισμένο σε βλέπω απόψε, του λέει ο κάπελας.

Δεν του απάντησε. Τσιμπούσε ανόρεχτα τα κρεατάκια απ' το πιάτο, ρουφούσε γουλιά-γουλιά το κατοστάρι του κ' η σκέψη του έτρεχε. Παράγγειλε δεύτερο κατοστάρι. Κατέβασε ένα ποτήρι μονορούφι και σηκώθηκε.

- Γράψ' τα, είπε στον ταβερνιάρη βγαίνοντας.

Πήρε βιαστικά ένα σκοτεινό δρομάκι κι έφτασε στο δίπατο σπίτι, όπου είχε αφήσει τη νεοφερμένη κυρία.

Η πόρτα κάτω εξακολουθούσε να μένει ορθάνοιχτη. Πέρασε μέσα σε μια χαλικοστρωμένη αυλή κι από μια πολυκαιρισμένη ξύλινη σκάλα ανέβηκε στο πάνω πάτωμα.

- Πού είναι; ρώτησε την κυρία Μαίρη, που καθόταν χαυδωμένη πάνω από ένα μαγκάλι στο χωλ.

Εκείνη του 'δειξε με το βλέμα της μια μισόκλειστη πόρτα κ' είπε.

- Δε θα δουλέψει απόψε, είναι κουρασμένη.

Ο Νταρέλας αδιαφόρησε. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Η νεαρή κυρία είχε ετοιμαστεί να ξαπλώσει. Φορούσε ένα αραχνοΰφαντο νυχτικό, που στο θαμπόφωτο ενός πορτατίφ ροζ αμπαζούρ, άφηνε να φαίνεται, σα μέσα από γιαλί, όλη η σιλουέτα του καλλίγραμμου κορμιού της. Καθώς στράφηκε αιφνιδιασμένη και κάρφωσε τα μάτια της στο Νταρέλα, εκείνος έμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένος, σα να είχε χάσει τη λαλιά του. Γύρισε απότομα και φεύγοντας, έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Ο ερχομός της "καινούργιας" συντάραξε τη λιμνασμένη ισορροπία στο σπίτι της μαντάμ Μαίρης. Τα κορίτσια άρχισαν να παραπονιούνται ότι έχασαν τους ανθρώπους τους, γκρίνιαζαν ή συνωμοτούσαν και έβαζαν σπιουνιές, ενώ η Σούζη κλεινόταν στη σιωπή της κι απόφευγε ν' αντικρύζει τα μοχθηρά βλέματά τους, όταν στο σαλόνι της αναμονής έφτανε η κρίσιμη ώρα της εκλογής.

Παλιοί μουστερήδες, τσικιρικιτζήδες και νταβατζήδες της πιάτσας προθυμοποιούνταν να προσφέρουν την ιπποτική προστασία τους, κεντώντας ψιλό γαζί τις υποσχέσεις τους στ' αφτί της μαντάμ Μαίρης.

- Μα είναι αγκαζαρισμένη, σας λέω, έχει έρθει συστημένη, τι λόγο θα δώσω αν καταφτάσει εδώ καμιά μέρα ο βλάμης της, έλεγε κείνη.

Αλλά ο Νταρέλας δεν τ' άκουγε αυτά. Ούτε είχε ανάγκη απ' τη μεσολάβηση της κυρίας Μαίρης. Έζευε στ' αμάξι τ' άλογο του - ένα τσίλικο φαρί, που το είχε αγοράσει με τον ίδρο του - και προλάβαινε να πάει και να γυρίσει δύο τρεις φορές στο σταθμό για το ίδιο τρένο. Τσιλεπής και γαλαντόμος, δεν καταδέχτηκε να φάει λεφτά ποτέ από γυναίκα. Το χε και το 'λεγε η μαντάμ Μαίρη.

- Αυτός είναι άντρας!

Ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι, σε μια ανάπαυλα, ανάμεσα από δυο δρομολόγια του σταθμού, ο Νταρέλας πετάχτηκε ως το σπίτι της Μαίρης, για να ειδοποιήσει τη Σούζη, ότι το βράδι θα περνούσε να βγούνε έξω. Ρώτησε μ' ένα νεύμα του αν ήταν κανένας μέσα κι η Μαίρη απάντησε με περιφρονητική αδιαφορία.

- Ένα καψουράκι είναι, που έρχεται και χαραμίζει τις ώρες της, μπες.

Άνοιξε ο Νταρέλας και μπήκε. Η Σούζη ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι της με το κεφάλι στηριγμένο στο μπράτσο της και πλάι, σε μια καρέκλα, καθόταν ένας νεαρός, που μόλις είδε το Νταρέλα, τινάχτηκε πάνω.

Ο Νταρέλας πλησίασε και βγάζοντας από την τσέπη του ένα στρογγυλό κουδουνάκι, από κείνα τα μπρούτζινα που κρεμούσε στο λαιμό απ' τ' άλογο του, το μπεγλέρισε μπροστά του και του το 'δωσε.

- Μπρος, δρόμο! του λέει.

Πετάγεται πικαρισμένη η Σούζη, αρπάζει το κουδουνάκι απ' το χέρι του νεαρού και το βροντάει στο πάτωμα.

Ο Νταρέλας τα 'χασε. Της αστράφτει ένα χαστούκι κι ενώ η Σούζη έπεσε κλαίγοντας στο κρεβάτι, ο νεαρός γλίστρησε έξω απ' την πόρτα.

Το βράδι ο Νταρέλας, πιστός στην υπόσχεση του, φόρεσε το μαύρο του κουστούμι -πάνω βράκα κάτω δακτυλίδι - μυτερό παπούτσι ψηλοτάκουνο, και πήγε να πάρει τη Σούζη. Θα τρώγανε σ' ένα εξοχικό κέντρο με μουσική όπου συνήθιζαν να συχνάζουν παλιοί μακαντάσηδες.

Μα πριν μπει στο δωμάτιο της Σούζης, τρέχει η μαντάμ Μαίρη και του φράζει την πόρτα.

- Μη, θα μαχαιρωθείτε, ήρθε ο γιαβουκλούς της!

- Ποιος γιαβουκλούς;

- Ο βλάμης που την έστειλε.

Την αδράχνει με τα δυο του χέρια ο Νταρέλας και τη γκρεμίζει κάτω. Ανοίγει και βρίσκεται αντιμέτωπος μ' έναν άντρακλα, άγνωστο, χοντρό και μπαντάλικο, σαν καλοθρεμένο ζωέμπορα, που μιλούσε όρθιος με τη Σούζη. Μόλις σταυρώθηκαν τ' ακονισμένα βλέματά τους, ρίχνεται στην αγκαλιά του Νταρέλα η Σούζη κι άρχισε να τον παρακαλάει τρέμοντας.

- Μη, φύγε, αύριο θα σου εξηγήσω.

Την ξεκολλάει από πάνω του ο Νταρέλας και τη ρίχνει στο κρεβάτι.

Μια γυμνή λεπίδα είδε ν' αστράφτει τότε κάτω απ' τα μάτια του. Κι ενώ η Σούζη, μ' ένα σάλτο στην πόρτα, άρχισε να φωνάζει βοήθεια, ο Νταρέλας αγράπωσε το χέρι που κρατούσε το στιλέτο και το γυρίζει κατά τον άλλο. Δυνατοί κ' οι δυο, με τη λεπίδα να ζυγίζεται πάνω απ' τα κεφάλια τους, έχασαν κάποια στιγμή την ισορροπία τους και τρικλοποδιάστηκαν κάτω.

Όταν μπήκε μέσα η πατρόνα με τα κορίτσια, τους βρήκαν να παλεύουν στο πάτωμα.

- Αστυνομία, θα σφαγούν, αστυνομία! έμπηξαν τις φωνές, τρέχοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο.

Δυο περιστασιακοί πελάτες που έτυχε να βρίσκονται κείνη την ώρα εκεί, βιάστηκαν μισοντυμένοι να φύγουν.

Ο Νταρέλας χτυπιόταν με τον άλλο στα μουγγά και σαν ακούστηκε στη σκάλα ποδοβολητό, σηκώθηκαν πάνω αγκομαχώντας, ενώ, η Μαίρη πήρε από κάτω το στιλέτο και το 'κρυψε.

Τρεις αστυνομικοί όρμησαν μέσα κι έβγαλαν, σπρώχνοντας έξω τους ταραξίες. Τους έστησαν σε μια γωνιά στο σαλόνι κι ο επικεφαλής έδωσε εντολή στους άλλους δυο να κάνουν έρευνα.

Αναποδογύρισαν κρεβάτια, άδειασαν ντουλάπες και σε λίγο γύρισαν , κρατώντας από ένα βιβλίο ο καθένας στα χέρια.

- Βιβλία! Τα βρήκαμε κρυμένα σ' ένα συρτάρι.

- Μμμ.., έκανε καχύποπτα ο επικεφαλής. Κατάσχονται!

- Η Σούζη έριξε μια απορημένη ματιά στη Μαίρη και στράφηκε στους χωροφύλακες.

- Καλέ τι είναι αυτά;

- Σκασμός.

- Καλέ ένας νεαρουδάκος μου τα 'φερε για να περνάω την ώρα μου. Παραμυθάκια είναι, λένε ωραία πράγματα μέσα...

- Α, ώστε λένε ωραία πράγματα μέσα... Και ποιος είναι αυτός ο νεαρουδάκος, τον ξέρεις;

- Πώς δεν τον ξέρω, Λίλο τον λένε, το μεσημέρι ήταν εδώ.

- Μπρος, πάρτε τους, είπε στους χωροφύλακες ο επικεφαλής και στράφηκε στη Σούζη: Έλα και συ μαζί μας.

Το επεισόδιο θα είχε πάρει τέλος, αν δεν έβγαιναν στη μέση τα φοβερά εκείνα βιβλία, που άνοιξαν άλλους δρόμους στο ιχνηλατικό δαιμόνιο των φρουρών της δημόσιας τάξης.

Ο Νταρέλας, γνωστός ως άνθρωπος μπεσαλής, που έβγαζε τίμια το ψωμί του, αφέθηκε το ίδιο βράδι λεύτερος. Ο άλλος ήταν σωματέμπορος ξενομερίτης κι η σύλληψη του είχε έρθει σαν κερδισμένο λαχείο για τα κατώτερα όργανα που τον έπιασαν. Αλλά ο κύριος διοικητής είχε διαφορετική γνώμη.

- Τρίχες, είπε. Και ποια πουτάνα δεν έχει το νταβατζή της; Πρώτα, ρε, έγιναν οι προστάτες κ' ύστερα τα μπορντέλα, δεν το ξέρετε; Άντε δώστε του ένα γερό σκατόξυλο και τάξτε του διορία ως αύριο βράδι να φύγει από την περιφέρεια μας. Τον άλλον φέρτε μου, τον φοιτητάκο. Ξέρετε γράμματα; Ακούστε εδώ τι γράφει.

Έσκυψε στο γραφείο του κι άρχισε να διαβάζει σ' ένα απ' τα κατασχεμένα βιβλία.

"Καθώς περνούσε η διαδήλωση στο δρόμο τα κορίτσια βγήκαν στο μπαλκόνι και χειροκροτούσαν, φώναζαν τα συνθήματα των εργατών: Κάτω η ολιγαρχία του πλούτου!"

Ύστερα από κάμποσο καιρό, στις αρχές του καλοκαιριού, έξω απ' τις φυλακές της μικρής πόλης σταμάτησε ένα αμάξι. Πήδησε κάτω ο Νταρέλας και αφού μπήκε για μια στιγμή στο γραφείο της διεύθυνσης, ξαναβγήκε κι ανέβηκε πάλι στη θέση του. Φορούσε το ίδιο μαύρο κοστούμι, όπως το βράδι, που θα έβγαινε έξω με τη Σούζη.

Σε λίγο , απ' την πόρτα της φυλακής βγήκαν δυο χωροφύλακες, έχοντας στη μέση δεμένο με χειροπέδες το Λίλο. Τον οδήγησαν στ' αμάξι και τον έσπρωξαν μέσα.

- Όχι, όχι, δεν είχα τίποτα μαζί της, δεν έδωσα καμιά υπόσχεση, διαμαρτυρόταν τρομοκρατημένος ο Λίλος.

Μέσα περίμενε στολισμένη με άσπρο τούλι στα μαλλιά της η Σούζη.

- Μπρος, ανέβα! πρόσταξαν πάλι οι χωροφύλακες.

- Όχι, όχι δε θέλω, επέμενε ν' αρνιέται, στυλώνοντας πεισματικά τα πόδια του στο χώμα ο Λίλος.

Τον άρπαξαν και τον στρίμωξαν σηκωτόν πλάι στη Σούζη. Απέναντι του κάθισε ο ένας χωροφύλακας, ενώ ο άλλος ανέβηκε απ' έξω και κάθισε μαζί με το Νταρέλα.

-Έλα, μη φοβάσαι, δε θα πάθεις τίποτα, είπε η Σούζη.

Μόλις ξεκίνησε τ' αμάξι, ο Λίλος στράφηκε μ' ένα βλέμα απελπισίας στο χωροφύλακα.

- Μα, γιατί, αφού σας λέω, δεν έδωσα καμιά υπόσχεση, ούτε τη γνωρίζω καλά-καλά, γυρίστε με στη φυλακή...

Ο χωροφύλακας σώπαινε βλοσυρός - εκτελούσε διαταγή - τ' αμάξι έτρεχε μέσα στην πόλη, ενώ ο Λίλος είχε σκύψει το κεφάλι του και το κρατούσε πιασμένο ανάμεσα στα γόνατα του.

Όταν έφτασαν στ' ακρινά σπίτια της πόλης, πέρασαν τη σιδηροδρομική γραμμή και σταμάτησαν πέρα, μακριά, έξω από ένα ερημοκλήσι.

- Δειλός που είσαι! λέει πειράζοντας με τσαχπίνικη μαργιολιά το Λίλο η Σούζη.

Κατέβηκε και πιάνοντας το νυφικό της, έτρεξε μέσα στην εκκλησιά. Πήδησε κάτω ο χωροφύλακας, που καθόταν πλάι στο Νταρέλα. Βουτάνε απ' τους ώμους τον Λίλο, που είχε γατζωθεί μέσ' στ' αμάξι, και προσπαθούσαν να τον τραβήξουν έξω. Εκείνος αντιστεκόταν, μάτωσαν τα χέρια του, και δεν έπαυε να διαμαρτύρεται και να παρακαλάει.

- Μα εγώ δεν είχα τέτοιο σκοπό, αλήθεια σας λέω, δεν έδωσα καμιά υπόσχεση, γυρίστε με πίσω στη φυλακή σας παρακαλώ...

Μέσα στην εκκλησία είχε μπει κι ο Νταρέλας και στεκόταν πλάι - πλάι με τη Σούζη, κάτω απ ' τον τρούλο. Όταν οι χωροφύλακες έφεραν τραβολογώντας απ' έξω και το Λίλο, τους λέει με θυμό.

- Τι τον κρατάτε έτσι; Λύστε τον, με τις χειροπέδες θα μας στεφανώσει;

Ένα πλατύ χαμόγελο έσκασε στα χείλη του Λίλου.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=4084