περιεχόμενα

Πυγμαλίων χωρίς Αφροδίτη

Ζήση Σκάρου

Από τη "Νέα Εποχή", τεύχος 173-174 1986, σσ. 354-357

Από τότε που την έχασε ένιωθε σα να είχε κοπεί μέσα του κάποια κλωστή, που του έφερνε σε ζωντανή επικοινωνία με το γύρω του κόσμο. Σηκωνόταν τις νύχτες, μόνος στην κάμαρη του, κι αναρωτιόταν ακούγοντας αναπάντητη τη φωνή του.

—Πως είναι δυνατό! Δεν έμεινε τίποτα από κείνο το εξαίσιο κορμί, που μόνο ελπίδες αιωνιότητας θέρμαινε μέσα του; Ω, Γαλάτεια, Γαλάτεια, ποιος αποτρόπαιος άνεμος έχει σβήσει το υπέρλαμπρο φως των ματιών σου; Ακόμα κρατώ νωπή στα χείλη μου την άχραντη γεύση της ύπαρξης σου.

Έβαλε τη βιντεοκασέτα και κάθησε απέναντι στη μικρή οθόνη.

—Αχ και νά' χα τη δύναμη της Αφροδίτης να δώσω ζωή σ' αυτή την εικόνα!...
Λίγες μέρες, πριν, ένα βάρβαρο αυτοκίνητο είχε λεηλατήσει βάναυσα τη ζωή της Γαλάτειας. Πίσω απ' το γιαλί της τηλεόρασης δεν έμενε τώρα, παρά η φωνή της κ' η θεσπέσια μορφή των ωραιότερων χρόνων της.

—Ποιος ακατάλυτος τοίχος έχει ορθωθεί ανάμεσα μας, Γαλάτεια, σε τι κόσμους, σε ποια χάη μετεωρίζεσαι κι εδώ δεν έχεις αφήσει παρά μονάχα την ανάμνηση από το γρήγορο πέρασμα σου; Γιατί δεν απαντάς; Πως είναι δυνατό η κρουστάλινη φωνή σου να έχει αιχμαλωτιστεί μέσα στ' άψυχο αυτό κουτί, χωρίς καμιά συγκίνηση, καμιά ανταπόκριση σ' ότι με τόσο πόνο εδώ μπροστά σου ζητώ να μ' απαντήσεις;

Σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει.

Οι άνθρωποι έπιασαν τη φωνή τους και μπορούν να την ακούνε γενιές και γενιές η μια μετά την άλλη... Παγίδεψαν στους αιθέρες τη μορφή τους και τη βλέπουν, όποτε θέλουν, χωρίς καμιά παραλλαγή ή αλλοίωση απ' το χρόνο... Όμως, και κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει, που λείπει εδώ...

Κλεισμένος μέρες και νύχτες στο διαμέρισμα του, άνοιγε την τηλεόραση, παρακολουθούσε τη Γαλάτεια σε στιγμές ευτυχίας που είχαν δοκιμάσει μαζί ή σε κάποιες εκρήξεις χαράς και μια απέραντη μελαγχολία, που του έφερνε δάκρυα στα μάτια, ένιωθε να πλημυρίζει κάθε φορά την ψυχή του. Όλα όσα έβλεπε κι όλα όσα άκουγε γίνονταν σ' ένα χώρο απλησίαστο και ξένο απ' αυτόν, ανεξάρτητα από τη δική του παρουσία και χωρίς καμιά προσαρμογή στις ανάγκες μιας νέας επικοινωνίας μαζί της.

—Σε ποια απροσπέλαστα ύψη πλανιέσαι, Γαλάτεια, και δεν ακούς τις εκκλήσεις μου; Τι έγινε η σπιθηροβόλα σκέψη σου, που προλάβαινε άλλοτε κάθε μου επιθυμία;

Καθώς ένα βράδι θρηνούσε το χαμό της αγαπημένης του, τινάζεται άξαφνα πάνω.

—Ναι, αυτό είναι! φώναξε, σα ν' ανακάλυψε κάτι. Πρέπει να πιάσω τη σκέψη της!

Από την άλλη μέρα όλες τις γνώσεις του, όλα τα ενδιαφέροντα του κι όλες τις δυνατότητες που μπορούσε ν' αποχτήσει από τις επιστήμες και τις τέχνες, τ' αφιέρωσε για την επιτυχία του μεγάλου αυτού σκοπού. Σαν άλλος Φάουστ, μετάτρεψε το διαμέρισμα του σ' ολόκληρο εργαστήριο και χρησιμοποιώντας τα πιο τέλεια μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας, άρχισε να δοκιμάζει κάθε είδους συνδυασμούς χρωμάτων και ήχων, που μπορούσε να συλλάβει η ασυγκράτητη φαντασία του. Μα στην τηλεοθόνη πότε άστραφτε, σαν τυφλωτική λάμψη, το είδωλο της Γαλάτειας, πότε σκοτείνιαζε κ' η φωνή της κροτάλιζε σ' ένα ακαταλαβίστικο ντελίριο λέξεων, όπως, όταν αλλάζεις απ' την αργή στη γρήγορη ταχύτητα τη μαγνητοταινία μιας κασέτας. Τότε ένιωθε σαν ένοχος που δεχόταν τις επιπλήξεις της κι έκλεινε αμέσως την τηλεόραση, δοκίμαζε άλλες συνδέσεις, άλλες κασέτες.

Ατέρμονος είταν ο διάλογος που άνοιγε με τον εαυτό του.

«Αφού τα ηχητικά κύματα της ομιλίας μπορούν να καταγραφούν σε αναμεταδότη, γιατί να μην μπορεί να γίνει το ίδιο και με τη σκέψη; Μέσα στην απεραντοσύνη του κόσμου δεν μπορεί, παρά κάτι να έχει μείνει κι από τη σκέψη της Γαλάτειας, εφόσο μέσα σ' αυτόν είχε γεννηθεί και δεν είταν αυθύπαρχτη».

Σε μια ερευνητική όσο και κοπιαστική αναδρομή, άρχισε να μελετάει όλα τα στάδια του ανθρώπινου στοχασμού, από τα πρώτα δειλά ανασκιρτήματά του, ως τα πιο πρόσφατα πετάγματα του.

Πήγε πίσω και μελέτησε το νόημα της μαγείας σε μια εποχή, όπου ο άνθρωπος προσπαθούσε να κατανικήσει τις άγνωστες δυνάμεις που τον περιστοίχιζαν, εξορκίζοντας ή γοητεύοντας τους, ερεύνησε και ανάλυσε τη σημασία του μύθου, που ήρθε να αναπληρώσει την αδυναμία του ανθρώπινου στοχασμού με τα φτερά της φαντασίας κι αναλογίστηκε την απαράμιλλη δύναμη της τέχνης, που έσπρωξε τον Πυγμαλίωνα να επιμείνει, ότι το άψυχο δημιούργημα του είταν τόσο αληθινό, που άξιζε να πάρει ζωή. «Ποτέ ο άνθρωπος δεν έπαψε ν' αγωνίζεται για να κάνει τ' όνειρο του πραγματικότητα».

Πέρασε κι ανάσανε τις αναθυμιάσεις απ' τα θολά εργαστήρια των αλχημιστών, θαύμασε το ακάματο πείσμα των προσπαθειών τους κι από τη «φιλοσοφική λίθο» των προαιώνιων πόθων έφτασε ως την επαλήθευση των διαστημικών ονείρων, απ' όπου νέοι δρόμοι, νέοι ορίζοντες είδε ν' ανοίγονται μπροστά του.

Συντονίζοντας μια σειρά ερωτήσεις με τη σκέψη της Γαλάτειας σε ώρες περισυλλογής, απομόνωσε από πιθανά παράσιτα το είδωλο της και την πρόβαλε στην οθόνη με την πιο στοχαστική κι ανεπηρέαστη από αθέλητες επιδράσεις μορφή.

Η ανταπόκριση είταν καταπληχτική. Ότι δεν μπόρεσε ο Μιχαλάγγελος να πετύχει, όταν τέλειωσε το άγαλμα του Μωϋσή κι αναφώνησε «μίλα τώρα!», το είχε κατορθώσει αυτός. Η σκέψη της Γαλάτειας άρχισε να λειτουργεί.

Με συγκίνηση, αλλά και απροσμέτρητη χαρά στάθηκε απέναντι της ν' ακούσει τις απαντήσεις στα σήματα του.

—Σ' αγαπώ. Ακόμα κρατώ στα χείλη μου την άχραντη γεύση της ύπαρξης σου... Αχ νάχα τη δύναμη της Αφροδίτης να δώσω ζωή σ' αυτή την εικόνα...

— Όχι, όχι, Γαλάτεια, την έκοψε πατώντας ένα κουμπί. Μην επαναλαμβάνεις τα λόγια μου. Τα λόγια αυτά ανταποκρίνονται στη δική μου σκέψη.

Πάτησε άλλα κουμπιά, συντόνισε άλλους ήχους, συνδυάζοντας τους με ανάλογες εικόνες.

—Για το ατύχημα πες μου, πως έφυγες, ποιο χέρι σε πήρε από κοντά μου, πως ένιωσες εκείνη τη στιγμή και τι σκέφτηκες.

Το είδωλο ξαναμίλησε.

—Κάτι σαν έκρηξη, ένα απότομο χτύπημα που με γκρέμισε κάτω κ' ύστερα...

—Ύστερα; Ύστερα, Γαλάτεια, ύστερα;

Η αγωνία του έγινε άγχος. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον περιλούζει. Η εικόνα της τηλεοθόνης έμεινε ανέκφραστη, ακίνητη, χωρίς καμιά αντίδραση.

Μια τραγική μάσκα απορίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Είταν φανερό, ότι η Γαλάτεια περιοριζόταν να εκφράζει μόνο τη σκέψη, που είχε κάνει ίσως λίγες στιγμές πριν χάσει τις αισθήσεις της, χωρίς να μπορέσει να τις αναχτήσει.

«Δηλαδή;» αναρωτήθηκε. «Και τόσοι άλλοι συλλογισμοί της, όσο ζούσε, εξαφανίστηκαν; Όχι, δεν είναι δυνατό. Κάπου πρέπει να υπάρχουν. Η Γαλάτεια είταν εκδηλωτικός τύπος, μιλούσε, ήξερε να διατυπώνει ωραία τους στοχασμούς της, τελευταία είχε αρχίσει να γράφει και ποιήματα».

Ανασκάλεψε τα τετράδια της, διάβασε όλα τα γραφτά της και προσάρμοσε στα νοήματα τους κατάλληλες ερωτήσεις.

Ύστερα από αναρίθμητους συνδυασμούς και πειράματα άκουσε κάποτε τη Γαλάτεια να τραυλίζει. Αφού ρύθμισε με προσοχή τον ήχο, πάτησε ένα κουμπί τηλεμαγνητικής επικοινωνίας και της μετέδωσε τα ομιλητικά σήματα που ήθελε.

Η Γαλάτεια αργά, αλλά με σαφήνεια, άρχισε να διηγιέται την ιστορία της ζωής της.

—Δεν ήξερα τι θα πει αγάπη. Όταν ήμουν μικρή, είχα ακούσει μια φίλη της μητέρας μου να λέει, ότι ποτέ δεν είχε αγαπήσει τον άντρα της. Είταν μια μεσόκοπη γυναίκα, με πέντε παιδιά, που είχε κάνει με τον ίδιο άντρα που δεν αγαπούσε, αρκετά ωραία και πολύ κομψή. Ρώτησα τη μητέρα μου τι είναι αγάπη και μου είπε να μη βιάζομαι, σα μεγαλώσω, θα το μάθω. Εγώ σ' αγαπώ, μητέρα, της λέω. Κι εγώ σ' αγαπώ, μωρό μου, μου απάντησε, μα άλλο πράγμα είναι η αγάπη για την οποία μιλούσε η κυρία. Από τότε η αγάπη ήταν για μένα ένα μυστήριο...

Η Γαλάτεια σώπασε.

—Συνέχισε, συνέχισε, Γαλάτεια!

—Γνώρισα, ύστερα, εσένα. Ήταν περίεργο αυτό που ένιωσα. Από την πρώτη ματιά, μ' έσπρωχνες να έρθω κοντά σου. Λες και κάποτε είμασταν ένας που είχε χωριστεί σε δυο και ζητούσε να ξανά ολοκληρωθεί, αναπτύχτηκε μια τέτοια έλξη ανάμεσα μας, που, σαν ενωθήκαμε, είπα μέσα μου: να, αυτό είναι αγάπη. Δεν ξέρω ούτε μπορώ να πω τι με δένει μαζί σου. Είναι κάτι σα ρίζα, σα μίσχος που κρατάει και τρέφει το φύλλο στο δέντρο. Όλο μου το είναι επικοινωνεί μαζί σου, το αίμα μου, η σκέψη μου, η ψυχή μου, όλα συγκοινωνούν με τη δική σου ύπαρξη, σα μέσα από μια αιμάτινη αρτηρία, που ενώνει τις δυο καρδιές μας...

Όσο η Γαλάτεια μιλούσε τόσο η απογοήτευση πολιορκούσε όλο και πιο ασφυχτικά τις ελπίδες του.

«Μα αυτό είναι η μνήμη της!» σκέφτηκε. «Έχω καταγράφει τη σκέψη της όπως λειτουργούσε, όταν ζούσε. Άλλο ζητάω εγώ».

Η βαθειά πίστη του στις απεριόριστες δυνατότητες της επιστήμης κ' η ανυποχώρητη εναντίωσή του να συμβιβαστεί με την αποκρουστική ιδέα, ότι η Γαλάτεια ήταν νεκρή, τον κράτησαν χρόνια προσηλωμένο στις έρευνες του, ώσπου κάποτε ανακάλυψε, ότι το πρόβλημα δεν ήταν να προσαρμόσει τις ερωτήσει: στις απαντήσεις, αλλά τις απαντήσεις στις ερωτήσεις. Κάθε φορά η απάντηση θα έπρεπε ν' αντιστοιχεί σ' ένα νέο ερώτημα κι όχι το ερώτημα σε μια παλιά απάντηση. Κάτω από τις ίδιες ή ανάλογες συνθήκες με κείνες, όπου είχε εκφραστεί σε περασμένες εποχές, η σκέψη της Γαλάτειας μπορούσε να ξαναλειτουργήσει με νέα εξωτερικά ερεθίσματα.

Έβαλε μπρος το σχέδιο του κι όταν έφτασε στο τέλος, ανάκραξε με ανακούφιση: επιτέλους!

Η σκέψη της Γαλάτειας είχε αρχίσει να συγχρονίζεται. Δεν ανταποκρινόταν
μονάχα σε μνήμες ή διαλογισμούς που είχε κάνει άλλοτε, μα παρακολουθούσε και όλα όσα γίνονταν γύρω της.

—Τώρα πια, Γαλάτεια, είσαι ένας τέλειος άνθρωπος. Πες μου πού είχες πάει κι έλειπες τόσον καιρό, τι είδες, τι άκουσες εκεί που ήσουν;

Η εικόνα της τηλεοθόνης, παρότι στ΄ αρχικά πειράματα αντιδρούσε ικανοποιητικά, τώρα έμεινε βουβή, σα να μην είχε ακούσει τίποτα.

—Γιατί δεν απαντάς, Γαλάτεια; Δεν άκουσες, δεν κατάλαβες τι ρώτησα;

—Και ακούω και βλέπω και καταλαβαίνω.

—Τότε γιατί δεν απαντάς;

—Δεν ξέρω.

—Δεν είσαι ευχαριστημένη που ξαναπόχτησες τις αισθήσεις σου; Πάλι η Γαλάτεια δεν απάντησε.

—Γιατί δε μου μιλάς; Τι έγινε εκείνη η αόρατη κλωστή που έλεγες, ότι σε κρατούσε σα μίσχος λουλουδιού κοντά μου;

Έπαψες να μ' αγαπάς;

Μόλις άκουσε από το ίδιο του το στόμα τα τελευταία λόγια, σταμάτησε να ρωτάει και σε μια στιγμή αυτοσυγκέντρωσης έπιασε τον εαυτό του να μη νιώθει και κείνος το παράξενο αυτό νήμα που τον ένωνε κάποτε μαζί της. Τρόμαξε. Ήταν δυνατό; Κι όμως την αγαπούσε, θάδινε όλον τον κόσμο, αν μπορούσε ν' αναστήσει τη Γαλάτεια, να τη νιώσει πάλι κοντά του και να χαρούνε μαζί τη ζωή, που μόνο η ευτυχία της αγάπης μπορεί να την κερδίσει.

—Σ' αγαπώ, Γαλάτεια, δε με πιστεύεις;

—Σε πιστεύω.

—Τότε, γιατί μου μιλάς τόσο ψυχρά, που είναι τα φλογερά σου λόγια, που ηχούσαν άλλοτε τόσο ωραία στ' αφτιά μου, όσο κανένας ήχος στη γη; Ο μίσχος, Γαλάτεια, ο μίσχος! Τι έγινε η αόρατη αρτηρία που ένωνε τις δυο καρδιές μας;

Δε νιώθεις τον πόνο μου; Γιατί μένεις τόσο μακριά, ενώ είσαι τόσο κοντά μου; Την ψυχή σου θέλω!

—Μα δεν έχω σώμα... απάντησε η Γαλάτεια.




from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3395