περιεχόμενα

Αποτυχημένος Έρωτας

Διήγημα

Ευγενίας Ρέγκου-Σγουρού

Από το βιβλίο "Άλλοι Τόποι Άλλες Εποχές"

Η Λίνα έκανε τα σχέδια της για το χορό. Της το είχε τάξει ο πατέρας, θα την πήγαινε εκείνο το Σαββατόβραδο στο χορό του Ελληνογαλλικού Συνδέσμου. Ήθελε να την ανταμείψει κιόλας έτσι, να δείξει και τη δική του ευαρέσκεια, που είχε πάει τόσο καλά στα διαγωνίσματα του Α' εξαμήνου εκείνης της χρονιάς. Άριστα σ' όλα τα μαθήματα.

Και τώρα προετοιμαζόταν για το χορό. Αποφάσισε να βάλει το πράσινο φόρεμα το βελούδινο. Εκείνο το βαθυπράσινο χρώμα ταίριαζε τόσο πολύ με τα μαλλιά της! Τονίζονταν κάτι χαλκοκόκκινες ανταύγειες, που έκαναν, σαν ήταν φρεσκολουσμένα.

Έπειτα η θεία Ουρανία της το 'χε ράψει με πολλή τέχνη αυτό το φόρεμα. Ήταν καλή μοδίστρα, μα σίγουρα σ' εκείνο εκεί έβαλε όλο της το μεράκι. Αναδείκνυε τη λεπτή ψηλή σιλουέτα της. Βέβαια το ντεκολτέ δεν ήταν τόσο χαμηλό, όσο θα το ήθελε η Λίνα. Μα η θεία σ' αυτό το ζήτημα ήταν ανένδοτη. Ήταν και πειραχτήρι. Έτσι και της ζητούσε κανένα πιο τολμηρό άνοιγμα, έλεγε μισοαστεία μισοσοβαρά: "Α, δεν το 'ξερα τώρα. θα κάνουμε και μια τρύπα μπροστά να φαίνεται το σούτκο σας". Η λέξη — μάλλον σλαβικής προελεύσεως — δεν δυσκολευόσουν να καταλάβεις τι σήμαινε... Και την πρόφερε μ' ένα παχύ σίγμα: "chούτκο".

Έλουσε τα μαλλιά της και τα ξέπλυνε με λεμονί, να γυαλίσουν. Με το χέρι βοήθησε τις άκριες τους να γυρίσουν προς τα μέσα. Σε λίγο ξεχύνονταν πλούσια και κυματιστά στους ώμους της. Έβαλε στη μύτη της και στα μαγουλά της λίγη πούδρα. Και πέρασε με λίγη Nivea τα χείλη της. Ήταν πολύ μικρή ακόμα για κραγιόν. Πριν λίγους μήνες είχε κλείσει τα δεκαπέντε.

Αυτές ήταν όλες κι όλες οι προετοιμασίες της, αυτή η κοκεταρία της.

Περίμενε να χορέψει (κυρίως αυτό), να πιει (πολύ μετρημένα), να φλερτάρει (πίσω από την πλάτη του πατέρα), χωρίς να ξεπεράσει τα όρια.

Στις 10.00 βρισκόντουσαν στο Σύνδεσμο. Διάλεξε ο πατέρας ένα τραπέζι, όχι πολύ κοντά στην πίστα και στην ορχήστρα, και καθίσανε.

Με τους πρώτους ήχους της μουσικής σηκώθηκαν κι άρχισαν να χορεύουν. Πρώτα τανγκό. Παραδοσιακά η σειρά εκείνα τα χρόνια ήταν: τανγκό, μπλουζ, ρούμπα, μάμπο, σάμπα κι οπωσδήποτε κανένα βαλς.

Πρόσεξε κάποιο παλικάρι με στολή φοιτητή της Στρατιωτικής Ιατρικής να την παρακολουθεί και να την κοιτάζει επίμονα. Είχε ένα συμπαθητικό πρόσωπο, γλυκά μάτια κι ένα καστανόξανθο μουστάκι, που χρύσιζε πάνω από καλογραμμένα χείλη. Φυσικά περιβάλλονταν και την αίγλη της στολής. Δε χαμήλωσε το βλέμμα της. Αλλά κι αν το χαμήλωσε, πάλι κάθε φορά, που έστρεφε προς τα κει, τα μελένια μάτια την παρακολουθούσαν.

Όσο τον έβλεπε, τόσο πιο συμπαθητικός της φαινόταν. Τέλειωσε το τανγκό. Τώρα τα ζευγάρια χόρευαν ρούμπα.

Θέλω ρούμπα να χορεύω
με το νου να ταξιδεύω
να πηγαίνω σ' άλλες χώρες...

Εκείνος κι η Λίνα πάντα κοιταζόντουσαν.

Το ίδιο και στο μάμπο.

Στη σάμπα, όσο επέτρεπαν οι τρελές φιγούρες, το φλερτ των ματιών συνεχίστηκε.

Κάποια στιγμή ο στρατιωτικός γιατρός βρέθηκε πάρα πολύ κοντά τους.

Ζύγωσε τον πατέρα και κοκκινίζοντας λίγο και τραυλίζοντας αρκετά είπε: "Κυ-κυ-κύριε Κωστίδη θα μπο-μπο-μπορούσα να χο-χο-χορέψω με την κο-κο-κόρη σας;"

Ο πατέρας συγκατένευσε χαμογελώντας.

Θεέ μου, σοκ για τη Λίνα! Όλη η γοητεία, όλη η μαγεία του φλερτ διαλύθηκε, ο ενθουσιασμός ξεφούσκωσε, σωριάστηκε το είδωλο.

Κι ετούτη η μικρή ιστορία θα μπορούσε να κλείσει εδώ. Μ' ετούτη την απογοήτευση.

Κι όμως είχε συνέχεια.

Χόρεψαν πάρα πολλούς χορούς εκείνη τη βραδιά.

Έπρεπε να του αναγνωρίσει ότι ήταν πολύ καλός χορευτής. Και στους μοντέρνους χορούς. Αλλά και στους παλιούς, και κυρίως στο βαλς. Ταίριασαν αμέσως. Κι εκείνη βαθμολογούσε τους καβαλιέρους κυρίως από την επίδοση τους στο βαλς.

Και πάλι η ιστορία θα μπορούσε να σταματήσει εκεί, με το τέλος αυτής της χορευτικής βραδιάς. Ωστόσο ο μοντέρνος, κοινωνικός, διαχυτικός πατέρας κάλεσε το γιατρό και στο σπίτι, να φάει μαζί τους κάποιο κυριακάτικο μεσημέρι.

Ήταν ορφανός από μητέρα, κι ο πατέρας του με τη μητριά του και τ' αδέλφια του ζούσαν μακριά σε άλλη πόλη. Λόγος που έκανε και τη μητέρα να συμπαθήσει ιδιαίτερα τον Τάκη.

Βγήκαν κάποιες φορές στο σινεμά. Πήγαν και σε χορούς με τη συνοδεία της μητέρας ή του πατέρα. Τους επισκέπτονταν επίσης συχνά στο σπίτι κάποια απογέματα.

Πολιορκούσε τη Λίνα. Κάποιο μεσημέρι της έδωσε κι ένα θερμό φιλί στο στόμα. Το πρώτο της φιλί με μουστάκι... σκεφτόταν. Και μάλλον της άρεσε.

Όμως το τραύλισμα του, το ξάφνιασμα, την πρώτη εκείνη άσχημη εντύπωση δεν μπορούσε να τα ξεπεράσει. Παρόλο που αργότερα διαπίστωσε πως αυτό το τραύλισμα μετριαζόταν ή κι εξαφανιζόταν τελείως, όταν ήταν ήρεμος και χαλαρωμένος. Ήταν ψυχολογικά κυρίως τα αίτια του.

Αλλά δεν ήταν το μόνο που τη σύγχιζε. Αν μέναν μόνοι, προσπαθούσε αμέσως να τη φιλήσει ή έφερνε το χέρι του στο στήθος της. Κι εκείνη την ενοχλούσε αυτό. Ήταν ακόμα μικρή, δεν είχε ωριμάσει σωματικά και ψυχικά, η λίμπιντο της δεν είχε ξυπνήσει. Κι έπειτα και μια ώριμη γυναίκα την θέλει την προεισαγωγή, τη μαγεία και την ατμόσφαίρα. Ο Τάκης προχωρούσε πολύ βιαστικά και αδέξια. Κι η Λίνα αντιδρούσε, "κλότσαγε". Ήθελε την ελευθερία και την αυτοδιάθεση της.

Είχε πρόσφατα διαβάσει το "Γιούγκερμαν" του Καραγάτση και ταύτιζε το γιατρό με το γιατρό της Βούλας, το Γιώργο Μάζη. Ώρες ώρες τον έβλεπε σαν ένα πολύ αντιπαθητικό κι ενοχλητικό πρόσωπο.

Δεν του το 'λεγε ωστόσο κατάμουτρα. Ήθελε να είναι ευγενική.

Εκείνος μάλλον δεν καταλάβαινε. Σίγουρα τις αντιδράσεις της στις απόπειρες του τις θεωρούσε παιδιάστικα καμώματα και πείσματα.

Όταν τύχαινε να βρίσκεται μακριά, στην πατρίδα του, έστελνε στη μητέρα της Λίνας, πάντα συμπονετικιά για την ορφάνια του, μακροσκελείς επιστολές για τον έρωτα και την τρυφερή αγάπη του για τη μικρή τους Λίνα. Ίσως μιλούσε εκεί μέσα και για γάμο.

Κάτι της είπε μια φορά σχετικό η μητέρα, κι εκείνη αποκρίθηκε πως δε θέλει ν' ακούει το "σ' αγαπώ" σε τεθλασμένη.

Πέρασαν τα χρόνια, ξεθώριασε η ανάμνηση.

Συναντήθηκαν μια φορά στην πλαζ της Βουλιαγμένης, όπου έκανε μπάνιο με τη φίλη της. Έμαθε πως ήταν παντρεμένη.

"Πού-πού είναι τα παι-παιδιά σου"; τη ρώτησε.

Παιδιά δεν είχε ακόμα. Την κοίταζε με πολλή συμπάθεια· συνάμα μ' ένα απόμακρο, βυθισμένο στο παρελθόν βλέμμα. Της θύμισε πόσο την αγαπούσε κάποτε. Όλη την οικογένεια, μα προπάντων εκείνη.

Ύστερ' από μερικά χρόνια ξανασυναντήθηκαν στην πλαζ, στ' Αστέρια, με τον άντρα της και το παιδί της αυτή τη φορά, την κορούλα της, που ήταν σχεδόν δυο χρονώ. Άνοιξε τα χέρια του διάπλατα, καθώς η μικρούλα έτρεχε μπροστά, να τη δεχτεί, και ρώτησε "κό-κόρη σου ή γγγιος σου;"

Τις προάλλες διάβασε στην εφημερίδα, στα Κοινωνικά, την αγγελία του θανάτου του. Παναγιώτης Μ. 68 ετών. Η σύζυγος, η κόρη, τ' αδέρφια.

Πάει λοιπόν κι ο Τάκης. Μάλλον πρόωρα.

Ξεχνάει το τραύλισμα, την αδεξιότητα, το λάκτισμα της ψυχής της.

Η τελευταία της εικόνα απ' αυτόν. Στ' Αστέρια, μ' ανοιχτά χέρια και χαμογελαστός, καθώς το κοριτσάκι της τρέχει μπροστά απ' την ίδια, έτοιμος να το σηκώσει ψηλά:

"Κόρη σου ή γιος σου;"

8.8.1996


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=1751