Ο δάσκαλος, κάτω από τον πλάτανο που έκρυβε τον φλεγόμενο ήλιο, καθόταν
εκείνο το μεσημέρι στο μεσοχώρι, και ρουφούσε ένα τσίπουρο, λίγο παράμερα από
τους άλλους. Τους παρατηρούσε να περιπαίζουν τον Σάββα, επιμένοντας πως είχε
έρθει η ώρα να τον παντρέψουν. Τον ζαβό του χωριού, που ενώ ήταν περασμένα τα
σαράντα, έδειχνε τα διπλά, παρ' όλο το μωρουδίστικο ροδαλό του χρώμα. Ή μάλλον,
ακριβώς γι' αυτό το χρώμα του προσώπου του, έδειχνε τα διπλά χρόνια. Διασκέδαζαν
περιγελώντας τον, κι εκείνος ανταποκρινόταν στα πειράγματά τους, άλλοτε με
χαμογελαστές γκριμάτσες και άλλοτε γκρινιάζοντας, με μια μοχθηρότητα στο βλέμμα
που δεν κατάφερναν να κρύψουν τα δασειά του φρύδια. Ο δάσκαλος μόλις είχε τελειώσει τη στρατιωτική του θητεία και είχε ζητήσει να τοποθετηθεί σ' αυτό το απομακρυσμένο χωριό του νομού. Αν και μεγαλωμένος στην πόλη, ήταν ο τόπος καταγωγής του και τον αγαπούσε. Είχε παραστεί και άλλες φορές μάρτυρας των μαρτυρίων του Σάββα, κι όσο ήταν μικρός του άρεσε, τώρα όμως δυσφορούσε για τέτοιου είδους παιχνίδια, απ' τα οποία αναδύονταν μια παράξενη και αρρωστημένη ευφορία, σκεφτόταν ο δάσκαλος, και η οποία φαίνεται πως έδινε μια άλλης τάξεως συνοχή στην μικρή κοινότητα. Τίποτα δεν ήταν ικανό να τους κάνει να μαλώσουν μεταξύ τους, καμία διαφορά δεν τους χώριζε, όταν πείραζαν τον Σάββα. Σαν να μπορούσε εκείνο το πλάσμα να παίρνει πάνω του όλες τις μεταξύ τους διαφορές και να τους κάνει να ομονοούν. Σκεφτόταν ο δάσκαλος καθισμένος απόμερα. Σήμερα, όμως, που είχαν βαλθεί να τον παντρέψουν, έδειχνε ενοχλημένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν ήταν μόνο που κάποια απ' τα πειράγματα μοιάζαν με σωματικά βασανιστήρια, και αναρωτιόταν για τους λόγους μιας τέτοιας συμπεριφοράς, αλλά ήταν και αυτή η παρουσία του ξένου με το σακίδιο και τα άρβυλα, που είχε φτάσει εκείνο το μεσημέρι πεζοπορώντας από το διπλανό χωριό και του 'χε πέσει από δίπλα και συνεχώς μιλούσε. Τι υψόμετρο έχει το μέρος, πόσο μακριά είναι οι πηγές του ποταμού, πόσα παιδιά έχει στο σχολείο, πότε χτίστηκε, πότε γκρεμίστηκε, γιατί του φέρονται έτσι του ανθρώπου, δεν τον λυπούνται, του είχε γανώσει τα μυαλά με τις ατέλειωτες ερωτήσεις του. Ο δάσκαλος αναρωτήθηκε αν η δυσφορία που ένιωθε οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην παρουσία αυτού του ανθρώπου και στα απαξιωτικά βλέμματα που έριχνε πότε πότε προς τη μεριά των χωριανών, οι οποίοι συνέχιζαν τα παντρολογήματα και ήταν έτοιμοι να στείλουν τον Σάββα να φωνάξει τα κλαρίνα. Και τότε εκείνο το πλάσμα, που δεν είχε βγάλει ούτε κιχ ως εκείνη την στιγμή, ούρλιαξε στραβώνοντας το στόμα του, και κοιτώντας προς τον ήλιο που είχε καρφώσει τις μικρές σκιές των ανθρώπων γύρω από τα σώματά τους. Το ουρλιαχτό του, σαν του πεινασμένου λύκου, ήταν αδύνατον να γίνει κατανοητό. Φαίνεται, όμως, πως για τη μικρή παρέα προβλήματα επικοινωνίας δεν υπήρχαν, καθώς άρχισαν να επαναλαμβάνουν ρυθμικά, «τη νύφη; τη νύφη; ζητάς τη νύφη». Τα κοροϊδευτικά γιουχαΐσματά τους ακούστηκαν όπως οι κραυγές της αγέλης που προειδοποιούν το αποκομμένο μέλος της πως αρκετά απομακρύνθηκε. Όλο το πράγμα έμοιαζε να είναι λίγο πριν την αυλαία της τελευταίας πράξης, γιατί ο Σάββας αποτραβήχτηκε σε μιαν απόσταση ασφαλείας από τους βασανιστές του και στο κακό του βλέμμα έλαμψε η σκανταλιά. Φαίνεται πως και των ηλιθίων η ανοχή με κάποιον τρόπο μπορεί να πιάσει πάτο. Άρχισε να αυτοσχεδιάζει ένα τσιφτετέλι όλο λάγνα τσακίσματα και άσεμνες χειρονομίες μέσα σ' αυτό το καταμεσήμερο, ώσπου με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση, σαν χιλιάδες φορές προβαρισμένη, έχωσε το χέρι του στο ρυπαρό του παντελόνι και έβγαλε έναν υπέρογκο και λαμπερό πούτσο, έναν ερωτικό λοστό, ένα στιλπνό ερωτικό στειλιάρι, το μέγεθος του οποίου του επέτρεπε να το ανεβοκατεβάζει προς τη μεριά των βασανιστών του σαν θυμιατό. Και όντως, τον χορό του τώρα τον κανοναρχούσε κάτι που έμοιαζε με ψαλμωδία. «Παλιόσκυλο», μούγκρισε κάποιος απ' την παρέα και έλυσε το δερμάτινο ζωνάρι του πλησιάζοντάς τον απειλητικά. «Δεν ντρέπεσαι, βρε, τον κόσμο;». Αυτή η απειλή, συνοδευόμενη και από μια θεατρική πλατειά κίνηση που έκλεινε μέσα της τον ανέφελο ουρανό μέχρι τα έρημα δρομάκια του χωριού, έκανε τον δάσκαλο να τραβήξει πίσω την καρέκλα του και να ξεστομίσει ένα «φτάνει πια». Και ο Σάββας, με μια κίνηση σαν από χορογραφία βγαλμένη, σταμάτησε, «πάγωσε» τον χορό του σαν κολώνα, και με τα χέρια απλωμένα έμοιαζε με πουλί έτοιμο να πετάξει, αν δεν έγερνε λίγο το κεφάλι του στο πλάι σαν εσταυρωμένος. Σαν από σύνθημα τότε, μια μαυροφορεμένη γυναίκα φάνηκε πίσω του και τον ετράβηξε μακριά, ενώ ένας χωριανός πλησίασε τον δάσκαλο και τον ξένο, τους μόνους θεατές. «Ε, όχι κι έτσι, μπάρμπα Κώστα», του είπε ο δάσκαλος αποφασιστικά. «Τον τρομοκρατείτε, χωρίς να τον βοηθάτε τον άνθρωπο». «Για σιγά, δάσκαλε», είπε εκείνος χαμογελώντας ήρεμα. «Αφού παίζει. Παίζει μαζί μας». «Παίζει, ξεπαίζει», επέμενε ο δάσκαλος, «θα 'πρεπε, επιτέλους, κάποιος να τον φροντίσει. Επιστημονικά εννοώ. Να τον στείλετε σε κάποιο άσυλο». Ο άλλος σοβάρεψε τώρα, τράβηξε κοντά τους την καρέκλα και είπε, «Τι άσυλο μου λες τώρα, δάσκαλε! Εμείς δεν τους δίνουμε τους ανθρώπους μας, δεν το 'χεις καταλάβει; Όταν δεν σηκώνει γιατρειά ο άνθρωπος, για να τον αφήσεις στο νοσοκομείο, να πας, να 'ρθεις, να τον φέρεις στους γιατρούς, χειρουργεία μέσα έξω, και τα λοιπά, όλα αυτά που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για τον δικό του άνθρωπο, τότε τους κρατάμε μαζί μας. Αν είναι ανίατοι, δηλαδή. Δεν τους δίνουμε...». Δεν ήξερε τι εντύπωση κάναν τα λόγια του, κοίταζε και τον αμίλητο ξένο τονίζοντας κάθε φορά τις λέξεις του, λες κι εκείνος θα καταλάβαινε έτσι καλύτερα, και συνέχισε, «Ξέρεις, πριν από 40-50 χρόνια, στον πόλεμο, ήμουν μικρό παιδί γι' αυτό το θυμάμαι, κρύβαμε στο χωριό τον Αντώνη της Χρύσας που είχε βγει κλέφτης, και είχε πέσει άρρωστος να πεθάνει με βαρειά πνευμονία. Από αυτόν τον άνθρωπο μόνο βάσανα είχε δει το χωριό. Ήταν στις αρχές, πριν γίνει κατάσταση το ΕΑΜ και τα πάρει όλα δικά του, κι έτσι αυτός είχε γίνει καπετάνιος του εαυτού του και έκανε ζημιές παντού. Στους Γερμανούς, στους Ιταλούς, στη Χωροφυλακή, στα γύρω χωριά, σ' εμάς, στους ίδιους τους δικούς του, σε ΟΛΟΥΣ. Γύρισε απ' το βουνό να τον γιατροπορέψει η μάνα του. Καλού κακού, για να φυλάξουμε το χωριό, τον κρύψαμε εδώ πιο πάνω σε μια σπηλιά, και τον φροντίζαμε. Η μάνα του, νύχτα πήγαινε, νύχτα έφευγε. Από μικρός ήταν ανάποδο παιδί, όταν παλιότερα έβοσκε τα πρόβατα μούγκριζε, δεν μίλαγε σε κανέναν, σαν να 'βραζε από μέσα του. Και όταν σφάζανε κανένα ζώο να το πουλήσουν, αυτός ντυνότανε την προβιά και φοβέριζε τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους. Κάνανε χάζι, να καληώρα όπως εμείς. Παράξενος, σαν τον Σάββα, κρατάει σόι το πράμα. Τελοσπάντων, έγινε αντάρτης, ζώστηκε τ' άρματα και αγρίεψε κανονικά. Για το χωριό δεν ήταν το καλύτερο που γεννήθηκε, γιατί ήταν στραβωμένος, ρέμπελος και ζημιάρης. Και είχαν πέσει όλοι από δίπλα, και σύνερθε, και μαζέψου, θα το φας το κεφάλι σου, και μια φορά τον δέσανε σ' ένα δέντρο, τόσο είχε αγριέψει και φοβήθηκαν μην κάνει κακό στον εαυτό του. Τι γελάς;». Ο δάσκαλος έγειρε μπροστά, χαμογέλασε λυμένος, ήταν κι ο ξένος που δεν καταλάβαινε τι μιλούσανε κι ένιωσε ελεύθερος. «Ναι», είπε. «Γελάω που θέλατε να τον προφυλάξετε απ' τον εαυτό του και τον δέσατε». «Γιατί, δάσκαλε; Τι έπρεπε να κάνουν, να τον δώσουν σ' αυτούς που θέλανε να τον ισιώσουν; Μη στεναχωριέσαι, έγινε κι αυτό, από μόνο του. Πώς έγινε, ρουφιανιά, μπορεί κατασκοπεία, και πλακώνουν οι Γερμανοί και τα Τάγματα. Το μάθανε πού τον φυλάγαμε και λένε να μας το δώσετε το κακό σκυλί και δεν θα πάθετε τίποτα. Ποιος να τον δώσει, δικό μας άνθρωπο; Και κάτι λίγοι που ήταν με τους άλλους, ούτε να το σκεφτούν. Πες μία, πες δύο, οι Γερμανοί δεν σηκώναν και καθυστερήσεις, βάζουν φωτιά στο χωριό, το κάναν στάχτη και φύγανε. Καταστραφήκαμε, αλλά δεν γινόταν αλλιώς, ήταν σαν να μας ζητούσαν να παραδώσουμε κάτι πολύ δικό μας. Εκείνον τον έπιασε αργότερα ο ΕΛΑΣ, τον δίκασε και τον εκτέλεσαν. Κατάλαβες, ήταν μια δουλειά δική μας, δεν είχαν τίποτα να κάνουν οι άλλοι μες στο σπίτι μας». «Ε, δεν είν' εύκολο να καταλάβεις κάτι τέτοιο», είπε υπομειδιώντας ο δάσκαλος, που είχε κουραστεί και δεν ήθελε να προσβάλει αυτόν τον ηλικιωμένο άντρα. «Έχει δικαιώματα, όποιος κι αν είναι ο άλλος», συμπλήρωσε νεύοντας προς τη μεριά του Σάββα, που ήρεμος τώρα χτυπούσε τον πλάτανο ρυθμικά με μια βίτσα. «Το ίδιο λέμε, δάσκαλε. Έχει δικαιώματα, αλλά πες μου, ποιος τα ξέρει καλύτερα από μένα, από την οικογένειά του, εσύ;». Κι επειδή είδε την απορία στο βλέμμα του δασκάλου, συνέχισε εκείνος ο άνθρωπος, «Άμα δεν καταλαβαίνεις, δάσκαλε, καλύτερα μην ανακατεύεσαι... Γιατί κι εκείνοι οι Γερμανοί που ανακατεύτηκαν, τι κέρδισαν;.. Όχι, πες μου, τι κέρδισαν; Πέτρες και λιθάρια κατάστρεψαν, αλλά το λες κέρδος αυτό;» |