περιεχόμενα

Ακροθιγώς

Πέτρος Μάρκαρης

Τα δύο χέρια κρατάνε σφιχτά τα καφάσια με τ' αχλάδια. Οι παλάμες, γυρισμένες ανάποδα και με τα δάχτυλα κολλημένα, χρησιμεύουν σα βάση, ενώ οι αντίχειρες των δύο χεριών σφίγγουν το τελευταίο καφάσι από πάνω σαν αγκίστρια. Από τον καρπό και πάνω τα χέρια χάνονται μέσα σε δυο μανίκια, ασπρόμαυρα σα σκακιέρα. Από το αριστερό λείπει το κουμπί και οι δυο άκρες του χοροπηδάνε αλλοπρόσαλλα.

Τα πόδια έχουν βρει καταφύγιο σε ένα ζευγάρι πάνινα, αθλητικά παπούτσια. Το πανί είναι από κάτω γκρενά, από πάνω ένα μείγμα από μαύρο και καφέ, ανάλογα με το είδος της λάσπης που κουβαλάει.

«Όχι εκεί! Σ την άλλη ντά να, εκεί που είναι τα άλφα άλφα! Στο 'πα εκατό φορές! Πού σε πέτυχα τέτοιο τούβλο!».

Το αριστερό πόδι κάνει μια βιαστική στροφή για ν' αλλάξει κατεύθυνση και βουλιάζει σε μια λιμνούλα που βρίσκει στον δρόμο του. Το νερό τινάζεται, σα σιντριβάνι που εκτοξεύει τον πρώτο πίδακα. Το μαύρο τζιν πανταλόνι δεν απορροφά τις σταγόνες, τις απορρίπτει κι αυτές να κυλάνε η μια μετά την άλλη, στην αρχή αργά, ερευνητικά, μετά επιταχυνόμενες, λες και γλιστράνε πάνω σε σκληρή, λουστραρισμένη, ράμπα. Οι πιο αδύνατες, σκαλώνουν στο δεξί γόνατο, εκεί που το ύφασμα έχει ξεφτίσει, αλλά με τη φόρα που έρχονται, ξεπερνάνε εύκολα το εμπόδιο και συνεχίζουν ώς τα πάνινα παπούτσια.

«Αν μου λασπώσεις τ' αχλάδια, θα μου τα πληρώσεις, μαλάκα!».


Το δεξί πόδι κάνει ένα απότομο άλμα προς τα δεξιά και μετεωρίζεται, για ν' αποφύγει τη λίμνη, ενώ τα μπράτσα προσπαθούν να κρατηθούν απεγνωσμένα. Τα καφάσια χάνουν για μια στιγμή την ισορροπία τους και ταλαντεύονται πάνω στις βάσεις, αλλά οι αντίχειρες-αγκίστρια κρατάνε γερά και επαναφέρουν την ισορροπία.

Τα πόδια πατάνε τώρα σταθερά πάνω στο πλακόστρωτο, χωρίς να συναντάνε άλλα εμπόδια. Μόνο για μια στιγμή κάνουν ένα βήμα πίσω, όταν βρίσκουν κάτι πορτοκάλια που έχουν σκάσει χάμω. Τα αποφεύγουν επιδέξια και συνεχίζουν να πλησιάζουν μια ντάνα με τα καφάσια. Τα μπράτσα υψώνονται, τα καφάσια αιωρούνται, μετά χαμηλώνουν προσεκτικά και ακουμπάνε πάνω στα υπόλοιπα αχλάδια. Οι αντίχειρες λύνονται και τα χέρια αρχίζουν να αποκαλύπτονται από τις χαραμάδες ανάμεσα από τα δύο καφάσια.

Η επιφάνειά τους θυμίζει επιδερμίδα ψαριού, κάτι σαν κέφαλο ή μελανούρι. Το χρώμα τους είναι ένα βρώμικο άσπρο που καταλήγει σε γκρίζο από το κέντρο προς τα δάκτυλα, με χαρακιές που βαθαίνουν, καθώς πλησιάζουν στις κλειδώσεις των δακτύλων. Τα νύχια δεν αποτελούν προέκταση των δακτύλων, αλλά μια προσθήκη από τρίχρωμα λέπια: μαύρα στις άκρες, άσπρα στη μέση και κιτρινωπά προς τη ρίζα τους. Η κίτρινη απόχρωση επεκτείνεται και στο δεύτερο και τρίτο δάχτυλο του δεξιού χεριού, ενώ στο αριστερό χέρι, ο αντίχειρας είναι χωρίς νύχι.

Τα χέρια προχωράνε αργά προς τις τσέπες του πανταλονιού. Το αριστερό τρυπώνει ευθύς στο καταφύγιό του. Το δεξί μετανιώνει την τελευταία στιγμή και ξαναγυρίζει στα καφάσια με τ' αχλάδια. Τα δάκτυλα αρχίζουν να διατρέχουν το ξύλο από πάνω προς τα κάτω, απαλά, ανάλαφρα, σχεδόν σα να το χαϊδεύουν. Φτάνουν στο τέταρτο καφάσι και χώνονται αστραπιαία στη χαραμάδα. Όταν ξαναβγαίνουν, σφίγγουν στην παλάμη ένα αχλάδι, μισοτυλιγμένο στο άσπρο του μαντιλάκι. Το κρατάνε, με τον αντίχειρα και το μικρό δάχτυλο, κολλημένο στο πανταλόνι, ενώ το πάνω μέρος του χεριού σχηματίζει ένα παραβάν, που κρύβει το αχλάδι.

Το δεξί χέρι χώνεται βιαστικά στη δεξιά τσέπη του πανταλονιού, σαν το άγριο θηρίο που βρίσκει καταφύγιο στη σπηλιά μαζί με τη λεία του. Τα πόδια ξαναρχίζουν την πορεία τους, πιο νωχελικά τώρα, πιο ράθυμα - βάδισμα περιπάτου και όχι εργασίας. Το δεξί παίρνει μια αργή στροφή, το αριστερό το ακολουθεί. Προχωράνε σύρριζα σε ντάνες από άδεια καφάσια, πεταμένα φύρδην μίγδην, άλλα όρθια, άλλα πλαγιαστά κι άλλα σπασμένα.

Τα πόδια σταματάνε εκεί που τελειώνουν οι ντάνες και αρχίζει ένας γυμνός τοίχος. Στη ρίζα του φυτρώνει, εδώ κι εκεί, λίγο γρασίδι αλλού κίτρινο, αλλού πατημένο. Τα πόδια παίρνουν στροφή 90 μοιρών μπροστά στο γρασίδι, με το αριστερό να προηγείται και το δεξί ν' ακολουθεί. Τα γόνατα λυγίζουν ταυτόχρονα και συγκλίνουν προς το χώμα, ώσπου ευθυγραμμίζονται μαζί του. Μετά χωρίζουν, με την άκρη του δεξιού ποδιού να κοιτάει ένα κτίριο και την άκρη του αριστερού τις ντάνες με τ' άδεια καφάσια, που μόλις είχε προσπεράσει.

Το δεξί χέρι βγαίνει αργά από την τσέπη του πανταλονιού μαζί με το αχλάδι. Τινάζεται λίγο για να διώξει το μαντιλάκι και μετά αρχίζει ν' ανεβάζει το αχλάδι προς το στόμα, αργά, σα να θέλει να καθυστερήσει την πρώτη δαγκωνιά.

Ένα δεύτερο ζευγάρι πόδια εμφανίζεται σε κάθετη πορεία προς το πρώτο. Βαδίζουν με γρήγορο ρυθμό και σε ευθεία χωρίς παρεκκλίσεις. Η σύγκρουση γίνεται, όταν το νεοφερμένο αριστερό πόδι κάνει ένα ανέκκλητο βήμα μπροστά και σκαλώνει στον αστράγαλο του πρώτου ποδιού. Το νεοφερμένο δεξί πόδι χάνει την ισορροπία του και παραπαίει στον αέρα. Για μια στιγμή φαίνεται να καταλήγει πάνω στο άλλο ζευγάρι πόδια, καταφέρνει όμως να τα προσπεράσει και προσγειώνεται παρασέρνοντας μαζί του και το δεξί χέρι που κρατάει το αχλάδι.

Η παλάμη ξαφνιάζεται κι αφήνει το αχλάδι να κυλήσει. Σταματάει πάνω στο φτενό γρασίδι, με τα ίχνη της δαγκωνιάς να φυλάνε το χώμα. Το νεοφερμένο αριστερό πόδι σέρνεται πάνω στο άλλο αριστερό, σα να το χαρακώνει, σκαλώνει στη χαραμάδα ανάμεσα στα δύο πόδια, κατορθώνει να ελευθερωθεί, σκουντουφλάει όμως πάνω στο αντίπαλο δεξί πόδι και το σέρνει μαζί του. Τελικά καταλήγει δίπλα στο δεξί, έστω και με το γόνατό του λίγο λυγισμένο.

«Τι ξαπλάρωσες έτσι στις έντεκα το πρωί, ρε άχρηστε; Τι νόμισες ότι είσαι ακόμα στον τόπο σου που σε τάιζε το κόμμα;».

Το δεύτερο ζευγάρι πόδια απομακρύνεται πιο γρήγορα τώρα, με το νεύρο που του δίνει η οργή. Τα δάχτυλα του δεξιού χεριού ανοίγουν και πιάνουν το αχλάδι. Το σημείο της δαγκωνιάς είναι μαύρο. Τα δάχτυλα σηκώνουν το αχλάδι και το πηγαίνουν προς το πανταλόνι, μετανιώνουν όμως στη μέση της διαδρομής, αλλάζουν πορεία και κατευθύνονται προς το μανίκι του αριστερού χεριού. Ακουμπάνε το αχλάδι με τη δαγκωμένη όψη πάνω στη σκακιέρα και αρχίζουν να το τρίβουν διαγώνια, όπως κινούνται οι αξιωματικοί στο σκάκι. Η κίνηση επαναλαμβάνεται μερικές φορές, μετά τα δάχτυλα απογειώνονται και πηγαίνουν το αχλάδι προς το στόμα. Ταυτόχρονα τα δύο πόδια τραβιόνται συντονισμένα προς τα γόνατα, για ν' αφήσουν περισσότερο χώρο και να αποφύγουν άλλες συγκρούσεις.

«Ρε Μονόφθαλμε, άντε να πάρεις πέντε καφάσια πεπόνια από του Σταματάκου, να μου τα φέρεις στο φορτηγό».

«Γιατί ντώσεις ντουλειά όλο σ' αυτόν και σ' εμάς ντεν ντώσεις;».

«Γιατί παίρνει τα μισά από σας. Ξύπνα ρε, έχουμε παγκοσμιοποίηση! Ξέρεις τι θα πει παγκοσμιοποίηση; Να μου 'ρχονται δω οι γύφτοι απ' όλες τις κωλοχώρες των Βαλκανίων και να μου δουλεύουν για ένα κομμάτι ψώμι. Κι εγώ να δίνω τη δουλειά σ' όποιον παίρνει το πιο μικρό κομμάτι. Αυτό θα πει παγκοσμιοποίηση, ρε!».

«Αυτός όχι ντικός μας».

«Στα παπάρια μου. Ρε Μονόφθαλμε, ακόμα εκεί είσαι;».

Το μισοφαγωμένο αχλάδι ξεκολλάει από την παλάμη και καταλήγει χάμω, ενώ τα δύο χέρια κάνουν μια κίνηση προς τα πίσω. Τα δάχτυλά τους κολλάνε στον τοίχο και αρχίζουν ν' αναρριχώνται. Το σώμα ανασηκώνεται στηριζόμενο στις πατούσες. Όταν έχει στυλωθεί τελείως, τα πόδια κάνουν μισή στροφή, ώστε να έρθουν σε ευθεία με το κτίριο που βρίσκεται απέναντί τους. Τώρα κρατούν μια σταθερή πορεία προς τον προορισμό, σαν πλοίο που πάει να πλευρίσει.


Το δάπεδο του κτιρίου είναι στρωμένο με λαχανικά, μαρούλια, λάχανα, ντομάτες, κουνουπίδια, ένας ποδοπατημένος λαχανόκηπος. Τα πόδια κινούνται επιδέξια ανάμεσα στα λαχανικά, πατάνε στα σταθερά με τα μεγάλα φύλλα και αποφεύγουν τα γλιστερά, που μπορούν να τα παρασύρουν. Γύρω τους διεξάγεται ένας λεκτικός πόλεμος σε όλα τα μέτωπα, με άλλους να προβάλλουν την ποιότητα των λαχανικών, άλλους τις τιμές τους και άλλους να προτρέπουν τους αγοραστές να θαυμάσουν τα προϊόντα.

Τα πόδια πλησιάζουν ολοένα τα καφάσια με τα πεπόνια, αλλά σταματάνε απότομα σε κάποια απόσταση. Το αριστερό χέρι μπαίνει στην τσέπη του πανταλονιού, ενώ το δεξί αρχίζει να τρίβει το αριστερό μπράτσο κάτω από το μανίκι με τη σκακιέρα ­ μια εντριβή αναμονής και αμηχανίας.

«Ντώσεις εμένα καφάσια με πεπόνια».

«Πώς να τα δώσω σ' εσένα, αφού ο Θεοφανίδης θέλει τον Μονόφθαλμο;».

«Πάω εγκώ με ίντια λεφτά».

«Αυτό να το πεις στον Θεοφανίδη. Εγώ κάνω ό,τι μου πει και δεν έχω όρεξη να μπλέξω με μαφιόζους. Έλα Μονόφθαλμε».

Το δεξί πόδι επανέρχεται πρώτο σε κίνηση, το αριστερό ακολουθεί, τα βήματα επιταχύνονται, ενώ τα δυο χέρια απλώνονται μπροστά σε ευθεία, σα να βιάζονται ν' αρπάξουν τα καφάσια από μακριά, πριν προλάβει να τ' αρπάξει άλλος. Τα πόδια έρχονται και σταματάνε μπροστά στα καφάσια με τα πεπόνια. Τα χέρια κολλάνε και κλειδώνουν αμέσως πάνω στα πέντε πρώτα καφάσια. Τα πόδια συντονίζονται και κάνουν από ένα βήμα πίσω, ώστε να δώσουν στα χέρια την απαιτούμενη απόσταση, για να πάρουν φόρα και να τραβήξουν με δύναμη τα καφάσια. Μα το φορτίο είναι βαρύ και, όταν τα καφάσια ξεκολλάνε από την υπόλοιπη ντάνα, παίρνουν βουτιά προς το δάπεδο. Τα χέρια συμπαρασύρονται και δεν μπορούν να σταματήσουν την πτώση, ενώ τα γόνατα λυγίζουν, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν βοήθεια στα χέρια. Τα καφάσια καταλήγουν πάνω στο δεξί πόδι, που δεν πρόλαβε να κάνει πίσω με την ίδια ταχύτητα όπως το αριστερό. Τα χέρια μένουν ακίνητα μια στιγμή, ανίκανα να αντιδράσουν. Συνέρχονται όμως, όταν το πρώτο καφάσι γέρνει και τα πεπόνια κινδυνεύουν να κυλήσουν στο έδαφος. Κατεβαίνουν και τα δυο μαζί, γίνονται κάγκελα μπροστά στα καφάσια και συγκρατούν τα πεπόνια. Μένουν έτσι για μερικά δευτερόλεπτα, μετά το σώμα ορθώνεται πάλι, έστω και με δυσκολία, ενώ τα χέρια τραβάνε τα καφάσια και τα κολλάνε πάνω του. Τα πόδια παίρνουν μισή στροφή, αργά, προσεκτικά, σαν τυφλοί που ψάχνουν το δάπεδο για εμπόδια. Το αριστερό προχωράει κανονικά, αλλά το δεξί σέρνεται κάπως, δυσκολεύεται να κάνει το επόμενο βήμα και αναγκάζει το αριστερό να καθυστερεί και να το περιμένει.

Το αγροτικό είναι παρκαρισμένο έξω από το κτίριο, μισοφορτωμένο με ντομάτες, κουνουπίδια και σακιά με πατάτες και κρεμμύδια. Τα πόδια έχουν κουραστεί. Όσο πλησιάζουν στο αγροτικό, το σύρσιμο του δεξιού διαρκεί περισσότερο, ενώ το άλμα του αριστερού ολοένα και μικραίνει. Τα χέρια τρέμουν και τα καφάσια ξεκολλάνε από το στέρνο και ταλαντεύονται. Το αριστερό πόδι κάνει ένα τελευταίο, μικρό, άλμα, το δεξί σέρνεται άλλη μια φορά και συναντιόνται σύρριζα στην καρότσα. Η ένταση των χεριών χαλαρώνει μονομιάς και τα καφάσια πέφτουν στην καρότσα μ' έναν παράξενο τριγμό.

«Μην τ' αφήνεις εκεί μπροστά, τα καφάσια του ανθρώπου! Χαραμοφάηδες είστε όλοι σας! Βαριέστε που ζείτε! Ανέβα και σπρώξ' τα στο βάθος».


Χέρια και πόδια μένουν μια στιγμή ακίνητα, σα να μην μπορούν ν' αποφασίσουν, αν θα πρέπει να υπακούσουν ή να σηκωθούν να φύγουν. Τα χέρια υποχωρούν πρώτα. Αρπάζονται από τους γάντζους της καρότσας και αρχίζουν να τραβάνε το σώμα προς τα πάνω, αναγκάζοντας τα πόδια να συμμορφωθούν. Τα χέρια σπρώχνουν τα καφάσια δεξιά και λοξά και γεμίζουν τον άδειο χώρο στη γωνία της καρότσας. Χέρια και πόδια περιμένουν μια στιγμή, μήπως έρθει κι άλλη εντολή, και όταν δεν έρχεται, τα πόδια φτάνουν στο χείλος της καρότσας και πηδάνε κάτω, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση από τα χέρια.

«Ο Θεοφανίδης είναι στα γραφεία. Είπε να περάσεις σε λίγο να σε πληρώσει».

Πάλι η μισή στροφή και τα πόδια παίρνουν ξανά κατεύθυνση προς το κτίριο. Τώρα περπατούν αργά, χαλαρά, με τις πατούσες να σέρνονται ανεπαίσθητα στο έδαφος. Τα χέρια έχουν κρεμάσει και κουνιόνται άρυθμα, σα να παραπαίουν. Τα πόδια διστάζουν λίγο μπροστά στο κτίριο, μετά λοξοδρομούν δεξιά και πηγαίνουν σε μια πόρτα που πάνω της γράφει «ανδρών». Το δεξί πόδι σπρώχνει την πόρτα και την κρατάει σταθερή, κάνοντας τόπο στο αριστερό για να περάσει πρώτο. Μετά, ξεσκαλώνει την πόρτα και την αφήνει να κλείσει πίσω του.

Το δάπεδο είναι μια χαβούζα μετρίων διαστάσεων. Τα πόδια βουτάνε ανέμελα στα νερά, ίσως για να πλύνουν τα γκρενά αθλητικά παπούτσια, και κατευθύνονται προς την πρώτη ελεύθερη τουαλέτα, που της λείπει η πόρτα, όπως και απ' όλες τις άλλες.

Τα νερά έχουν λασπώσει στο δάπεδο της τουαλέτας. Μαύρα ίχνη από πατημασιές, η μια πάνω στην άλλη, διαγράφουν ένα περίεργο μωσαϊκό. Οι δύο πλευρές της λεκάνης είναι γεμάτες από χαρτιά τουαλέτας, χαρτομάντιλα και εφημερίδες. Σ' άλλα είναι αποτυπωμένες οι βρωμιές άλλα έχουν πέσει ανάποδα και τις κρύβουν.

Τα πόδια πλησιάζουν τη λεκάνη και ανοίγουν απότομα, σα ν' αντάλλαξαν κάποια βαριά κουβέντα και να χωρίζουν οι δρόμοι τους. Οι ακαθαρσίες είναι νωπές μέσα στο λιγοστό νερό, ξερές στα γύρω στα τοιχώματα, με δυο αλογόμυγες να τις επιθεωρούν ασταμάτητα. Το δεξί χέρι βρίσκει το φερμουάρ του πανταλονιού και αρχίζει να το κατεβάζει. Το αριστερό χώνεται στη σχισμή και βγάζει έξω το πέος, κρατώντας το σφιχτά ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη, σαν να το σφίγγει με δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι γλιστράει αργά, αναγκάζοντας το πέος να τεντώσει πάνω από τη λεκάνη. Καθώς το αριστερό χέρι φτάνει στο χείλος του πέους, το δεξί έρχεται να κρατήσει το πέος, τη στιγμή που το ούρος αρχίζει να τρέχει. Είναι σκούρο κίτρινο και εκτοξεύεται με δύναμη στο πίσω τοίχωμα της λεκάνης, πιτσιλώντας ολόγυρα. Η δύναμή του ελαττώνεται σταδιακά, πέφτει όλο και πιο κοντά, ώσπου ρίχνει μερικές τελευταίες σταγόνες και στερεύει.

Το δεξί χέρι αγγίζει το πέος με την παλάμη του, για να το σπρώξει πάλι στο πανταλόνι, αλλά αυτό δε φαίνεται πρόθυμο να υπακούσει, αρχίζει να τεντώνεται και χάνει την ευελιξία του. Το χέρι δεν επιμένει, αποτραβιέται και αφήνει το πέος ελεύθερο. Αυτό αρχίζει να πέφτει, αλλά η ανάταση σταματάει την πτώση περίπου σε παράλληλη γραμμή με το δάπεδο. Η αριστερή παλάμη περνάει κάτω από το πέος και αρχίζει να το χαϊδεύει απαλά, στοργικά, ενώ το σώμα έχει πάρει ελαφρά κλίση προς τα εμπρός. Το πέος μένει για λίγο σε παράλληλη ευθεία με το δάπεδο, ώσπου να ολοκληρώσει την ανάτασή του, μετά αλλάζει πορεία και αρχίζει να ανεβαίνει αργά, βήμα βήμα, σα να βαρέθηκε να κοιτάει πάντα τη λεκάνη και να θέλει να δει λίγο την οροφή. Η αριστερή παλάμη έχει αποτραβηχτεί και τα χέρια δεν κάνουν καμιά προσπάθεια για να σταματήσουν την πορεία του πέους.

«Εδώ λούφαξες, ρε μαλάκα. Σε ψάχνει ο Θεοφανίδης. Κάνε γρήγορα, γιατί βιάζεται να φύγει».


Απότομα, το αριστερό χέρι ανοίγει τη σχισμή του πανταλονιού, ενώ το δεξί αρπάζει το πέος και προσπαθεί να κάνει δυο κινήσεις μαζί: να σπρώξει το πέος προς τα κάτω και να του αλλάξει κατεύθυνση προς τα μέσα, για να μπει στη σχισμή. Μα το πέος, είναι σκληρό και αποφασισμένο: προτιμά την προς τα άνω πορεία του και τα χέρια παθαίνουν πανικό. Το αριστερό αφήσει το άνοιγμα της σχισμής και πιέζει το πέος, ενώ το δεξί το σπρώχνει προς τα μέσα. Η σχισμή έχει όμως κλείσει και το αριστερό αναγκάζεται να παραιτηθεί από τη βοήθεια στο δεξί χέρι και να ξανανοίξει τη σχισμή. Το πέος δεν μπορεί ν' αντέξει σε τόση πίεση, λυγίζει και μπαίνει, έστω και με δυσφορία, στη σχισμή, ενώ το αριστερό χέρι κλείνει γρήγορα το φερμουάρ.

Τα πόδια βγαίνουν από τις τουαλέτες με βήμα γρήγορο, σχεδόν σε ρυθμό εμβατηρίου. Από μακριά βλέπουν το φορτηγό φορτωμένο με καφάσια και επιταχύνουν το βήμα τους.

«Πού είσαι ρε και βιάζομαι να φύγω; Έπρεπε να σε αφήσω απλήρωτο, μαλάκα».

Το δεξί χέρι κάνει μια κίνηση μπροστά, η παλάμη ανοίγει, έτοιμη να δεχτεί τα χαρτονομίσματα.

«Αύριο σε θέλω στις έξι. Κοίτα μη σε πάρει ο ύπνος και με κρεμάσεις».

Τα χαρτονομίσματα κυλάνε αργά και μεμονωμένα στην παλάμη. Ο αντίχειρας σηκώνεται και πέφτει σαν ελατήριο, κλειδώνοντας πάνω σε κάθε χαρτονόμισμα. Η πτώση των χαρτονομισμάτων σταματάει και η παλάμη κλείνει, για να τα σφίξει όλα μαζί. Το αριστερό πόδι στρίβει αριστερά και αρχίζει να προχωράει, περιμένοντας το δεξί να κάνει το επόμενο βήμα. Το δεξί χέρι με τα χαρτονομίσματα κατευθύνεται προς την τσέπη του πανταλονιού.


Ξαφνικά ένα καινούργιο ζευγάρι πόδια έρχονται από το πουθενά και σταματάνε μπροστά στο άλλο ζευγάρι. Δύο ζευγάρια χέρια και πόδια μένουν μια στιγμή ακίνητα, αντιμέτωπα. Μετά το νεοφερμένο δεξί χέρι εξαφανίζεται πίσω από την πλάτη. Όταν ξαναβγαίνει, ένα μαχαίρι αστράφτει ανάμεσα στο δάχτυλά του.

«Ρε συ, αυτός βγάζει μαχαίρι!»

«Κάνε δουλειά σου, δεν το βγάζει για μας. Έτσι είναι αυτοί. Βγάζουν μαχαίρι με ψύλλου πήδημα».

Το δεξί χέρι με τα χαρτονομίσματα σταματάει πριν χωθεί στην τσέπη του πανταλονιού. Η παλάμη που κρατάει τα χρήματα σφίγγει ακόμα πιο πολύ, ενώ το αριστερό χέρι μπαίνει προστατευτικά, με την παλάμη προς τα έξω, μπροστά στον θώρακα.

Τα πόδια κάνουν ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω, είναι έτοιμα να στραφούν και να τρέξουν, όταν το χέρι με το μαχαίρι κάνει μιαν ευθεία, εξασκημένη κίνηση, σα να την έχει κάνει χιλιάδες φορές, και καρφώνεται στην άλλη κοιλιά.

«Τον μαχαιρώνει, σε μαλάκα!».

«Μπες στο αμάξι και μην πας γυρεύοντας».

«Τον μαχαιρώνει, επειδή σου κουβαλάει το καφάσια».

«Θα βρω άλλον που θα τα κουβαλάει πιο φτηνά κι αν τον σφάξει κι αυτόν, θα βρω άλλον, που θα μου τα κουβαλάει ακόμα πιο φτηνά. Κανείς δεν τα βάζει με τους νόμους της οικονομίας».

Το μαχαίρι καρφώνεται ξανά. Η δεξιά παλάμη ανοίγει και τα χαρτονομίσματα κυλάνε αργά στο έδαφος, πάνω σε κάτι σάπια πορτοκάλια. Το χέρι που δεν κρατάει το μαχαίρι σκύβει και μαζεύει τα χαρτονομίσματα. Τα πόδια παίρνουν στροφή και χάνονται στο πουθενά απ' όπου ήρθαν.

Πρώτα η δεξιά παλάμη ακουμπάει πάνω στη δεξιά πληγή. Μετά η αριστερή πάνω στην αριστερή. Οι δύο παλάμες γυρίζουν ταυτόχρονα προς τα πάνω, κατακόκκινες. Δυο σταγόνες από την αριστερή παλάμη στάζουν πάνω στο γκρενά πάνινο παπούτσι, που ρουφάει την μπογιά σα διψασμένο. Οι παλάμες μένουν ανοιχτές και λίγο κυρτές, σαν εκθέματα. Τα πόδια αρχίζουν να λυγίζουν, αργά στην αρχή μετά σε ρυθμό κατάρρευσης. Ακουμπάνε στη γη και τεντώνονται, ενώ τα δύο χέρια απλώνονται στα πλάγια με τις παλάμες πάντα προς τα πάνω και κατακόκκινες. Η μύτη του δεξιού ποδιού κοιτάζει ψηλά στον ουρανό, ενώ το αριστερό πόδι συνεχίζει να γέρνει σε λοξή γωνία, σα να ζήλεψε την κλίση του πύργου της Πίζας και μένει εκεί. Ακίνητο.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3689