Ο Χάρης ήταν δεκαπέντε χρονών όταν ένιωσε για πρώτη φορά έρωτα για ένα αγόρι,
το έπνιξε όμως τότε. Αργότερα όταν πήγε φαντάρος αφέθηκε σ' ένα μούτρο που
μπαινόβγαινε στην απομόνωση για κλεψιές και ψευτομαγκιές, οι άλλοι φαντάροι
αυτόν τον φώναζαν γορίλα. Την πρώτη φορά έκλαψε από πόνο και ηδονή, ύστερα
του έγραψε γράμματα ερωτικά και τρυφερά. Ένα καιρνούριο γράμμα του Χάρη κάθε
φορά, ήταν αφορμή για να γελάνε ο Γοριλας με τους φίλους του, φυσικά όταν ο
Χάρης δεν ήταν μπροστά. Ο Γορίλας γελούσε πιο πολύ απ' όλους. Μια φορά που
είχαν βγει βραδάκι με άδεια και πίνανε σ' ένα καφενείο, ο Γορίλας ξέρασε από τα
γέλια πάνω στους μεζέδες. Ο Χάρης τον είχε μυθοποιήσει μέσα του και του
έγραψε (μια φορά που ήταν στην απομόνωση για κάποια ψευτομαγκιά): -Μόνο εγώ
ξέρω τι παλικάρι είσαι οι άλλοι εκλαμβάνουν την ευθύτητα και τη λεβεντιά σου σαν
βαρβαρότητα. Έτσι ο Χάρης πολύ αργά έμαθε τί κτήνος ήταν ο Γοριλας όταν αυτός
εκδηλώθηκε φανερά κοροϊδεύοντάς τον μπροστά στους άλλους. -Βρες άλλον να σε
πηδάει μωρή συκιά, του είπε, εγώ βαρέθηκα. Έτσι ο Χάρης βγήκε ξαναγεννημένος
απ' το στράτευμα. Μια γυναίκα με αντρικό περίβλημα, που αγάπησε τον άντρα
κτήνος, αλώθηκε στον ερωτά του και φούντωσε η σπίθα που είχε μέσα του για το
αρσενικό και η περιφρόνηση για τις γυναίκες. Η πρώτη γυναίκα που σιχάθηκε
,(αλλά αυτό ήταν καλά κρυμένο μέσα στο υποσυνείδητό του), ήταν η μάνα του. Η
δεύτερη ήταν η δασκάλα της πρώτης δημοτικού που ήταν χοντρή και χαζή και δε
χώνευε το Χάρη επειδή της έκανε δύσκολες ερωτήσεις. Όταν ο Χάρης άρχισε να
διαβάζει του άρεσε πολύ να μαθαίνει καινούρια πράγματα. Πολύ γρήγορα άρχισε
να αγοράζει βιβλία εκτός από τα σχολικά . Διάβαζε ώρες ατέλειωτες κλεισμένος
μέσα στο σπίτι, παράλληλα βοηθούσε και τη μάνα του επειδή τη λυπόταν. Οι
δουλειές του σπιτιού ήταν σκληρές εκείνα τα χρόνια. Και οι άντρες δεν έκαναν
τίποτε μέσα στο σπίτι. Ο χάρης όμως δεν το θεωρούσε υποτιμητικό να τη βοηθάει.
Την αγαπούσε τη μάνα του ο Χάρης παρ' όλο που εκείνη του φερόταν αχάριστα,
εκείνες τις στιγμές τη μισούσε και τη σιχαινόταν, αλλά ύστερα τη συγχωρούσε και
τη δικαιολογούσε, επειδή όλη μέρα παιδευόταν μέσα στο σπίτι. Όμως η αηδία και η
περιφρόνηση στάλαζαν σαν φαρμάκι σιγά- σιγά μέσα του. Αλλά όπως είπα παραπάνω,
αυτά ήταν κρυμμένα βαθιά μέσα στο υποσυνειδητό του. Ο Χάρης είχε έναν αδελφό
ένα χρονο πιο μικρό, το Βασίλη. Ο Βασίλης ήταν τελείως διαφορετικός απ'
αυτόν που ήταν γεροδεμένο και όμορφο παιδί, ενώ ο μικρός ήταν μικροκαμωμένος και
ασχημούλης, έμοιαζε πολύ με τη μάνα τους, γι' αυτό εκείνη του είχε αδυναμία. Στο
σχολείο ο Χάρης ήταν μέτριος μαθητής, διάβαζε αλλά δεν τον ενδιέφεραν οι βαθμοί
και τα μπράβο, ενώ ο Βασίλης έπαιρνε πάντα άριστα. Ο μικρός δεν έκανε τίποτε
μέσα στο σπίτι, όταν τελείωνε με το διάβασμα έβγαινε για παιχνίδι και ερχότανε
πολλές φορές με διάφορα τραύματα, κάθε φορά έλεγε του Χάρη η μάνα τους. Εσύ
σαν μεγαλύτερος πρέπει να προστατεύεις τον αδελφό σου. Αλλά εσύ έχεις ριζώσει
εδώ μέσα, μουρόχαυλος έχεις γίνει. Μια φορά ο Βασίλης πήγε κλαίγοντας στο
σπίτι με το κεφάλι γεμάτο αίματα. Η μάνα τους μόλις είδε έτσι το χαϊδεμένο της,
άρχισε να χτυπιέται και να λέει διάφορα, καθώς του κανάκευε το τραύμα που ήταν
σπουδαίο, αλλά η πέτρα που του το άνοιξε ήταν φαίνεται μυτερή και τον πήραν τα
ζουμιά. Βγες έξω βρε να δεις ποιος το έκανε να τον σπάσεις στο ξύλο! Είπε
στο χάρη. Ο Πάρης, ο Πάρης! Τσίριξε ο Βασίλης, αυτός ο κοκκινομούρης, επειδή
έβαλα γκολ στην ομάδα τους. -Βγες έξω βρε μουρόχαυλε! Ούρλιαξε η μάνα τους
στο Χάρη. Τι να κάνει ο έρμος ο Χάρης βγήκε έξω, γεμάτος αμηχανία με τα χέρια
στις τσέπες του κοντού παντελονιού του, ήταν έντεκα χρονών, μικρούλης κι
αυτός. Τα παιδιά συνέχιζαν τον αγώνα, που έμοιαζε με κλωτσοπατινάδα
ανακατεμένη με βρισιές. Του γάμησε τη μάνα ο μικρός. Έλεγαν οι φίλοι του
Βασίλη μόλις είδαν το Χάρη. Έβαλε μια γκολάρα και ο πούστης ο κοκκινομούρης του'
ριξε την πέτρα. Εμείς συνεχίζουμε με έναν παίχτη λιγότερο, αλλά τους
ξεσκίζουμε. Οι αντίπαλοι, πλησιάσαν κι αυτοί γύρω απ' το Χάρη. Ο Πάρης
μάσαγε τσίχλα και καθώς έσκαγε μια φούσκα είπε του Χάρη -Ο αδελφός σου μου
πήρε τη μπάλα από τα χέρια, ήταν αντικανονικό. -Ναι, αλλά δεν πρέπει να
πετάτε πέτρες, τού' πε ο Χάρης, είναι επικίνδυνο. -Κοίτα όμως καλαμιά που
μου'ριξε είπε ο Πάρης και του έδειξε στραβομουτσουνιάζοντας το πόδι του. Εκείνη
τη στιγμή πλησίασε φουριόζα η μάνα τους με το Βασίλη πιο πίσω , μ' ένα μαντιλι
δεμένο γυρω απ'το κεφάλι του. Τι κάνεις εδώ βρε βλαμμένε; Λέει του Χάρη,
γιατί δεν τον δέρνεις; Τα κορίτσια που παρακολουθούσαν όλες αυτές τις φάσεις
του αγώνα καθισμένα στα πεζούλια ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, ο Πάρης έγινε
καπνός. Από τότε η μάνα τους δεν του ξανάπε να βγει να καθαρίσει για το
χαϊδεμένο της, όμως οι σπόντες και τα καρφιά ήταν στην ημερίσια
διάταξη. Έχεις ξασπρίσει από το μέσα βρε, κορίτσι είσαι; Μπροστά στον πατέρα
τους ήταν πιο προσεχτική γιατί
εκείνος καμάρωνε για το μεγάλο γιο επειδή του' μοιαζε, και της έριχνε
σφαλιάρα που πήγαινε σύννεφο όταν το παράκανε. Όπως μια φορά που έτρωγαν. Η μάνα
τους ήξερε ότι ο Χάρης αγαπούσε μια συμμαθητριά του που ερχόταν και έπαιρνε τα
μαθήματα από το Χάρη, επειδή ήταν ασθενικό και έλειπε συχνά από το
σχολείο. Καθώς τέλειωσαν την προσευχή για να αρχίσουν το φαγητό, λέει η μάνα
τους στο Χάρη. Ήρθε αυτό το σαφρακιασμένο η Μίνα, και σε γύρευε (και γέλασε
πονηρά), την ώρα που ήσουν στο φούρνο. -Α δεν ήρθε χτες στο σχολείο, πάλι
άρρωστη θα ήταν, είπε ο Χάρης. -Μμμ, κάνει αυτή, την άρρωστη παριστάνει για
να γλυτώνει το σχολείο -Δεν είναι έτσι μαμά, λέει ο Χάρης, έχει
ζαλάδες -Άντε βρε μουρόχαυλο που την πιστεύεις, αλλά βέβαια, οι έρωτες σε
μαράνανε βλαμμένο, είπε αυτή. Η σφαλιάρα της ήρθε σαν κεραυνός, έπεσε πίσω
μαζί με την καρέκλα, οι γαμόσταυροι τη συνόδεψαν με δυο κλωτσιές για επίλογο. Ο
Χάρης τη λυπήθηκε κι όταν ξανάρχισαν το φαγητό, όλοι έφαγαν ακόμα και η μάνα
τους που σε κάθε μπουκιά έριχνε βλέμματα γεμάτα φαρμάκι πότε στο Χάρη και πότε
στον άντρα της. Ο Χάρης έφαγε λίγο για να μη τον μαλώσουν και μάζεψε το τραπέζι,
ο Βασίλης τον ακολούθησε στην κουζίνα και του είπε σφυριχτά -Για τα μούτρα
σου τις έφαγε η μαμά απ' τον κανίβαλο. -Δεν είναι κανίβαλος, είπε ο Χάρης,
ένας βασανισμένος άνθρωπος είναι. -Ναι, που βαράει τη γυναίκα του. -Αυτό
δεν ήταν σωστό, αλλά ο πατέρας όλη μέρα σκάβει τους δρόμους, είναι κουρασμένος
και μερικές φορές δεν ξέρει τι κάνει, είπε ο Χάρης. -Καλά, λέει ο μκρός, δεν
θα μεγαλώσω; Θα του σπάσω τα μούτρα. -Εσύ όλο λόγια είσαι, του λέει ο Χάρης,
αλλά εγώ όλη μέρα εδώ μέσα βοηθάω τη μαμά. -Καλά, εσύ άμα δεν γίνεις
πούστης, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη, το κέντημα μόνο σου λείπει. -Εγώ
διαβάζω ρε χαμένε! Ξέσπασε τότε ο Χάρης, -Και ξέρω πολύ περισσότερα από σένα που
παίρνεις όλο δεκάρια στο σχολείο ψωροπερήφανε, για να καμαρώνεις τα
παίρνεις. -Άντε μωρή κότα ξασπρουλιάρα! Του πέταξε ο Βασίλης και βγήκε από
την κουζίνα, τσιτωμένος κι ευχαριστημένος που του τα' πε.
Η Μίνα, η
συμμαθήτρια του Χάρη δεν προλαβε να πάει στο γυμνάσιο, έσβησε το καημένο, η
καρδούλα του είχε κάποιο πρόβλημα και οι γονείς του δεν της το είχαν πει και το
είχαν μυστικό απ' όλους. Ο Χάρης έκλαψε πολύ σα να έχασε ότι πιο πολύτιμο
είχε. Από τότε κάθε Κυριακή πήγαινε στον τάφο της λουλούδια και της διάβαζε
ποιήματα όπως τότε που ήταν ζωντανή, συχνά άλλαζαν βιβλία και συζητούσαν γι'
αυτά. Από τότε δεν αγάπησε άλλο κορίτσι και ορκίστηκε με τη νεανική του αθωότητα
να της είναι πιστός μέχρι να πεθάνει. Ο τάφος της Μίνας ήταν ένας τόπος για να
κλαίει για το αγόρι που χάνονταν μέσα του.
Όταν τέλειωσε το γυμνάσιο
γράφτηκε σε μια δραματική σχολή. Τελιεώνοντας και τη θητεία του στο στρατό
άρχισε να δουλεύει. Στην αρχή του έδιναν μικρούς ρόλους και στα τριάντα του
έπαιξε σε σπουδαίους ρόλους. Δινόταν στη δουλειά του ψυχή και σώμα. Ο έρωτας που
ένιωθε για το θέατρο ήταν αφύσικος, σχεδον άγγιζε τη σχιζοφρένεια. Καμιά φορά
ενέδιδε στην ανάγκη του να σιγάσει το ερωτικό του ένστικτο με κάποια
περιστασιακή σχέση. Ένας άνδρας όμως που γνώρισε, του έδινε την εντύπωση πως
ήταν σαν κι αυτόν, τρυφερός και ονειροπόλος, όμως τα πράγματα μ' αυτόν ήταν
τελείως διαφορετικά απ' όσα ο Χάρης καταλάβαινε. Ήταν κι εκείνος ηθοποιός
αλλά ο Γιώργος, (έτσι τον έλεγαν), ήταν άλλη πάστα ανθρώπου, ορμητικος με
γυναικεία συμπεριφορά. Ένα βράδυ ο Χάρης διάβαζε κι ο Γιώργος έλειπε όπως
συνήθιζε τα βράδια, του έλεγε ότι πηγαίνει στη θάλασσα και σκέφτεται. Ήθελε να
μείνει λίγο μόνος, του έλεγε πως το έχει ανάγκη και ο Χάρης το σεβόταν. Μια φορά
που ο Γιώργος αρρώστησε από σκωληκοειδίτη, τον πήγε στο νοσοκομείο. Μια μέρα ο
Γιώργος λέρωσε τη πυζάμα του και ο Χάρης έψαχνε μήπως βρει καμιά άλλη στην
ντουλάπα, εκεί είδε μια μαύρη τσάντα,την άνοιξε και το χέρι του άγγιξε κάτι
μαλλιαρό, το τράβηξε περίεργος να δει τι ήταν και βρήκε με περούκα με μαύρα
μακριά μαλλιά. Η τσάντα ήταν γεμάτη γυναικεία αξεσουάρ, καλλυντικά και σουτιέν
με ψεύτικα στήθη. Τότε κατάλαβε που πηγαίνει τα βράδια ο Γιώργος. Δεν του είπε
τίποτε αλλά όταν έγινε καλά και ξεκίνησε ένα βράδι για τη γνωστή βόλτα, τον
παρακολούθησε. Ο Γιώργος πήγε κατευθείαν στα δημόσια ουρητήρια, κρατώντας τη
μαύρη τσάντα (που την έκρυβε από νωρίς κάτω από μια πολυθρόνα στο χολ). Όταν
βγήκε από τα ουρητήρια, ήταν ένα πρόστυχο πλάσμα, θλιβερό, βαμμένο προκλητικά. Ο
Χάρης δεν ήθελε να δει τίποτε άλλο, γύρισε στο σπίτι, μάζεψε όλα του τα πράγματα
και του άφησε ένα γράμμα γεμάτο κατανόηση και απελπισία, από υποχρέωση
περισσότερο σαν άνθρωπος για να τον ταρακουνήσει. Όσο έμεναν μαζί, στο θέατρο
δεν μπορούσε να αποδώσει με όλες του τις δυνατότητες, από τη στιγμή όμως που
αποδεσμεύτηκε από αυτόν, έφτασε στο μέγιστο βαθμό της επιτυχίας για έναν
ηθοποιό. Πολύ αργότερα, ένιωσε έρωτα για μία γυναίκα που έμοιαζε με τη Μίνα και
εσωτερικά αλλά και στο πρόσωπο, αυτό το ένιωσε σε μια σκηνή που έπαιζαν μαζί σ'
ένα έργο και τη
φιλούσε στο στόμα. Ερωτεύτηκε αλλά όχι παθιασμένα, αυτό που ένιωθε ήταν
περισσότερο άπειρη τρυφεράδα και εκτίμηση. Ποτέ του όμως δεν απαλλάχτηκε από την
τάση του για τους άντρες και γι' αυτό δεν θέλησε να την παντρευτεί, δεν είχε
εμπιστοσύντη στον εαυτό του. Τότε σκέφτηκε να πάει σε ένα ψυχαναλυτή μήπως τον
βοηθήσει να βρει τον πραγματικό του εαυτό. Κι εκεί ενώ ο γιατρός του έβγαλε
όλα τα εσώψυχά του, αυτός σιγά-σγιά ερωτεύτηκε το γιατρό παράφορα, ποτέ του δεν
είχε νιώσει έτσι για κανένα. Όταν το συνειδητοποίησε αυτό, εξαφανίστηκε από
το θέατρο, πήγε και νοίκιασε ένα δωμάτιο στη Τζια, ένα πρωί ανέβηκε επάνω σ' ένα
μοναστήρι που από κάτω ήταν γκρεμός. Εκεί έμεινε αρκετή ώρα κοιτάζοντας κάτω,
έκλεισε τα μάτια και σκεφτόταν. Αν έπεφτε θα τέλειωναν όλα, όμως, όχι, χίλιες
φορές όχι, είπε μέσα του, θα συνεχίσω το θέατρο, ναι το θέατρο, νιώθω να έχω
τόσα πολλά να δώσω σαν ηθοποιός, στη ζωή βλέπουμε. Έπειτα σκέφτηκε αλλιώς την
ιστορία με το γιατρό. Προσπάθησε να βγει από μέσα του και να δει τον εαυτό του
απ' έξω σαν να' ταν κάποιος άλλος. Ναι, σκέφτηκε, είναι φυσικό να ερωτετυτεί
κανείς τον ψυχαναλυτή του, είχε ακούσει ότι συμβαίνει συχνά αυτό. Θυμήθηκε τα
λογια του γιατρού που του είχε πει πως πρέπει να δεχτεί την πραγματικότητα, ότι
ναι, είμαι ομοφυλόφιλος, και να αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο να ερωτευτεί και
να μη νιώθει καμιά ενοχή μιας κι ούτε μπορεί να αλλάξει, αυτό πια έπρεπε να το
ξεκαθαρίσει μέσα του. Του είπε επίσης ο γιατρός ότι έπρεπε να ξεχάσει τη δασκάλα
και τη μάνα του και όλους όσους πίστευε ότι έφταιγαν που σιχάθηκε τις γυναίκες,
έπρεπε να κοιτάξει μπροστά. Η αλήθεια είναι πως ο γιατρός τον βοήθησε πολύ να
σκεφτεί και να παραδεχτεί μέσα του ότι είναι γκέι. Ο γιατρός το σκέφτηκα κάποια
στιγμή πως ο Χάρης θα μπορούσε να τον ερωτευτεί, αλλά δεν μπορούσε να κάνει
τίποτε γι' αυτό, αυτός έκανε το καθήκον του σα γιατρός, τον βοήθησε όσο
μπορούσε, κι όταν κατάλαβε πως πράγματι τον είχε ερωτευτεί, του σύστησε άλλον
γιατρό, με τη διακιολογία ότι αυτός είχε πάθει υπερκόπωση και θα σταματούσε για
αρκετό καιρό τη δουλειά του. Στη Μπέση, στην κοπέλα που είχε ερωτευτεί μίλησε με
ειλικρίνεια και έγιναν πολύ στενοί φίλοι. Η Μπέση δεν τον έβλεπε πια σαν άντρα
κι εκείνος την έβλεπε σαν φίλη και κάτι περισσότερο, σαν αδελφή του. Του είχε
λείψει πολύ η αγάπη και να δώσει και να πάρει, όσο για τον έρωτα τον περίμενε,
αλλά δεν κρεμόταν πια η ζωή του απ' αυτόν (έτσι το σκεφτόταν για να
παρηγοριέται, στο βάθος ήξερε πως ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη του
σύμπαντος κόσμου), αλλά δεν αξίζει ν' αυτοκτονεί κανείς για τίποτε στον κόσμο.
Θά' ρθει και ο έρωτας σκεφτόταν, θά' ρθει. " Όταν θέλουμε πάρα πολύ κάτι, όλο
στο σύμπαν συνωμοτεί για να καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε το ονειρό μας".
|