Ήταν μια ζεστή μέρα του Αυγούστου που πέρασε όμορφα για όλη την οικογένεια.
Το καλοκαίρι το περνούσαν σ' ένα παλιό πέτρινο σπίτι, ανακαινισμένο, ευρύχωρο
και άνετο, με πολλές κάμαρες, εξώστες και πορτοπαράθυρα, που είχαν, σ' ένα χωριό
δίπλα στη θάλασσα. Μια θάλασσα καθάρια και δροσερή που έτσι σου ερχόταν να την
πιεις στο ποτήρι. Την οικογένεια Κωνσταντινίδη, για κείνην μιλάμε, την
αποτελούσαν οι γονείς, τα τρία παιδιά τους, η γιαγιά και η Γιοβάνα που
προστέθηκε τελευταία για να φιλοξενηθεί για ένα χρόνο. Η Γιοβάνα είναι ένα δωδεκάχρονο παιδί από τη Βοσνία. Ένα από κείνα τα παιδιά που ο πόλεμος που γινόταν στην πατρίδα τους τα σκόρπισε στους πέντε δρόμους. Δεν άφησε φεύγοντας από την πατρίδα της κανέναν να την καρτεράει. Όλη η οικογένεια της, ο πατέρας της, η μητέρα και ο αδελφός της σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Έμενε σ' ένα ορφανοτροφείο με άλλα ορφανά μαζί, όταν τους είπαν να πάνε, όσα παιδιά ήθελαν, να φιλοξενηθούν στην Ελλάδα για ένα χρονικό διάστημα από οικογένειες. Η Γιοβάνα αποφάσισε να πάει. Μετά, όταν καλοσκέφτηκε την απόφαση της να δεχτεί την πρόταση, ξεπήδησαν από τα Βάθη της ψυχής της κάποιοι φόβοι. Δεν ήξερε που θα πάει, πώς θα την δεχτούν και πώς θα περνούσε. Παρ' όλα αυτά δεν μετάνιωσε, πήγε. Όταν συναντήθηκε με την οικογένεια Κωνσταντινίδη, που την δέχτηκαν όλοι με χαρά, στοργή και τρυφερότητα, ησύχασε και οι όποιες ανησυχίες και οι φόβοι της διαλύθη-καν. Όταν όμως την αγκάλιασε και την χάιδεψε η γιαγιά Θεανώ το κορίτσι ένιωσε μια μεγάλη σιγουριά και ασφάλεια, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Όσο κι αν σκέφτηκε, όσο κι αν έψαξε, εξήγηση δε βρήκε, ήταν μόνο από ένστιχτο. Πράγματι περνούσε καλά κι ένιωθε σαν στο σπίτι της. Τα παιδιά δεν την ξεχώριζαν, την είχαν σαν αδερφή τους. Εκείνη λοιπόν την ημέρα του Αυγούστου, τα παιδιά κολύμπησαν αρκετά στη θάλασσα, που ο δρόμος μονάχα τη χώριζε από το σπίτι τους, έφαγαν το μεσημέρι και μετά ξάπλωσαν να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν. Να περάσει η κάψα του μεσημεριού. Η Γιοβάνα ξάπλωσε στο κρεβάτι της μα ύπνος δεν την πήρε. Έτσι πέρασε το μεσημέρι σιωπηλή διαβάζοντας ένα βιβλίο. Περίμενε να ξυπνήσουν τ' άλλα παιδιά. Το απόγευμα τα παιδιά ξανακατέβηκαν στην θάλασσα κολύμπησαν κι έπαιξαν. Σαν μαγεμένα, σαν ήρθε η ώρα κοίταζαν και δεν χόρταιναν να κοιτάζουν τον ήλιο να βουτάει και να νίβεται στη θάλασσα. Κι έμοιαζε να πήραν τα νερά της θάλασσας φωτιά, σαν ν' άναψε πυρκαγιά να φλέγεται ο ορίζοντας στη Δύση. Κάθε μέρα έβλεπαν εκείνο το θέαμα και πάλι δεν το χόρταιναν. Τέτοια ομορφιά δεν έχει χορτασμό. Μετά το δείπνο τα παιδιά έκατσαν στο μπαλκόνι στη δροσιά, στο αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο στον ουρανό, καθρεφτιζόταν στο νερένιο καθρέφτη κι έλουζε τις ακτίνες του στο γιαλό. Η Γιοβάνα ήταν κουρασμένη και καθώς δεν είχε κοιμηθεί το μεσημέρι νύσταζε. Ζήτησε συγγνώμη, καληνύχτισε και πήγε στη κάμαρα της να ξαποστάσει, να κοιμηθεί. Σε λίγο ο ύπνος της σφάλισε τα μάτια. Ξύπνησε σε κάποια στιγμή, νύχτα ακόμα, κι ένοιωσε να διψάει πολύ. Σηκώθηκε αθόρυβα και τράβηξε κατά την κουζίνα. Ήπιε νερό κι έκανε να φύγει όταν άκουσε σιγανή κουβέντα. Αφουγκράστηκε και γνώρισε τη φωνή της γιαγιάς Θεανώς που κουβέντιαζε με την κυρα-Δήμητρα που έμενε στο διπλανό σπίτι. Κάθε μια είχε πάει άκρη - άκρη στο δικό της μπαλκόνι, κολλητά στα κάγκελα, είχαν έρθει κοντά - κοντά και τα έλεγαν. Ήταν τόσο γλυκιά, τόσο ήρεμη η φωνή της γιαγιάς, που χαιρόσουν να την ακούς. "Μια χαρά φαίνεται το πουλάκι μου, μοιάζει να έχει ξεχάσει την κόλαση του πολέμου που γίνεται στον τόπο της και να χαίρεται τη Ζωή" έλεγε η γιαγιά Θεανώ. Για μένα λέει, σκέφτηκε η Γιοβάνα κι έκατσε σε μια καρέκλα στην κουζίνα για ν' ακούσει τη συνέχεια. "Φαίνεται να ξέχασε", συνέχισε η γιαγιά "μα ξέχασε στ' αλήθεια; Δε θα ξεχάσει ποτέ όπως δεν ξέχασα κι εγώ. θα ξέρεις, κυρα-Δήμητρα, πως είμαι και εγώ προσφυγοπούλα από τα μέρη της Σμύρνης. Έξι χρονών παιδί ήρθα στην Ελλάδα μαζί με άλλους που σώθηκαν από κείνη την κόλαση του πολέμου. Ζούσαμε σ' ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σμύρνη. Το σπίτι μας ήταν μέσα σ' ένα χτήμα δεκαπέντε στρεμμάτων. Ήταν όμορφο και μεγάλο, με κήπο για λουλούδια, με περιβόλι με λογής - λογής καρποφόρα δέντρα, με πηγάδια, όλα μια χαρά. Ο πατέρας μου είχε χτήματα πολλά, ελιές κι αμπέλια. Ασχολιόταν με το εμπόριο κι είχε δύο υπαλλήλους στο μαγαζί του. Τα χτήματα τα δούλευαν εργάτες Γραικοί και Τούρκοι που ο πατέρας τους λόγιαζε για δικούς του ανθρώπους. Τον σέβονταν κι εκείνοι και τον αγαπούσαν πολύ. Περνούσαμε καλά κι είχαμε καλές σχέσεις μεταξύ μας όλοι, Γραικοί, Τούρκοι, Αρμένιοι κι Οβριοί. Μα οι μεγάλοι, εκείνοι που κρατούν στα χέρια τους το κουβέρνο του κόσμου, ήθελαν τα πλούτια της Ανατολής, τα πλούτια της Μικρός Ασίας. Μας βάλανε και φαγωθήκαμε. Κι επάνω που είπαμε πως λευτερωθήκαμε όταν ο στρατός μας μπήκε στη Σμύρνη, πάνω που νομίσαμε πως ήρθε και για μας η ανάσταση, ήρθαν τα πάνω κάτω. Οι τρανοί του κόσμου τα μετρήσανε πάλι και είδανε πως δεν είχανε συμφέρον να μείνουν έτσι τα πράγματα. Πήρανε τότε το μέρος των Τουρκαλάδων και μας αφάνισαν. Σκότωσε ο γείτονας τον γείτονα, γίνανε οι άνθρωποι θηρία ανήμερα. Πήρε τα πάνω της η Τουρκιά με την ανοχή των "συμμάχων μας" και με την υποστήριξη τους και έσφαζαν, βίαζαν γυναίκες, σκότωναν και βυζανιάρικα ακόμα. Έκαψαν τη Σμύρνη, έκαψαν τα χωριά μας. Γέμισαν οι δρόμοι κορμιά χωρίς κεφάλια, έτρεχε το αίμα ποτάμι στους δρόμους κι έφτανε στη θάλασσα. Όλοι οι Ζωντανοί έτρεχαν στην προκυμαία να φύγουν, να σωθούν. Γέμισε η θάλασσα πτώματα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέους, γέρους. Πολλοί έπεφταν μόνοι τους στη θάλασσα για να γλιτώσουν και πνίγονταν. Τα καράβια των "συμμάχων" δεν άφηναν τους Έλληνες να ανέβουν για να σωθούν ή να τους περάσουν απέναντι στα νησιά μας. Όσους κατάφερναν να σκαρφαλώσουν τους έσπρωχναν, τα "συμμαχικά" πληρώματα των καραβιών, τους χτυπούσαν τα χέρια και ξανάπεφταν στη θάλασσα. Εκεί στο λιμάνι της Σμύρνης γράφτηκε, το 1922 τον Αύγουστο - Σεπτέμβριο, μια μαύρη σελίδα για τον πολιτισμό της Ευρώπης, για τον πολιτισμό και το δίκιο όλου του κόσμου. Μας πήρε ο πατέρας όλους και προσπάθησε να μας σώσει φυγαδεύοντας μας με βάρκες στα Ελληνικά νησιά. Τελικά, που λες κυρα-Δήμητρα, όλοι σκοτώθηκαν, ο πατέρας, η μητέρα, τα τρία αδέλφια μου, ο παπούς και η γιαγιά. Εγώ, δεν ξέρω πως, βρέθηκα μέσα σ' ένα βαπόρι μαζί με άλλους πολλούς, στοιβαγμένοι ο ένας κοντά στον άλλον σαν τις σαρδέλες. Απορώ πως δεν έσκασα. Όλοι έκλαιγαν τους ανθρώπους, τα σπίτια, το βίος που άφησαν πίσω, που έχασαν. Έκλαιγαν που έφυγαν μακριά από τη γη που τους γέννησε. Εγώ έκλαιγα για όλα. Βγήκαμε στον Πειραιά και δεν ήξερα τι να κάνω, πού να πάω. Με μάζεψε ένα ζευγάρι μεσόκοπων φτωχών ανθρώπων, που δεν είχαν παιδιά και με μεγάλωσαν με αγάπη. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή τους, μου στάθηκαν σαν γονείς. Αργότερα, σαν μεγάλωσα, γνώρισα το μακαρίτη τον άνδρα μου, προσφυγόπουλο κι αυτός από την Αλικαρνασσό. Παντρευτήκαμε, κάναμε οικογένεια, αποχτήσαμε βιος. Περάσαμε καλά, σπουδάξαμε τα παιδιά μας, ο γιος μας έγινε γιατρός, οι δυο μας κόρες δασκάλες, καλά παιδιά. Τα παντρέψαμε, είδαμε εγγόνια, ευτυχήσαμε. Μα δε ξεχάσαμε τον πόλεμο, τις χαμένες μας πατρίδες, τους ανθρώπους μας που άφησαν εκεί τα κόκκαλά τους, το βίος μας, τα σπίτια μας. Εμείς σταθήκαμε τυχεροί. Στάθηκαν όμως το ίδιο τυχεροί οι υπόλοιποι από το ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες που έφυγαν το 1922 από τη Μικρά Ασία; και οι διακόσιες χιλιάδες Αρμένιοι πρόσφυγες; Και η ίδια ιστορία συνεχίζεται. Εκατοντάδες χιλιάδες οι πρόσφυγες στην Κύπρο από την εισβολή του Αττίλα που χώρισε το νησί στα δυο κατά το συμφέρον το σχεδιασμό και τα κέφια των "τρανών" της γης. Πέρασαν χρόνια, μα πως να ξεχάσεις; Μετά από αυτό έβαλαν πόδι στα Βαλκάνια και ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες από τον πόλεμο στην μεγάλη γει-τονική μας χώρα που την έλεγαν Γιουγκοσλαβία. Χιλιάδες, εκατομμύρια οι νεκροί, τα ερείπια, ποτάμι το αίμα πάλι. Μα τι τους νοιάζει τους τρανούς. Η μοιρασιά τους κόφτει και το συμφέρον τους, κυρα-Δήμητρα. Παρακαλώ το θεό να προστατεύει όλο τον κόσμο, όλους τους πρόσφυγες και νάχει η Γιοβάνα την τύχη μου". - Ο Θεός ας ακούσει τις προσευχές σου που είναι και δικές μου, είπε η κυρα-Δήμητρα. - Πιότερο απ' όλα όμως ας βάλει ο θεός μυαλό σ' εκεί-νους που στο κεφάλι τους αντίς για λογική έχουν άχυρα και σχεδιάζουν έργα του έξω από δω, που κάνουν τους πολέ-μους, είπε η γιαγιά. Οι δυο γυναίκες σώπασαν. Τώρα καταλάβαινε η Γιοβάνα την αγάπη, τη συμπάθεια που ένιωθε για τη γιαγιά, τη σιγουριά και την ασφάλεια που τη γέμιζε η παρουσία της. Δεν το παλυσκέφτηκε, δρασκέλισε την πόρτα της κουζίνας, βγήκε στο μπαλκόνι έτρεξε κοντά στη γιαγιά και χώθηκε στην αγκαλιά της. - Γιοβάνα, δεν κοιμάσαι, κόρη μου, είπε η γιαγιά και χάιδεψε τα πλούσια μαύρα μαλλιά του κοριτσιού. - Δεν είχα ύπνο, γιαγιά, είπε το παιδί. - Είναι αργά, πάμε παιδί μου να πλαγιάσουμε, είπε η ογδοντάχρονη κυρία. Καλή σου νύχτα, κυρα-Δήμητρα, τα ξαναλέμε αύριο. - Καληνύχτα σας, είπε η καλή γειτόνισσα. Χέρι - χέρι προχώρησαν η γιαγιά η Θεανώ από τη Σμύρνη και η μικρή Γιοβάνα από τη Βοσνία, για τα δωμάτια τους. - Τα άκουσα όλα, γιαγιά, είπε η Γιοβάνα σιγανά. Τώρα κατάλαβα, τώρα βρήκα την εξήγηση για την αμοιβαία μας αγάπη, για την σιγουριά και την ασφάλεια που νιώθω κοντά σου. Είμαστε και οι δυο προσφυγοπούλες. Καλή νύχτα, γιαγιά, είπε η Γιοβάνα, φίλησε την κυρία με τη γλυκιά μορφή, με τ' ασημιά μαλλιά κι έτρεξε στην κάμαρη της... |