Η ζωή κυλούσε όμορφα στο Πέτρινι της Κροατίας. Η Ντιάνα Βίλιτς, έξι χρόνων,
είχε κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένη μαζί με τη μητέρα της που είναι
φαρμακοποιός, τον πατέρα της που είναι καθηγητής και το μικρό της αδερφό, το
Μάρκο, που τον αγαπάει πολύ. Οι δουλειές των γονιών της πήγαιναν καλά και έκαναν
όμορφα όνειρα για τη ζωή τους και το μέλλον των παιδιών τους. Όλα αυτά ως την ημέρα που έγινε πόλεμος και τ' αναποδογύρισε όλα. Έφερε τα πάνω κάτω. Το Πέτρινι, είπαν οι "μεγάλοι", ανήκε πια στο ανεξάρτητο κράτος της Κροατίας και όχι στη Γιουγκοσλαβία. Τη Γιουγκοσλαβία την έκαναν κομμάτια, πολλά ανεξάρτητα κράτη. Οι ηγέτες της, είπαν ότι το κράτος της Κροατίας θα ανήκε στο εξής μόνο στους Κροάτες. Στην Κροατία όμως δεν ζούσαν μόνο Κροάτες αλλά και κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβοι. Τι θα γίνοταν οι Σέρβοι της Κροατίας; Μπορούσαν κάλλιστα να μείνουν στα σπίτια τους με ορισμένους όρους και προϋποθέσεις. Να ασπασθούν το θρησκευτικό δόγμα των Κροατών και από ορθόδοξοι χριστιανοί να γίνουν Καθολικοί, να σταματήσουν να μιλούν τη γλώσσα τους, να κλείσουν τα σχολεία τους και τα παιδιά τους να πηγαίνουν σε Κροατικά σχολεία. Επί πλέον οι άνδρες έπρεπε να καταταγούν στο Κροατικό στρατό. Αν έπρατταν οι Σέρβοι της Κροατίας σύμφωνα με τις διαταγές των ηγετών του τόπου, τότε δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα, διαφορετικά έπρεπε να φύγουν. Δεν είχαν καμιά θέση στην Κροατία. Οι Σέρβοι ήρθαν σε δύσκολη θέση, μα ούτε στιγμή δε σκέφτηκαν να υποκύψουν στις προσταγές των αρχηγών του τόπου. - Έπρεπε να είχαμε φύγει από καιρό, όπως αρκετοί άλλοι, είπε στον άντρα της η κυρία Βέρα, η μητέρα της Ντιάνας. - Που να φανταστούμε πως θα έφταναν μέχρις εκεί. Κι όμως ζούσαμε καλά, μονιασμένοι τα τελευταία χρόνια Σέρβοι και Κροάτες, απάντησε ο κύριος Στεφάν, ο πατέρας της Ντιάνας. - Είχαμε κάνει φιλίες και πολλές γιορτές τις γιορτάζαμε μαζί. Σμίγαμε σε χαρές και σε Λύπες. Ακόμα και κουμπαριά και γάμους είχαμε κάνει μεταξύ μας Σέρβοι και Κροάτες, είπε η κυρία Βέρα. - Δυστυχώς, αυτά οι μεγάλοι δεν τα μετράνε. Τραβάνε γραμμές στο χάρτη που τα Λένε σύνορα και φτιάχνουν κράτη, κι ούτε που νοιάζονται για τους λαούς που κατοικούν εκεί μέσα. Καρφί δεν τους καίγεται γι' αυτούς, ούτε τους ρωτάει κανένας. Να δούμε τι θα γίνει, είπε ο κύριος Στεφάν. Σε λίγες μέρες πέρασε επιτροπή από Κροάτες και σημείωσε όλα τα σπίτια των Σέρβων στο Πέτρινι. Αυτό έγινε σ' όλα τα χωριά και τις πόλεις της Κροατίας. Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ήταν το σύνθημα νια ν' αρχίσουν οι πιέσεις και οι διώξεις των Σέρβων. Πρώτα οι μεγάλοι και από κοντά οι μικροί καταπίεζαν, χλεύαζαν και ανάγκαζαν τους Σέρβους ή να υποκύψουν ή να φύγουν. - Ακόμα δε φύγατε; Πότε θα φύγετε; είπαν στη Ντιάνα τα παιδιά των Κροατών γειτόνων τους. - Όταν φύγετε το σπίτι σας θα το πάρουμε εμείς, της είπε ένα αγόρι που έμενε κοντά τους και έπαιζαν μαζί πιο παλιά. Η Ντιάνα δε μίλησε. Ένας κόμπος της έκλεισε το λαιμό κι έτρεξε να κλειστεί στο σπίτι της όπου ξέσπασε σ' ένα ασυγκράτητο κλάμα. Έκαναν υπομονή μα κάποτε τα όρια της ξεπεράστηκαν. Μια μέρα ο κύριος Στεφάν είπε ότι κάτι έπρεπε να κάνουν, δεν πήγαινε άλλο. - Δεν πάει άλλο, αυτοί είναι φανατισμένοι τόσο πολύ, που δε θ' αφήσουν κανένα μας. Εγώ το βράδυ θα φύγω με άλλους μαζί, να πάμε με το στρατό μας να πολεμήσουμε νια τα δίκια του λαού μας, είπε ο πατέρας. - Θεέ μου, τι θ' απογίνουμε, είπε η κυρία Βέρα. - Μην απελπίζεσαι, θα έρθουν καλύτερες μέρες, θα γυρίσουμε γρήγορα στο σπίτι μας. Έχω κανονίσει πριν ξημερώσει να φύγετε, είπε ο κύριος Στεφάν. Το βραδάκι, μόλις σουρούπωσε, ο πατέρας της Ντιάνας φίλησε τη γυναίκα και τα παιδιά του κι έκανε να φύγει. Τότε η Ντιάνα του αγκάλιασε σφιχτά τα πόδια και τον παρακαλούσε να μη φύγει. Νόμιζε πως με τα κλάματα και τα παρακάλια της θα μπορούσε να τον κρατήσει κοντά τους. Ο μικρός έκλαιγε χωρίς να ξέρει, χωρίς να έχει καταλάβει το γιατί. Η μητέρα τους προσπαθούσε να τα παρηγορήσει σκουπίζοντας τα βουβά της δάκρυα. Ο πατέρας σκούπισε τα μάτια του που είχαν βουρκώσει και χαμογέλασε. - Ο Θεός μαζί σας, είπε, καλή αντάμωση. Άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι του δρόμου που στο μεταξύ είχε απλωθεί παντού. Πήγαινε να κάνει εκείνο που τον πρόσταζε το χρέος και η καρδιά του. Πριν ξημερώσει πήγε μια γυναίκα μεσόκοπη και τους χτύπησε την πόρτα. - Έτοιμοι; τους είπε όταν της άνοιξαν. - Έτοιμοι, πάμε, είπε η κυρία Βέρα. Το βράδυ μόλις έφυγε ο άνδρας της, η γυναίκα κοίμισε τα παιδιά και μετά άρχισε να ετοιμάζεται για το ταξίδι. Μάζεψε μερικά ρούχα, τα πιο αναγκαία, δυο κουβέρτες, τις εικόνες των αγίων από το εικονοστάσι, τις φωτογραφίες των γονιών και των πεθερικών της που είχαν φύγει από χρόνια, και τα έκανε δυο μπόγους όχι πολύ μεγάλους . Ανάμεσα στα ρούχα έκρυψε όσα χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα είχαν. Ετοίμασε σε μια τσάντα λίγα τρόφιμα για το ταξίδι κι έπεσε στο κρεβάτι να κοιμηθεί. Μα που να κλείσει μάτι! Έμεινε ξάγρυπνη ως την αυγή. Η γυναίκα που τους χτύπησε πήρε τον ένα μπόγο στο χέρι και με το άλλο έπιασε τρυφερά μα σταθερά το χέρι της Ντιάνας και τράβηξε για την πόρτα. Η μητέρα των παιδιών έριξε μια ματιά, ένα γύρω στο σπίτι, βούρκωσαν τα μάτια της μα έσφιξε την καρδιά της, πήρε το Μάρκο αγκαλιά, το μπόγο στο άλλο της χέρι και ακολούθησε τη γυναίκα στο δρόμο. Προχώρησαν κι έφτασαν έξω από ένα σπίτι που περίμεναν δύο τρακτέρ που στις καρότσες τους ήταν φορτωμένοι, στιβαγμένοι μπόγοι, γυναίκες και παιδιά. Σ' ένα από αυτά ανέβηκαν η Ντιάνα με τη μητέρα της και ξεκίνησαν. Που πήγαιναν; πόσο θα έλειπαν; Μόνο ο θεός το ήξερε. Βγήκαν στο δρόμο που ήταν γεμάτος Σέρβους, κυρίως αδύναμες γυναίκες και παιδιά που είχαν πάρει το δρόμο της προσφυγιάς. Άλλοι έφευγαν με τρακτέρ, άλλοι με κάρα ή ζώα. Με ό,τι μπορούσε ο καθένας, ακόμα και πεζοί. Το ταξίδι ήταν για όλους δοκιμασία. Ο ένας πάνω στον άλλο παιδιά, γυναίκες, αποσκευές. Κούραση, ταλαιπωρία, αγρύπνια. Σταματούσαν λίγο για να ξεκουραστούν οι γυναίκες και τ' ανήλικα δωδεκάχρονα, ως δεκαπεντάχρονα παιδιά που οδηγούσαν τα τρακτέρ, ν' αλλάξουν θέση στο τιμόνι και πάλι έπαιρναν το δρόμο για το άγνωστο. Σε δύο - τρεις μέρες τα τρόφιμα, οι προμήθειες τους, τελείωσαν. Το βράδυ της τρίτης μέρας έφτασαν στη Μπάνια - Λούκα. Τους πλησίασαν κάποιοι Σέρβοι της περιοχής και τους πήγαν σε μια αποθήκη. Τους φίλεψαν ψωμί, τυρί και νερό για να κολατσίσουν. - Κοιμηθείτε τώρα εδώ μέσα και το πρωί που θα είσαστε ξεκούραστοι τα ξαναλέμε, είπε ένας άνδρας. Έπεσαν, όλοι, κατάκοποι, σ' ένα βαθύ λυτρωτικό ύπνο. Το πρωί από τους Σέρβους που τους φιλοξενούσαν έμαθαν ότι εκεί επικρατούσε ησυχία, όμως κανένας δεν ήξερε για πόσο ακόμα. Αποφάσισαν ότι έπρεπε να φύγουν κι από εκεί. θα πήγαιναν πιο μακριά, σε Σερβικό έδαφος για πιότερη ασφάλεια. Ο δρόμος της προσφυγιάς δεν είχε τελειώσει. Οι ταλαιπωρίες και τα βάσανα τους ήταν στην αρχή τους. Μετά από μέρες έφτασαν στο Πάλης , εκεί κοντά σε μια λίμνη που είναι στην περιοχή της Σουμπότιτσα. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί πολλοί πρόσφυγες, Σέρβοι από την Κροατία. Γυναίκες, παιδιά, ανήμποροι γέροι και γριές. Χιλιάδες κόσμος. Έμειναν άλλοι σε σχολεία, άλλοι σε αποθήκες, άλλοι σε άδεια σπίτια πολλοί μαζί. Οι ανάγκες ήταν πολλές και μεγάλες. Πρώτη φροντίδα όλων το φαΐ, που ποτέ δεν ήταν αρκετό. Βοηθούσε και ο Ερυθρός Σταυρός και οι ανθρωπιστικές αποστολές που έφταναν, μα πάλι δεν έφταναν τα τρόφιμα. Οι πρόσφυγες ήταν πότε μισοχορτάτοι και πότε νηστικοί. Κοιμόταν στο πάτωμα, στα λίγα στρωσίδια τους, κοντά ο ένας στον άλλον τα μέλη της ίδιας οικογενείας, για να ζεσταίνουνται. Όλοι καρτέραγαν με αγωνία να μάθουν νέα από εκείνους που έμειναν να πολεμήσουν στην Κροατία με το στρατό για τα δίκια τους, για τα σπίτια τους, για τις περιουσίες τους, για τους τάφους των γονιών και των προγόνων τους. Για να βρεθεί ένας τρόπος να γυρίσουν ανενόχλητοι και να μείνουν στα σπίτια τους. Συχνά τα μαντάτα ήσαν άσχημα. Πολλοί σκοτώνονταν και πολλά προσφυγόπουλα ορφάνευαν. Πολλές γυναίκες ντύνονταν στα μαύρα, στο πένθος και καταριόνταν τον πόλεμο κι εκείνους που τον κάνουν. Από πάντα αυτά είναι του πολέμου τα επακόλουθα: ορφάνια, πένθος, πείνα, προσφυγιά, συντρίμμια, πόνος, αίμα και δάκρυα. Η μητέρα της Ντιάνας, σε δέκα μήνες από το φευγιό τους, έμαθε ότι ο άνδρας της, ο Στεφάν, ζει. Έτσι της είπαν κάποιοι νεοφερμένοι πρόσφυγες που ήρθαν από τα μέρη τους. Ένα χρόνο μετά τον ερχομό της οικογένειας στο Πάλιτς, εμφανίστηκε ο πατέρας σε κακά χάλια, αδυνατισμένος και τραυματισμένος. Ρωτώντας έμαθε που είναι οι δικοί του και τους αντάμωσε. Η χαρά όλων δεν περιγράφεται, ούτε χωράει σε χαρτί. Αγκαλιάστηκαν, έκλαιγαν και γελούσαν συγχρόνως. Σε λίγο τη χαρά τη διαδέχτηκε η λύπη και η απελπισία. Ο κύριος Στεφάν είπε, ότι η Κροατία χάθηκε γι' αυτούς. Πάει το σπίτι τους, η περιουσία τους, οι δουλειές τους, τα έχασαν όλα. - Έχει ο θεός, είπε πρώτη η κυρία Βέρα, δε θα μας αφήσει να χαθούμε. Αρκεί που είμαστε όλοι μας ζωντανοί και μαζί. - Κουράγιο, είπε ο πατέρας, θα παλαίψουμε, θ' αρχίσουμε από την αρχή, δεν γίνεται αλλιώς. Ο κύριος Στεφάν έγινε καλά. Το τραύμα του έγειανε. Φρόντισε και Βρήκε ένα δωμάτιο σ' ένα σπίτι που είχε τρία δωμάτια και πήγε εκεί την οικογένεια του να μείνει. Στα άλλα δύο δωμάτια εκείνου του σπιτιού, έμεναν άλλες οικογένειες. Αγόρασε δύο κρεβάτια με στρώματα, για να κοιμούνται. Το πρώτο βράδυ που ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους ένιωσαν πολύ χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Σε κρεβάτι, κοιμήθηκαν μετά από ένα χρόνο. Στο ίδιο δωμάτιο μαγείρευαν, έτρωγαν, κοιμούνταν και διάβαζε η Ντιάνα. Οι ανάγκες και πάλι δεν έλειπαν, μα είχε γίνει η αρχή για το νοικοκύρεμα. Τώρα, πέντε χρόνια πρόσφυγες, ο μικρός Μάρκος οχτώ χρονών και η Ντιάνα έντεκα, ζουν μαζί με τους γονείς τους, σ' ένα χωριό κοντά στο Βελιγράδι, σε δικό τους σπίτι. Το σπίτι τους έχει δύο δωμάτια, ευρύχωρη κουζίνα, μπάνιο, αυλή και κήπο που στις άκρες του έχει δέντρα. Το σπίτι το αγόρασαν και το επισκεύασαν, γιατί ήταν παλιό, με τα χρήματα που η κυρία Βέρα έκρυψε το τελευταίο βράδυ πριν το φευγιό τους , πριν το ξεσπίτωμά τους από την Κροατία, μέσα στο μπόγο των ρούχων. Οι γονείς βρήκαν κάποιες προσωρινές, καθώς πίστευαν, δουλειές, όχι ανάλογες με τα προσόντα τους, μα ποιος τα προσέχει σε τέτοιους καιρούς αυτά. Κάθε μέρα που πέρναγε εκεί, στον τόπο της προσφυγιάς τους, που προσπαθούσαν να ριζώσουν, όλο και κάτι έφτιαχναν. Όλο και ομόρφαιναν τη ζωή τους μέρα με τη μέρα. Το χαμόγελο στα μάτια και στα χείλη των παιδιών άρχισε πάλι ν' ανθίσει. Άρχισαν πάλι να κάνουν όνειρα. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν πάλι στον ίσκιο κάτω από τα δέντρα του κήπου τους, που πάνω στα κλαδιά τους πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά και συζητούσαν πίνοντας δροσερό νερό από το πηγάδι τους. Μια μέρα που ο πατέρας πότιζε τα λαχανικά και τ' άνθια του κήπου, τα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα πιο πέρα στην αυλή, βγήκε στην πόρτα η μητέρα κατάκοπη από τη δουλειά και στήλωσε το κορμί της δίπλα στην πόρτα, στον τοίχο. - Για πρόσφυγες δεν τα καταφέραμε και άσχημα, είπε. Η τύχη όμως δε στάθηκε για όλους τους πρόσφυγες τόσο φιλική, πρόσθεσε. - Μακάρι, όλοι οι πρόσφυγες να τα καταφέρουν σαν εμάς και καλύτερα, είπε ο κύριος Στεφάν. Είχαν δίκιο η αρχή είχε γίνει παρά τις δυσκολίες. Στη Σερβία ήταν ειρήνη και σε καιρό ειρήνης οι άνθρωποι φτιάχνουν έργα καλά κι ευλογημένα. Τα έργα του πολέμου είναι έργα του έξω από 'δω. Γιατί μόνο σατανάδες κι αχυροκέφαλους μπορεί να πει κάποιος εκείνους που αποφασίζουν τους πολέμους κι αφανίσουν τους λαούς. Όμως σε πείσμα τους, πολλά παιδιά σαν τη Ντιάνα και το Μάρκο σώθηκαν, για ν' αγαπούν την ειρήνη και να μισούν τον πόλεμο. Έζησαν για ζημιά εκείνων των άμυαλων, για να αγωνίζονται για την ειρήνη και να τους χαλάνε τα σχέδια. |