Το σπίτι της κυρα-Καλής ήταν από τ' ακρινά του χωριού. Ένα πέτρινο σπίτι με
κεραμίδια, με μια πελώρια μαντρογυρισμένη αυλή μπροστά του που έκλεινε με μια
μεγάλη ξύλινη πόρτα. Δίπλα στο σπίτι ήταν ένα καλύβι χτισμένο με πείρα,
ξερολιθιά, για αποθήκη που έβαζε η κυρα-Καλή τα εισοδήματα, τους καρπούς,
σιτάρι, αραποσίτι, το λάδι και το κρασί που έβγαζε η γη της, τα χτήματα της, οι
κόποι κι ο ιδρώτας της. Πίσω από το καλύβι αποθήκη, ήταν κι ένα άλλο καλύβι
χτισμένο με πλήθρες που έβαζε τα ζωντανά της, μια κατσίκα, δυο προβατίνες και τη
γαϊδουρίτσα της. Πίσω από τα καλύβια ήταν ο κήπος της περιφραγμένος με σύρμα,
που φύτευε λαχανικά, σ' άλλες βραγιές χειμωνιάτικα και σ' άλλες τα
καλοκαιρινά. Η κυρα-Καλή εκεί έζησε τα πιότερα χρόνια της ζωής της. Πήγε εκεί, δρασκέλισε την πόρτα του σπιτιού, εικοσάχρονη κοπέλα, νυφούλα, στηριγμένη στο μπράτσο του εικοσιοχτάχρονου συντρόφου της, με την ψυχή γεμάτη όνειρα κι ελπίδες για μια Ζωή ευτυχισμένη. Φύτεψε στην αυλή τριανταφυλλιές που άνθιζαν κι έκαναν όμορφα βελούδινα τριαντάφυλλα σαν ερχόταν η άνοιξη κι έμπαινε ο Απριλομάης. Φύτεψε κι άλλα, άνθια και κλαριά που ανθοβολούσαν ολοχρονίς. Το καλοκαίρι μοσκοβόλαγε ο τόπος από τους βασιλικούς και τις βιολέτες. Τις βιολέτες τις φύτευε τις διπλογιορτάδες, για να γίνονται διπλές και τσουπωτές. Φύτευε ακόμα τζίνια και κατηφέδες. Ένα χρόνο ήταν παντρεμένοι η κυρα-Καλή κι ο Ανδρέας ο άνδρας της όταν γεννήθηκε ο πρώτος γιος τους ο Αντώνης. Ήσαν ευτυχισμένοι. Ο καιρός πέρναγε, το παιδί μεγάλωνε, κόντευε να κλείσει τα δυο του χρόνια και σε πέντε μήνες περίμεναν να έρθει στον κόσμο και το δεύτερο τους παιδί. Το πρόσωπο της κυρα-Καλής έλαμπε από χαρά που την συμμεριζόταν κι ο σύντροφός της. Ήταν 28 του Οκτώβρη του 1940 που η καμπάνα της εκκλησιάς άρχισε να χτυπάει ανεξήγητα, τρελά, ασυνήθιστα. Δεν έλεγε να σταματήσει. Όλοι βγήκαν στις στράτες, στην πλατεία του χωριού, να δουν, ν' ακούσουν τι συμβαίνει, και μια κραυγή απλώθηκε παντού που για μια στιγμή έκανε τους ανθρώπους να σιαστίσουν και να παγώσουν. «Πόλεμος»! «Πόλεμος»! «Επιστράτευση»! «Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, έκαναν επίθεση στην Ήπειρο»! Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, όλοι συνήλθαν, παράτησαν τις δουλιές τους και οι άνδρες ετοιμάστηκαν να πάνε στα σύνορα για να διώξουν τους εχθρούς που πέρασαν την πατρίδα τους ξέφραγο αμπέλι. Ο Ανδρέας, ο άνδρας της κυρα-Καλής, παράτησε το Ζευγάρωμα, τα βόδια ζεγμένα και τ' αλέτρι στο χωράφι στην Πέρα-μεριά, φίλησε τη γυναίκα του, που σφούγκισε με την ποδιά της ένα δάκρυ που κύλισε απ' τα μάτια της, σήκωσε στην αγκαλιά του το μικρό Αντώνη τον φίλησε και του χάιδεψε το κεφάλι, τα σγουρά μαύρα μαλλιά του. -Το χρέος στην πατρίδα, γυναίκα, με καλεί, είπε ο νέος άνδρας. -Να πας στο καλό. θα σε καρτεράμε νικητή, του αποκρίθηκε η γυναίκα. Δρασκέλισε την πόρτα και τράβηξε για το σταθμό του τρένου. Στη δημοσιά συνάντησε κι άλλους που πήγαιναν στον ίδιο προορισμό. Το τρένο φορτωμένο, γιομάτο λεβέντες, έφυγε αγκομαχώντας. Σε λίγες μέρες η κυρα-Καλή έμαθε πως ο άνδρας της έφυγε για την Ήπειρο, για το μέτωπο. Τα νέα από το μέτωπο της Αλβανίας, ήταν ευχάριστα. Η μια νίκη διαδεχόταν την άλλη. Η Βόρειος Ήπειρος υποδεχόταν τους νικητές. Οι Βορειοηπειρώτες με ανοιχτή αγκαλιά δέχονταν τ' αδέλφια τους, τους Έλληνες φαντάρους. Πίσω, στην πατρίδα, στις πόλεις και στα χωριά σε κάθε νίκη οι καμπάνες χτύπαγαν χαρούμενα και διαλαλούσαν παντού το θρίαμβο της μικρής Ελλάδας που νικούσε έναν μεγάλο στρατό σαν της Ιταλίας. «Ζήτω ο στρατός μας», «Ζήτω η Ελλάδα », έλεγαν όλοι με περηφάνεια. Δύο μήνες μετά το φευγιό του άνδρας της για το μέτωπο, η κυρα-Καλή πήρε το μαντάτο πως ό άνδρας της έπεσε ηρωικά πολεμώντας για την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας και η πατρίδα τον ευγνωμονούσε. Μαυροφορέθηκε και έκλαψε απαρηγόρητη τον άνδρα της, τα νιάτα του και μαζί τις ελπίδες και τα όνειρα που είχαν κάνει για τη ζωή τους. Μαζί του πέθαναν κι αυτά. Καταράστηκε τον πόλεμο με τις συμφορές του κι εκείνους που κάνουν τους πολέμους. Μόνη της, χωρίς την παρουσία του συντρόφου της, τρεις μήνες αργότερα, γέννησε το δεύτερο παιδί της, έν’ αγόρι, που το Βάφτισε και του ‘δοσε τ' όνομα του πατέρα του δεν είχε την τύχη να τον γνωρίσει. Ο πόλεμος και οι ανόητοι που τον ξεκίνησαν, στέρησαν από τον μικρό Ανδρέα το χάδι, το νανούρισμα, το στήριγμα του πατέρα. Μετά ήρθαν τ' ανάποδα χρόνια της κατοχής, γέμισε ο τόπος Γερμανούς και Ιταλούς καταχτητές, χρόνια δύσκολα, μαύρα, στέρηση, φόβος, πείνα και δυστυχία. Σαν έφυγαν εκείνοι, όλοι οι καταχτητές φεύγουν αργά ή γρήγορα, ήρθαν τα καταραμένα χρόνια του εμφύλιου που σκότωνε ο αδελφός τον αδελφό, ο γείτονας το γείτονα, ο φίλος το φίλο. Ας πάνε στον αγύριστο τέτοια χρόνια. Η Κυρα-Καλή αγωνιζόταν ν' αναστήσει τα ορφανά της, να τους προσφέρει τα πάντα μόνη της και να τα κάνει ανθρώπους σωστούς, χρήσιμους στην κοινωνία. Δούλευε ασταμάτητα όλη μέρα. Τη βοήθαγε και μια μικρή σύνταξη που η πατρίδα της έδωσε, μικρό αντίδωρο για τη Ζωή και τα νιάτα του άνδρα της που χάθηκε πολεμώντας στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Τα χρόνια έφευγαν, το ένα μετά το άλλο, διάβαιναν γοργά, τα παιδιά της κυρα-Καλής μεγάλωναν, γίνονταν έφηβοι, τέλειωσαν το σχολικό, τέλειωσαν και τη στρατιωτική τους υποχρέωση και γύρισαν στο χωριό. Δύσκολα χρόνια, δουλειές δεν υπήρχαν και η γη, λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια Ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που είχαν φτιάξει στα όνειρα τους. Τότε ο κόσμος έφευγε και πήγαινε μακριά, στην ξενιτιά, να βρει" την τύχη του. Νέοι, παλικάρια που σαν πιάναν την πέτρα την έστι6αν και κορίτσια σαν τα κρύα νερά, ξεκίναγαν για την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία αλλά και για την Ευρώπη, Βέλγιο και Γερμανία, πήγαιναν να δουλέψουν. Όλοι τους έλεγαν πως πάνε για λίγα χρόνια, να μαζέψουν λεφτά και να γυρίσουν στον τόπο τους πάλι για να ταχτοποιήσουν τη Ζωή τους καλύτερα. Τα παιδιά της κυρα-Καλής το σκέφτονταν από καιρό μα δίσταζαν να της το πουν. Μια μέρα μετά το φαΐ, δειλά-δειλά, της το ξεστόμισαν: - Ξέρεις, μάνα, για λίγα χρόνια θα πάμε, να καζαντήσουμε και θα ξανάρθουμε γρήγορα κοντά σου. Να, να φτιάξουμε ένα σπίτι ακόμα. Αν παντρευτούμε, τούτο δε μας χωράει όλους· νύφες, παιδιά πού να χωρέσουμε; Εδώ στον κήπο θα χτίσουμε το καινούριο σπίτι και θα μας έχεις όλους κοντά σου, είπε ο Ανδρέας. - Δε θα πάμε μακριά, είπε ο Αντώνης, εδώ δυο Βήματα, στο Βέλγιο θα πάμε. - Ούτε πέλαγα ούτε ωκεανούς θα περάσουμε με Βαπόρια κι αεροπλάνα. Με το τρένο θα πάμε. Ο καιρός περνάει γρήγορα και σαν πλουτίσουμε θα γυρίσουμε με κούρσες, κουρσάρες δικές μας, θα δεις, είπε ο μικρός, ο Ανδρέας. Στην αρχή κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει η μάνα μα με τα πολλά τους έδωσε την ευχή της. Και πέταξαν σαν πουλιά κι έφυγαν τα παιδιά της κυρα-Καλής. Τα ξεπροβόδισε στο τρένο για το μισεμό και δεν έλεγε να τ' αφήσει από την αγκαλιά της, τα μάτια της έτρεχαν βρύσες η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την τρικυμία των συναισθημάτων που την πλημμύριζαν. Ήρθαν τα πρώτα γράμματα από τα παιδιά, όλα ρόδινα τα έγραφαν στη μάνα τους, καλή δουλειά, πολλά λεφτά, καλή Ζωή κι ας μην ήταν έτσι κι ας ήταν δύσκολα όλα εκεί στην ξενιτιά. Η μάνα κοιμόταν και ξύπναγε με το μυαλό της στα ξένα. Καρτεράνε τον ταχυδρόμο κάθε πρωί για να της φέρει ευχάριστα απ' το Βέλγιο. Τα χρόνια πέρναγαν αλλά τα παιδιά δεν έλεγαν να πάρουν τη στράτα του γυρισμού. Ο μεγάλος, ο Αντώνης, της έγραψε πως Βρήκε μια κοπέλα καλή που την αγαπούσε και της Ζητούσε την ευχή της για να παντρευτεί. Του έγραψε και τους ευχήθηκε να ευτυχίσουν. Μέσα της όμως, χωρίς να το ομολογεί ούτε στον άγγελο της, λυπήθηκε, πικράθηκε, που δεν θα ήταν παρούσα στη χαρά του παιδιού της. Το καλοκαίρι το πρώτο μετά το γάμο, ο Αντώνης πήρε τη γυναίκα του, τη Βελγίδα και ήρθαν στην Ελλάδα, στο χωριό να δει τη μάνα του και να γνωριστούν νύφη και πεθερά. Εκείνο το καλοκαίρι, ήταν για την κυρα-Καλή, από τα λίγα ευτυχισμένα καλοκαίρια που θυμόταν στη Βασανισμένη της Ζωή. Η νύφη της ήταν όμορφη και καλόκαρδη κοπέλα και στο πρόσωπο της η ηλικιωμένη είδε την κόρη που δεν είχε. Έφυγαν με την υπόσχεση πως θα έρχονταν τακτικά να τη Βλέπουν. Ο δεύτερος γιος της, ο Ανδρέας, ήρθε ένα καλοκαίρι στο χωριό στη μάνα του και παντρεύτηκε μια κοπέλα από το διπλανό χωριό. Η χαρά της κυρα-Καλής δεν περιγραφόταν. Έλαμπε το πρόσωπο της στην τελετή του γάμου στη εκκλησία. Τούτος, σκεφτόταν, θα γυρίσει για να μείνει στην πατρίδα, θα τον φέρει η γυναίκα του που είναι Ελληνίδα, χωριατοπούλα, θ' αποθυμήσει τη μάνα της, στον τόπο της. Ο καιρός πέρναγε και η κυρα-Καλή καρτέραγε, όλο και καρτεράνε. Τα μαλλιά της έγιναν ασημιά και τα πόδια της Βαριά. Τα κόμπια της όλα, η μέση της, το κορμί της πονούσαν μα της Ζέστανε η ελπίδα την ψυχή κι αυτό την κράταγε όρθια. Κάποια μέρα ήρθε απ' τα ξένα ένα άσχημο μαντάτο. Ο Ανδρέας έπαθε ατύχημα στο εργοστάσιο που δούλευε. Κάποιο μηχάνημα, ένα σίδερο βαρύ, έτσι είπαν ποιος το 'δε, έπεσε πάνω στα πόδια του και του τα σακάτεψε. Οι γιατροί για να του σώσουν τη Ζωή, του έκοψαν και τα δυο του πόδια λίγο πιο κάτω από τα γόνατα. Του έβαλαν ξένα πόδια τεχνιτά. Μια χαρά είναι, της είπαν, τώρα η επιστήμη κάνει θαύματα, τα ξένα μέλη λειτουργούν σαν αληθινά. Έτσι της έγραψε κι ο Ανδρέας για να μην στεναχωριέται. Πώς να της γράψει πως περπατάει κουτσαίνοντας και με μαγκούρα; Δεν ήθελε να της δώσει κι άλλη πίκρα. Του έδωσαν μια μικρή αναπηρική σύνταξη και τον έδιωξαν από τη δουλειά. Δούλευε η γυναίκα του σε εργοστάσιο μα και πάλι δύσκολα τα βόλευαν, είχαν βλέπεις και δυο παιδιά μικρά. Η κυρα-Καλή κατάλαβε πως το σπίτι στον κήπο δεν θα χτιζόταν ποτέ. Η νύφη της, η κοπέλα από το διπλανό χωριό, όσο και να ήθελε δεν μπορούσαν, δεν είχαν τα οικονομικά να γυρίσει με την οικογένεια της για πάντα στην πατρίδα. Δυο χρόνια μετά το ατύχημα που άφησε σακάτη τον Ανδρέα ήρθε το χειρότερο. Ένα αυτοκίνητο παρέσυρε τον Ανδρέα καθώς πήγαινε, απέναντι από το σπίτι του, ν' αγοράσει τσιγάρα. Τον τραυμάτισε βαριά και την άλλη μέρα στο νοσοκομείο άφησε τη στερνή του ανάσα. Το ξένο χώμα τον αγκάλιασε και η μάνα του έπαψε να τον καρτεράει πια. Έκλαιγε ασταμάτητα όλη μέρα. Τις νύχτες την έπαιρνε κλαίγοντας ο ύπνος κι ανάπαυε λίγο το κουρασμένο της κορμί. Εφιάλτες της τάραζαν τον ύπνο και ξύπναγε μουσκίδι στον ιδρώτα. Και πέρναγε τη νύχτα ίσαμε να ξημερώσει προσπαθώντας να συγκεντρώσει το μυαλό της, που έτρεχε στα περασμένα και στα τωρινά, κι έκλαιγε συνέχεια. Μια μέρα η καρδιά της άρχισε να πονάει· μούδιασε τ' αριστερό της χέρι κι ένιωσε και πόνο στην πλάτη. Είπε πως θα τελειώσει μα άντεξε. Ο αγροτικός γιατρός, που έτρεξαν και φώναξαν οι γειτόνοι, είπε πως είχε πάθει στηθαγχικό σύνδρομο και της έγραψε φάρμακα. Της είπε να μην κουράζεται και να μην στεναχωριέται.«Ως εδώ Θε μου έλεγε, φτάνει πια, δεν αντέχω άλλο». Πέρασαν πέντε χρόνια. Ένα καλοκαιρινό πρωινό ήρθε ένα τηλεγράφημα: «Μάνα, ερχόμαστε την 1η Αυγούστου για ένα μήνα, φιλιά, Αντώνης». Χάρηκε η κυρα-Καλή, πέρασαν οι μέρες και ήρθε η πρώτη Αυγούστου που έφερε στο χωριό τον Αντώνη, τη γυναίκα του την Έλεν και το παιδί τους τον Ευγένιο, παλικαράκι πια. Όλοι χάρηκαν για το αντάμωμα και η κυρα-Καλή ξέχασε για λίγο τις πίκρες και γέλασαν λίγο τα χείλη της. Η άρρωστη καρδιά της χτύπησε χαρούμενα μέσα στα στήθια της. Της Παναγιάς, στη χάρη Της, πήγε στην εκκλησιά και άναψε μια μεγάλη λαμπάδα, ίσαμε το μπόι της, για να Την ευχαριστήσει που της έφερε πίσω τα παιδιά της, που της έδωσε τέτοια χαρά. «Μάνα είναι» σκέφτηκε, «και η Παναγιά και ξέρει από πόνο μάνας». Ο καιρός πέρναγε γρήγορα, ο μήνας τελείωνε και σε πέντε μέρες θα έφευγαν τα παιδιά. Όσο πλησίαζε η μέρα του χωρισμού, τόσο σκοτείνιαζε η καρδιά της γερόντισσας. —Μη στεναχωριέσαι, μάνα, της έλεγε ο Αντώνης, του χρόνου το καλοκαίρι θα είμαστε πάλι εδώ. —Αλήθεια σου λέει, μάνα, της έλεγε η νύφη της. Η Ελλάδα είναι μια χώρα πανέμορφη, έχει ήλιο, θάλασσες όμορφες καθαρές και γλυκά, νόστιμα φρούτα μα πάνω απ' όλα έχει εσένα και θα ξανάρθουμε. Τα ίδια της έλεγε και το εγγόνι της. —Να είστε καλά, παιδάκια μου, να 'χετε την ευχή μου, τους έλεγε εκείνη. Ένα βράδυ εκεί που κάθονταν στο καθιστικό, μετά το φαΐ, ο Αντώνης ένιωσε μια αδιαθεσία. —Να φωνάξουμε το γιατρό, είπε η μάνα. —Δεν είναι τίποτα, θα περάσει, είπε ο Αντώνης. —Έφαγες πολύ, του είπε η γυναίκα του. θα σου φέρω μια σόδα να πιεις. Δεν πρόλαβε η Έλεν, η γυναίκα του, να κάνει ένα βήμα και ο Αντώνης έβαλε το χέρι του στη θέση της καρδιάς και το πρόσωπο του παραμορφώθηκε από τον πόνο. Τρέξανε, ο γιος του μαζί με το γείτονα τους το Βαγγέλη, για το γιατρό μα μόλις ήρθε ο γιατρός ήταν αργά. Ο Αντώνης έγειρε δίπλα κι έμεινε ακίνητος εκεί καθισμένος στη πολυθρόνα. Οι φωνές και τα κλάματα της μάνας του και της γυναίκας του ακούστηκαν μέσα στη νύχτα πολύ μακριά, μέχρι την πλατεία του χωριού. —Δε γινόταν τίποτα, είπε ο γιατρός, έπαθε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Έτσι έχασε η κυρα-Καλή και το άλλο της παιδί. Τα έχασε και τα δυο της βλαστάρια που για χάρη τους είχε φάει τη χηριά και τη φτώχεια με τη χούφτα. Όλοι είπαν πως δεν θ' αντέξει η καρδιά της, πως θάχουν δυο κηδείες αντίς για μια. Κι όμως άντεξε. Σαν σαράντησε ο Αντώνης και κάναν το μνημόσυνο, η Έλεν είπε στην κυρά-Καλή να ετοιμαστεί για ταξίδι στο Βέλγιο. —Μάνα, θα σε πάρουμε μαζί μας, αρκετά έμεινες μόνη. —Τι να κάνω εκεί εγώ, κορίτσι μου, στα ξένα τώρα στα γεράματα, για τέτοια είμαι; —Καλά σου λέει η μαμά μου, γιαγιά, της είπε ο εγγονός της, Εκεί κοντά μας είναι η θέση σου, θα σε προσέχουμε, μεγάλωσες πολύ, γιαγιά μου, θέλεις κοντά σου ανθρώπους να σ' αγαπούν και να σε φροντίσουν. Πήγε τελικά στο Βέλγιο η γερόντισσα. Έκατσε τρεις μήνες που τις φάνηκαν ατελείωτοι και ξαναγύρισε στον τόπο της. — Γιατί ήρθες πίσω, μωρή Καλή, τη ρώτησε η Αλέξω η γειτόνισσα της. Δεν πέρναγες καλά εκεί; Η νύφη σου καλή κοπέλα φαινόταν. —Καλές είναι και οι δυο μου νυφάδες, Αλέξω. Και τα εγγόνια μου μ' αγαπάνε· είναι καλά παιδιά και τα τρία, Χρυσή με κάνανε να μη φύγω! Έμενα πολλές ώρες μόνη μου στο σπίτι. Οι νυφάδες μου πηγαίνανε στη δουλειά και τα παιδιά στο σχολείο, γύριζαν τ' απόγευμα στο σπίτι. Τι να 'κανα στον ξένο τόπο; — Και τώρα τι θα κάνεις εδώ μονάχη σου; —Δεν είμαι μόνη μου, έχω τον Αντώνη μου που με καρτεράει να πάω κοντά του. Μη μου παραπονιέται πως τον άφησα μονάχο του κι έφυγα! Έπειτα εδώ είναι ο τόπος μου, μιλάμε όλοι την ίδια γλώσσα, έχω τους γειτόνους αλλάζουμε καμιά κουβέντα, λέμε μια καλημέρα. Πήγαινε όταν μπορούσε στο νεκροταφείο κι άναβε το καντήλι στον τάφο του παιδιού της. Έκλαιγε, του κουβέντιαζε και τ' απόθετε και άνθια που τα έκοβε από την αυλή τους. Κατόπιν με βαριά βήματα έπαιρνε τη στράτα του γυρισμού για το σπίτι. Η λειψή της καρδιά μες στο στήθος της πότε χτύπαγε γοργά, πότε ακανόνιστα, πότε πόναγε λίγο· τσιμπιματάκια μα ποιος της έδινε σημασία; Άλλωστε άρχιζε εκείνο το σφίξιμο στο στήθος και ο πόνος στην πλάτη και το μούδιασμα στο αριστερό της χέρι· τότε έπαιρνε εκείνα τα φάρμακα, τα υπογλώσσια όπως τάλεγε ο γιατρός, τα έβαζε κάτω από τη γλώσσα, έπινε και το ηρεμιστικό της κι ο πόνος πέρναγε και η μάγκενη που της έσφιγγε το στήθος χαλάρωνε. «Τι τη θέλω εγώ τη Ζωή, έλεγε, αλλά να, να πηγαίνω ίσαμε το νεκροταφείο, όσο με πάνε τα πόδια μου ν' ανάβω το καντήλι». Παραμονή της τρανής γιορτής των Χριστουγέννων, σηκώθηκε πρωί η κυρα-Καλή, αχάραγο ακόμα και με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας ήταν έτοιμη, βγήκε από το σπίτι της και κίνησε για την εκκλησιά. Πιο κάτω στη δημοσιά συνάντησε την Κατερίνα, μακρινή της συγγένισσα, καμιά τριανταπενταριά χρονών γυναίκα. —Πού πας, θεια-Καλή, χαράματα; τη ρώτησε. —Πάω στην εκκλησιά να ματαλάβω, κορίτσι μου, να ν' ανάψω κάνα κερί και να κάνω κάνα σταυρό, μέρα που 'ναι ταχιά. —Θεια, θα 'ρχόμουν στο σπίτι σου να σε βρω, μα σαν σε συνάντησα τώρα το ίδιο κάνει. Αύριο, του Χριστού, θα χαρούμε να σ' έχουμε μαζί" μας στο τραπέζι. —Σ' ευχαριστώ, Κατερίνα μου, την ευχή μου να 'χετε, μα τόχω σε κακό να φύγω από το σπίτι μου τέτοια μέρα. Είμαι Ζωντανή ακόμα να μην είναι μονάχο του. Σαν φύγω για το μεγάλο ταξίδι, το στερνό, θα ρημάξει, μα τότε δε θα γίνεται αλλιώς. —Κάνε μας τη χάρη, θεια-Καλή, θα 'ρθω να σε πάρω εγώ. —Αν ήταν να φύγω, παιδάκι μου, θα 'θελα να ήταν για στράτα μακρινή κι αγύριστη, να πάω κοντά στους ανθρώπους μου που έφυγαν, να τους ανταμώσω, στον άνδρα μου και στα παιδιά μου. —Καλά, θεια, όπως θέλεις. Αύριο μετά το φαΐ θα 'ρθω να σου κάνω συντροφιά. —Όπως θες, Κατερίνα μου, να 'χεις τα χίλια καλά με τη φαμελιά σου. Χτύπησε τ' ωρολόι της εκκλησιάς δώδεκα μεσάνυχτα, Βάρεσε μια, δυο, τρεις και τα μάτια της κυρα-Καλής δεν έλεγαν να σφαλίσουν. Είχε σκορπίσει το μυαλό της στα περασμένα και οι θύμισες γύριζαν στο νου της σαν κινηματογραφική ταινία, πού και πού καμιά στάλα χαράς και πέλαγα οι πίκρες, πόνοι, δάκρυα, ξενιτεμοί, θάνατοι. Και ήρθαν ψες-προψές οι καρποστάλ, σκεφτόταν, από το Βέλγιο με τις ευχές από νυφάδες κι εγγόνια, «Χρόνια πολλά», «Καλά Χριστούγεννα», «Καλή Πρωτοχρονιά». Και πώς να 'ναι καλά; σκεφτόταν. Τριγύρω σκοτάδι πουθενά φως και γεράματα και πόνοι ουλούθε, σ' όλα τα κόμπια. Κι εκείνο το σφίξιμο στο στήθος ξανάρχισε κι ο πόνος στην πλάτη και το μούδιασμα στ' αριστερό της χέρι κι η ανάσα της δύσκολη. Σηκώθηκε, άνοιξε το παραθύρι, είδε φως απέναντι στο σπίτι του γείτονα της του Βαγγέλη. —Βαγγέλη, Ελένη, Βαγγέλη, φώναξε. —Τι τρέχει θεια; της φώναξαν. —Τρεχάτε, ελάτε, είπε και σωριάστηκε καταγής. Οι άνθρωποι είχαν σηκωθεί κι ετοιμάζονταν για την εκκλησία· σαν άκουσαν τις φωνές έτρεξαν. Ο Βαγγέλης πήδησε μέσα από τ' ανοιχτό παράθυρο, η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα· Βρήκε λιπόθυμη τη γριούλα, της μίλησε, της έτριψε τα χέρια, της ένιψε το πρόσωπο με νερό κι εκείνη συνήλθε. —Στην πολυθρόνα, Βαγγέλη μου, σ' εκείνη που έσβυσε ο Αντώνης μου, ψιθύρισε η γυναίκα. Την έβαλαν στην πολυθρόνα, έμεινε η Ελένη δίπλα της κι ο Βαγγέλης έτρεξε για το γιατρό. Η κυρα-Καλή έγειρε δίπλα και ξεψύχισε. Μετά το σχόλασμα της εκκλησίας η καμπάνα χτύπησε λυπητερά. Όλοι έμαθαν πως τα Βάσανα της συγχωριανής τους της κυρά-Καλής τέλειωσαν. Όλοι είχαν να πουν πως ήταν μια καλή αλλά Βασανισμένη γυναίκα. —Δε μπορεί, θα είχε προαίσθηση, κάποιο όνειρο θα είδε, είπε η Κατερίνα. Της τόλεγε ο οδηγός της. —Πώς το λες, τι ξέρεις; Τη ρώτησε η Ελένη. —Χθες την κάλεσα να 'ρθει να φάμε μαζί σήμερα, μέρα που 'ναι και ξέρεις τι μου είπε; —Πού θες να ξέρω, πεσ' το Χριστιανή μου, είπε η Ελένη. —«Αν ήταν να φύγω, μια τέτοια μέρα, θα 'θελα να ήταν για στράτα μακρινή κι αγύριστη, παιδάκι μου, να πάω κοντά στους ανθρώπους μου που 'φυγαν για να τους ανταμώσω, στον άνδρα μου και στα παιδιά μου», έτσι μου είπε, κι έφυγε. —Φαίνεται πως ο θεός άκουσε την επιθυμία της και της έκανε το χατήρι. θα ήταν η ώρα ανοιχτή και τα λόγια της πήγαν κατευθείαν στου Θεού τ' αυτί, είπε η Αγγέλω, μια γειτόνισσα. —Ας πάει στη συγχώρεση, ξεκουράστηκε,είπε ο Βαγγέλης. —Ήταν καλή γυναίκα, τόσα χρόνια στην γειτονιά την ξέρουμε αλλά κι όλοι στο χωριό την ξέρουν και με τόσα Βάσανα τώρα θα είναι σίγουρα στον παράδεισο αντάμα με τους δικούς της, ξαναμίλησε η Αγγέλω. Η καμπάνα Νταν...Νταν...Νταν... λυπημένα, ακουγόταν σ' όλο το χωριό.... Έκλαιγε κι εκείνη μαζί με τους χωριανούς για την Καλή, τη σπουδαία γυναίκα που έφυγε. |