περιεχόμενα

Οι Δέκα Εντολές και η χαμένη λίρα

Κασσιανού Αναστασίας

Από το βιβλίο "Στα νύχια του κακού"

Έρχονται απόκριες. Η Καίτη είναι καλεσμένη σε χορό μαζί και η Μιράντα, που είναι πολύ φίλες και συμμαθήτριες. Τα μάτια της βαραίνουν μαύρα σύννεφα έτοιμα να ξεσπάσουν σε μπόρα, θα χάσει το χορό.

Πώς να πάει; Δεν έχει να ντυθεί όχι μασκέ μα ούτε ένα φόρεμα της προκοπής δεν έχει να βάλει.

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει σπίτι της σα σίφουνας η Μιράντα, γεμάτη ζωντάνια, γελαστή, την αγκαλιάζει, τη φιλά και της λέει:

Καίτη μου, Καιτούλα μου, είμαι πολύ χαρούμενη. Ο θείος μου ο Νώντας μου χάρισε μια ολόκληρη λίρα να ντυθώ για το χορό... Μα εσύ είσαι λυπημένη τόσο, που σκορπάς και τη δική μου χαρά.

Μη μου πεις τίποτε, καταλαβαίνω... Και μη νομίσεις πως δε σε σκέφτηκα. Γι' αυτό και ήρθα... Αύριο το απόγευμα θα πάμε παρέα στα μαγαζιά... Θα πάρουμε κι οι δυο μας κάτι φτηνό και καλό, που θα μας αρέσει, θα τα πληρώσω εγώ...
Σ' ευχαριστώ Μιράντα που μ' αγαπάς τόσο πολύ...

Ναι, της λέει εκείνη. Σ' αγαπώ γιατί τ' αξίζεις... Και μη νομίσεις, και συ αν ήσουν στη θέση μου θα έκανες για μένα, ό,τι κάνω τώρα εγώ για σένα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη της ποδιάς της να βγάλει τη λίρα να της τη δείξει και μια πονεμένη κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της...

Καίτη μου, τη λίρα δεν την έχω. Την έχασα...
Έλα, μην κάνεις έτσι, την παρηγόρησε η Καίτη. Πάμε να ψάξουμε... Ίσως να είμαστε τυχερές και να τη βρούμε.

Με την ελπίδα βγήκαν έξω παίρνοντας το δρόμο του σχολείου.

Το πρωί της ίδιας μέρας ο Γιαννάκης, που είναι κι αυτός συμμαθητής των κοριτσιών, είδε κάτω να λαμποκοπά κάτι.. Έσκυψε και το πήρε. Το κοίταξε από τις δυο πλευρές και είπε:

Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο νόμισμα. Μοιάζει νάναι λίρα. Μπορεί κι αληθινή.

Σκέφτηκε το λίγο χαρτζηλίκι που του δίνουν από το σπίτι του. Έριξε μια ματιά γύρω του μη τον είδε κανείς... Όχι. Δεν τον είχε δει κανένας. Την έριξε στην τσέπη του και συνέχισε το δρόμο για το σχολείο.

Καθισμένος τώρα στο θρανίο του ένιωσε κάτι να τον ζεσταίνει... Κοιτούσε γύρω του χωρίς να μπορεί να συγκεντρωθεί στο μάθημα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι άγγιξε τη λίρα. Του φάνηκε πως είχε ζεσταθεί πολύ... Έκαιγε... Τράβηξε απότομα το χέρι του...

Έγινε διάλειμμα. Ο Γιαννάκης ήταν ανήσυχος...

Τη δεύτερη ώρα είχαν Θρησκευτικά. Τις δέκα εντολές. Δεν έπαιζε με τ' άλλα παιδιά...

Με τρόπο τραβήχτηκε στο πίσω μέρος του σχολείου να μην τον βλέπουν. Έβγαλε τη λίρα και την πέταξε στο χώμα. Ύστερα γύρισε να φύγει...

Από την αντίθετη πλευρά ερχόταν ο φίλος του ο Κωστής, που τον έψαχνε να παίξουν...

Τη στιγμή που ο Γιαννάκης αλαφρωμένος ενώθηκε με τ' άλλα παιδιά, ο Κωστής είδε κάτω τη λίρα. Την πήρε και την έχωσε στην τσέπη του...

Χτυπούσε το κουδούνι και βιάστηκε να βρεθεί κι αυτός στην τάξη με τ' άλλα παιδιά... Η δασκάλα τον σήκωσε να πει το μάθημα... Τις δέκα εντολές. Αυτός ξεροκατάπινε χωρίς να μπορεί να πει ούτε μία... Είχε καταπιεί τη γλώσσα του...

Τι έπαθες Κωστή; τον ρωτά τρυφερά η δασκάλα. Είσαι άρρωστος; Μήπως θέλεις να πας σπίτι σου να ξαπλώσεις; Ο Κωστής ξέσπασε σε κλάμα.

Καλά, είπε εκείνη. Κάθησε κάτω και θα μου το πεις άλλη φορά το μάθημα αυτό, όταν θάσαι καλά.

Πήγε κοντά του γιατί τον είδε χλωμό. Ήταν και ιδρωμένος... Τον χάιδεψε λέγοντας:

Έλα μη κλαις, θα σου περάσει και θάσαι σαν και πρώτα...

Ύστερα σήκωσε το Γιαννάκη, που είπε τις δέκα εντολές αρκετά καλά. Κάπου σκόνταψε, αλλά στο τέλος τις είπε όλες σωστά...

Το απόγευμα ο Κωστής βγήκε στο δρόμο για λίγο να ξεσκάσει... Τα παιδιά της γειτονιάς του έκαναν χαρούμενη υποδοχή. Αυτός όμως ήταν άκεφος και σκεφτικός... Βρήκε μια αιτία και τράβηξε για το πάρκο. Πολλά παιδιά ήταν μαζεμένα και χάζευαν τα ψαράκια της λίμνης. Πιο πέρα ήταν η Μιράντα και η Καίτη... Περπατούσαν σκυφτά ψάχνοντας για κάτι. Ο Κωστής τις κοιτούσε περίεργα. Ο νους του πήγε στη λίρα που είχε στην τσέπη του.

Μήπως ψάχνουν να βρουν καμιά λίρα; σκέφτηκε... Να έχει άραγε κι άλλες εδώ; Μήπως βρήκε και κανένα άλλο παιδί; Πώς θα μάθαινε;

Πήγε κοντά τους και τις ρώτησε: Τι ψάχνετε να βρείτε στο χώμα; Μήπως σας είπαν πως στο πάρκο υπάρχει χρυσός;

Αυτές τον κοίταζαν ξαφνιασμένες...
Εσύ Κωστή άκουσες τέτοιο πράγμα;
Εγώ, όχι... Γι' αυτό και δεν ψάχνω...
Βοήθησε μας Κωστή... Ψάξε και συ μαζί μας γιατί κουραστήκαμε. Άμα τη βρεις θα σου πάρουμε και σένα ένα δώρο.

Δεν καταλαβαίνω, είπε τώρα ο Κωστής ανήσυχος. Γιατί να ψάξω; και τί να βρω.
Τη λίρα... είπε η Μιράντα. Εγώ έχασα μια λίρα και ψάχνουμε να τη βρούμε... Μου την είχε χαρίσει ο θείος μου να πάρω φόρεμα για το χορό. Είμαστε καλεσμένες και οι δυο. Θα έπαιρνα και της Καίτης. Αύριο το απόγευμα θα πηγαίναμε στα καταστήματα. Τώρα όμως δε θα γίνει τίποτε απ' όλ' αυτά...

Ο Κωστής λυπόταν για όσα άκουγε. Σε λίγο όμως είπε: Έχω μια ιδέα καλή. Να το δημοσιέψετε στα νέα. Μαθήτρια έχασε μια λίρα. Όποιος τη βρει να τηλεφωνήσει στον τάδε αριθμό και θα αμοιφθεί.

Η Μιράντα είπε: Να το πούμε και στη δασκάλα να το πει στην τάξη να τ' ακούσουν όλα τα παιδιά και να πει και για την αμοιβή.

Αυτό είναι καλύτερο, είπε ο Κωστής και ρώτησε πόσο θα είναι η αμοιβή. Πενήντα δραχμές, είπε η Καίτη.

Άρχισε να νυχτώνει. Πήραν το δρόμο για τα σπίτια τους.

Ο Κωστής το βράδυ δεν έφαγε. Ξάπλωσε νωρίς και νηστικός. Έκανε ύπνο ανήσυχο. Ξύπνησε πολλές φορές περιμένοντας με αγωνία πότε να ξημερώσει.

Το πρωί πήγε σχολείο πρώτος. Μπήκε στην τάξη. Η αίθουσα ήταν άδεια. Πέρασε από το θρανίο της Μιράντας και στο κάτω μέρος που μπαίνουν οι τσάντες, ακούμπησε τη λίρα μπροστά - μπροστά να φαίνεται. Ύστερα κάθισε χαρούμενος στο θρανίο του.

Όταν μπήκε η Μιράντα και κάθησε στο θρανίο της, το μάτι της έπεσε πάνω στη λίρα. Την πήρε με χαρά φωνάζοντας:

Καίτη μου, Καιτούλα μου. Τη βρήκα τη λίρα. Τι κουτή που ήμουν να μη το σκεφτώ... Εδώ είχε πέσει και μεις ψάχναμε στο πάρκο...

Γλύτωσες και την αμοιβή, της είπε η Καίτη, γελώντας με χαρά.

Ο Κωστής τις κοιτούσε ευχαριστημένος, και με την παιδική του αφέλεια είπε:

Εγώ την έβαλα εκεί Μιράντα. Τη βρήκα στην αυλή του σχολείου...

Και γιατί δε μου την έδωσες στο χέρι Κωστή;

Μα... για να μη δώσεις αμοιβή...

Ναι, μα τώρα που το είπες πρέπει να σου δώσω...

Μα δεν ξέρεις αν είπα την αλήθεια...

Αυτή είναι η αλήθεια Κωστή, γιατί άλλος εκτός από σένα δεν ήξερε πως εγώ είχα χάσει λίρα.

Βρε πώς την έπαθα... Αυτό δεν το ήξερα...

Εσύ Κωστή δεν έπαθες τίποτα. Εγώ έπαθα, που θα σου δώσω αμοιβή 50 δρχ.

Δηλαδή μου βγήκε σε καλό... Και πότε θα μου τις δώσεις;

Όταν χαλάσω, Κωστή... Αύριο...


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=4015