περιεχόμενα

Ο καλός γελαστός κύριος

Κασσιανού Αναστασίας

Από το βιβλίο "Στα νύχια του κακού"

Το Δημητρό το φιλοξενεί μια θεία του, αδελφή της μάνας του. Το πατρικό του είναι κλειστό και έρημο.

Όταν γεννήθηκε ήταν κιόλας ορφανός οπό μάνα: Τώρα έχασε και τον πατέρα του στα δέκα του χρόνια.

Η θεία του είχε μείνει ανύπαντρη κι έμενε μόνη της.

Παράξενη κι αγέλαστη: κοντά της ένιωθε σαν ξένος. Εκείνη δούλευε, και κείνος όλη μέρα ήταν μόνος. Μα κι όταν ερχόταν, ήταν κουρασμένη: δεν έλεγαν σχεδόν τίποτε... Για λίγο φαγητό που του άφηνε: όσο για το ντύσιμο ό,τι εύρισκε φορούσε.

Το βράδυ πέφτοντας στο κρεβάτι έκανε προσπάθεια να μην κοιμηθεί. Σκεφτόταν τη μάνα του... Από φωτογραφία μόνο τη γνώριζε. Έτσι και την ονειρευόταν. Τον συμβούλευε... Παιδί μου να προσέχεις... Στη ζωή υπάρχουν εύκολα και δύσκολα μονοπάτια... Τα δύσκολα είναι καλύτερα. Ό,τι θ' αποκτάς θάναι από τον κόπο σου και τη σωστή σου σκέψη. Μην ακούσεις ποτέ ανθρώπους που δεν τους ξέρεις και που τους βλέπεις για πρώτη φορά. Τον χάιδευε στο μέτωπο, τον φιλούσε και χανόταν πίσω από αυτό.

Αμέσως άνοιγε τα μάτια του και σκεφτόταν αυτά που του είχε πει. Ήταν μικρός: δεν πολυκαταλάβαινε τι σημασία είχαν τα λόγια της. Ήθελε πολύ να κάνει ό,τι του έλεγε... Μα πότε; και πώς; πού;

Μια μέρα ρώτησε τη θεία του μα κείνη του είπε πως αυτά που ρωτάει είναι κουταμάρες.

Εκείνο το βράδυ είχε πάρει την απόφαση. Άφησε τη θεία του να κοιμηθεί και σηκώθηκε: βγήκε από το σπίτι πατώντας στα νύχια των ποδιών του, αφού πήρε την τσάντα με τα βιβλία του και το κλειδάκι του πατρικού του σπιτιού. Άφησε ένα σημείωμα στο τραπέζι της κουζίνας κι έλεγε πως αποφάσισε να μείνει μόνος του στο δικό του σπίτι.

Περπατούσε μέσ' τη νύχτα ακούγοντας το θόρυβο των παπουτσιών του... Δεν πήγε κατ' ευθείαν σπίτι του. Έφτασε σε μια μακρινή πλατεία που απ' αυτήν άρχιζαν δυο δρόμοι... Ο ένας ήταν πλημμυρισμένος στο φως... Ο δεύτερος φωτίζονταν από την πλατεία και την αστροφεγγιά της νύχτας.

Έβλεπε πολύ λίγο. Δεξιά του στο φωτισμένο δρόμο είδε έναν άντρα να βαδίζει προς το μέρος του. Ήταν καλοντυμένος και του χαμογελούσε. Το φως έπεφτε πάνω στο καπέλο που φορούσε, και σκοτείνιαζε το μισό του πρόσωπο.

Πήρε θάρρος και τον ρώτησε πού βγαίνει αυτός ο δρόμος. Όπως βλέπεις μικρέ μου ο δρόμος είναι φωτισμένος με κέντρα ζαχαροπλαστεία και βγαίνει σε πάρκο με δέντρα και λουλούδια. Τον ευχαρίστησε και προχώρησε στο φωτεινό δρόμο.

Όπως περπατούσε έβλεπε τον ίσκιο του ξένου κυρίου δίπλα του κι άρχισε να φοβάται... Έκανε απότομη στροφή προς τα πίσω και ο κύριος σταμάτησε. Βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Άφησε με να σε συντροφέψω, του είπε: είναι επικίνδυνο στην ηλικία σου να γυρνάς τέτοια ώρα μόνος σου. Ναι... το καταλαβαίνω γι' αυτό και γύρισα να πάω σπίτι μου.

Θα σε πάω εγώ να μη σου συμβεί τίποτε κακό... Πάμε πρώτα να σε κεράσω μια πάστα... Ήθελε ν' αρνηθεί αλλά ο κύριος δεν του έδωσε χρόνο. Ακούμπησε προστατευτικά το χέρι στον ώμο του και μπήκαν μέσα. Σε λίγο έτρωγε την πάστα του σ' ένα σχεδόν σκοτεινό ζαχαροπλαστείο. Ο κύριος πλήρωσε. Σε κερνώ εγώ του είπε. Ο Δημητρός τον ευχαρίστησε και σηκώθηκε να φύγει, ενώ ο ξένος κύριος έβγαινε κι αυτός μαζί του, και προτείνοντας στο Δημητρό να τον φιλοξενήσει σπίτι του γιατί ήταν πάρα πολύ αργά. Το παιδί κοίταξε τον ξένο κύριο για λίγο στα μάτια. Έπρεπε να έχει εμπιστοσύνη σ' έναν άγνωστο; Στον ύπνο του η μητέρα του του είχε πει το αντίθετο. Ναι... Μα ο κύριος φαινόταν καλός και του χαμογελούσε όπως ο πατέρας του.

Θα φύγεις πρωί πριν από το σχολείο. Δε μου είπες τόνομά σου... Εμένα με λένε Λουκά... Εμένα Δημητρό και μένω με τη θεία μου. Δεν έχω γονείς είμαι ορφανός... Πολύ λυπάμαι είπε ο κύριος.

Χωρίς να καταλάβω είχαμε φτάσει στο σπίτι του. Ξεκλείδωσε, μπήκαμε μέσα και άναψε φως. Δεν ήταν άλλος κανείς μέσα. Ο κύριος έμενε μόνος του. Του έδειξε πού θα κοιμόταν και του είπε πως απόψε αισθανόταν πολύ ευχαριστημένος που θα είχε παρέα, τον καληνύχτισε και πήγε κι ο ίδιος στο δωμάτιο του... Αφήνω την πόρτα ανοιχτή του είπε για να μη φοβάσαι. Το σπίτι ήταν κρύο, και το κρεβάτι το ίδιο.

Δεν έπρεπε να δεχτώ σκέφτηκε και πάλευε με τον εαυτό του για την απερισκεψία του. Ο ύπνος δεν ερχόταν. Αν ερχόταν η μάνα του στ' όνειρο του θα τον μάλωνε... Αν πάει καλά τούτη η νύχτα άλλη φορά θα προσέχω σκεφτόταν... Οι ώρες δεν περνούσαν... Σε μια στιγμή πετάχτηκε τρομαγμένος. Είχε φαίνεται αποκοιμηθεί. Με χαρά είδε πως άρχισε να φέγγει. Ντύθηκε, πήρε την τσάντα του στα γόνατα και καθισμένος περίμενε να ξυπνήσει ο κύριος.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και τον είδε νάρχεται προς το μέρος του γελαστός λέγοντας.

Γιατί ξύπνησες έτσι πρωί. Είπα απ' έξω τα μαθήματα μου: κι ύστερα θα πάω όπως είπαμε πρώτα από το σπίτι. Ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία.

Μη με ξεχάσεις Δημητρό, είμαι φίλος σου και πατέρας. Αντίο είπε το παιδί και βγήκε ανασαίνοντας στο δρόμο... Φτάνοντας όμως στο πατρικό του είδε πως το κλειδάκι του σπιτιού δεν το είχε. Ξαφνικά άκουσε τόνομά του. Δημητρό βρήκα ένα κλειδάκι στο δωμάτιο που κοιμήθηκες: κατάλαβα πως θα το αναζητάς κι έτρεξα ξωπίσω σου να μη σε χάσω γιατί δεν ήξερα πού μένεις... Βλέπεις ξέχασα να σε ρωτήσω.

Το παιδί ανάσανε. Τον ευχαρίστησε κοιτώντας τον με απορία.

Τώρα που έμαθε το σπίτι μου πώς θα γλυτώσω από αυτόν τον κύριο; Στη θεία του δεν ήθελε να πάει... Την είδε όμως που ερχόταν τρέχοντας. Ο κύριος τον χαιρέτησε κι έφυγε βιαστικά.

Είσαι ανόητος του είπε εκείνη. Ξεκλείδωσαν και μπήκαν μέσα. Μύριζε κλεισούρα και ήταν σκοτεινό, αλλά ήταν πιο ευχάριστο από του κυρίου και της θείας του...

Να πας σχολείο, του είπε... Εγώ φεύγω για τη δουλειά μου... Δούλευε καθαρίζοντας τα ξένα σπίτια. Εδώ που ήρθες τι θα τρως; Ποιος θα σε πλένει; Είσαι μικρός για να τα καταφέρεις να μένεις μόνος σου. Του τα είπε βιαστικά, απότομα κι έφυγε.

Ο Δημητρός έφυγε κι αυτός για το σχολείο του με βαριά καρδιά, ύστερα απ' όσα του είπε η θεία του. Τα ξανακούει όπως περπατά μέσα από τους κορμούς των γυμνών δέντρων. Έτσι σκληρό ήταν και το πρόσωπο της... Και τα χείλη της που έσφιγγαν την κάθε λέξη και την έκαναν να πονάει όπως τα δέντρα στο χιονιά... Όχι... Δε μπορεί να μ' αγαπάει. Καλύτερα να πεινάω, παρά να τη βλέπω και να την ακούω...

Στο σχολείο οι ώρες πέρασαν γρήγορα. Τα μαθήματα, το περιβάλλον, τα διαλείμματα του απομάκρυναν τις θλιβερές σκέψεις. Όταν σχόλασε πήγε στο σπίτι του. Άνοιξε τα παντζούρια: τα δωμάτια πλημμύρισαν φως και ήλιο. Ήπιε νερό και ξάπλωσε. Ήταν κουρασμένος κι αποκοιμήθηκε πάνω κει που έπεφτε ο ήλιος. Πολύ αργότερα ξύπνησε από χτυπήματα στην πόρτα. Ο ήλιος είχε φύγει και κρύωνε. Κρύωνε και φοβόταν. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει...

Τα χτυπήματα στην πόρτα συνεχίζονταν. Άναψε το φως και φώναξε: Ποιος είναι;
Άνοιξε. Η θεία σου είμαι. Της άνοιξε... Σου έφερα να φας... Τόξερα πως δε θα ερχόσουν, θα σ' αφήσω κι απόψε να μείνεις μόνος σου αφού το θέλεις. Από αύριο αν δεν έρθεις δε θέλω ούτε να σε ξέρω. Εγώ δεν ξέρω ψευτιές και χαμόγελα... Ένα σου λέω και να το θυμάσαι. Ο Δημητρός την κοιτούσε περίεργος ν' ακούσει τι θα του έλεγε. Και το άκουσε... (Όποιος σε κάνει και κλαις θέλει το καλό σου, κι όποιος σε κάνει και γελάς θέλει το κακό σου...). Χωρίς να πει τίποτε άλλο, τον άφησε να στέκει σα στήλη άλατος να την κοιτά και έφυγε βιαστική...

Ο Δημητρός το επανέλαβε δυο τρεις φορές να το μάθει να μη το ξεχάσει... Κάτι έπιανε ο νους του μα δεν ήθελε να το παραδεχτεί.

Άνοιξε να δει τι του είχε φέρει η θεία του να φάει, μα δεν είχε όρεξη. Τα ξανασκέπασε, διάβασε λίγο και κουκουλώθηκε στο κρεβάτι του.

Ένιωθε ξυπνητός. Μια γυναίκα που έμοιαζε της μάνας του ήρθε κοντά του... Πρόσεχε πολύ παιδί μου... Πρόσεχε... Πρόσεχε τώρα. Τώρα που ζεις μόνος... Δεν έπρεπε να φύγεις από τη θεία σου... Σ' αγαπάει... Δε γελούσε, ήταν δακρυσμένη... Πρώτη φορά την έβλεπε δακρυσμένη... Μη ξεχνάς αυτό που σου έχω πει... Ο δύσκολος δρόμος είναι ο καλός κι ο εύκολος ο κακός... Την είδε να χάνεται με το κεφάλι σκυφτό από την κλειστή πόρτα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι κι άνοιξε την εξώπορτα. Την είδε ακουμπισμένη στον κορμό μιας θεόρατης λεύκας. Ύστερα απότομα η σκιά της έσβησε λες και είχε μπει μέσα στον κορμό του δέντρου.

Μπήκε στο σπίτι κλείνοντας καλά την πόρτα. Για πολύ ώρα σκεφτόταν τα λόγια της θείας του και της μάνας του...

Τώρα... Τώρα, που ζεις μόνος... Έκλαιγε... Τα χείλη της δε γελούσαν... Έτρεμαν...

Δε μπόρεσε να ξανακοιμηθεί... Άρχιζε να φέγγει. Άναψε το φως για συντροφιά... Πλύθηκε, ετοιμάστηκε, πήρε την τσάντα του και βγήκε να πάρει αέρα.

Βάζοντας το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του έπιασε το δίδραχμο. Ήταν το χαρτζηλίκι του: του το είχε δώσει η θεία του να πάρει κουλουράκι...

Στάθηκε απότομα να σκεφτεί... Η θεία του... Τι ήταν τέλος πάντων; Καλή ή κακιά;

Δε μπόρεσε να δώσει απάντηση... Είχε φτάσει τώρα στην πλατεία. Κάθησε σ' ένα πάγκο αφήνοντας την τσάντα δίπλα του. Πέρασε κάποιος κύριος, τον κοίταζε λυπημένα: σαν αστραπή ακούμπησε πάνω στην τσάντα του ένα δίδραχμο κι εξαφανίστηκε... Ο Δημητρός φώναζε... Κύριε... Κύριε, δεν είμαι ζητιάνος. Ο κύριος ούτε άκουγε ούτε φαινόταν πουθενά... Σηκώθηκε πήρε την τσάντα και το δίδραχμο, γιατί λυπήθηκε να το αφήσει... Τα μάτια του έπεσαν αριστερά στο μισοφωτισμένο δρόμο...

Τράβηξε κατά κει. Είχε χρόνο για το σχολείο του. Τον έτρωγε η περιέργεια να δει και να μάθει τι έκρυβε ο σκοτεινός δρόμος...

Χωματόδρομος γεμάτος πέτρες κι αγκάθια... Προχωρώντας είδε πόρτες να ανοιγοκλείνουν και ανθρώπους του μόχθου να φεύγουν βιαστικοί... Πού αλλού; για τη δουλειά τους... Θυμήθηκε τον πατέρα του...

Είδε ένα καφενεδάκι φωτισμένο.. Κοίταξε μέσα, και είδε να πίνουν καφέ. Ήταν όλοι με ρούχα βρώμικα και παλιά. Ασβέστες. Τσιμέντα. Μουντζούρα μαύρη τα χέρια και μπογιές. Τα πρόσωπα τους φαινόταν να τ' απασχολεί κάτι.

Κάποιος μίλησε, που τα μάτια του έβλεπαν τα πόδια του. Φορούσε παπούτσια παλιά, χωρίς κορδόνια. Κάλτσες δε φορούσε... Τα πόδια του ήταν γυμνά μέσα στα παλιά παπούτσια.

Μεροκάματο είν' αυτό; Τα παιδιά μου είναι γυμνά και δε χορταίνουν το ψωμί... Μας το κλέβουν οι εργοδότες... Αν δεν ξυπνήσουμε θα πεθάνουμε όλοι της πείνας... Είδε κάποιον να τρώει γλυκό σταφύλι. Ζήτησε κι ο Δημητρός. Όλοι τον κοιτούσαν. Κάποιος ρώτησε τόνομά του. Δημητρό, είπε το παιδί. Κοίταξε Δημητρό να μάθεις γράμματα να μη γίνεις σαν κι εμάς.

Ο Δημητρός χαιρέτησε κι έφυγε... Είχε κλείσει στην καρδιά του τις σκληρές εικόνες και τα πονεμένα λόγια των ανθρώπων αυτών. Δούλευαν και δεν είχαν. Ήταν τόσο λίγα αυτά που έπαιρναν και δεν τους έφταναν να ζήσουν...

Στην πλατεία είδε τον κύριο που τον είχε φιλοξενήσει. Τον καλημέρισε. Ο κύριος χαμογελώντας του είπε: Γεια σου φίλε μου Δημητρό... Αν δυσκολεύεσαι σε κάτι είμαι πρόθυμος να σε βοηθήσω. Τι φίλοι είμαστε. Ευχαριστώ δε χρειάζομαι τίποτε... Αντίο σας...

Ώσπου να φτάσει σχολείο τον σκεφτόταν. Ποιος να είναι; Τι δουλειά κάνει; Πώς ζει; Ντύνεται ακριβά. Αυτός όλο βόλτες κόβει, πού βρίσκει τα χρήματα; Θα κάνει φαίνεται κάποια δουλειά επικερδή. Μπορεί να είναι πλούσιος πολύ και να μη δουλεύει...

Αυτά και πολλά άλλα πέρασαν από τη σκέψη του αξεδιάλυτα. Στη θεία του δεν αποφάσιζε να πάει. Εκείνη αν και του είχε πει, πως αν δεν πήγαινε να μείνει μαζί της δεν ήθελε να τον ξέρει, δεν τόκαμε... Μέρα παραμέρα του πήγαινε φαγητό... Έπαιρνε τ' άπλυτα ρούχα του και του τα ξαναπήγαινε πάλι καθαρά και μπαλωμένα.

Τις ελεύθερες ώρες του τ' απογεύματα δεν έπαιζε με άλλα παιδιά. Περπατούσε ή καθόταν κάπου και πάντα ο ίδιος κύριος με το δίδραχμο και κάνα δυο άλλοι του πετούσαν δραχμές ή δίδραχμα.

Για να πάρεις τετράδια και μολύβια του έλεγαν... Μια μέρα δεν πήγε σχολείο... Πήγε στην πλατεία... Δεν άπλωνε το χέρι του, αλλά πολλοί περαστικοί βλέποντας άλλους που του έδιναν, έδιναν κι αυτοί. Τώρα έκανε τακτικές απουσίες...

Ο κύριος μια μέρα πήγε κοντά του και του είπε: Σου είπα να σε βοηθήσω και αρνήθηκες. Τώρα έγινες ζητιάνος και η τσέπη σου είναι γεμάτη. Κάποιον πρέπει νάχεις μεγάλο φίλο, που θάναι σαν πατέρας σου να σου φυλάει τα χρήματα που μαζεύεις...

Σε ξαναρωτώ πάλι... Είμαι φίλος και θέλω το καλό σου... Θέλεις να μου δίνει αυτά που μαζεύεις να στα φυλάω και να σου δίνω μόνο όσα έχεις ανάγκη;
Ο κύριος τον χάιδεψε στα μαλλιά... Τα χείλη του στάζαν μέλι... Ναι, είπε ο Δημητρός.

Χρειάζομαι ένα καλό φίλο να τον έχω σαν πατέρα.

Ο Δημητρός έβγαλε από την τσέπη του μια χούφτα φραγκοδίφραγκα και τα έδωσε στον κύριο Λουκά, που τα τσέπωσε... Άξαφνα όμως δυο χωροφύλακες με τα πιστόλια κατά πάνω του. Του φώναζαν: Ψηλά τα χέρια... Και συ μικρέ μη σε ξαναδούμε παρέα μ' αυτό εδώ το παλιόμουτρο... Είναι παλιάνθρωπος... Μαθαίνει τα παιδιά να ζητιανεύουν και τους τα μασάει. Είναι κι άλλοι μαζί του... Συμμορία ολόκληρη.

Του ζήτησαν τα στοιχεία του. Ο Δημητρός τα έδωσε. ΄Ακου λοιπόν, επειδή σε πιάνουμε για πρώτη φορά να ζητιανεύεις είσαι ελεύθερος να φύγεις... Αν σε ξαναπιάσουμε θα πας φυλακή. Τ' άκουσες; Φεύγα τώρα...

Ο Δήμητρας έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή μεγάλη. Πήγε σπίτι του, πήρε την τσάντα του και πήγε στη θεία του. Εκείνη μόλις τον είδε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε...

Μ' αγαπάει λοιπόν η θεία μου; αναρωτιόταν... Ναι, μ' αγαπάει... Δεν ήθελε να φύγει από την αγκαλιά της. Την είχε τόσο ανάγκη, μετά το πάθημα του...

Έμεινε μαζί της ως την ημέρα που την έχασε για πάντα και την έκλαιγε για πολύ καιρό...




from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=4013