Ο Διαμαντής ένα ορφανό προσφυγόπουλο όπως και τόσα άλλα μέσα στην ίδια του
την πατρίδα: την κατατρεγμένη Κύπρο: η βάρβαρη μανία του Αττίλα ερήμωσε το χωριό
του. Είδε με τα μάτια του τους Τούρκους να σφάζουν σαν αρνιά τη μάνα του, τον
πατέρα του και να αιχμαλωτίζουν δυο αδέλφια του μεγαλύτερα απ' αυτόν που είναι
μόλις δέκα χρόνων. Οι Τούρκοι στην άγρια προέλαση τους χτυπούσαν αλύπητα όποιον εύρισκαν μπροστά τους. Δεν έμεινε ολομόναχος γλύτωσε και η μικρή του αδελφούλα η Ροδούλα, έξι χρόνων. Την πήρε και κρύφτηκαν γιατί οι Τούρκοι τους κυνηγούσαν. Ζούνε κάτω από τα δέντρα έξω από το χωριό. Πλένονται και ξεδιψάνε με το νερό του ποταμού μαζί με τα πουλιά, τις νεροφίδες, τα βατράχια... Μερόνυκτα τ' αυτιά του βουίζουν από το κλάμα και τα βογγητά μικρών και μεγάλων που γλύτωσαν, μα έχουν μείνει στο δρόμο. Κλαίνε τους κόπους τους που τώρα τα χαίρονται οι Τούρκοι. Κλαίνε τους αιχμαλώτους κοντά δυο χιλιάδες. Την απάνθρωπη κακομεταχείρησή τους από τους Τούρκους. Οι ελπίδες να τους ξαναδούνε είναι πολύ μικρές. Μα τι τους κάναμε; αναρωτιέται ο μικρός Διαμαντής. Η Ροδούλα δίπλα του ψευτοκοιμάται. Κάθε τόσο πετιέται φωνάζοντας: Μανούλα κρυώνω, πεινάω. Η καρδιά του Διαμαντή σφίγγεται και οι μικρές γροθιές του. Κάνει προσπάθεια να μην ακουστεί και η δική του φωνή. Νιώθει ντροπή. Είναι αγόρι και προστάτης της αδελφούλας του... Νιώθει να μεγάλωσε νάναι παληκάρι. Κοιμάται λίγο και σκέφτεται πολύ... Δεν του αρέσει το φεγγάρι, ούτε τ' αστέρια... Προτιμά το σκοτάδι να μη βλέπει την ερήμωση και την καταστροφή γύρω του. Σπάει το μυαλό του να βρει κάτι να κάνει μα τι; Ξαφνικά πετιέται πάνω με μάτια φλογισμένα. Έβαλε στο μυαλό του κάποιο σχέδιο. Η νύχτα του δίνει θάρρος και απόφαση. Παίρνει το δρόμο για ένα χωριό που είναι από την άλλη την αντικρυνή μεριά του ποταμού, βουτώντας στα ρηχά του νερά ξιπόλητος. Ακούει από μέσα του μια φωνή να του λέει: μη φοβάσαι θα τα καταφέρεις... Τράβα... Νιώθει φτερωμένος. Ό,τι έχει να κάνει, τώρα πρέπει... Στο σκοτάδι της νύχτας. Και νύχτα πάλι να έχει γυρίσει, τ' ακούει και στο νεροκύλισμα. Μ' αυτές τις σκέψεις και με πολλές προφυλάξεις έφτασε. Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα και να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Τέντωσε τ' αυτιά του, δεν ακουγόταν τίποτε... Πήρε ένα μονοπάτι σκοτεινό και βγήκε στο πρώτο μισογκρεμισμένο σπίτι. Δε φαινόταν άδειο. Μια γίδα ήταν δεμένη μέσ' από το φράχτη. Όμως, κοντοστάθηκε. Ήταν δεμένος κι ένας σκύλος. Ήταν έτοιμος ν' αλλάζει θέση, όταν πρόσεξε πως ο σκύλος δεν του γαύγιζε... Περίεργο... Του κουνούσε την ουρά άφωνος, θα είναι Έλληνας αιχμάλωτος, σκέφτηκε... Αν ήταν Τουρκόσκυλο θα με γαύγιζε, θα μου ριχνόταν. Έβαλε το χέρι του μέσ' από το φράχτη... Ο σκύλος του έγλυψε τα χέρια. Του έκανε, σου. Εκείνος τον μυριζόταν... Κατάλαβε και δεν έβγαλε άχνα... Σ' ένα σημείο ο φράχτης ήταν χαλασμένος και τρύπωσε μέσα. Το σπίτι δεν είχε πόρτες, ούτε παράθυρα. Κοίταξε μέσα. Είδε στο μισοσκόταδο να κοιμούνται άλλοι χάμω κι άλλοι σε κρεβάτια. Μυρίζει Τουρκιά σκέφτηκε και σούφρωσε τη μύτη του. Στο διπλανό δωμάτιο δεν κοιμόταν κανένας. Το παράθυρο ήταν χαμηλό. Η μυρουδιά δεν του άρεσε... Του ερχόταν να ξεράσει... Είναι όμως κουζίνα, ξανασκέφτηκε... Ένας ποντικός θεόρατος τριγύριζε στ' άπλυτα στιβαγμένα δώθε κείθε πιάτα και τις κατσαρόλες. Τώρα είχε συνηθίσει στο σκοτάδι κι έβλεπε όσο του χρειαζόταν, να μη σκοντάψει και κάνει θόρυβο... Ψηλαφώντας με τα χέρια έπιασε ένα μεγάλο κοφίνι. Το ξεσκέπασε από το πανί που είχε, έβαλε το χέρι του μέσα και χάιδεψε το ψωμί... Δικό μας είναι τ' αλεύρι, δικό μας και το ψωμί, είπε μέσα του δικαιολογώντας την πράξη του. Μας τα τρώνε οι Τούρκοι και μεις πεινάμε. Έβγαλε δυο καρβέλια και το ξανασκέπασε. Δίπλα ήταν ένας τενεκές. Το μύρισε ήταν τυρί. Το άνοιξε χρησιμοποιώντας τα νύχια του. Κι αυτό δικό μας είναι, ξανάπε μέσα του. Το γνωρίζω από τη μυρουδιά... Χωρίς να χάνει καιρό έχωσε μέσα τα δυο του χέρια κι έβγαλε δυο κομμάτια μεγάλα τ' ακούμπησε όλα στο παράθυρο. Όταν βγήκε έδωσε στο σκύλο λίγο ψωμί και τυρί. Το χάιδεψε κι αυτός τα έφαγε κουνώντας την ουρά του. Τα φορτώθηκε κι ευχαριστημένος πήρε το δρόμο του γυρισμού σφίγγοντας το πολύτιμο φορτίο του. Έφτασε στην ελιά που είχε για σπίτι του, τ' ακούμπησε κάτω και κάθησε κι αυτός. Πόσο εύκολο ήταν, είπε δυνατά. Η Ροδούλα άνοιξε τα μάτια της, ανασήκωσε το κορμί της και τον ρώτησε γιατί δεν κοιμάται. Ο Διαμαντής της χάιδεψε τα μαλλιά και αντί γι' απάντηση της έκοψε ψωμί και τυρί. Φάτο της είπε, θα πεινάς πολύ... Κάποιος μας τα έφερε κρυφά και μου είπε να τα μοιράσω να φάνε όλοι από λίγο. Η μικρή έφαγε και ξανάφυγε. Το πρωί μοίρασε σε όλα τα παιδιά, ύστερα και στους μεγάλους. Όλοι έφαγαν από λίγο. Ο Διαμαντής τους κοιτούσε και χόρταινε... Ξάπλωσε στη ρίζα της ελιάς... Πως θα περνούσαν οι ώρες ώσπου να ξανανυχτώσει... Νύσταζε όμως κι αποκοιμήθηκε... Όταν ξύπνησε, ο ήλιος έδειχνε μεσημέρι. Τα παιδιά ήταν όλα αγέλαστα μελαγχολικά. Αν μπορούσε να δώσει μια στον ήλιο να τον ρίξει πάνω στο βουνό, να φύγει ημέρα και να πέσει το σκοτάδι, να σκεπάσει με τη μαυρίλα του τη δυστυχία τους. Πήρε τη Ροδούλα και πήγαν στο ποτάμι. Ήταν κι άλλα παιδιά εκεί. Η συντροφιά μετρίαζε την αγωνία του, διώχνοντας τις ώρες. Ο ήλιος έγειρε. Χόρτασαν με κρύο νερό και γύρισαν στην ελιά τους. Αυτή η ώρα ήταν η χειρότερη. Γριές, γέροι και παιδιά σιγόκλαιγαν. Χωρίς σπίτι, χωρίς φαγητό στη σκλαβωμένη πατρίδα τους, στο χώμα κάτω όπως τα ζώα του δάσους, ένας ένας έγερναν να κοιμηθούν. Το ίδιο έκανε κι ο Διαμαντής με τη Ροδούλα, τυλιγμένοι σε μια κουβέρτα, μισή κάτω, την άλλη μισή από πάνω. Η μικρή αποκοιμήθηκε, ενώ ο Διαμαντής έστιβε το μυαλό του πώς θα εύρισκε μια δουλειά να δουλέψει. Μα πού; και πώς; Με μια αόριστη ελπίδα αποκοιμήθηκε για λίγες ώρες. Όταν ξύπνησε πάλι τον βασάνιζαν τα ίδια ερωτηματικά. Κανένας δεν τους νοιαζόταν, θα πέθαιναν από την πείνα. Σηκώθηκε, σκέπασε καλά τη Ροδούλα κι άρχισε να περπατά χωρίς ορισμένο σκοπό. Χωρίς να φαντάζεται τις δυσκολίες που θα συναντούσε. Πήγαινε για το χωριό, χωρίς να βιάζεται να φτάσει. Σταματούσε κάνοντας συχνά το σταυρό του και παρακαλώντας το Θεό να του στείλει μια ιδέα: μια συμβουλή... Καθυστερημένα έφτασε χωρίς να το καταλάβει στο χωριό, όταν είδε το καφενείο φωτισμένο και μερικά σπίτια. Στο μισοσκόταδο είδε δυο Τούρκους οπλισμένους. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Όταν αυτοί γύρισαν τις πλάτες τους προς το μέρος του πήρε την αντίθετη κατεύθυνση. Βγήκε στην πλατεία. Μέσα στο καφενείο δυο Τούρκοι πάλι οπλισμένοι, έπιναν καφέ. Ο καφετζής, Τούρκος στρατιώτης κι αυτός... Αναρωτήθηκε, πού να είναι ο Έλληνας καφετζής που είχε αυτό το καφενείο; Θα τον σκότωσαν για να του το πάρουν. Όπως έγινε και με τα σπίτια... Σκότωσαν τους γονείς μας και πήραν τα σπίτια μας, τις περιουσίες μας. Ένας κύριος τον κοιτούσε επίμονα. Πήγε κοντά του, τον χτύπησε στον ώμο και του έβαλε στην τσέπη του ένο εικοσάρι. Να πιεις γάλα του είπε. Ο Διαμαντής τον ευχαρίστησε και τον παρακάλεσε να του βρει δουλειά γιατί πεινάνε. Ο κύριος δεν τον απογοήτεψε. Θα προσπαθήσω, του είπε, μα ρώτα και συ μόνος σου στα σπίτια και τα μαγαζιά. Όλη μέρα γύριζε χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Δυο τρεις περαστικοί του έδωσαν χρήματα. Έχει αρχίσει να νυχτώνει. Ο Διαμαντής σκέφτεται τη Ροδούλα που την άφησε μόνη και θα κλαίει, θα φοβάται... Νηστικός και κουρασμένος μπήκε στο πλυσταριό μιας αυλής. Στα χέρια του κρατούσε μια σακουλίτσα με 5 αυγά. Τ' ακούμπησε με προσοχή μέσα σ' ένα άδειο καζάνι. Στον τοίχο είδε μια κρεμασμένη σκάφη την έβαλε κάτω, έβγαλε τα παπούτσια του και κουλουριάστηκε μέσα για να τον χωρέσει. Νύσταζε μα ο ύπνος δεν ερχόταν. Το μυαλό του δούλευε σα μηχανή χωρίς φρένο. Από το ένα στο άλλο... Γλύτωσε από τους Τούρκους μα έπρεπε να ζήσει... Για να ζήσει έπρεπε να δουλέψει, για τον εαυτό του και την αδελφή του. Ποιος θα τον έπαιρνε; ήταν και μικρός. Καμιά δουλειά δεν ήξερε: έχανε και το σχολείο του. Μέσα στο σκοτάδι τώρα έβλεπε μπροστά του να ξετυλίγονται άγριες σκηνές... Έβλεπε τους Τούρκους να τρυπούν στο στήθος και το λαιμό τη μάνα του, τον πατέρα του, το αίμα να βάφει τα ρούχα τους και ύστερα άψυχοι να κυλιούνται χάμω. Τι φρίκη... Μανούλα μου, πατερούλη μου, είπε άθελα... Αυτό που έκανα σήμερα δεν ήταν τίμιο... Δεν άπλωνα το χέρι μου, μα μου έδιναν κι εγώ τα έπαιρνα γιατί τάχω τόσο ανάγκη... Άρπαζα κρυφά κι ένα μήλο... Μου άρεσαν... Τα ζήλεψα... Στο σπίτι μας, πριν το κάψουν οι Τούρκοι, είχαμε πολλά στο ψυγείο κι απάνω στο τραπέζι σε φρουτιέρα. Τα έβλεπα να μαραίνονται και να σαπίζουν μόνα τους. Ήμουν χορτάτος, δεν τα πείραζα... Αν τα είχα τώρα θα τα έτρωγα όλα. Ο ύπνος τον πήρε τα ξημερώματα.. Η κυρά Μάρθα η νοικοκυρά του σπιτιού τρόμαζε που τον είδε να κοιμάται μέσα στη σκάφη. Κατάλαβε... Ήταν ορφανό προσφυγάκι... Το λυπήθηκε και το άφησε... Ο ήλιος ήταν ψηλά όταν ξύπνησε. Τώρα πώς θάβγαινε; Κάποτε θα το μάθουν, θα με δουν... Άλλωστε δεν ήταν και τόσο κακό. Βγήκε με προφύλαξη μήπως η αυλή ήταν άδεια. Όχι... Σε μια καρέκλα μια κυρία έπινε τον καφέ της... Της είπε καλημέρα. Τον καλημέρισε και κείνη γελαστή... Ο Διαμαντής ανάσανε, μα στεκόταν μουδιασμένος. Η Μάρθα τον φώναξε: Έλα εδώ... Μη φοβάσαι... Με λένε Μάρθα. Εσένα; Διαμαντής λέγομαι: συγχωρέστε με που κοιμήθηκα στο πλυσταριό χωρίς να σας ρωτήσω... Είχε νυχτώσει και δεν είχαν πού να πάω... Φοβόμουν στο δρόμο. Δεν πειράζει Διαμαντή, είπε καλοσυνάτα η κ. Μάρθα. Όποτε θέλεις να έρχεσαι ώσπου να τακτοποιηθείς. Δεν είμαι μόνος... Είπε δειλά: έχω και την αδελφή μου τη μικρή, που κοιμάται κάτω από μια ελιά... Απόψε την άφησα μόνη της και θα κλαίει. Φέρτη κι αυτή... Έσκυψε της φίλησε το χέρι κι ευχαριστώντας την της είπε: Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτό που κάνετε για μένα. Τη χαιρέτησε κι έφυγε... Τυχερός είμαι σκέφτηκε. Στο σπίτι αυτό μένουν Έλληνες. Το μεσημέρι ξανάρθε. Το πλυσταριό είχε ένα παραθυράκι που έβλεπε στη διπλανή αυλή. Η γειτόνισσα είχε κότες πολλές. Την είδε να βάζει σε μια φωλιά πολλά αυγά να κάτσει κάποια κότα να τα κλωσίσει... Του ήρθε μια ιδέα, να βάλει κι αυτός τα πέντε τα δικά του μαζί με τ' άλλα.. Θα πήγαινε μια ώρα που η γειτόνισσα θα κοιμόταν ή θα είχε βγει έξω... Σε λίγες μέρες θα είχε πέντε πουλάκια δικά του. Θα τα μεγάλωνε και ύστερα θα έβαζε κι αυτός αυγά σε κλώσα δική του, θα έβγαζε περισσότερα, ώστε σιγά σιγά με τον καιρό θα έκανε μια περιουσία δική του... Αυτά κι άλλα σκεφτόταν όταν είδε τη γειτόνισσα ντυμένη με μια τσάντα στο χέρι να φεύγει. Πήρε τ' αυγά που είχε και πήδησε από το παράθυρο στην αυλή, τα έβαλε στη φωλιά μαζί με τα’ άλλα και ξαναγύρισε στο πλυσταριό. Δεν έμεινε όμως: πήγε να φέρει τη Ροδούλα. Τη βρήκε να κλαίει. Την αγκάλιασε, τη φίλησε πολλές φορές. Συγχώρεσε με, της είπε, δεν το σκέφτηκα πως μπορεί και ν' αργούσα και να σ' αφήσω μόνη σου... Της έδωσε δυο καραμέλες σε λίγο είχε παρηγορηθεί. Πήραν τη κουβέρτα τους, χαιρέτησαν κι έφυγαν. Έφτασαν στο πλυσταριό. Η κυρά Μάρθα είχε βάλει μέσα στη σκάφη μια κουβέρτα. Τώρα είχαν ο καθένας τη δική του. Έφαγαν από μια φέτα ψωμί, βολεύτηκαν όσο μπορούσε να γίνει καλύτερα και έπεσαν για ύπνο. Το πρωί η κ. Βάσω η γειτόνισσα δεν είδε με καλό μάτι τα παιδιά. Οι μέρες περνούσαν με αγωνία για το Διαμαντή. Φοβόταν πως η κ. Βάσω δε θα του έδινε τα πουλιά. Όταν βγήκαν από τ' αυγά τους, πήρε την απόφαση και της το είπε... Κυρά Βάσω, είχα βάλει κι εγώ 5 αυγά στην κλώσα... Χάσου από δω, είπε αγριεμένη αυτή. Είσαι ψεύτης και κλέφτης. Άρχισε να φωνάζει την κ. Μάρθα: Κυρά Μάρθα, ε κυρά Μάρθα. Έρχομαι κ. Βάσω... Τι έπαθες; είπε κείνη τρομαγμένη.... Τούτο το παιδί που μάζεψες εδώ, έκλεψε αυγά από τις φωλιές και λέει πως τάβαλε στην κλώσα. Είναι παλιόπαιδο... Μου λέει πως έχει να λαβαίνει πέντε κοτοπουλάκια. Αμ' δε θα του δώσω ούτ' ένα... Το καλό που σου θέλω διώξτον από δω γιατί θα φέρω το χωροφύλακα. Αυτός θα μας κατακλέψει. Ο Διαμαντής δε μιλούσε... Έκλαιγε... Καλά κυρά Βάσω μου θα δούμε, της είπε η κ. Μάρθα. Ύστερα είπε στο Διαμαντή: Μου φαίνεσαι καλό παιδί και περιμένω από σένα να μου πεις την αλήθεια, αν έβαλες αυγά στην κλώσα και πόσα. Τ' αγόρασα από χρήματα που μου έδωσαν δυο κύριοι .. Διαμαντή ζητιανεύεις; Όχι κ. Μάρθα, δεν απλώνω το χέρι μου, αλλά μου δίνουν. Με βοηθούν βλέποντας την ορφάνεια μου και τη φτώχεια μου. Να μη γίνω κλέφτης. Μα τώρα ντρέπομαι πολύ που η κ. Βάσω με είπε ψεύτη και κλέφτη... Αν το νομίσετε κι εσείς, τότε πρέπει να φύγω από το σπίτι σας. Αν είσαι αθώος να μείνεις. Αν φύγεις δυναμώνεις τις υποψίες μας. Αφού το λέτε έτσι θα μείνω, θέλω ν' αποδείξω πως είμαι αθώος. Μας κυνηγάνε οι Τούρκοι και από σας περιμένουμε αγάπη και βοήθεια. Η κ. Βάσω είδε πως η κ. Μάρθα δεν έδιωξε τα παιδιά και ήταν έξω φρενών. Δεν έλεγε τίποτε όμως, κι ούτε τους μιλούσε. Μονολογώντας έλεγε... Ήμαρτον Θεέ μου... Πέντε πουλιά δε μοιάζουν για κοτόπουλα. Οι μέρες περνούσαν... Μια μέρα η κ. Μάρθα που κοίταζε κι αυτή τα πουλάκια της είπε: Κυρά Βάσω, δε σου φαίνεται και σένα πως κείνα τα 5 δε μοιάζουν για κοτόπουλα; Δεν ξέρω κ. Μάρθα μου. Τι να σου πω, άμα μεγαλώσουν λίγο ακόμη θα τα δούμε τι είναι... Το μεσημέρι που η κ. Βάσω κοιμόταν, ο Διαμαντής στάθηκε πολύ ώρα στο παράθυρο του πλυσταριού κοιτάζοντας τα πουλάκια. Αν και μικρός και άπειρος, είδε πως τα 5 ήταν αλλιώτικα και μεγαλύτερα. Κι εγώ μεγάλα αυγά είχα βάλει, είπε στη Ροδούλα... Είναι δικά μου αυτά τα κοτοπουλάκια. Μα δε μπορώ να τα πάρω γιατί θα με πούνε πάλι κλέφτη, θα πάω ατή Χωροφυλακή. Αυτή είναι κλέφτρα κι όχι εγώ... Καταλάβαινε πως έπρεπε να παλαίψει. Το δίκιο του έδινε δύναμη. Έφυγε αποφασισμένος, πήγε στη Χωροφυλακή και ζήτησε να μιλήσει. Τον έστειλαν στον αξιωματικό υπηρεσίας. Εκείνος τον έβαλε να καθίσει και τον ρώτησε τι του συμβαίνει. Ο Διαμαντής είπε την αλήθεια και παρακάλεσε να τον βοηθήσουν. Έλα πάμε, του είπε, να δούμε και επί τόπου. Αν είναι όπως μου τα είπες, θα πείσουμε αυτή την κυρά Βάσω πως τα 5 πουλιά σου ανήκουν, αφού τ' αγόρασες. Όταν η κ. Βάσω τους είδε να μπαίνουν στην αυλή τάχασε... Αυτό δεν το περίμενε. Ο χωροφύλακας χαιρέτησε με ευγένεια και τη ρώτησε: Είστε η κ. Βάσω; Μάλιστα, μάλιστα, είπε κείνη ταραγμένη. Κείνη τη στιγμή ερχόταν προς το μέρος τους η κλώσα με τα πουλιά. Θα σας κάνω μερικές ερωτήσεις... Μάλιστα, μάλιστα, είπε πάλι εκείνη. Πόσα αυγά είχατε βάλει στην κλώσα; Δε θυμάμαι, δε θυμάμαι, δεν τα μέτρησα. Μάζεψα όσα είχα και της τα έβαλα. Αφού περιεργάστηκε καλά τα πουλιά την ξαναρώτησε: Μόνο αυγά από κότες βάλατε; Εκείνη ξεροκαταπίνοντας είπε: Μάλιστα... Τότε αυτά εκεί τα 5 που διαφέρουν, δεν είναι δικά σας, γιατί δεν είναι από αυγά κότας. Εσείς τι λέτε; Δε φαίνονται ακόμα είναι μικρά... Φαίνονται και καλά μάλιστα: κι αφού δεν είναι από αυγά κότας ο Διαμαντής δεν τα έκλεψε από τις φωλιές... Τ' αγόρασε... Αυτά είναι γαλόπουλα και του ανήκουν. Τώρα αν θέλεις από τ' ορφανό να σου πληρώσει κάτι, αυτό είν' άλλη δουλειά. Όπως θέλει ας κάνει... Είπε κείνη. Ναι, είπε πρόθυμα ο Διαμαντής. Κράτα και συ ένα κ. Βάσω και δώσε μου τα τέσσερα. Τι νάκανε; Του τα έδωσε αμίλητη. Ο μικρός ευχαρίστησε και τους δυο για τη βοήθεια. Εύγε Διαμαντή, για την πρώτη νίκη σου στη ζωή. Να προχωράς σωστά και το δίκιο θάναι πάντα με το μέρος σου. Η κ. Μάρθα άκουγε δακρυσμένη... Ναι... Δεν είχε πέσει έξω για την αθωότητα του παιδιού. Ο Διαμαντής ήταν ικανοποιημένος και περήφανος. Τα λόγια του και το χαμόγελο της κ. Μάρθας του έδιναν κουράγιο και θάρρος στη δύσκολη ορφανεμένη ζωή του. |