Το κύμα αντρειώθηκε να φάει τον αντρειωμένο κι ή αντρεία, αντιμάχεται κόντρα στο πεπρωμένο... Ν Κ. Το νησί δε φαίνονταν απ’ τη μαυρίλα και την καταχνιά που έρχονταν απ’ τη θάλασσα. Το σπίτι του καπετάν Παυλή ήταν γεμάτο, μέσα κι έξω, από κόσμο αγέλαστο, πονεμένο... Ο καπετάν Παυλής είχε σαλπάρει πριν τρεις μέρες για τελευταία φορά απ’ το νησί. Χτες το σούρουπο γύρισε ο καπετάν Νικολής ο αδερφός της καπετάνισσας κι έφερε το μαύρο μαντάτο. — Ο καπετάν Παυλής χάθηκε... είπε κουνώντας το κεφάλι του. Αφού πάλαιψε δέκα ώρες με τα κύματα κι αφού είδε πια, ότι δεν του απόμεινε καμιά ελπίδα, άδειασε το τσούρμο στην αγριεμένη θάλασσα, δίνοντας στον καθένα τους μια σανίδα σωτηρίας. Ο ίδιος, σωστός δαίμονας που δεν ήθελε να νικηθεί ποτέ του κι από κανέναν, πάλαιψε πολύ γιατί τα κύματα έρχονταν κατά πάνω του, όλο και μεγαλύτερα, μέχρι που τον σκέπασαν μια για πάντα. Αυτό ήταν! Η καταραμένη θάλασσα μόλις τον πήρε στα σπλάχνα της ησύχασε, λες κι απολάμβανε τη λεία της. Τότε, τράβηξα κατά τον κάβο, είδα το τσούρμο, το μάζεψα και τόβγαλα στη στεριά. Ακόμα δεν μπορούν να το πιστέψουν πώς πατούν στο χώμα... Ακόμα στ' αυτιά τους βουίζει το τραγούδι του καπετάν Παυλή που έσμιγε με το μουγκρητό της θάλασσας κι έμοιαζε με θανατερό θρήνο... Κι ο καπετάν Νικολής απόσωσε την κουβέντα του με τούτα τα λόγια˙ — Η θάλασσα καλοσύνεψε όσο να μαζέψω το τσούρμο και να το βγάλω στη στεριά. Ύστερα πάλι αγρίεψε κι έγινε χειρότερη από πριν. Δεν είχε χορτάσει! Ήθελε κι άλλα κορμιά! Σκεφτικός τράβηξε κατά το παράθυρο, μουρμουρίζοντας˙ — Κι ήταν τόσο νέος. Μόνο σαρανταπέντε χρονώ! Ο καπετάν Παυλής έφυγε με τον καημό φωλιασμένο μέσα στα δασόστηθά του. Ο γιος του ο Αντρέας δεν τον είχε ακολουθήσει σέ κανένα ταξίδι. Είχε κλείσει τα είκοσι χρόνια του, χωρίς να χαιρετίσει από κοντά τη θάλασσα. Η κόρη του η Ασημίνα είχε γίνει σωστή κοπέλλα της παντρειάς, ψηλή κι όμορφη σα νεράιδα του γυαλού. Τον τελευταίο καιρό η Ασημίνα ανεβοκατέβαινε τακτικά πάνω στο καράβι του πατέρα της. Το περιεργάζονταν και το μελετούσε με κρυφές ματιές. Κι όλο τη ρωτούσε ο καπετάν Π αυλής˙ «Πες μου και μένα, κόρη μου, τι σκέφτεσαι και τι ζητάς εσύ, κορίτσι της παντρειάς, ν' ανακατεύεσαι με το τσούρμο; Μπας κι έβαλες κανέναν στο μάτι, έ;» Κι η όμορφη καπετανοπούλα του απαντούσε πάντα με το γλυκό κι αινιγματικό της χαμόγελο˙ «Τ' είναι αυτά που λες, πατέρα; Είμαι μικρή ακόμα για να μου λες τέτοια λόγια...» «Μπορεί, κόρη μου», της έλεγε κείνος με τρυφεράδα «να μην τόχεις καταλάβει. Τυχαίνει καμιά φορά ν' αγαπάμε, χωρίς να περνάει απ’ το νου μας, ότι αυτό που νιώθουμε είναι αγάπη». «Μείνε ήσυχος, πατέρα», τ' απαντούσε κείνη «και δεν είναι αγάπη γι' άντρα». Καθώς έλεγε αυτές τις κουβέντες, κοίταζε με δέος την απέραντη θάλασσα, με πάθος και συλλογή. Ο πατέρας της κατάλαβε, τότε, τι εννοούσε και είπε τούτα τα λόγια, κοιτάζοντας την απεραντωσύνη τ' ουρανού και τα γαλανά πλάτη της θάλασσας˙ «Ω, Θεέ τ' ουρανού και της θάλασσας! Όλα τ' ανάποδα στο σπίτι το δικό μου γίνονται! Ο γιος μου στεριανός κι η κόρη μου θαλασσινή! Τι σούχω κάνει ο δόλιος; Εγώ πιστά σε υπηρέτησα και πιστά σ' αγάπησα...» Κι όσο περνούσε ο καιρός κι έβλεπε ο καπετάν Παυλής πως ό γιος του δεν έπαιρνε το δρόμο της παράδοσης, τόσο πιο σκεφτικός και πιο πικραμένος γινότανε... Τώρα, όλα κείνα τελειώσανε και μέσα στο σπίτι του καπετάνιου έχει απλωθεί μυστήριο, γιατί κι η καπετάνισσα φοβότανε και βασανιζότανε, νύχτα μέρα, για τους ίδιους λόγους. Όσο κι αν προσπαθούσε μ' απόγνωση να βάλει μια τάξη μέσα στο σπίτι της, έβρισκε αντίσταση κι απ’ τα δυο της παιδιά. Το καθένα είχε διαλέξει το δρόμο που ήθελε. Ήταν πάντοτε σκεφτικά και ποτέ μέσα στο σπίτι δε γελούσαν όπως πρώτα κι οι κουβέντες του ήταν κι εκείνες μετρημένες. Σε λίγο καιρό, ο Αντρέας θα πήγαινε να παρουσιαστεί για να κάνει τη θητεία του. Σ' αυτή τη σκέψη παρηγοριόταν ή καπετάνισσα κι έλπιζε πως ο στρατός ίσως τον έκανε να λογικευτεί. Την κόρη της, τη ζητούσαν πολλά παλληκάρια του νησιού, μα κείνη αρνιόταν σ' όλους. Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που ο Αντρέας της έφυγε για το στρατό. Σ' ένα μήνα λάβανε κιόλας γράμμα του κι η Ασημίνα τάνοιξε με λαχτάρα και το διάβασε δυνατά να τ' ακούσει κι η μάνα της. Ήταν γεμάτο παράπονο κείνο το γράμμα. «Μάνα», έγραφε ό Αντρέας, «με κατατάξανε στο Ναυτικό, εκεί που δεν ήθελα εγώ! Ίσως, σ' αυτό να φταις εσύ κι ο πατέρας που ήταν καπετάνιος. Εμένα δεν μ' άρέσει η θάλασσα. Τη μισώ! Φταίει και που είμαι νησιώτης. Όλα φταίνε, όλα! Έκτος από μένα. Τ' ακούς, μάνα; Έκτος από μένα!...» Κι η καπετάνισσα, όχι μόνον τάκουγε, μα έκλαιγε κιόλας για την σκληράδα που έδειχνε ο γιος της σε κείνη και στον χαμένο σύντροφό της... Ώσπου έφτασε κι η άνοιξη... Όλα στο νησί έδειχναν πως ετοιμάζονται για τη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. Οι κήποι, τα χωράφια και τα καρποφόρα δέντρα, στολίστηκαν στα πράσινα και τα φανταχτερά λουλούδια, τονίζανε περισσότερο τον καταπράσινο φόντο της χαρούμενης φύσης. Τα σπίτια, ασβεστωμένα μέσα κι έξω, μέχρι τα πέτρινα μικρά σκαλιά και στα περβάζια καμαρώνουν τα κόκκινα γεράνια. Δε χορταίνει, κανείς, να θαυμάζει τόση νησιώτικη ομορφιά... ...Η Ασημίνα σηκώθηκε πολύ πρωί και χωρίς να βάλει τίποτα στο στόμα της, αφού ντύθηκε μόνο, χαιρέτησε τη μάνα της κι έφυγε. Στο δρόμο προχωρούσε γρήγορα κι έριχνε τριγύρω της ανήσυχες ματιές, λες και την κυνηγούσαν. Είχε απομακρυνθεί πολύ απ’ το κέντρο του νησιού. Σταμάτησε σ' έναν απόκρημνο βράχο που είχε κάτι πέτρινα σκαλιά πού οδηγούσαν κάτω στη θάλασσα. Τα κατέβηκε ένα - ένα πατώντας με προσοχή στους μυτερούς βρά-χους. Έφτασε σ' ένα μικρό εκκλησάκι που ήταν κτισμένο εκεί κάτω, στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Άνοιξε την πορτούλα του και μπήκε μέσα. Όλους κι όλους δυο ή τρεις το πολύ ανθρώπους χώραγε μέσα. Γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Αγίου, στήλωσε τα μάτια της στο πρόσωπό του και τα χείλια της κινήθηκαν κάνοντας μια προσευχή πούμοιαζε περισσότερο, με παράκληση μικρού παιδιού˙ «Άγιε Νικόλα μου, μη μ' αφήνεις μονάχη να χαθώ στα πέλαγα! Στείλε μου τον αδερφό μου να ξανανοίξει το σπίτι των γονιών μας. Κάμε τον ν' αλλάξει γνώμη και ν' αγαπήσει και κείνος τη θάλασσα όπως όλοι μας εδώ στο νησί... Σε παρακαλώ!...». Σηκώθηκε δακρυσμένη και τράβηξε κατά το μώλο. Της άρεσε να πηγαίνει εκεί και να κοιτάζει με τις ώρες τα πλεούμενα. Μα, σα νάκουσε βήματα πίσω της. Γύρισε και είδε το θείο της τον καπετάν Νικολή. — Γεια σου, Ασημίνα, τι κάνεις εδώ; — "Ο,τι κάνω πάντα, θείε μου. Αγναντεύω τη θάλασσα... — Ξέρεις, Ασημίνα, στενοχωριέμαι που δε σας βλέπω χαρούμενες και γελαστές στο σπίτι, εσένα και τη μάνα σου. Εγώ παιδιά δεν έχω και ξέρεις, πάλι, πόσο σ' αγαπάω κι εσένα. Πες μου, λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για να σας ξαναδώ ευτυχισμένες; Αυτή την ερώτηση την είχε ξανακάνει ο θείος Νικολής, μα η Ασημίνα δεν του άνοιγε την καρδιά της. Τώρα, όμως, αποφάσισε να μιλήσει. Αφήνοντας τη ντροπή κατά μέρος, του είπε˙ — Μια χάρη θέλω, θείε μου, μόνο. Να μου χαρίσεις τη βάρκα σου την «Τσιμούλα» να κάνω μια βόλτα στη θάλασσα. Έτσι, θα ευχαριστηθώ λιγάκι. Ο θείος που δεν περίμενε η ανεψιά του να του ζητήσει αυτό το πράγμα, της απάντησε πως, θα το συζητήσει και με την καπετάνισσα κι αν η μάνα της την αφήνει, τότε να της δώσει τη βάρκα του. Η καπετάνισσα όταν τάκουσε αυτό, στενοχωρέθηκε. Όμως, σκέφτηκαν κι οι δυο, πως ό,τι κι αν της έλεγαν, δε θα την έκαναν ν' αλλάξει γνώμη. Γι' αυτό, το ίδιο κιόλας βράδι, συμφώνησαν να της κάνουν δώρο την «Τσιμούλα», τη βάρκα του θείου της, του καπετάν Νικολή. Από τότε η Ασημίνα χάνονταν στη θάλαοοα, συντροφιά μόνο με το πλεούμενο. Κανέναν δεν έβαζε μέσα, ακόμα κι όταν έρχονταν ο αδερφός της με άδεια, ούτε τότε μαζεύονταν στο σπίτι. Η καπετάνισσα περίμενε να περάσει ο καιρός, να μαζευτεί ο Αντρέας στο σπίτι, μήπως κι άλλαζαν τα πράγματα. Όμως, πάλι δεν ήρθανε όπως τα λογάριαζε η δόλια μάνα. Μόλις έφτασε ο καιρός κι απολύθηκε ο γιος της, απ’ τη μέρα εκείνη, έχασε τα ίχνη του! Ούτε πάτησε στο σπίτι του καθόλου, ούτε ένα γράμμα της έστειλε, ούτε ένα μήνυμα πως είναι καλά... Περάσανε δυο χρόνια κι o Αντρέας δεν έδωσε σημεία ζωής. Η καπετάνισσα τον έκλαιγε νύχτα μέρα. Κάποτε είπε στην κόρη της την Ασημίνα να παντρευτεί, να μαζευτεί, τουλάχιστον, εκείνη. Μα ούτε να τ' ακούσει ήθελε! Γινότανε θάλασσα αγριεμένη, άρπαζε τη βάρκα της και ξανοίγονταν στην υγρή της αγκαλιά, αφήνοντας τη μάνα της ολομόναχη να κλαίει. Η παράξενη κείνη κοπέλλα, συνήθισε να λέει τούτο το τραγούδι που τόφερνε ο αντίλαλος σ' όλο το νησί˙ Πάρε με, θαλασσίτσα μου, σοϋχω καημό πολύ! Είμαι η καπετανοπούλα του καπετάν Παυλή! Φουρτούνα έχω στο αίμα μου, βυθούς μες στην ψυχή στην καρδιά μου καβοντόρο, στην αρμύρα το φιλί... Να σ' αρμενίζω άσε με και συ νάσαι γυαλί να δω το καραβάκι μας τον «Καπετάν Παυλή!» Μ' όλα τούτα τα καμώματα των δυο της παιδιών και με τον γρήγορο χαμό του άντρα της, η καπετάνισσα δε βάσταζε άλλο. Έπεσε με ψηλό πυρετό και μέσα σε δυο μερόνυχτα τη χάσανε... Από τότε η Ασημίνα, ταξίδευε μαζί με το θειο της τον καπετάν Νικολή στο ίδιο το καράβι. Όργωνε τις θάλασσες χωρίς να φοβάται. Ήταν τολμηρή και δυνατή. Όσοι τη βλέπανε, έκαναν το σταυρό τους, πώς εκείνη, κορίτσι πράμα και να συμπεριφέρεται καλύτερο κι από καπετάνιος! Είχε κλείσει, τώρα, τα τριάντα της χρόνια κι η θάλασσα της είχε προσθέσει μια σκληράδα στόμορφο πρόσωπο της. Ήταν μαυρισμένη και τα γαλάζια της μάτια είχαν πάρει το χρώμα του βυθού, σκούρα και περίεργα... Ήταν μια μέρα, από κείνες που έκανε τη συνηθισμένη της βόλτα με την «Τσιμούλα». Ξανοίχτηκε μακρυά και τραγουδούσε το γνωστό της τραγούδι. Έτσι, δεν πρόσεξε κάποιο καράβι που ξαφνικά βρέθηκε νάναι κείνη δίπλα του. Η μηχανή του ήταν σβησμένη. Η Ασημίνα καθώς άνοιξε τα μάτια για μια στιγμή, ξαφνιάστηκε. Πόσο μακρυά είχε φτάσει απ’ τη στεριά! Τίνος να ήταν, άραγες, κείνο το καράβι; Δε φαινότανε γνωστό κι ούτε είχε αράξει ποτέ στο νησί. Όμως, κάτι έγραφε απέξω, στα πλάγια. Ήταν τόσο ζαλισμένη που δεν κατάλαβε πως το καράβι όλο και πλησίαζε κοντά της, σχεδόν αθόρυβα. Σε λίγο μπόρεσε να διαβάσει καθαρά, τη λέξη ΑΣΗΜΙΝΑ που ήταν γραμμένη με μεγάλα γράμματα. Απ' το καράβι σα να της φάνηκε πως κουνούσαν μαντήλια! Σήκωσε δειλά το χέρι της κι ανταπόδωσε τον χαιρετισμό. Απ' την πλώρη του άκουσε μια γνώριμη φωνή˙ — Ασημίνααα! Ασημίνααα! — Θεέ μου! Ο αδερφός μου! Ναι! Πραγματικά, καπετάνιος του καραβιού ήταν ο Αντρέας ο αδερφός της! Η βάρκα της είχε πλευρίσει το καράβι κι ο Αντρέας της φώναξε˙ — Έλα, Ασημίνα, πιάσε το σκοινί που σου πετάμε και δέσε τη βάρκα στο καράβι. Πρόσεχε! Σαν αστραπή έγιναν όλα και σαν σε όνειρο. Τα δυο αδέρφια έμειναν αγκαλιασμένα για πολύ ώρα. Όμως, ένας ξένος την κοίταζε με αγωνία και περίμενε πότε θα σηκώσει και κείνη τα μάτια της να τον προσέξει. Ήταν ο Α' μηχανικός του καραβιού, ένα όμορφο, γεροδεμένο παλληκάρι. Η Ασημίνα πρώτη φορά που κοίταξε άντρα στα μάτια κι ένιωσε να κοκκινίζει από ντροπή. Ο αδερφός της γελούσε, γιατί κατάλαβε... Μπήκαν κι οι τρεις στην «Τσιμούλα» και βγήκαν στο νησί. Πήγαν κατευθείαν στον τάφο των γονιών τους, άναψαν ένα καντήλι κι άφησαν λίγα λουλούδια. Ύστερα, κίνησαν για το σπίτι του θείου τους του καπετάν Νικολή. Κείνος σαν τους είδε, πήδησε απ’ τη χαρά του. Όλο το νησί γιόρτασε κείνο το βράδι το γυρισμό του καπετάν Αντρέα κι όλοι φάγανε και ήπιανε στην υγειά του. Σ' ένα μήνα και στη μεγάλη εκκλησιά του νησιού, γίνανε δυο στεφανώματα. Του μηχανικού του καραβιού και της Ασημίνας και του Αντρέα και της όμορφης Μαλαματένιας, που ήταν απ’ τον τόπο του και που δεν είχε ξεχάσει τα γλαρά της μάτια, όσο έλειπε στα ξένα... |