περιεχόμενα

Η ανύπαρκτη ιστορία ενός τύπου που δεν τον έλεγαν Ιβάν

Εξαιρετικά αφιερωμένο σ' όσους "Θα κατεβαίναμε, μωρέ, στη διαδήλωση, αλλά δε βρίσκουμε κάποιον να μας φυλάξει τα παιδιά..."

Κώστας Κοντοδήμος

Τώρα που τα σύννεφα του Μεγάλου Τέλους πλησιάζουν να θρονιαστούν πάνω από τους ψεύτικους θεούς μας· τώρα που η ανάγκη δεν έχει πια σωτηρία· τώρα που τ' αστέρια κάνουν τις ύστατες διαδρομές τους στο στερέωμα και το μαρτύριο του Τροχού θα χαθεί πίσω κι ανάμεσα στις θολές αναμνήσεις του πρόστυχου κόσμου που ζήσαμε· τώρα, λεπτά ίσως πριν τη Νίκη του τελευταίου Μορφέα αυτού του Σύμπαντος, τις στιγμές που ο Ένας βλέπει να παρελαύνουν ηττημένες προς το μαξιλάρι του οι αναλαμπές των ενδόξων ημερών· τώρα κι Εγώ, μόνος κυρίαρχος του αίματος που ξεχείλισε από τις προαιώνιες σφαγές, Αυτός που έπλασε με δάκρυα κι αίμα το χώμα για να δώσει ζωή στα λήμματα των εγκυκλοπαιδειών που μέλλονται να γραφούν για να χαθούν κι αυτές με τη σειρά τους.

Tώρα, με τη φωνή αργή μέσα στην κούραση, κι από τα χρώματα του ονείρου ταξιδευτής στο μαύρο για συμπαράσταση κι ελπίδα, αρχίζω τη διήγηση της μεγαλύτερης εξέγερσης στην Ιστορία Μου, Του Ανθρώπου, του Δίποδου Τυράννου, του Σάρκινου Εφιάλτη Tης Γης, Εκείνου Που Στις Χαρακιές Της Παλάμης Του κλείστηκαν Αιώνες Κραυγών κι Ελπίδας, Δευτερόλεπτα Ονείρων και Δόξας, Εννιάμηνες Στιγμές Κυοφορίας Εξουσιών Που Μοιάζαν Παιδιά Του Κι Ομως Ποτέ Δεν Ήταν...

Ας είναι. Αρχίζω πριν φτάσει Και Για Μένα Η Ωρα Του Κόσμου Που...

Έβρεχε. Πολύ. Οι άνθρωποι κοιτούσαν το νερό πίσω απ' τις οθόνες. Παιδιά χάζευαν - ντυμένα σάκους τις τύψεις των γονιών τους. Μπροστά, τώρα, απ' τις οθόνες, τίποτα. Μόνο η χακί λωρίδα και οι ήχοι απ' τα ελεφαντόδοντα που παιάνιζαν τον πρόστυχο ύμνο. Κι έξαφνα, για πολύ λίγο. Ησυχία. Και να! Τα ένοπλα τμήματα της Οδοντοφυλακής: Ντυμένοι τις περιοδοντολογικές χλαμύδες με την αποφορά της απόλυτης στοματικής υγείας, οι διάδοχοι των Αλκίμων, της νεολαίας των Ες Ες, οι γιοι των Φρονιμητών, οι "Κατακτητές" - παιδάκια, αγόρια και κορίτσια, όχι πιο μεγάλα το ένα από τ' άλλο, αγύμναστα και χλωμά απ' το ψεύτικο φως των εργαστηρίων να βηματίζουν ρυθμικά, στρέφοντας την κεφαλή με τα γιαλιστερά δόντια τους στις κάμερες, έτσι που όλοι να νιώσουν, έστω κι απ' την τηλεόραση, την στιλπνότητα των ανιχνευτήρων τους, την ικμάδα των κοχλιαρίων οδοντίνης, όλων προσαρμοσμένων τέλεια σε πλήρεις σειρές μπροστά, ανεπαίσθητα ίσως μέσα στη στοματική κοιλότητα, να αφήνουν όλοι (και φροντισμένα) να προβάλουν τάχα τυχαία οι ασημιές λαβίδες και τα καθρεφτάκια του πόνου, περασμένα στις ζώνες τους και να αντανακλάται η λάμψη τους στη βρεμμένη άσφαλτο.

Ο πόνος κι η ανάμνησή του θριάμβευε στους θεατές, που, κρυμμένοι μέσα στα μόλις ψεκασμένα στόματα περίμεναν κάποια έφοδο, τιμητική βεβαίως μέρες που 'ταν - επέτειος της καφεαπαγόρευσης, αν ήταν αρκετά τυχεροί, τα παιδιά τους ίσως ζούσαν κάποια εμπειρία Κινητικής Προσθετικής, θα βρισκόντουσαν οι ίδιοι μάρτυρες μιας ζωντανής εφαρμογής Παιδοδοντίας. Τότε, τις ίδιες δηλαδή στιγμές, σε κάποιο σπίτι, το χαμόγελο έμπαινε για πρώτη φορά και σταθεροποιούνταν στα σκασμένα χείλη ενός δεμένου μελαχρινού τριαντάρη, με το κωδικό όνομα Ιβάν - ποτέ κανείς δεν έμαθε το αληθινό του όνομα, κι ίσως αυτό νά 'ναι πιο δίκαιο απέναντι στην Ιστορία. Κι ήταν γιατί ήξερε ότι δεν ήταν μόνος. Ότι, πια, η ύπαρξή του θά 'παιρνε το νόημα που εκείνος ήθελε να της δώσει, κι όχι άδικα, όπως θα διαπιστώσετε...

Μπήκε στο σπίτι κατά τις πέντε. Βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν είχε περάσει από εκεί για έλεγχο - όχι ότι έπαιζε κάποιο ρόλο, ήταν πολύ δύσκολο να τον ανακαλύψουν κι ακόμα περισσότερο να βρουν ίχνη των συνηθειών του. Δεν ήξερε καν τ' όνομά της. Ήταν καινούρια - μόλις πριν μερικές μέρες είχε μετατεθεί στο γραφείο, προφανώς αυτό είχε γίνει μόνο και μόνο για να τον προσεγγίσουν, αλλά πάλι ποιος μπορούσε να τον έχει υποπτευθεί. Έλπιζε ότι, ήθελε να ελπίζει ότι, ναι, τον είχαν ανακαλύψει, επιτέλους χρειαζόταν κάποιος να έχει τέτοια οργάνωση. Αν ήταν σε θέση απλώς... Κρέμασε στον καλόγερο τα ρούχα του κι έπειτα, γυμνός, γέμισε τη μπανιέρα και χώθηκε στο νερό. Σχεδόν δε χρειάστηκε να συστηθούν. Απλώς ακούμπησαν, στριμωγμένοι, στο ασανσέρ - κι αυτό ήταν. «Μπορώ να σας ερωτευθώ;», τη ρώτησε. Λίγα λεπτά αργότερα ήταν μόνοι οι δυο τους στο γραφείο του, εκείνη είχε βρεθεί εκεί με κάποια πρόφαση, μια δακτυλογράφηση αν θυμόταν καλά. Γύρισε το κλειδί στην πόρτα και, σαν να γινόταν κάθε μέρα αυτό, κάθισε στα πόδια του. Τα χέρια της τον τύλιξαν πολλές φορές ξεγλιστρώντας ακριβώς τότε που το συγκεκριμένο σημείο του σώματός του είχε κορεσθεί από ένταση για να τον ακουμπήσει πάλι, ελάχιστα χιλιοστά δέρματος πιο δίπλα, σε μια καινούρια μάχη με την ηδονή. Δεν ήταν, βέβαια, η πρώτη φορά ούτε που του επιτίθετο γυναίκα στο γραφείο του (αν τον έβλεπες θα καταλάβαινες εύκολα το γιατί) ούτε του έκανε εντύπωση η επιδεξιότητα του κοριτσιού, ήταν...

Αφησε την ηδύτητα του νερού να σκάψει κάθε πόρο του δέρματος, τη μυρωδιά του να διαλύσει κάθε επαφή του με τον κόσμο της βαρβαρότητας έξω, κι όταν αποφάσισε να κρατήσει μόνο εκείνη στο μυαλό του, έφερε το χέρι στο στόμα - ανασήκωσε το άνω χείλος στην αρχή... Ήταν το φιλί της που τον συγκλόνισε. Το φιλί, όπως το θυμόταν, μητρικό, με τη γεύση του βραδινού φαγητού, τα κομματάκια το μασημένο κι ακατάπιωτο φαγητό ανάμεσα στα ούλα και τις φαγωμένες άκριες των δοντιών, που έτρεμαν αδύναμα σε κάθε άγγιγμα της γλώσσας του. Το φιλί, όπως το φανταζόταν χρόνια τώρα, με την αψάδα της πιπεριάς και την κρεμμυδίλα του στιφάδου, τα σπασμένα κοκαλάκια του μπακαλιάρου να τσιμπάνε τα χείλια του κι η σκορδίλα να τα ερεθίζει όλο και πιο πολύ, ώσπου μια γεύση πρόσφατου ρεψίματος ανάκατη με γλύκα αποσυνθεμένης σοκολάτας τον τύλιξε ολότελα.

Πίεσε προς τα κάτω τον ουρανίσκο κι η ψεύτικη οδοντοστοιχία έπεσε στα χέρια του. Ακολούθησε η ίδια διαδικασία με την οδοντοστοιχία της κάτω γνάθου. Ακούμπησε τα κάτασπρα μαργαριταρένια ψεύτικα δόντια του δίπλα στη μπανιέρα κι άρχισε αργά αργά να σκαλίζει με τη γλώσσα τα μαύρα σάπια κομμάτια που κρέεμόντουσαν απ' τα ούλα του. Αφησε τη γλώσσα του να περιπλανηθεί στο μυστήριο δυο και πάνω βδομάδων άπλυτου στόματος, ξανάφερε και μάσησε υπολείμματα τροφών τη σύνθεση των οποίων είχε ξεχάσει πια: Η αψάδα κάποιου ραπανιού σκόνταφτε και μπλεκόταν μ' ένα κομμάτι κακομασημένο αμύγδαλο, πού 'χε σφηνώσει σε κάποια κουφάλα ενός απολειφαδιού προγόμφιου κι ο ψεύτικος βήχας στον οποίο υποχρέωνε το λαιμό του έφερνε πάλι - τρεις ή τέσσερις μέρες μετά - την αίσθηση ενός λειωμένου σπόρου από αποξηραμένο σύκο. Κι έπειτα, σαν νά 'ταν αυτό μόνο που ήθελε, το κορίτσι του πέρασε τις χειροπέδες - ήταν τελικά χειροπέδες; Φόρεσε κι ένα ζευγάρι η ίδια. Κι άρχισε να τον γδύνει με τα δόντια, να τα πιέζει στην αγκράφα της ζώνης του ώσπου να τη χαλαρώσει, να τραβάει με επιδεξιότητα, τυλιγμένο γύρω από τον κυνόδοντα, το λασπωμένο κι από πάνω βερνικωμένο κορδόνι του παπουτσιού του κι αυτή τη γεύση να τη σμίγει - φιλί - στο στόμα του με την ιδρωτίλα που είχε σ' εκείνον αφήσει η προσπάθεια να της βγάλει το πουκάμισο, σπάζοντας με τους τομείς τις κλωστές των κουμπιών, κι η πίεση που ασκούσε η γλώσσα του, καθώς πίεζε τα τιραντάκια του σουτιέν. Ναι, αυτός ήταν Ο Έρωτας. Το στόμα της σ' όλο το σώμα του, όλο το σώμα της μέσα στο στόμα του - ώρες, μέρες, αιώνες ανθρώπινης ηδονής σ' ένα γραφείο κλειδωμένο, με το φόβο της εισβολής εκείνων να κάνει την επαφή δυο, τρεις, χιλιάδες, πολλές, αληθινά πολλές φορές πιο έντονη, όταν μέσα στο στόμα τους το κάθε υγρό...

Σηκώθηκε και βγήκε απ' τη μπανιέρα, ερεθισμένος ακόμα από την ένταση της ανάμνησης. Χαμογελούσε ακόμα. Μετά από πολλά χρόνια ο Ιβάν χαμογελούσε. Αφέθηκε να στεγνώσει γυμνός, κάνοντας βόλτες στο άδειο σπίτι. Επειτα άνοιξε την τηλεόραση. Μετέδιδε το μήνυμα του Μεγάλου Γναθοχειρούργου. Πάνω από το κοντό μουσάκι στο πηγούνι, πίσω απ' τα στρογγυλά γυαλάκια με τον μεταλλικό σκελετό, αλλά κι ακόμα πιο πίσω, πίσω κι απ' αυτό το ηλίθιο βλέμμα του, αιώνες κραυγών, ήχοι τροχού, νήματα να σπάζουν βίαια τη συνέχεια των δοντιών - χαμόγελο θριάμβου της πιο σαδιστικής εξουσίας.

"Ο Όργουελ δεν ήταν παρά ένας αφελής οπτιμιστής", συνήθιζε να λέει, όταν τους έβλεπε όλους αυτούς να επιτίθενται στη λογική του... Κάτι τέτοιο θα σκεφτόταν και τώρα που το μήνυμα έφτανε στο τέλος του μέσα σε κλασική μουσική, ενώ ο ίδιος ο Ιβάν έψαχνε κάποιο κομματάκι πέτρας στα δόντια της κάτω γνάθου να το σπάσει με το νυχάκι του δείκτη του. Και βρήκε ένα.

Όταν το κομματάκι της πέτρας πετάχτηκε στο χέρι του, καφετί και με μιαν ιδέα αίμα σαν κλωστή, τό 'σφιξε ανάμεσα στο μέσο και τον αντίχειρα και το εκσφενδόνισε προς την οθόνη. "Είμαστε πολλοί", τού 'χε πει, αφού τέλειωσαν κι ενώ προσπαθούσε μ' ένα σπραίυ να εξαφανίσει απ' τους « άλλους» τη γεύση του έρωτα απ' το στόμα της, ενώ ο ίδιος ο Ιβάν δεν έπαυε να γλείφει τα πληγιασμένα του χείλια προσπαθώντας να κρατήσει για λίγο ακόμα τη γεύση της. "Πάρα πολλοί, πια. Δε μπορούμε, δεν πρέπει απέναντι στην ιστορία, να τους επιτρέψουμε - φτάνει πια", έτσι μπερδεμένα μίλαγε. Οι λέξεις βγαίναν σαν έρως από τα χείλη της, έσπαγαν το φράγμα του ευκάλυπτου πού 'χε καλύψει από το σπραίυ το στόμα της. Κι αυτός απλώς την άκουγε. Δεν πρόσεχε, με την έννοια τουλάχιστον, που θα έδινε κάποιος τρίτος στη λέξη. Ήξερε όμως ότι αυτό ήταν το μήνυμα. έτσι θα 'ρχόταν. Μέσα από τα μαγικά χείλη ενός κοριτσιού... Η μοίρα πάντα προσέχει τους τρόπους και τους δρόμους δια των οποίων θ' αποκαλυφθεί στα παιδιά της. Έσπρωξε πάλι το δάχτυλο ανάμεσα σε δυο γομφίους. Κενό. Πίεσε το νύχι πάνω στην πλάκα, ένιωσε το σμάλτο να υποχωρεί κατ' αρχήν κι έπειτα - φλούδες - να περιστρέφεται και να τυλίγει σαν μαγικό σχοινί. Η οργάνωση λεγόταν κάτι σαν Οδοντοκλάστες, είχε αρκετά μέλη, δεν του 'πε ακριβή αριθμό, αλλά έτσι συμπέραινε από τη θέρμη και τον ενθουσιασμό της - υπήρχαν δυνατότητες ανατροπής του συστήματος, πάντως, αυτό ήταν ολοφάνερο. Υπήρχε κάποιο σχέδιο, μια επιτροπή που θα το έθετε σ' εφαρμογή, κάποιοι σαν τους - πώς τους λέγανε; - ναι, μπολσεβίκους, θα δοκίμαζαν για πρώτη φορά από τον εικοστό ακόμα αιώνα να ανατρέψουν την άρχουσα τάξη, να προβάλουν νέες αξίες, ναι, το κορίτσι είχε την ορμητικότητα των νιάτων της, αλλά και τη σιγουριά κάποιας πλάτης πίσω της, τό 'βλεπες στη λάμψη των ματιών της. Έτριψε τη βγαλμένη φλούδα στα χείλη του, την ακούμπησε με τη γλώσσα στο σκάσιμο των χειλιών του και την έσπρωξε στην πληγή. "Κάτι πάει ν' αλλάξει. Μπορεί ο κόσμος να γίνει κάποτε όμορφος", συνήθιζε να του λέει ο...

Δεν του 'χε πει ούτε ένα όνομα. Προφύλαξη; Συνήθεια; Ένταση; Απλώς του είχε σπρώξει το χαρτάκι με τη διεύθυνση και την ώρα. Ακούμπησαν τα χείλια τους, πριν εκείνη ξεκλειδώσει και βγει με τα δακτυλόγραφα στα χέρια - πότε διάολο πρόλαβε και χρησιμοποίησε τη γραφομηχανή; Όσο αυτός νόμιζε ότι... ε, όχι ρε πούστη μου, όχι - δε μπορεί να δακτυλογραφούσε όσο εκείνος... Τέλος πάντων, βγήκε.
Ποιος ήταν ο Ιβάν δεν έχει σημασία. Σ' όλα τα παραμύθια υπάρχουν κάποιοι τριαντάρηδες που η ιστορία τους καλεί να βγάλουν απ' τη φωτιά τα κάστανα που γλίστρησαν από τα τρεμάμενα χέρια μουρλόγερων με ιδανικά διατηρημένα στην κατάψυξη των φιλοσοφιών τους ή πετάχτηκαν στις στέγες μαζί με τις πέτρες που εκσφενδονίζουν επ' ευκαιρία της επαναστατικότητός τους τίποτα εξεγερμένοι γι' αγνώστους λόγους δεκαεξάρηδες. Το ποιος ήταν ο κόσμος είχε σημασία. Κι αυτό είναι που συνήθως δεν παίρνουμε χαμπάρι, πιθανότατα επειδή μπερδεύουμε τον κόσμο με την πάρτη μας, αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση - πάντως ποτέ δικιά μας.

Ο κόσμος ήταν, λοιπόν, εκείνος ο ίδιος που ήταν παλιά, με το σύμπαν του να κρύβει μυστικιστικότατα (πώς λέμε Στικιστικιστάμπο Νοσοράμπο Βεραβεραμπίσκι Μπίσκι Μπίσκι Στικιστόκο, ή μήπως δεν το λέτε εσείς στα παιδάκια σας;) τη γέννεσή του, το ηλιακό μας σύστημα να κόβει παρέα με το Γαλαξία βόλτες στο Απειρο, και τη Γη να παίζει στεκαμάν με το φως του ήλιου σε εικοστετράωρη βάση. Και πάνω στη Γη; Εκεί είναι που τα κάνουμε πάντοτε μπάχαλο...

Επάνω στη Γη, λοιπόν, κυριαρχούσε επί πολλά, πάρα πολλά χρόνια ο Ανθρωπος. Ο Ανθρωπος είναι ένα είδος θηλαστικού, δίποδο και, με έναν δικό του τρόπο, σκεπτόμενο. Το πολύ κακό με αυτό το είδος είναι που ό,τι και να του ρίξουν στη μάπα το ανέχεται χωρίς, συνήθως, κουβέντα. Ενώ, επί παραδείγματι, το σκυλί, ο πλέον δουλοπρεπής των συνθέτων ζώντων οργανισμών, πέραν του ανθρώπου ουδένα άλλον ανέχεται ως αφέντη στους αιώνες, το τι γνωρίζει στο σβέρκο του ο Ανθρωπος δε λέγεται: Τι Μητριαρχίες, τι Πατριαρχίες, Τυραννίες, Αριστοκρατίες, Βασιλείες και Καπιταλισμούς, παρντόν Ελεύθερες Οικονομίες τις λέμε εμείς, άλλο να τα λέμε κι άλλο να τα καταγράφουμε.

Εκεί, κάπου στον εικοστό αιώνα έπιασε να πλανάται πάνω απ' την Ευρώπη, και δη την Ανατολική, ένα περίεργο φάντασμα που υποσχόταν να απελευθερώσει τον Ανθρωπο από τον όποιον αφέντη... Πλην όμως, ως φάντασμα, ψιλοβολεύτηκε, καθώς φαίνεται, στα μπουντρούμια, τις ψυχιατρικές κλινικές και τις τυμβωρυχίες και πάει, τρόμαξε κι αυτό από τα ίδια του τα "μπούουου" κι αφού αποχώρησε το φάντασμα, ήρθαν ξανά στη θέση του οι βρυκόλακες.

Τότε άρχισαν οι Μεγάλες Προφητείες: Μέσα στην παρακμή, τον εξευτελισμό των αξιών και των ιδανικών, μέσα στη λάσπινη ζωή που δημοκρατικά επέλεξε για να κυλιέται ο Ανθρωπος, μέσα σ' αυτά, άλλοι έβλεπαν τον Κόσμο να καταλήγει οριστικά στα χέρια των Καπιταλιστών και τη ζωή να ποδοπατιέται στο βωμό του Χρυσού και της πίστης σ' αυτόν, άλλοι φοβόντουσαν ότι η ευθυνοφοβία του διπόδου αυτού θηλαστικού θα επιβεβαιωνόταν με μιαν επιστροφή στην Αριστοκρατία κατ' αρχήν, στη Μοναρχία έπειτα. Κάποιοι πολύ απασιόδοξοι έβλεπαν την αρχή της βασιλείας της Αγαμίας και της Ασχήμιας στα πρόσωπα των ολοένα πιο ισχυρών Φεμινιστικών σωματείων, ενώ, τέλος, αντίθετοι σ' όσους έστεκαν έντρομοι μπροστά στην απειλή μιας Πανστρατιωτικής Δικτατορίας, δεν ήταν και λίγοι όσοι έβλεπαν σε μια μελλοντική επικράτηση των Διανοουμένων την ονειρική πάλη για εξουσία ανάμεσα στην Εγωπάθεια και τη Μαλακία.

Για Εκείνους δε γινόταν κανένας, μα κανένας, λόγος. Κανείς δε φανταζόταν πού έμελλαν να οδηγήσουν οι ολοένα και σημαντικότερο μανδύα ενδυόμενες οδηγίες τους για υγιεινή διατροφή, ο κατακλυσμός της αγοράς από οδοντότσιχλες δίχως ζάχαρη, τα νήματα και οι δεκάδες ποικιλίες οδοντόβουρτσας με διάφορα σχήματα, σε κάθε είδους συσκευασίες και ποσότητες που παρήλαυναν στους δέκτες των τηλεοράσεων, ως- τάχα- διαφημίσεις. Κανείς δεν έδινε την πρέπουσα σημασία στις δεκάδες στήλες εφημερίδων και περιοδικών που αφιερωνόντουσαν σε... αθώες προληπτικές οδηγίες, στους πρακτικούς οδηγούς στοματικής υγιεινής. Κι όμως. Εκείνοι, μακριά πάντα από κομματικές, πολιτικές και ταξικές αντιπαραθέσεις, ακολουθούσαν το σχέδιό τους: Αντιβακτηριακά υγρά, στοματικά διαλύματα κατά της οδοντικής πλάκας, αντιμυκητησιακά σπραίη, νέοι και νέοι και νέοι βελτιωμένοι τύποι οδοντόκρεμας, μικροί μοχλοί και σπάτουλες για φθοριώσεις, ακόμα και μικροσμίλες... όλα αυτά μπαίναν σταθερά στην καθημερινότητά μας, εκτόπιζαν από τις τουαλέτες και τις εταζέρες τους τα βαμβάκια, τα φάρμακα για εξωτερική χρήση, τις σερβιέτες και τις χτένες, τα περιόριζαν στα ντουλάπια, τα εξωθούσαν από το σπίτι, ενώ όλο και περισσότερο έμπαιναν στη ζωή του Ανθρώπου οι ηλεκτρικές οδοντόβουρτσες, τα κάθε είδους και ποιότητας μηχανάκια για νήματα, τα καθρεφτάκια για το στόμα και οι οικογενειακές συσκευασίες βιταμινών για τα ούλα και φθορίου οικιακής χρήσης.

Κι ούτε κατάλαβε κανείς πώς κάποια μέρα ο "Οδοντίατρός Μας", του δελτίου ειδήσεων μετονομάστηκε "Μέγας Ορθοδοντικός" ή "Μέγας Γναθοχειρούργος" ούτε πώς το διαιτολόγιο που πρότεινε έγινε πολύ αυστηρό πριν καταστεί και υποχρεωτικό και μόνο όταν παρατηρήθηκε από κάποιους ότι σε αρκετές χώρες της Γης είχε ξεχασθεί η διαδικασία των εκλογών, μόνο τότε δόθηκε η εξήγηση ότι η σπατάλη οικονομικών πόρων για προεκλογικούς αγώνες καθιστούσε ανέφικτη την πραγματοποίηση οδοντοχειρουργικών πειραμάτων, απαραίτητων για τη διατήρηση εν ζωή του Ανθρωπίνου Είδους κι έτσι κρίθηκαν περιττές. Κάποιες μικρές αντιδράσεις εναντίον της απαγόρευσης του τσιμπουκιού κατ' αρχήν, αλλά και του πούρου και του τσιγάρου αργότερα, εξαφανίστηκαν μέσα στη γενική αδιαφορία και το μάλλον λογικό επιχείρημα, ότι το κάπνισμα, εκτός από τη σοβαρή επίπτωση που έχει στον αντιαισθητικό φαιό χρωματισμό της οδοντικής πλάκας, ευθυνόταν και για διάφορες δευτερεύουσας σημασίας επιπλοκές της υγείας, όπως το έμφραγμα, ο καρκίνος του πνεύμονος και το έλκος.

Τα πράγματα είχαν μπει τόσο πολύ στο δρόμο τους, που κανείς δεν είπε κουβέντα όταν αποφασίστηκε η αφαλάτωση και κατόπιν η απαγόρευση των ξηρών καρπών και των γλυκισμάτων κι όλοι δέχτηκαν με στωικότητα ακόμα και το - και από τους ενήλικες - τρις ημερησίως δημόσιο βούρτσισμα των δοντιών...

Αυτά για τη Γη, το ρολόι της οποίας την εποχή της ιστορίας μας έδειχνε πια παρά πέντε. Το ρολόι όμως του Ιβάν έδειχνε ακόμα εφτά, κι έτσι, αφού ξαναφόρτωσε, για το φόβο των Ιουδαίων και των Κατ' Οίκον Εφόδων, το στόμα του με τις οδυνηρά λαμπρές μέσα στο ψεύτικο σμάλτο τους μασέλες κι ένιωσε τη δυσωδία του ευκάλυπτου της οδοντόκρεμας να λεκιάζει την ψυχή του, κάθισε μπροστά στην τηλεόραση, την οποία, ενώ από τον εικοστό ακόμα αιώνα όλοι αποκαλούσαν ξεφτιλισμένη, κανείς δεν παρέλειπε να παρακολουθεί τακτικά.

Ειδήσεις: Το ρεπορτάζ της ημέρας ήταν αφιερωμένο σε μια φοβερή ανακάλυψη της αστυνομίας: Μια γιάφκα τρομοκρατών, τουλάχιστον όπως την ονόμαζε η Οδοντοκρατική τηλεόραση. Στην πραγματικότητα, βέβαια, απλώς κάποια συμπτώματα πρώτης φάσεως τερηδόνας, όλα σε παιδιά μιας πολυκατοικίας των νοτίων προαστίων, είχαν οδηγήσει σ' ένα παράνομο ζαχαροπλαστείο στο υπόγειο του κτιρίου. Ο ιδιοκτήτης του, ένας γκριζομάλλης παχουλός γεράκος, προσπαθούσε να κρύψει το πρόσωπό του από τις κάμερες και τα φλας, ενώ φώναζε ότι οι δυο πλάκες σοκαλάτας υγείας καθώς και τα τέσσερα ταψιά μπακλαβάδες προοριζόντουσαν για προσωπική χρήση και μόνο. Την ίδια όμως ώρα, τα ειδικά εκπαιδευμένα λυκόσκυλα της Ασφάλειας όργωναν στην κυριολεξία το κτίριο ψάχνοντας για τα τέσσερα σακουλάκια ζάχαρης άχνης και μισού κιλού καβουρδισμένων αμύγδαλων, που, όπως ισχυριζόταν ο κουκουλοφόρος χαφιές, είχαν παραληφθεί από το ζαχαροπλάστη, στο συρτάρι μάλιστα του οποίου είχαν βρεθεί και δυο φωτοτυπημένα αντίτυπα μιας "συνταγής της γιαγιάς" για κουραμπιέδες...

"Μαυραγορίτες... Κοινοί μαυραγορίτες", αποφάνθηκε ο Ιβάν. "Ίσως - γιατί όχι; - και ανεύθυνοι αριστεριστές", χαμογέλαγε ενώ απολάμβανε την ποιότητα εφαρμογής της ψεύτικης οδοντοστοιχίας του σ' ένα ορθοδοντικό καθρεφτάκι με τη βοήθεια του μεγάλου καθρέφτη της σάλας. "Αν όμως... Αν; Όχι, χίλιες φορές όχι. Αποκλείεται να 'ναι οι δικοί μου αυτοί". Όχι. Δεν έπρεπε. Κι έπειτα, μια οργάνωση με πρόγραμμα, με στόχους και θεωρητικές, όπως ήλπιζε, βάσεις, δεν μπορεί να καθόταν και νά 'στηνε υπόγεια ζαχαροπλαστεία... Αλλά πάλι, ποιος κανόνας θα απαγόρευε σε ανθρώπους που έδιναν ψυχή και σώμα στον αγώνα ενάντια στον ολοκληρωτισμό και την καταπίεση, ένα μικρό διάλειμμα, μια μικρή απόλαυση γλυκού... Ποιος θά 'ταν αυτός που θα τους κατηγορούσε γιατί θα ήθελαν μ' ένα τόσο δα κομμάτι μπακλαβά, να νιώσουν το σάλιο να κατακλύζει το στεγνό απ' τη φρίκη του μεντόλ στόμα τους, τυλίγοντας το λειωμένο στο σιρόπι φύλλο... "Α, όχι. Όχι, Αποκλείεται! Αυτό αποκλείεται! Δε σπαταλάς τόσα χρόνια αγώνες σε μια οργάνωση που είχε κιόλας όνομα: Οδοντοκλάστες, δεν προδίδεις τις ελπίδες σου για ένα μπακλαβαδάκι. Νά 'ταν κανα εκμέκ, μάλιστα", γλείφτηκε ο Ιβάν. Μάζεψε τα σάλια του και βγήκε στο δρόμο.

Προχώρησε στη βρεμμένη πόλη. Ενα ουράνιο τόξο φλουοράιντ με ενεργή προστασία επέμενε - στο πνεύμα των καιρών - να φυλακίζει μέσα του κι αυτό τον ίδιο τον ουρανό. Ο Ιβάν θέλησε να φτύσει, αλλά καθώς βρισκόταν σε κεντρική αρτηρία κι οι κάμερες τον σημάδευαν, το απέφυγε.

Απ' τα παράθυρα ακουγόντουσαν οι οιμωγές των νεαρών σπλάγχνων της πόλη που οι μανάδες τους, σφίγγοντας τον πόνο στην καρδιά - έσερναν στους νιπτήρες για να τους καταματώσουν με το εσπερινό τρίψιμο τα ούλα, να τα ξύσουν με το σαν νύχι αρπακτικού νήμα και να ερεθίσουν με αντισηπτικά τις πληγές ώσπου ο πόνος να φτάσει στο απροχώρητο κι οι εφιάλτες να ποτίσουν τα παιδικά μαξιλάρια - ωσότου η απειλή του πρωινού πλυσίματος των δοντιών τα οδηγήσει πάλι στο κλάμμα.

Οι λακούβες στην άσφαλτο γυάλιζαν σαν προβολέας οδοντιατρείου. Κόντευε πια να σκοτεινιάσει. Οι δημόσιοι λαμπτήρες είχαν ανάψει κι ο κόσμος ολοένα αραίωνε καθώς πλησίαζε πια η ώρα έναρξης της οδοντοκρεμόπερας "Το βακτηρίδιο".

Έφτασε στο οικοδομικό τετράγωνο με τη μονοκατοικία του παράνομου ραντεβού. Παγωνιά. Με τα χέρια στις τσέπες και τους γιακάδες σηκωμένους, γύρισε αργά και διακριτικά πρώτα προς τα πίσω κι έπειτα έστρεψε αριστερά και δεξιά: Πίσω του κι ελαφρά προς τ' αριστερά πρόσεξε τη θολή σκιά μέσ' στο σούρουπο. Τάχυνε δήθεν αδιάφορα το βήμα κι έφερε μια βόλτα το τετράγωνο. Προχώρησε καμιά πενηνταριά μέτρα, έστριψε σ' ένα άλλο στενό, για να καταλήξει πέντε λεπτά αργότερα πάλι στην εξώπορτα της μονοκατοικίας. Αφησε τη ματιά του να γλιστρήσει στον αριστερό ώμο του τζάκετ του. Η σκιά ήταν πάντα εκεί. Και απολύτως λογικά, αφού ήταν η δική του σκιά. Το 'ξερε από την πρώτη στιγμή, αυτό όμως δεν του επέτρεπε να αγνοήσει τους κανόνες της συνωμοτικότητας, όπως τους είχε διδαχθεί από τα βιβλία των οπαδών κάποιου παλιού υπέρμαχου της στοματικής ελευθερίας, ενός Βλαντιμίρ Ουλιάνωφ. Χτύπησε την πόρτα. Περίμενε. Η πόρτα άνοιξε. Φως!

Δυνατό φως νέον, μέσα από κρύσταλλο, τον θάμπωσε.

Όταν τα μάτια του συνήθισαν είδε εκείνη. Όχι εκείνη, αλλά κάποια άλλη. Θέλω να πω, πέρα από μυστήρια, ότι το εκείνη δεν εννοεί τη δεσποινίδα με την οποία είχε το πρωί την αξιολογότατη εμπειρία, αλλά κάποια άλλη γυναίκα, που όμως θα άξιζε τον κόπο να την ονομάσεις εκείνη κι ίσως θα ήθελες να έχεις και μ' εκείνη μια ανάλογη εμπειρία... Δεν ήταν όμορφη, εκτός αν ανήκετε στους λίγους εκείνους άνδρες που τους αρέσουν οι μιγάδες με ύψος πάνω από ένα κι ενενήντα, περιφέρεια στήθους ογδόντα οκτώ, μέσης εξήντα και γοφών ογδόντα τέσσερα εκατοστά του μέτρου, με κυματιστά μαλλιά σχεδόν ως τη μέση, το σκολατένιο τους πρόσωπο να σπάει από τεράστια και - ειδικά για το διήγημά μου - γαλάζια μάτια, με μύτη λεπτή και πολύ λίγο ανασηκωμένη, και μεγάλα κατακόκκινα χείλη όταν παρουσιάζονται μπροστά σας ντυμένες με λαδί εφαρμοστό μπλουζάκι που αφήνει το μεγαλύτερο μέρος του στήθους να παίξει με τη ματιά σας και φούστα κόκκινη εφαρμοστή, ν' ακολουθεί το σώμα από τη μέση έως πολύ λίγο πιο κάτω από τους γοφούς για να παραχωρήσει το καθήκον της καλύψεως των ποδιών σε λεπτές μαύρες κάλτσες που με τη σειρά τους φτάνουν σε μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες. Αν ανήκετε στη μειοψηφία που τη βρίσκει με τέτοιες γυναίκες, τότε εντάξει ήταν όμορφη. Τη λέγαν Ιουλία. Έτσι του συστήθηκε.

"Εσείς θα είστε ο Ιβάν", του είπε με χαμηλή βραχνή φωνή.

"Ναι".

"Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Από εδώ".

Την άφησε να προπορευτεί, όχι τόσο γιατί η Ιουλία ήξερε σαφώς καλύτερα το πώς θα προσανατολιζόταν στο μεγάλο σαλόνι με το τζάκι όχι μόνο να ζεσταίνει, αλλά και να χρωματίζει γαλαζοκόκκινο το κέντρο της αίθουσας, αλλά γιατί έμελε να ανακαλύψει μια σειρά αξιόλογα προσόντα της προσωπικότητάς της, καθώς εκείνη ανέβαινε πρώτη, με διαφορά δυο τριών σκαλιών προς το πατάρι. Τα υπόλοιπα θα τά 'χετε διαβάσει και σ' άλλα βιβλία: Πήγαν στη βιβλιοθήκη, η κοπέλα τράβηξε έναν τόμο από ένα ράφι, τον έβαλε ανάποδα στη θέση του, μια μυστική δίοδος άνοιξε και μπήκαν.

"Ο πατέρας μου", τον σύστησε η Ιουλία σ' ένα μαύρο κύριο, αρκετά ταλαιπωρημένο από τη ζωή, αλλά όχι τόσο κουρασμένο για να πηγαίνει παντού με το αναπηρικό καροτσάκι στο οποίο ήταν καθισμένος.

"Ο Γόμφιους...", ψιθύρισε στον εαυτό του ο Ιβάν. "Ο Μάιος Γόμφιους!". Πράγματι ο μαύρος κύριος που, καθισμένος στο καροτσάκι, πηγαινοερχόταν κερνώντας σαμπάνια τους υπολοίπους καλεσμένους, μοιράζοντας τα παράνομα πούρα σαν νά 'ταν οδοντότσιχλες στον καθένα και άλλαζε με όλους μια ή δυο λέξεις ήταν ο μεγαλοεπιχειρηματίας Μάιος Γόμφιους, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους που είχε αναδείξει η ανθρωπότητα από την Παλαιολιθική εποχή κι έπειτα. Σχεδόν κάθε μέρα, εφημερίδες και περιοδικά ασχολούνταν με τη ζωή του, το νέο του κότερο και τη βίλα του στο Δέλτα του Κενταύρου όπου και το περίφημο εργοστάσιο παρασκευής μικροτσίπς, μικρογαριδακίων, μικροδρακουλινίων και λοιπών μικροτροφών που καταπινόντουσαν αμέσως αμάσητες χωρίς να βλάπτουν σε τίποτα τα δόντια κι ήταν το αγαπημένο έδεσμα των παιδιών της Γης και του Κρόνου. δεν έχαναν ευκαιρία να μιλήσουν για τα αμύθητης αξίας δώρα που συνήθιζε να προσφέρει στους διαφόρους πολιτικούς, τις συζύγους και τους συγγενείς τους - ποιος μπορούσε να ξεχάσει την εκπληκτική γέφυρα με τα διαμαντένια - σχεδόν άφθαρτα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες - δόντια, που είχε χαρίσει στη μικρή κόρη του Μεγάλου Περιοδοντολόγου, ο οποίος με τη σειρά του είχε επιτρέψει στο Γόμφιους, όχι μόνο να παραβρεθεί στην τοποθέτησή της, αλλά να κάνει και προσωπικά την αναισθητική ένεση στο μικρό κοριτσάκι... Ο Μάιος Γόφιους, λοιπόν. Και τι ήθελε εκεί, γιατί συμπεριφερόταν σαν αρχηγός, πώς διάολο...

Κάπως έτσι, όπως δηλαδή ο Ιβάν μπροστά στην παρουσία του μεγαλοεπιχειρηματία, σκέφτονται σχεδόν όλοι οι άνθρωποι της κατώτερης τάξης μπροστά στους επιτυχημένους. Σπάνια τους περνάει από το νου ότι πίσω από την εικόνα αυτή, πίσω από την επίφαση της ευτυχίας και του ζαμανφουτισμού, οι άνθρωποι της επιτυχίας μπορεί να κρύβουν κάποιο μεγάλο δράμα, μιαν ιστορία που δε μπορούν να ξεχάσουν, κι είναι αυτό το δράμα που ορίζει τη ζωή τους, η αγωνία και το πάθος τους για εκδίκηση που δίνει ουσία στην ύπαρξή τους. Γιατί, βέβαια, όλος ο κόσμος μπορεί να ήξερε το Μάιο Γόμφιους και τη σύζυγό του (η οποία σερβίριζε σναπς λίγο πιο πέρα κι ήταν ολοφάνερο ότι από εκείνη - διότι ως εκείνη έβλεπε κι εκείνη ο Ιβάν - είχε πάρει η κόρη τους όχι μόνο το μέγεθος και το σχήμα εκείνων των πλανητών που προπορευόντουσαν του υπολοίπου σώματός της, αλλά και την παρουσίασή τους σε χαρακτηριστικό ντεκολτέ), άντε να είχε ακουστά και για την Ιουλία και εκείνους τους κάποιους ψιθύρους οι οποίοι συνόδευαν την ιδιωτική της ζωή. Κανείς όμως δε γνώριζε το πάθος του κυρίου Γόμφιους για την Ελλάς, το μικρό φοξ τεριέ, το οποίο του είχε χαρίσει ο αδελφός του Φλεβάρης Γόμφιους επ' ευκαιρία της πρώτης επετείου από την έναρξη των επενδυτικών του εργασιών στο Νότιο ημισφαίριο του Ερμή.

Εκείνο το μικρό φοξ τεριέ, με το οποίο παρέα κοιμόταν για δυο ολόκληρα χρόνια, τη σκυλίτσα που με τα μικρά της γαυγίσματα προλαλούσε κάθε του είσοδο στο σπίτι, το μικρό τετράποδο που με τρυφερότητα κούρνιαζε στα πόδια ή στο κεφάλι του ζεσταίνοντας την καρδιά του που πάγωναν οι πεζές καθημερινές επιχειρηματικές δραστηριότητες. Την Ελλάς, που την πήγε για στείρωση γιατί πολύ την έβλεπε να κάνει παρέα μ' εκείνο τον αγαπημένο του κροκόδειλο και φοβόταν πάντα εκείνες τις τερατογεννέσεις κι αντί για στείρωση αυτός ο διεστραμμένος ο κτηνίατρος, φανατικός οπαδός της αίρεσης των Εξακτικών, της έκανε εξαγωγή όλων των σάπιων δοντιών και το σκυλάκι τα 'παιξε απ' τον πόνο και τρελλάθηκε σε βαθμό που νόμιζε ότι ήταν νυχτερίδα κι έπεσε από το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Στόουκερ σ' εκείνη την εκπαιδευτική εκδρομή στα Καρπάθια πού 'χαν πάει μόνοι οι τρεις τους, ο Γόμφιους, ο κροκόδειλος κι η Ελλάς.

Και κανένα δικαστήριο δεν του έδωσε δίκιο, αλλά όλοι κάτι βρίσκανε να πουν υπέρ του κτηνιάτρου κι ανέλαβε ο ίδιος να δώσει τη Λύση. Κι έψαξε να βρει τρόπους. Κι αναζήτησε συμμάχους να πολεμήσει το σύστημα που εκείνο τον είχε αναδείξει, αλλά και πληγώσει τόσο απάνθρωπα. Κι εφόσον οι πολιτικοί είχανε προ πολλού πάψει να ασχολούνται με τα κοινά, εφόσον οι επαναστάτες είχαν εκλείψει, εφόσον δεν υπήρχε κανείς να οργανώσει τον Αγώνα, ανέλαβε ο ίδιος, ο επιχειρηματίας, ο επιτυχημένος, ο πολυδιαφημισμένος Μάιος Γοφιους να οργανώσει την Επανάσταση και - πλάκα πλάκα - αν αναθέτανε κι οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα σε καναν επιχειρηματία ή έστω κανα ταλεντάκι του μάνατζμεντ τα ζητήματα της επανάστασης ίσως να 'χανε πετύχει και τίποτα άξιο να το γράψει η Ιστορία.

Ιδού, λοιπόν, ο Μάιος Γόμφιους, ηγέτης των Οδοντοκλαστών, να συγκαλεί την πρώτη Επαναστατική Συνέλευση, στην οποία έπαιρναν μέρος πλην του τυχαίου ιδεολόγου Ιβάν κι οι πιο περίεργοι άνθρωποι του πλανήτη, όπως με πόνους αλλά και επιδεξιότητα οδοντάγρας σε χέρι αριστούχου ασκούμενου φοιτητή είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ο Γόμφιους.

Γιατί, τι δουλειά είχε εκεί μέσα ο Ανταμ Τούθπαστ; Ποιος θα περίμενε ότι ένας από τους διασημότερους οδοντιάτρους που είχε αναδείξει η Πανεπιστημιακή Σχολή της Αγκόλα, ο άνθρωπος που είχε αφιερώσει τα τριάντα οκτώ από τα τριάντα εννέα χρόνια της ζωής του στην οδοντοστομαστική έρευνα (ξέρω ότι σας φαίνεται υπερβολικό, αλλά ο κύριος Ανταμ Τούθπαστ σκάλιζε με το δάκτυλο τα δόντια ίσως ακόμα πριν κλείσει τον πρώτο του χρόνο) ότι αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος θα υποστήριζε μια οργάνωση που είχε σαν στόχο την ανατροπή ή έστω τη διαχείριση του συστήματος;

Μάλιστα κύριοι. Υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν να το προβλέψουν. Και να το εξηγήσουν ακόμα. Θα ήταν η Τάνια Πακέτο και ο Γιώργος Λεοντόδοντας, δυο φοιτητές που συνελήφθησαν όταν αποκαλύφθηκε ότι χρησιμοποιούσαν το υλικό που τους προσέφερε για τη διπλωματική τους το Πανεπιστήμιο της Αγκόλα για να υποστηρίξουν ότι αν ξοδευόταν μόνο το ένα εκατοστό εικοστό όγδοο των χρημάτων τα οποία αποροφούσε η Παροδοντολογία (κλάδος της Ψυχιοδοντιατρικής) για άλλου είδους μελέτες, ίσως η ανθρωπότητα να είχε λυτρωθεί από άλλες πολύ σοβαρότερες ασθένειες όπως η ακμή, ο στραβισμός και το νευρικό ρούφηγμα της μύτης κατά τις εξετάσεις για επαγγελματική άδεια οδήγησης. Λέω "υπήρχαν", διότι, ναι μεν υπήρχαν κάποτε, αλλά δεν υπήρχαν πια. Η Τάνια Πακέτο και ο Γιώργος Λεοντόδοντας είχαν αυτοκτονήσει καταπίνοντας από έναν σκουριασμένο ανιχνευτήρα ο καθένας, μη αντέχοντας άλλο τα βασανιστήρια με τις οδοντογλυφίδες, αλλά και μη έχοντας προδώσει τον τρίτο της... συμμορίας, που όλα αυτά τα χρόνια όχι μόνο εξακολουθούσε την παράνομη έρευνα, αλλά είχε καταλήξει και στο συμπέρασμα ότι η Παραδοντολογία στο σύνολό της ήταν τελικά πατάτα ως επιστήμη - ένας τσαρλατανισμός του κερατά - κι όλοι αυτοί οι τάχα επιστήμονες της Ψυχιοδοντιατρικής δε γνώριζαν ούτε πού βρίσκονται οι κυνόδοντες μιας Μπίμπι Μπο.

Αλλά δεν ήταν μόνο η επιστήμη στην υπηρεσία της Επανάστασης. Αν πρόσεχες προσεκτικά, στη γωνιά δίπλα στο διακοσμητικό παράθυρο, ένας σπανός ψαρομάλλης κρατούσε ένα μπλοκ και με ταχύτητα τροχού σκιτσάριζε τη μια σελίδα μετά την άλλη σ' ένα μπλοκ. Ο Χοσέ Ντεντέχο, ο περίφημος εικαστικός δημιουργός δεν έχανε κίνηση της Ιουλίας (και οι κινήσεις της νεαρής μιγάδας περιοριζόντουσαν στο να σταυρώνει τα πόδια της μια έτσι και μια αλλιώς) που να μην την απεικόνιζε στα χαρτί ως συνδυασμό καταιγίδας φυλακισμένης σε χύτρα ταχύτητας και ουζερί σε δημοτικό πάρκο. Να, λοιπόν, που η τέχνη κρατούσε ακόμα την αίσθηση της πρωτοπορίας. Όχι μετά, αλλά μαζί με το χρήμα και την επιστήμη κι εκείνη, ναι κι εκείνη κι εκείνη κι εκείνη, ήταν παρούσα στο μεγάλο αγώνα, έτοιμη να σπάσει τα κλισέ, να βγει από τα τετριμένα και συνθλιμένα από τα βαριά δόντια της καταπίεσης και να ορίσει νέους κόσμους - που για τον προικισμένο δημιουργό μάλλον θα πρέπει να είχαν εγκατασταθεί για τα καλά ανάμεσα στα μπούτια της Ιουλίας. "Δε φτάνει", θυμόταν ο Ιβάν ότι έλεγε σε κάποια συνέντευξη ο διαπρεπής δημιουργός, "να θαυμάζουμε το σμάλτο και τα ούλα των πραγμάτων. Το πρόβλημα του καλλιτέχνη είναι να δει και να αποκαλύψει τα όσα συμβαίνουν στον πολφό της ζωής". Βέβαια, ο Ιβάν δεν ήξερε ότι οι μιγάδες έχουν πολφό κάτω από τις κυλότες τους, αλλά για να τον ψάχνει εκεί ο καλλιτέχνης, εκεί θά 'τανε, πώς θα μπορούσε να αμφισβητήσει ο πρώτος τυχόν Ιβάν τη διορατικότητα και τις επιλογές ενός Χοσέ Ντεντέχο;

Τέλος πάντων, η Ιουλία δεν έμοιαζε και να πολυνοιάζεται για τις εικαστικές αναζητήσεις του Χοσέ. Βλέπετε, λίγο, πολύ λίγο πιο δίπλα της υπήρχε και ο αληθινός λόγος για τον οποίο έπαιζε με τα πόδια της τόσην ώρα. Τον λέγαν Φύσαρ Μόνικα κι ήταν ένας λοχαγός του Μουσικού Σώματος του Διεθνούς Πατριωτικού Στρατού. Αυτός μάλιστα είχε κάθε λόγο να βρίσκεται εκεί. Διότι αυτός που δεν είχε κανένα λόγο να βρίσκεται πια στη Γη ήταν ο Στρατός. Πόλεμοι δε γινόντουσαν, εξωγήινοι με σουβλερά δόντια δεν υπήρχαν γιατί η επιτροπή λογοκρισίας τα λείαινε και τά 'κανε πολύ όμορφα, οπότε οι εξωγήινοι γινόντουσαν σαν γήινοι κι άμα δεν είναι άσχημος και σουβλοδόντης ένας εξωγήινος όχι πόλεμο, ούτε ταινία δεν κάθεσαι να τον κάνεις. Κι αν, έστω αν, υπήρχε κάποια εσωτερική απειλή για το κράτος, τα Σώματα Οδοντοφυλακής είχαν αποδειχθεί αρκούντως αποτελεσματικά στην εξάλειψή της. Ετσι ο Στρατός είχε διατηρηθεί απλώς ως πρότυπο κωλοβαρέματος και ανίας, εκτός από τις κομπίνες που έστηναν οι υπάλληλοι του Επιτελείου, έτσι για να περνάνε την ώρα τους κι είχαν σαν στόχο απλώς και μόνο ανίδεους στρατιώτες που ξαφνικά βρισκόντουσαν μετατιθέμενοι στο Νότιο Πόλο, ενώ στη θέση τους στην βάση της Χαβάης εμφανιζόταν εντελώς συμπτωματικά κανας γιος του Μάιου Γόμφιους. Ο λοχαγός Φύσαρ Μόνικα, λοιπόν, βρισκόταν εκεί έτοιμος να αγωνιστεί για ο,τιδήποτε θα θύμιζε πόλεμο, νεκρούς, σαπισμένα κρέατα και πολλά, πολλά θρυματισμένα κρανία, με τα δόντια όλων πεταμένα στο ματωμένο χώμα. Κι είχε συνθέσει μάλιστα κι έναν ύμνο των Οδοντοκλαστών, αλλά κανείς δεν ήθελε να τον ακούσει, πλην της Ιουλίας, που όμως όταν βρισκόντουσαν μόνοι προσπερνούσε μάλλον αδιάφορα το όλο θέμα και προσπαθούσε να τον πείσει ότι τους χαλεπούς αυτούς καιρούς το να κάνεις τόσο περίεργα πράγματα με τη γλώσσα στο σώμα του άλλου ήταν μια άκρως ανατρεπτική ενέργεια, πολύ πιο ανατρεπτική από το να καταστρέφεις τα δόντια σου με πνευστά όργανα, πράγμα που θα παραδεχόταν και ο λοχαγός αν του έθετε το ζήτημα η μητέρα της Ιουλίας, που ήταν κομματάκι πιο λευκή από την κορούλα της.

Για να μη σας κουράζω με τους παρευρισκομένους στο διήγημα, πλην της υπηρετρίας που πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, ενώ την κυνηγούσε για να την θωπεύσει ο κύριος Μάιος, βρισκόντουσαν εκεί τρία ακόμη άτομα ο ένας των οποίων ήταν ένας τύπος με πολύ βαρετό παρελθόν, κι αν σας το περιέγραφα θά 'κανε κοιλιά το κείμενο, εξ ου και περνάω αμέσως στους άλλους δύο:

"Εχε γεια χαρά σπουδάζουσα γενιά που βγήκες στον αγώνα κλπ κλπ", δεν τα έχετε ακουστά αυτά τα τραγούδια; Αν όχι, κρίμα. Γιατί, αν έχει ένα καλό η σπουδάζουσα γενιά είναι που, εκεί που την έχεις για τελείως μαλακισμένη, να αποτελείται από φυτά που μόνο όνειρο έχουν να διοριστούν στο δημόσιο, να παντρευτούν ένα άλλο φυτό και να κάνουνε καρπούς - εξ ου άλλωστε και ψηφίζει μονοκοπανιά ό,τι πιο συντηρητικό παράγει αυτό που λέμε δημόσιος βίος, ξαφνικά - και μιλάμε εντελώς ξαφνικά - σταματάει να χουλιγκανίζει στα γήπεδα και να σπάει αυτοκίνητα γιατί δεν έδωσε ο διαιτητής πέναλτυ στην ομάδα της κι αρχίζει να χουλιγκανίζει στους δρόμους σπάζοντας αυτοκίνητα γιατί κάποιος κακός θέλει να της απαγορεύσει τις κοπάνες από τα μαθηματικά, οπότε όλοι ανακαλύπτουμε την επαναστατική της εξέλιξη και λέμε, να: ξεπέρασαν οι δεκαεξάρηδες τα κόμματα και γίνανε πρωτοπορεία - πανάθεμα τα αιτήματα που έχουνε κι αν ξέρουνε σε τι ξεχωρίζει η διδακτική ώρα από το ημίχρονο του ματς κι αν έχουν δει από τι αποτελούνται και σε τι συνίστανται οι σελίδες ενός εξωσχολικού βιβλίου, κι άμα έχετε αντίρρηση γι' αυτά ρωτήστε τους να σας απαντήσουν...

Εν πάση περιπτώσει, έχουν την πλάκα τους αυτές οι εξεγέρσεις, εκτός που σπάνε τα περίπτερα και δε βρισκεις τσιγάρα στο κέντρο. Αλλά πριν ξεσπάσει αυτή η συνειδητή επαναστατικότητα η σπουδάζουσα γενιά περνάει μερικές δεκαετίες περισυλλογής και ασχολείται με το πώς θα απειλήσει ή θα γλείψει καναν καθηγητή να της αυξήσει το βαθμό στο απολυτήριο, μπας και περάσει σε κανα Πανεπιστήμιο για να απειλήσει ή να γλείψει καναν πανεπιστημιακό καθηγητή να της δώσει πτυχίο μπας και διοριστεί σε καμμιά θεσούλα για να απειλήσει ή να γλείψει καναν προϊστάμενο για να την προωθήσει μπας και γίνει διευθυντής και απειλήσει ή γλείψει καναν διοικητή και παντρευτεί την κόρη του και τη βιάσει εγγάμως και κάνουν κανα παιδάκι που θα απειλήσει, θα γλείψει κι εδώ ήρθαμε πα να φύγουμε...

Τέτοια φάση πέρναγε και την εποχή των Οδοντοκλαστών κι η νέα γενιά. Έτσι, εκπροσωπείτο στην παράνομη συνέλευση με δυο μονάχα αντιπροσώπους: Εκείνη την εργαζόμενη φοιτήτρια η οποία είχε σχετισθεί το πρωί με τον Ιβάν και τον είχε στρατολογήσει κατά τα διδαχθέντα υπό των πολιτικοποιημένων κορασίδων της γενιάς του ογδόντα - του εικοστού αιώνα βεβαίως. και ένα μικρό μαθητή ονόματι Σπήντυ Κωσταντακόπουλο.

"Κυρίες και κύριοι", είπε ο Μάιος Γόμφιους, σουζάροντας πανηγυρικά το καροτσάκι του στη μέση της αίθουσας, η Ανθρωπότητα έχει σήμερα την τύχη...".

Δυνατό φως νέον, μέσα από κρύσταλλο, τον θάμπωσε.

Όταν τα μάτια του συνήθισαν δεν είδε εκείνη. Ο τύπος με την άσπρη μάσκα τον κοίταζε χαιρέκακα. Αισθανόταν την αλυσιδίτσα στο λαιμό του, στο στήθος του έλαμπαν κόκκινες μικρές κηλίδες σκορπισμένες στη χάρτινη πετσέτα. Προσπάθησε να κινήσει το μουδιασμένο σαγώνι... κοίταξε λίγο δεξιά του. Πάνω στο κινητό τραπεζάκι, μέσα σε μια γυάλινη θήκη, τυλιγμένοι, πνιγμένοι σ' ένα γαλαζοπράσινο υγρό κολύμπαγαν θλιμμένοι, καφέ, μαύροι και τραχείς, τρύπιοι και σαπισμένοι, ηττημένοι και τρομαγμένοι οι τομείς και οι κοπτήρες του, οι κυνόδοντες, οι προγομφίοι, οι γομφίοι κι οι τρίτοι του γομφίοι, αυτοί που κάποτε ονομαζόντουσαν και φρονιμήτες...

Τους κοίταζε με αβεβαιότητα και άγχος, αλλά παράλληλα σαν σύμβολα κάποιου ονείρου, κάποιου ονείρου που όμως δεν έζησε, σημεία μιας ιστορίας που δε γράφτηκε, κραυγές γυναίκας που δε γεύτηκε ηδονή - παρόλα αυτά όμως τεκνοποίησε, σαν κάτι που απλώς δεν έγινε, δε συνέβη και δε βρίσκεται πουθενά πια - δεν βρισκόταν ποτέ, γιατί ούτε καν το παραμύθι ήταν αληθινό, γιατί με το κεφάλι χαμηλωμένο πάνω απ' το νιπτήρα ο ονειροπαρμένος γεράκος πλένει τα πεντακάθαρα δόντια του σάπιου κορμιού του με μια σύνθεση Benzydamine Hydrochloride σε γεύση κανέλας κι είναι θλιμμένος τώρα που τα σκέφτεται όλα αυτά - τώρα που το Μεγάλο Τέλος πλησιάζει και για το δικό του κορμί, τώρα που τ' όνειρο του Ιβάν σβήνει σιγά σιγά στο κουρασμένο του μυαλό και όλοι γύρω έχουν δόντια κατάλευκα, αιχμηρά, ακονισμένα, κοφτερά, λεία και υγιή, ίδια ακριβώς με τα δικά του, τα δικά μου, κι ακόμα χειρότερα σαν αυτού που κάποτε λέγαμε Ιβάν, έστω κι αν Τέτοιος Ανθρωπος Ποτέ Δεν Υπήρξε.

Α, και τα δικά σου δόντια γυαλίζουν αγάπη μου - όχι δεν τό 'χα δει ότι γυαλίζανε από πάντοτε. Περίεργο που μόλις τώρα το πρόσεξα, ε; Περίεργο αληθινά. πολύ περίεργο...


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3668