Το φορτηγό αυτοκίνητο, καθώς ανέβαινε την κάθετη» σχεδόν ανηφοριά,
κοντανάσαινε. Ο οδηγός του, γερτός πάνω στο τιμόνι, αγαντάριζε τη μηχανή π'
αγκομαχούσε, ίδρωνε και φτούσε το πικρό σάλιο του έξω απ’ το παράθυρο,
βλαστημώντας. —.. Το Θεό τους.. Δρόμοι είν' αυτοί; Να πας έξω, να χαρείς ισοτοπιά και πλατιά άσφαλτο. Ν' απολάψει η ψυχή σου τρέξιμο.. Τ' αγόρι, δίπλα του, σώπαινε. Σώπαινε κι' αποθάμαζε γύρω το τοπίο, τη βαθιά λαγκαδιά πού έχασκε κάτω απ’ τον δρόμο σκοτινή κι' ανάδινε μεθυσμένες μυρουδιές και πνιχτή ζέστη. Ύστερα πάλι, γύριζε κι' αποθάμαζε την αντοχή και την επιδεξοσύνη του οδηγού ν' ανεβάζει τ' αυτοκίνητο πάνω σε τούτο το δρόμο. Πρωτόφευγε απ’ το σπίτι του αναζητώντας τ' ακριβό ψωμί. Είχε ως τώρα πουλήσει πασσατέμπο στους σινεμάδες, είχε κουβαλήσει βαλίτσες στο σταθμό, μπήκε και τσιράκι σε μια νταβέρνα του λιμανιού, όμως από πουθενά δεν έβγαινε η πόρεψη, η δικιά του και της μάνας. Έτσι, σα φάνηκε ο κυργιώργης στη γειτονιά με το φορτηγό του να ζητά βοηθό, πήγε και ζήτησε τη δουλειά. Κείνος τον ζύγιασε με το μάτι. —Εντάξει, τούπε. Αύριο έχω αγώγι για την Αθήνα κι' από κει ίσως πάω Καστοριά. Ύστερα πίσω πάλι Αθήνα και τα ρέστα. Και δεν είναι τίποτα. Κάνα λάστιχο θ' αλλάζουμε. Να σκεπάζουμε την καρότσα με το μουσαμά.. τέτοια. Κι' αν ταιριάξουμε, θα μάθεις και τη δουλειά, το σωφεριλίκι, να βγάζεις αύριο το ψωμί σου. Από μεροκάματο ένα κατοστάρι τη βδομάδα στην αρχή και βλέπουμε. Τάπε στη μάνα. Κείνη έκανε τα πικρά γλυκά, τι να πει; τούδωσε την ευκή της. Ξεκίνησαν την άλλη, χαράματα. Ο κυργιώργης άφησε στη μάνα ένα κατοστάρι προκαταβολή για το μιστό της βδομάδας. —Από φαΐ θα τον φροντίζω εγώ, της είπε. Κι' από ύπνο, μαζί μου, στ' αυτοκίνητο. Να μη τον νοιάζεσαι. Και φύγαν.. Στην Αθήνα, δε πρόφταινε ν' αποθαμάζει στους δρόμους τ' αγόρι. Τις άπειρες βιτρίνες με τις ντυμένες κούκλες, με βουνά τα γλυκά, πανεριές ολάκερες τα λουλούδια, θυμόταν τη μάνα του και καμάρωνε για τον εαυτό του. Που νάταν να τον έβλεπε από μια μεριά μέσα σε τούτη την παραμυθένια πολιτεία πούχανες το νου σου. Και ξάφνου, εκεί, σ' ένα στρίψιμο του δρόμου, μέσα στο μενεξελί φως του δειλινού πού ερχόταν βιαστικό, καθώς μια μια άναβαν οι πολύχρωμες αφίσσες των μαγαζιών, αντίκρισε σαν μέσα σ' όνειρο, το φως του κόσμου. Τον γνώρισε αμέσως. Στο σπίτι τον είχαν σε κορνίζα κρεμασμένον πάνω απ’ το κρεββάτι του. Τον είχε δει τόσες φορές στα βιβλία και στο σινεμά τότες που πουλούσε καραμέλες. —Ο Παρθενώνας, φώναξε στ' αφεντικό. Κείνος έριξε μια βιαστική ματιά, ξαναγύρισε μπρο-στά του κρατώντας επιδέξια το τιμόνι κι' απάντησε με πεποίθηση. —Όχι, παιδί μου. Αυτού πάνω το λένε «Ακρόπολη». Δεν είναι κανένας παρθενώνας εκεί. Έτσι δηλαδή οπόχουνε γίνει και τούτοι.. Καλλίτερα με τις δηλωμένες παρά με δαύτες. Κείνες τουλάχιστο, αδερφέ, περνούν κι' απ’ τον γιατρό.. Το παιδί πήγε κάτι να πει, μα σώπασε απορημένο. Η εικόνα του Παρθενώνα χάθηκε ξανά στη στροφή του δρόμου κι' η θύμηση της σκεπάστηκε από μιαν αλλόκοτη εικόνα της φαντασίας. Στάθηκαν σε κάποιαν αποθήκη, τ' αφεντικό φρόντισε για το γρήγορο ξεφόρτωμα, το γρήγορο ξαναφόρτωμα, νάναι όλα έτοιμα από βραδύς, να κινήσουν για πίσω χαράματα. Ύστερα πήρε τ' αγόρι σε μια μικρή υπόγεια νταβέρνα. Φάγαν, κείνος ρούφηξε και λίγη ρετσίνα για ξεκούραση κι' εκεί, ως έγειρε στ' ακουμπηστήρι της καρέκλας να ρεφτεί και ν' απολάψει το τσιγάρο του, γυάλισε το μάτι του. Στο διπλανό τραπέζι ήρθαν και κάθισαν δυο νεαροί. Παράγγειλαν το μεζέ τους κι' άρχισαν να σιγοκουβεντιάζουν. Και τ' αφεντικό να μη σηκώνει τα μάτια του από πάνω τους και πιο πολύ απ’ τον μικρότερο. Ήταν ένα ροδομάγουλο αγόρι, ως δεκαενιά. Καλοφορεμένο. Μ' ένα φέρσιμο παράξενο, χτυπητό. Γελούσε κι' έπεφτε νωχελικά πίσω στο κάθισμα, έριχνε το κεφάλι στο πλάι και με την απαλάμη χάιδευε τα φροντισμένα μαλλιά του, καθώς το γέλιο του αντηχούσε σ' όλο το μικρομάγαζο, γαργαριστό. Κι' όταν πάλι ήθελε να μιλήσει σιγά στον σύντροφο του, έσκυβε πάνω του, τον αγκάλιαζε απ’ τον ώμο και τούλεγε το μυστικό πολύ κοντά στ' αυτί κι' υστέρα έγερ-νε πάλι πίσω και χάιδευε τη μέση του σαν να τον πονούσε κι' ήθελε να τη γειάνει. Και να δεις πως έπινε το κρασί του.. Με μικρές γουλίτσες, γλύφοντας κάθε τόσο τα χείλια του. Έβλεπε τ' αφεντικό. Αποχάζεψε πια να βλέπει και το παιδί τούτο το παράξενο φέρσιμο, θαρρείς και τούρχονταν στο νου, βλέποντας τούτο τ' αγόρι, κείνη η γειτόνισσα της μάνας του, η μικροχήρα. Έτσι γελούσε κι' έκρενε κι' εκείνη, έτσι κουνιόταν. Τ' αφεντικό τόνε σκούντησε με τον αγκώνα. —Τον βλέπεις τούτον; θα γίνει σπουδαίος μια μέρα.. Τ' αγόρι δε ξάνοιξε το νόημα της κουβέντας, όμως ένας σιωπηλός θαυμασμός ξεχύθηκε στα μάτια του και ξανάστρεψε να κοιτάει τούτον τον νιο που θα γινόταν μια μέρα σπουδαίος. Κείνη την ώρα πλησίασε στη συντροφιά ένας χοντρός καλοφορεμένος κύριος. Φαινόταν δα και παραλής και χορτάτος. Ακούμπησε στοργικά τα χέρια του στις πλάτες του μικρού κι' υστέρα κάθισε κοντά του. Ο άλλος, ο μεγαλύτερος, καληνύχτησε κι' έφυγε βιαστικός. Και τ' αφεντικό, αποτράβηξε οριστικά τα μάπα του απ’ τον σπουδαίο νέο. Ύστερα, το μαγαζί γιόμισε παρέες. Γυναίκες με φανταχτερά ρούχα πού κάναν πολλές τσιριμόνιες στους καβαλιέρους τους. Η έγνοια τ' αφεντικού κρεμάστηκε τώρα στα χοντρά στήθια της μιας απ’ αυτές. Μ' ένα απλό γνέψιμο την ξεκόλλησε απ’ το μπράτσο του καβαλιέρου της. Πλήρωσε, έστειλε το παιδί να τον περιμένει στ' αμάξι. και χάθηκε μαζί της απ’ την πίσω πόρτα του μαγαζιού. Πρόσμενε τώρα, στο στενό γιατάκι τ' αμαξιού, το παιδί τ' αφεντικό του, άγρυπνο. Αναγυρνούσε στο νου του όλα τα παράξενα του ταξιδιού. Μάντευε, ακαθόριστα, τούτο που ζητούσε τ' αφεντικό απ’ τη γυναίκα με τα μεστά στήθια και το κέντριζε η φαντασία του ανεγνώριστου. Το κορμί του δονιόταν από μυστικούς παλμούς. Η καρδιά του έτοιμη να σπάσει από κάτι απροσδιόριστο πούνιωθε να τον τριγυρνάει μέσα στη ζεστή νύχτα της μεγάλης πολύφωτης. πολιτείας. Κι' υστέρα πάλι η σκέψη του παράξενου παλληκαριού με το αταίριαστο φέρσιμο πού του θύμιζε τη μικροχήρα της γειτονίας.. Ένιωσε τ' αφεντικό, σαν ανέβηκε με βαριά δρασκελιά στο γιατάκι, μα δε σάλεψε να φανερώσει την αγρύπνια του. Άκουσε, σχεδόν αμέσως, το ρουχαλιτό του κι' απόμεινε να οσμίζεται την αναπνιά του κορμιού του. Κι' ήταν ένα ανακάτωμα από ξυνισμένον ιδρώτα και ξυνισμένο κρασί, βαρύ τσιγάρο κι' ακόμα κάτι άλλο πια βαρύ, πιο αποπνικτικό, που κέντριζε την όσφρηση του παιδιού και τ' άφηνε με την πεθυμιά της αυτούσιας γνώσης του. Ανέβαιναν τώρα τον δυσκολόβατο δρόμο, μες στην καταμεσήμερη ώρα. Σαν πήραν την ισοτοπιά, τ' αφεντικό τέντωσε πίσω το κορμί του, άναψε τσιγάρο κι' αναπάντεχα πέταξε τη σκέψη του ηδονόχαρα. —Ωραίο πράμα η γυναίκα. Γύρισε, κοίταξε τ' αγόρι πού η απρόσμενη τούτη κουβέντα το ξάφνιασε σα ντουφέκια σε ώρα ύπνου. —Ωραίο πράμα.. ξανάπε και ρούφηξε το τσιγάρο του χορταστικά κι' έκανε μια κίνηση με το χέρι, έτσι, σα νάλεγε. «Τί να στα λέω, αφού δε ξέρεις..» Το παιδί, κατάπιε το σάλιο που γιόμισε αλάξαφνα το στόμα του. Έμεινε ν' αποθαμάζει τ' αφεντικό που ήξερε τόσα, πού δοκίμασε όλα, που μιλούσε για όλα. Κι' άφηνε τον λόγο, που τόσο αναπάντεχα του βίτσισε τ' αυτιά, να εισχωρεί στην καρδιά και στο αίμα του, να ρέει στις φλέβες του και να ξαναγυρνά στ' αυτιά του ίδια βροντή μ' εφτάφωνο αντίλαλο. «Η γυναίκα.. η γυναίκα..» —Δοκίμασες ποτέ; Τ' αγόρι, ολοπόρφυρο, έγνεψε «όχι» κι' υστέρα έστρεψε το κεφάλι του στο παράθυρο μη τολμώντας ν' αντικρύσει τη ματιά τ' αφεντικού. —Τσ.. τσ. . κι' είσαι κοτζάμ άντρας.. Ζάρωσε στη θέση του, μειωμένος, γιομάτος ντροπή και καταφρόνεση για τον εαυτό του, για το άχρηστο κορμί του που δε ζήτησε ως τώρα να δοκιμάσει. —Θάθελες όμως.. ε; Θθελες.. Το αγόρι δεν ήξερε. Η φτώχια δε τούχε δώσει καιρό να ρωτηθεί. Κι' έσκυβε ολοένα το κεφάλι, συντριμένο. Στη Σαλονίκη, πάνω σ' ένα στρώμα ποτισμένο τη μυρουδιά της κτηνωδίας, πήρε την πρώτη εμπειρία. Ήταν μια ξεθωριασμένη γυναίκα, με μπαλωμένο κοκκινάδι στα μάγουλα, με μια βρώμικια ρόμπα ολοπόρφυρη, πού «δούλευε» στην πισωκάμαρα της νταβέρνας, και μοιράζονταν τα κέρδητα μισά μισά με τον νταβερνιάρη. Τον είχε σπρώξει ξωπίσω της, αφού πήρε το μερτικό του απ’ το κορμί της, τ' αφεντικό. Είχαν φάει στο μαγαζί, είχαν πιει και λίγη ρετσίνα. Το παιδί αισθάνονταν μιαν ανάλαφρη ζάλη κι' υστέρα μιαν ακατανίκητη περιέργεια σαν είδε τ' αφεντικό να ξανάρχεται κοντά του με μακάριο ρέψιμο κι' ανακλάδισμα των αρμών. Σαν τούβαλε στο χέρι το εικοσάρι για την πληρωμή της πράξης και το πρότρεψε, σηκώθηκε με μιαν απόφαση στα μάτια ανάμιχτη με δισταγμό και φόβο. Κι' η εμπειρία, ήρθε φριχτή, αηδιαστική, γιομάτη ντροπιάρικια θύμηση. Γύρισε, μ' ένα σπασμό ναυτίας στο μούτρο του, μ' έκφραση αγωνίας κι' αποκαρδίωσης. Ο άλλος τον τράβηξε κοντά του, τον χτύπησε στις πλάτες. —Δεν πειράζει.. τούπε. Άλλη φορά.. και του έτεινε τα πακέτο τα τσιγάρα του. Όδευαν πάλι πάνω στην ατέλειωτη δημοσιά. Ήταν ένας καινούριος δρόμος, ολόισιος, χαρούμενος, πούκοβε στα δυο τα λιοστάσια κι' ύστερα χώνονταν ανάμεσα στους πευκώνες και πιο πέρα έγερνε στο πλάι της θάλασσας μ' αλαφρό σκύψιμο. Δειλινό, που άπλωνε τους ίσκιους των δέντρων μακριούς, συρτούς, πάνω στη γη. Ολόγυρα στον ορίζοντα κρέμονταν η φοβέρα μιας καλοκαιριάτικιας μπόρας, που την ένιωθες να κοντοζυγώνει γοργοπάτητη, συντροφεμένη τους κεραυνούς της. Η ζέστη κάθονταν πάνω στη γη μ' ένα βάρος αφύσικο. Πάνωθε, τα σύννεφα παίρναν ένα χάλκινο φανταχτερό χρώμα καθώς στέκονταν αταξίδευτα στον χαμηλωμένο ουρανό κι' ό ήλιος τα χτυπούσε από κάποιο αφανέρωτο λιμέρι του. Το αυτοκίνητο έτρεχε πάνω στην άσφαλτο, αδειανό. Ή καρότσα του τριζοκοπούσε ξανάλαφρη, η τέντα πάφλαζε ατεζάριστη, δυο τρεις άδειοι τενεκέδες χοροπηδούσαν μ' ασίγαστο τυμπάνισμα. Τ' αφεντικό άνοιξε το ραδιόφωνο. Μαζί με τη βραχνάδα του τραγουδιού για το ξενητεμένο παλληκάρι, ήρθαν να γιομίσουν το χώρο τα παράσιτα απ’ την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Άναψε τσιγάρο, έδωσε και στο παιδί, λέγοντας του ωστόσο, πως τα τσιγάρα και τ' άλλα έξοδα που άρχισε τελευταία δεν ήταν μέσα στη συμφωνία τους. Κάπνιζαν κι' οι δυο τους αμίλητοι, συνεχίζοντας την πορεία μέσα στο μισοσκόταδο πού απλώθηκε γύρω, ενώ αισθάνονταν τη μπόρα να ζυγώνει ολοένα γιομάτη φοβέρα. Η ζέστη αύξαινε δυναστικά, τους έπνιγε με το ασφυκτικό αγκάλιασμα της. — Βρέξε.. την παναγία σου. Βρέξε, να δροσίσει ο τόπος, μονολογούσε ο οδηγός ανάμεσα στα δόντια του, φτώντας ολοένα το πικρό του σάλιο. Οι πρώτες χοντρές στάλες πέσαν πάνω στη λαμαρίνα τ' αμαξιού, σαν πέτρες. — Καλώς τες.. τις καλωσόρισε κι' υστέρα γυρνώντας στον μικρό, τώρα χρειάζεται προσοχή. Με τη γλίτζα πού θα πιάσει ό δρόμος πριν ξεπλυθεί καλά, είναι κίνδυνος να ντελαπάρουμε. Καλά που είμαστε άδειοι. Το σκοτάδι τους κύκλωσε πια ολοτρόγυρα, πηχτό. Τα φανάρια αγωνίζονταν να το καθαρίζουν πάνω απ’ το δρόμο που άχνιζε τώρα καθώς οι αριές στάλες εξατμίζονταν μόλις πέφταν πάνω στην πυρωμένη ράχη του. Οι βροντές πύκνωσαν κι' έζωσαν τον τόπο από παντού. Οι αστραπές, σκίζοντας τα σκοτάδια, τους ξάφνιαζαν με την τυφλωτική τους λάμψη, αφήνοντας τη φιδωτή ραχοκοκκαλιά τους μετέωρη μια στιγμή στον αέρα. Κι' άξαφνα, τους άδραξε για καλά η μπόρα. Έφτασεν άγρια μ' έναν ατέλειωτο στρατό από ασκούς πού άδειαζαν μ' όλη την ορμή τους πάνω τους. Μ' έναν άνεμο που φοβέριζε να ξεριζώσει ακόμα και το χορτάρι απ’ τη γη και που ταλάντευε τ' αμάξι πάνω στην άσφαλτο μ' επίμονα τυραννικό τρόπο. Το ραδιόφωνο μάζευε όλους τους κεραυνούς και τους άφηνε να πέσουν, μ' όλο το δαιμονικό βρόντο τους, μέσα στο μικρό καμαράκι του αμαξιού. Τ' αγόρι, ζάρωσε στο κάθισμα του τρομαγμένο. Τ' αφεντικό, μάζεψε όλη του την προσοχή στα μάτια, που πάλευαν να ξεχωρίζουν τον δρόμο ανάμεσα στον καταιγισμό της βροχής. Η μηχανή μούγκριζε δαιμονισμένα καθώς έσπρωχνε τ' αμάξι μέσα στη μπόρα. — Να σταματήσουμε, πρότεινε το παιδί μ' ελάχιστη ελπίδα να γίνει ακουστή η προτροπή του. — Το θεό της.. βλαστημούσε ο οδηγός σκυμένος πάνω στο τιμόνι σε μια στάση, θαρρείς, έτοιμος να σπρώξει αυτός του το φορτηγό. —Λίγο ακόμα. Να πιο κάτω, θα σταματήσουμε. Στη στροφή.. πούναι το κονοστάσι. Στη θύμηση της εικόνας, της όποιας αγίας εικόνας, το παιδί σταυροκοπήθηκε κι' ίσα ίσα κείνη την ώρα ξανάφεξε ο ουρανός, απ’ το πύρινο καμουτσί μιας αστραπής, κι' αχολόγησε ο τόπος άκρη στην άκρη απ’ τη βροντή πούρθε το κατόπι της. —Λίγο ακόμα.. Στη στροφή, θα κάτσουμε να ξεκουραστούμε, ξανάπε τ' αφεντικό και μια χαρούμενη προσμονή κοντοστάθηκε στη φωνή του. Σα σταμάτησε κι' έσβησε τη μηχανή, ανάσανε βαθιά κι' έπεσε πίσω στο κάθισμα ξεθεωμένος. Στην άκρη του δρόμου, ταπεινό μες τη λευκή απλότητα του, στημένο απ’ τη χαριτωμένη αδεξιότητα απείρου πιστού τεχνίτη, έστεκε το εικονοστάσι. Πίσω απ’ το τζαμάκι του τρεμόφεγγε, αβέβαιο, μπροστά σε μια γλυκιά παρθένα, το καντήλι. Μέσα στη μπόρα πού έδερνε τον τόπο, το μικρό φωτάκι σημείωνε μια φιλική — συντροφικιά παρουσία κι' απάλυνε, με μιαν αχνότατη αντιφεγγιά, τα σκοτάδια. Οι δυο ταξιδιώτες ανάσαιναν τώρα ανακουφισμένοι. —Τι θάλεγες να μείνουμε εδώ απόψε; ρώτησε τ' αφεντικό, ρωτώντας πιότερο τον εαυτό του παρά τον σύντροφο. Η βροχή θα βαστάξει. Ο Δομοκός είν’ επικίντυνος τέτοιαν ώρα.. Κοιμόμαστε δω και χαράματα κινάμε.. Έκανε μια μανούβρα, ρεμιζάρισε τ' αμάξι στην άκρη του δρόμου κι' υστέρα, ανοίγοντας την πόρτα, όρμησε μέσα στη θύελλα, με το σακκάκι ριγμένο στο κεφάλι του. Ο μικρός, τον ακολούθησε. Ανέβηκαν πίσω, στην καρότσα. Γελούσαν τώρα κι' οι δυο τους λαχανιασμένοι απ’ την προσπάθεια, νιώθοντας ασφαλισμένοι, σίγουροι για τήν ήσυχη νύχτα πού τους εξασφάλιζε η τέντα. Βγάλαν τα πουκάμισα, σκούπισαν από πάνω τους τη βροχή, ψάξαν ψηλαφητά να κάνουν γιατάκι. Σα βολεύτηκαν, τ' αφεντικό έβγαλε το πακέτο του υστέρα μετανοιώνοντας, τράβηξε απ’ το μικρό τσεπάκι του παντελονιού του ένα τσαλακωμένο τσιγάρο. Έκανε να το βάλει στο στόμα του, με το έτεινε στο παιδί. —Έλα, δοκίμασε, είπε. Δε πειράζει. Δεν είσαι δα και μικρός.. Έβγαλε άλλο για τον εαυτό του, τσαλακωμένο κι αυτό, μισοτριμένο. Άναψαν. Τ' αγόρι, ανακάθησε στη γωνιά του κι' άρχισε να καπνίζει, έχοντας το μυαλό του στις βροντές που όλο και πλήθαιναν. Ρουφούσε τον καπνό σαν που τούχε μάθει τ' αφεντικό, φροντίζοντας να μη πνίγεται, να μη βήχει. Αντίκρυ του, ανακαθισμένος, κάπνιζε κι' ό κυργιώργης μ' απόλαψη. Έξω, η μπόρα συνέχιζε το μουκανητό της άγριο κι' αλαφιασμένο. Κάτω απ’ την τέντα ή ζέστη αύξαινε. Η μυρουδιά Απ' τα μηχανόλαδα και τη βρωμησιά της καρότσας γίνονταν αφόρητη. Το παιδί αισθάνονταν μια χαύνωση πού ρχόνταν με λύσιμο των αρμών και μιαν αίσθηση για εγκατάλειψη σ' ένα μακρύ ανεξύπνητον ύπνο. Τα μάτια του γλάρωναν, αντίκρυ ξεχώριζε μέσα στο σκοτάδι την άσπρη φανέλα τ' αφεντικού και την κάφτρα απ’ το τσιγάρο του π' αναβόσβηνε σε κανονικά διαστήματα. Ο αέρας βάραινε ολόγυρα του, τούτος ο καπνός του τσιγάρου κύκλωνε τα μηλίγγια, άπλωνε θανατερό χέρι στο λογικό του, ήθελε να ξεσπάσει σε γέλιο, η θύελλα σαν να ξεμάκραινε από κοντά του, δε τη φοβόταν πια.. το άσπρο φανελάκι απέναντι του μια μεγάλωνε μια μίκραινε, αλάργευε, σίμωνε, έπαιρνε παράξενα σχήματα. Κι' η καρδιά του να τρέμει, μ' ένα καινούριο απροσδιόριστο τρόπο και να φτεροκοπούν ολόγυρα του φεγγοβολές πεταλοειδές.. κι' ή φωνή τ' αφεντικού ν' ακούγεται βαθιά, σα μέσα απ’ τη γη, με μια διαπίστωση φριχτή πού τον πλήγωνε.. —Δε τα κατάφερες, το λοιπόν, χτες με τη.. Κι' η καρδιά του, βαριά, να παραδέχεται την αποτυχία, κι' η βροντή της καταιγίδας ν' αντηχεί απ’ την κατηγόρια. — Δεν τα κατάφερες... Δεν τα κατάφερες.. Το άσπρο φανελάκι ήρθε τώρα κοντά του, τον σίμωσε που να τον αγγίζει.. Μια καυτερή, ιδρωμένη ανασαμιά τον χτύπησε στο μάγουλο, κοντά στ' αυτί. Ύστερα, η φωνή, βαθιά, πειστική, παρηγορήτρα ήρθε να εισχωρήσει ως τα αίμα του. —Μη νοιάζεσαι δα.. Δεν είναι μόνο η γυναίκα. Είναι κι' άλλοι τρόποι να χαρείς αυτό το πράμα. Είναι κι' άλλοι. . Μέσα στ' όνειρο της έκστασης, ένιωσε ένα τρέμουλο. Μια αστραπή τρομάρας. Ύστερα, πάλι η πίκρα για την αποτυχημένη δοκιμή κι' ένα παράπονο. Και πάλι η πεθυμιά της εγκατάλειψης σ' ένα υστερικό ανεχόρταστο γέλιο. Προσπάθησε να κρατά τα μάτια του, που γιόμιζαν στις κόχες τους δάκρυα, ανοιχτά, ένιωσε τα μπράτσα τ' αφεντικού ολόγυρα στο κορμί του, θέλησε να τραβηχτεί παραπέρα, μα πάλι τούτη η ανέμελη νωθρότητα τον συνεπήρε. Η φωνή ακούγονταν γουργουριστή στ' αυτιά του μ' ένα τόνο γλυκερό, γιομάτο υπόσχεση. —Θα γίνεις σπουδαίος εσύ.. Δεν είναι μόνο η γυναίκα.. Θα δεις.. Έκλεισε τα μάτια του, άφησε τη χαύνωση να εισχωρήσει στην καρδιά του, κι' αφέθηκε σε τούτη την παρηγο-ριά και στα χέρια τ' αφεντικού.. Η καταιγίδα έδερνε αλύπητα την τέντα. Οι αστραπές βίτσιζαν τον ουρανό κι' εκεί μπρος στη γλυκιά εικόνα, τρεμόσβηνε, μέσ' στα σκοτάδια, η μικρή φλογίτσα του καντηλιού.
|