περιεχόμενα

Βραδιά Καρναβαλιού

Διήγημα

Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου

Από το βιβλίο "Εξομολογήσεις"

Έξω ο δρόμος αχολογούσε απ' τους μασκαράδες που τριγυρνούσαν και ξεφώνιζαν. Στο σταυροδρόμι, τα μεγάφωνα του Δήμου ξεσήκωναν σε πανηγυρισμό τον κόσμο που παρέες παρέες κατέβαιναν προς τη μεγάλη πλατεία. Μια ατμόσφαιρα ξέφρενης χαράς μετεωρίζονταν πάνω στην πόλη ολόκληρη.

Ήταν μόνος. Μέσα στο σπίτι έφταναν οι ήχοι του καρναβαλιού. Ήταν μόνος· και δεν ήταν μπορετό να πάψει να είναι. Φευγάτοι καιροί, πρόσωπα, παρουσίες, επιθυμίες, χαμόγελα, ήρθαν κοντά του να τον σπαράξουν με τη σκληρή υπόμνηση της απουσίας τους. Άφησε τον εαυτό του έρμαιο, άφησε τον εαυτό του λάφυρο της θύμησης, μια οιμωγή ολόκληρος, μια κραυγή απελπισίας. Ύστερα, αντιδρώντας, σήκωσε το τηλέφωνο και κατέφυγε στην παρηγοριά που τυχαία είχε ανακαλύψει.

Τον αριθμό τον ήξερε πια απ' έξω. Τον σχημάτιζε ακόμα και στο σκοτάδι. Η φωνή ήρθε σχεδόν αμέσως και ήταν όπως πάντα τυπικά ευγενική. «Εργαστήριο του... Μετά το άκουσμα του χαρακτηριστικού ήχου μπορείτε ν' αφήσετε το μήνυμα σας δίνοντας όνομα και τηλέφωνο. Για έκτακτη ανάγκη τηλεφωνείστε στο νούμερο... Επαναλαμβάνω, στο νούμερο...». Ακούστηκε ένα κλικ, η μαγνητοταινία ήταν έτοιμη να γράψει.

Είχε βέβαια ν' αφήσει μήνυμα, πολλά μηνύματα μάλιστα. Να πει για τη μοναξιά, την ερημιά· το φόβο. Κι ακόμα, γι' αυτόν τον εσώτατο πόνο που όσο τον κρύβει αυξάνει και γιγαντώνεται και τα «γιατρικά» δεν οφελούν, είναι μόνο επιπάσεις σ' αφορμισμένη πληγή. Όμως, αυτά δεν λέγονται στον αυτόματο τηλεφωνητή, δεν λέγονται καν. Σε κανένα. Κατέβασε το ακουστικό. Ύστερα ξανασχημάτισε τον αριθμό. Ο τηλεφωνητής υπάκουσε πρόθυμα. «Εργαστήριο...». Άκουσε ήσυχα, με προσοχή ως το τέλος κι έκλεισε «μετά τον χαρακτηριστικό ήχο».

Αισθάνονταν ήδη ανακουφισμένος. Είχε ακούσει μιαν ανθρώπινη φωνή έστω άγνωστη, έστω τυπικά ευγενική στο στερεότυπο μότο της, που όμως αυτή τη δεδομένη στιγμή απευθύνονταν αποκλειστικά σ' αυτόν τον ίδιο. Κι ήταν μια ψευδαίσθηση, ένα υποκατάστατο συντροφιάς τόσο παρηγορητικό...

Άναψε τσιγάρο. Άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα και βρέθηκε στο αγιάζι της νύχτας μέσα στην προχωρημένη ώρα. Βρέθηκε στην ατμόσφαιρα της γιορτής και βάλθηκε να χαζεύει τα πρόσωπα των ανθρώπων. Τη βιάση τους, τον ξεσηκωμό, την αγχωτική προσπάθεια για την ανεύρεση της ευθυμίας, τον βιασμό της χαράς και το κούρσεμα του κεφιού.

Κι ολάξαφνα, τρομαχτική, του αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Όλοι, όλοι τους, ήταν φορτωμένοι κι έσερναν κάτι που ο καθένας μάχονταν απεγνωσμένα ν' αποθέσει στους ώμους κάποιου άλλου, μες απ' το στροβίλισμα και το γέλιο· μες απ' το φαγοπότι και το ξεφάντωμα, γιατροσόφια όλα τούτα νια τη συγκάλυψη κάποιου καημού. Α, κι είναι τόσοι οι καημοί στον κόσμο...


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=1796