Τότε που τελειώναμε το μικτό γυμνάσιο σε κείνη τη μικρή πολιτεία του
ακρότατου βορρά - τόσα χρόνια πίσω -, λίγοι μιλούσαν για Αθήνες και σπουδές στο
Πανεπιστήμιο. Των πιο πολλών οι προσδοκίες ακλουθούσαν ταπεινή πορεία και σμιλεύονταν στα πρότυπα των γονιών μας. Κι ήταν να γίνουμε ο καθένας ένας καλός μαγαζάτορας, μια καλή νοικοκυρά - εννοείται μ' ένα άξιο παληκάρι στο πλάι της. Καμιά φορά, τα όνειρα μας αναζητούσαν πρότυπα στους δασκάλους μας και φτάναν ως το κατώφλι του δημόσιου προϋπολογισμού. Να κρεμαστούμε, λέει, απ' αυτόν, να γίνουμε υπάλληλοι, να πιαστούμε απ' το βυζί, να σωθούμε πια απ' τη χαμοζωή, να προκόψουμε καθισμένοι γραφιάδες πίσω απ' ένα γραφείο καμωμένο από ροκανισμένες γκοζόκασες γυαλισμένες με καφετί λούστρο. Μερικών τολμηρών τα ονείρατα άγγιζαν τους μπάγκους της Τράπεζας. Τούτο ήταν τ' ανώτατο που μπορούσες τότε να σημαδέψεις: να γίνεις τραπεζικός. Τα 'φερε η ζωή, έγινα τραπεζικός. Ήταν παραπολύ αυτό για τη γενιά μου, πολύς θαυμασμός και πολύς φθόνος ξεσηκώθηκε καταπόδι μου, μα εγώ είχα πια καθίσει μπροστά στο αστραφτερό τεζιάκι - το γκισέ - της Τράπεζας και βολεύτηκα. Βολεύτηκα με τη θέση, μα δεν βολεύτηκα με τα νούμερα. Εκείνα που εγώ ήξερα ως τότε ήταν: μια δραχμή το κουλούρι, δυο δραχμές η τυρόπιτα, τέσσερις το ψωμί... τέτοια. Τούτα που μ' έβαζαν να γράφω εδώ, ήταν πέντε εκατομμύρια έσοδα του Δημόσιου, τέσσερα εκατομμύρια έξοδα... Χιλιάδες δολλάρια πίστωση για εισαγωγή, χιλιάδες λίρες για εξαγωγή! Ζάλη. Κεφαλόπονος... Απορία. Μπρε, υπάρχει τόσος παράς στον κόσμο; Να, που υπάρχει! Στοίβες ολάκερες κάθε μέρα, μέσα στο ταμείο της Τράπεζας, δεματιασμένα τα λεφτά. Ολόκληρο το μαγαζί γιόμιζε απ' τη μυρουδιά τους. Μύριζαν ανθρώπινο ιδρώ, προσπάθεια, μόχθο και μαζί ανάδιναν ψευτιά, απληστία, κατεργαριά. Βρωμούσαν πορνεία, «συναλλαγή», δωροδοκία. Περνώντας από λογιώ λογιώ χέρια, σπάταλα, τσιγκούνικα, αρρωστιάρικα... χέρια τοκογλύφου, μπαγαπόντη, χέρια του απελπισμένου, του γλεντοκόπου, του πόρνου, ρουφούσαν του καθενού τη σπιρτάδα, την αψάδα, την όποια δραστηριότητα, παίρναν τη μυρουδιά της τσέπης, τη γλίτζα, τη βρώμα του χνώτου του, τη φέρναν μαζί με τον «τόκο συν προμήθεια» και την απίθωναν στους μπάγκους της Τράπεζας. Τα πιάναν οι ταμιακοί υπάλληλοι, με τάξη, τα μετρούσαν με επαγγελματική ευσυνειδησία, «ένα, δύο, τρία... εκατό» και πάλι «ένα, δύο, τρία... εκατό», τους έβαζαν τη χάρτινη κορδελίτσα τους, τα στοίβιαζαν δέκα δέκα δεσμίδες, τα δέναν σφιχτά με σπάγκο και... νάτο το εκατομμύριο! Κομψό, με τη μεσούλα του, το φιογκάκι του. Μικροκαμωμένο, να το χωρά πες η τσέπη σου, να το χωρά ο κόρφος σου και μόνο το μυαλό σου να μη το χωρά πως βλέπεις κι αγγίσεις ένα ολόκληρο εκατομμύριο με τ' αδέρφια του, τα ξαδέρφια κι όλο του το σόι μαζεμένο ολόγυρα, ένα τεράστιο οικογενειακό δέντρο. Την πρώτη φορά που είδα τον ταμιακό συνάδελφο, μετρώντας τα χιλιάρικα να ξεχωρίζει στην άκρη μερικά, ρώτησα το γιατί. Κι εκείνος, ατάραχος, με τα χέρια γιομάτα καταμετριτική πείρα και το μυαλό γιομάτο γνώση πως τα ξένα λεφτά είναι πάντα ξένα, «είναι εφθαρμένα» είπε. «θα σταλούν προς καταστροφήν». — Δηλαδή; — Δηλαδή... θα καούν! Τότε ήταν που το είπα. — Γιατί να καούν όλα; Δεν μου δίνετε εμένα μερικά; Γιατί γέλασαν; Ήταν, λέει, ωραίο το αστείο μου, μπράβο! Και τότε γέλασα κι εγώ, έτσι τσιριχτά κι ήταν γιατί το γέλιο μου πονούσε τα σπλάχνα, μου τα ξέσκιζε. Εγώ, δεν το είχα πα γι' αστείο. Καθόλου μάλιστα. Να παίρνεις τρεις κι εξήντα και να μαθαίνεις ξαφνικά πως όλος τούτος ο παράς που τον πατίκωναν έτσι βάναυσα μέσα στα τσουβάλια, θα πήγαινε, λέει, «προς καταστροφήν», στην πυρά· είναι για γέλιο; Όμως - τί να κάνω; — γέλασα κι εγώ μαζί τους κι ας έκλαιγε η καρδιά μου για τούτη την ανελέητη εξαφάνιση, λες κι ήμουν εγώ το εφθαρμένο χαρτονόμισμα που το ετοίμαζαν νια την πυρά κι ας μην ήμουν καθόλου. Αισθανόμουν τότε σαν ένα φρεσκοτυπωμένο — τσίλικο - εκατομμύριο. Με την ωραία ετικέτα μου, «υπάλληλος της Τραπέζης της Ελλάδος», με τη σφιχτή ζωνίτσα μου, «Ταμείον Συντάξεων Προσωπικού Τ. Ε.», με την αξία μου, την όρεξη πα να πει για δουλειά, τη συναδελφικότητα, την προθυμία, τα νιάτα. Και καμάρωνα! Πέρασαν τα χρόνια. Τα λεφτά δεν σταμάτησαν ποτέ να στοιβιάζονται στους μπάγκους της Τράπεζας και να γιομίζουν με το χνώτο τους τα πνευμόνια μου. Η γνωριμία τους έγινε πια συνήθεια. Γιόμισα κι εγώ με την πείρα των ταμιακών συναδέλφων πως τα ξένα λεφτά είναι πάντα ξένα κι η καταγραφή των πολλών μηδενικών πίσω απ' τα νούμερα μου κατάντησε ρουτίνα. Όμως... Σιγά σιγά και μέρα τη μέρα άρχιζα να νοιώθω να με βαραίνει η φθορά. Η φθορά στην καρδιά, στα αισθήματα, τις προσδοκίες μου... Η φθορά στις σχέσεις με τους ανθρώπους, τους συναδέλφους, μ' αυτούς τους καθημερινούς «πλησίον». Κι άρχισα να παρομοιάζω τον εαυτό μου με το χρησιμοποιημένο, το «εφθαρμένο» εκατομμύριο που αφού - αστραφτερό φρεσκοτυπωμένο χαρτονόμισμα τα 'ριξαν στη βιοπάλη, το ετοιμάζουν τώρα, το μετρούν, το δένουν, το καταγράφουν, το προορίζουν νια την πυρά. Το πίστεψα πια στο τέλος πως ένα δεμάτι βρώμικα χιλιάρικα ήμουν, δεμένη σταυρωτά με το μιτάρι και την ετικέτα «εφθαρμένον». Μετρώντας στα φυλλοκάρδια μου, έβρισκα ξεφτισμένες όλες τις αξίες, τα ιδανικά, την όμορφη αρχή, τη χαρά της δουλειάς, τη συναδελφικότητα. Όλα είχαν μεταλλαγεί κι είχαν καταντήσει συχασιά, απορριγμένες ελπίδες, καταπιεσμένη προσωπικότητα· κι είχαν μόνιμη συντροφιά τον εκνευρισμό, το συνεχές κουδούνισμα του τηλεφώνου, το γκρινιάρικο χτύπο της γραφομηχανής, το κλέφτικο κάπνισμα στην τουαλέτα και πάν' απ' όλα τη λαχτάρα της φυγής. Τελευταίο στη δέσμη με τα τόσα γλιτζιάρικα χιλιάρικα - πώς είχε μπει μαζί τους αυτό το καινούργιο χαρτονόμισμα;- η λαχτάρα για λύτρωση. Αυτό. Να τα μουτζώσεις, λέει, όλα, «μίαν ωραίαν πρωίαν», να λουστείς λευτεριά, να καταλάβεις επί τέλους ποιος είσαι. Ότι είσαι άνθρωπος με γνώμη, ιδέες, οντότητα. Να ξαναγίνεις «εσύ». Αυτό και μόνο, μα το σπουδαιότερο: Να ξαναβρείς τον εαυτό σου. Κι έγινε κάποτε το θάμα! Το εφθαρμένο εκατομμύριο όδεψε αντίθετα στην προδιαγραμμένη μοίρα του, την «προς καταστροφήν». Έδωσε μια, φούσκωσε τα πνευμόνια του, έσπασε το μιτάρι που το κρατούσε σφιχτά δεμένο, βγήκε απ' τ' ανήλιαγο χρηματοκιβώτιο - σιδερόφραχτα παράθυρα, άγχος, αλληλομισεμός - πήδηξε στο φως· να ξαναγίνει ο εαυτός του. Όμως! ποιος ήταν ο εαυτός μου πια; Τι απόμεινε δικό μου σ' αυτό το αλλοτριωμένο άτομο, σε τούτον τον ίσκιο τον αποπροσανατολισμένο απ' ης προσδοκίες του; Ποια ήταν η οντότητα; τί έγινε η προσωπικότητα; πού η δύναμη, η ορμή, η απόφαση; Τι κρίμα... Ύστερα από «25ετή ευδόκιμον υπηρεσίαν», είχα χάσει το πρόσωπο μου. Δεν ήμουν εγώ. Ήμουν ένας άλλος, ένας ολότελα ξένος μου εαυτός. Πραγματικά, ό,τι και να 'κανα, ήμουν τελεσίδικα κι ανεπανόρθωτα «εφθαρμένον». |