περιεχόμενα

Οι δυο έρωτες

Διήγημα

Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου

Από το βιβλίο "Εξομολογήσεις"

Τούτη η πολιτεία «... όπου βογγά το πολυτάραχο λιμάνι» καθώς αναθυμιέται ο Παλαμάς στις «Πατρίδες» του, τούτη η πολιτεία με τον σύγχρονο τρόπο και ρυθμό Ζωής, με τις πολυκατοικίες της, τα καυσαέρια, τις ντισκοτέκ και τα άλλα γνωρίσματα των τωρινών πόλεων, κρατά ακόμα με πολύ πείσμα δυο παλιές της αγάπες. Η μια, ο θαλασσινός δρόμος για τη Δύση. Η άλλη, τα γιασεμιά.

Αυτός ο δρόμος ο θαλασσινός φωταγωγείται κάθε Βράδυ απ' τη γιορτή των φώτων που καταυγάζουν τα μεγάλα καράβια που τον διαβαίνουν. Πλωτά νησιά όλα τους, σαλπάρουν αργά, με τη μεθοδευμένη τελετουργία, κάθε βράδυ μέσα σ' ατμόσφαιρα αποχαιρετισμών.

Είναι επίσημη στιγμή η ώρα που ο καπετάνιος θα διατάξει το λύσιμο των κάβων, το σήκωμα της άγκυρας, η ώρα που το καράβι θα ξεπλευρίσει απ' το μουράγιο να βάλει πλώρη κατά το πέλαγος. Και τούτη την επίσημη στιγμή, η πολιτεία τη ζει πολλές φορές κάθε βράδυ, καθώς πολλά καράβια το ένα πίσω απ' τ' άλλο ξεκορμίζουν απ' τα μουράγια της και παίρνουν τη θαλασσινή στράτα που θα τα φέρει βορειοδυτικά σε ξένους γιαλούς και λιμάνια.

Ο κόσμος σταματά τον περίπατο του στο μώλο, σταματά τις κουβέντες του, να δει μια μια τις φάσεις που φτάνουν στο σαλπάρισμα, να δει το καράβι να περνά μπροστά του ολόφωτο. Μερικοί σηκώνουν το χέρι σ' αποχαιρετισμό, από κάποια γέφυρα του καραβιού κάποιοι ανταποκρίνονται. Γίνεται έτσι μια ένοχη συνεννόηση. Ο άνθρωπος του μουράγιου στέλνει τους πόθους του να ταξιδέψουν λαθρεπιβάτες, ο άνθρωπος της γέφυρας δέχεται να τους πάρει μαζί του να τους μεταφέρει στην αλαργινή στεριά. «Καράβια φεύγουνε μα δεν με παίρνουνε...».

Είναι ο έρωτας της Πάτρας, πότε τρυφερός, κάποτε απεγνωσμένος που εκδηλώνεται τούτη την ώρα της αναχώρησης των καραβιών.

Μα εκεί, στις αλώβητες ακόμα απ' την αρρώστια του μπετόν γειτονιές της, παραμονεύει μοσχομύριστος, ο άλλος της βαθύς καημός: Τα γιασεμιά.

Γέρνουν με τα άσπρα αστράκια τους πάνω απ' τις σιδερένιες αυλόπορτες, μυρουδάτοι καταρράχτες. Ξεχύνουν το μεθυστικό τους άρωμα πρόκληση στην όσφρηση, κάλεσμα στ' άρπαγο χέρι που θέλει να γευτεί την ηδονή της κατοχής τους.

Οι απόκεντρες γειτονιές μεθοβολούν απ' τ' άρωμα καθώς ο αποβραδυνός αέρας αναγκάζει τα γιασεμιά ν' αναδώσουν όλη τη μέθη της μοσκοβολιάς τους.

Είναι μια γιορτή θαρρώ, μια λεπτότατη ερωτική απόλαυση του μυημένου, χαρά της αίσθησης που γεύεται έτσι απτά την ύπαρξη της. Είναι ο άλλος έρωτας του μοναχικού διαβήτη, τούτη η οσφρητική ευτυχία της παλιάς Πατρινής γειτονιάς. θυμίζει καιρούς μακρινούς που οδεύουν κάθε μέρα όλο και πιο βαθειά στο παρελθόν, ξεμακραίνουν, ξεκόβουν από μας. Μα εμείς, αμετανόητοι αγαπητικοί αυτών των καιρών, τρέχουμε να τους αναζητήσουμε στις μακρινές γειτονιές με τους άνθινους καταρράχτες των γιασεμιών που γέρνουν πάνω απ' τις σιδερένιες αυλόπορτες των παλιών σπιτιών της.




from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=1795