περιεχόμενα

Το βλέμμα της Βέτας

Τάσος Καλούτσας

Κάπως έτσι άρχισαν όλα. Η Σέβα ανέβηκε όπως πάντα για καφέ στο σπίτι της Βέτας, αντί να καθήσει όμως αυτή τη φορά στη συνηθισμένη της θέση, με την πλάτη γυρισμένη στο παράθυρο, στρογγυλοκάθησε στη διπλανή πολυθρόνα και της είπε να σύρει τις κουρτίνες. Εκείνη φάνηκε κάτι να συλλογιέται. Αλλά δεν μίλησε.

Το ίδιο βράδυ, έσκυψε η Βέτα από το παραθύρι της και φώναξε προς το σπίτι της φίλης της. «Γιατί κάθησες σήμερα αλλού και μου 'πες να σύρω τις κουρτίνες;». Η Σέβα, που απολάμβανε τη δροσιά της στην πρασιά, της έριξε μια σαστισμένη ματιά μην ξέροντας τι ν' απαντήσει και γιατί το ρωτάει. «Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα να σκέφτομαι γιατί το 'κανες...», της ξανάπε η Βέτα το πρωί. «Μωρέ, τρελή είσαι; Έλα Χριστέ και Παναγιά!...». «Όχι, αλλά θα με φάει η περιέργεια· γιατί το 'κανες; Και γιατί να σύρω τις κουρτίνες; Για να φαίνονται μόστρα τα μάτια μου απέναντι;». «Σου το 'πα γιατί δεν μπορώ με τραβηγμένες τις κουρτίνες...», ξέσπασε η Σέβα. «Θέλω φως! Πιάστηκε η ψυχή μου πια...». Η άλλη την λοξοκοίταξε, δύσπιστα.


Την επομένη η Βέτα διέσχισε την πρασιά και στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα της Σέβας. «Επιμένω να μου πεις γιατί το 'κανες...», ξανάρχισε το ίδιο τροπάρι. «Για να βλέπουν τα μάτια μου οι απέναντι; Έλα, πες μου!». «Μωρέ, πάει, ζουρλάθηκε αυτή!», μονολόγησε σιγανά η Σέβα.

Όταν έφυγε, έκανε τις πιο απίθανες σκέψεις. Ακριβώς απέναντι απ' το διώροφο της φίλης της, έμενε σ' ένα διαμέρισμα η κόρη της, η Φιλιώ, και δίπλα της, στο γωνιακό, κάποιο γηραλέο ανδρόγυνο. Θυμόταν πως κάποτε η γυναίκα του γέρου, που δεν στεκόταν καλά και υποψιαζόταν μια ζωή τον άντρα της, είχε πιάσει τη Βέτα και της είπε να πάψει να του κάνει «τα γλυκά μάτια». Της είχανε προξενέψει παλιότερα και ένα συγγενή τους, ένα παλικάρι που κούτσαινε, αλλά εκείνη ούτε ν' ακούσει. Μια φορά πάλι που περνούσε τον δρόμο κι ένιωσε τον γέρο να την τρώει με το βλέμμα του, του έμπηξε μια φωνή που τον σάστισε: «Τι με κοιτάζεις, βρε, θες να ματιάξεις τα μάτια μου; Έχω ωραία μάτια!». Ίσως για όλ' αυτά, σκεφτόταν η Σέβα, της έλεγε τώρα όσα της έλεγε...


Ήρθε στο σπίτι μας, τα 'πε και στη Βάσω, που γύρισε και της έκανε μ' ένα πνιχτό χαχάνισμα, «η Βέτα, η γόησσα...», και θυμήθηκε ότι παλιά της είχανε προξενέψει και τον θείο της τον Αλέκο, αλλά δεν τον ήθελε, γιατί τάχα εκείνη ήταν «πολύ όμορφη». Και μετά τον αδερφό του θείου της, τον Νικόλα, αλλά κι αυτόν τον απέρριψε η Βέτα, «τι, χήρο με παιδί θα πάρω;», τους λέει. «Δε σφάξανε!».

«Πράγματι, ήταν όμορφη», είπε η Σέβα. «Μην την κοιτάς τώρα που την πήρανε τα χρόνια και δεν περιποιείται πια τον εαυτό της, έπειτα και από κείνη την εγχείρηση... Τ' άφησε πια το δέρμα της και έγινε ζαροπροβιά!».

«Ψηλομύτα, ε;», μπήκε στην κουβέντα η Φιλιώ. Πήρε ύφος και άλλαξε τη φωνή της, να μοιάζει της Βέτας. «Εγώ, ξέρετε, ήμουν πολύ όμορφη... Χμ, ξέρετε με ποιον ήμουνα εγώ λογοδοσμένη; Μ' ένα λεβέντη δυο μέτρα, χωροφύλακα και ψάλτη στον Ταξιάρχη...». Οι γυναίκες κακάρισαν. Αλλά η Σέβα τής είπε να σκάσει! Ήταν γνωστά αυτά! Και ότι μετά χωρίσανε. Και μια έλεγε η Βέτα πως όλα τα απόλαυσε μαζί του και μια πάλι της ξέφευγε πως ξέμεινε παρθένα. Δούλευε μοδίστρα.

Το στέκι στην πλατεία ήταν το μπακάλικο του Θεοδόση, που είχε εγκαταστήσει σε μιαν άκρη ένα λιγδερό τραπεζάκι και έβγαζε συχνά ούζο και μεζέ στους φίλους του. Ένα πρωί που πήγε να ψωνίσει κάτι, η Βέτα τράβηξε παράμερα τη Νεκταρία, τη γυναίκα του. «Άσε τι μου έκανε η Φιλιώ...», της λέει. «Τι σ' έκανε;». «Να, μου 'πε πως είμαι άρρωστη... Έχω, λέει, μια πάθηση, να δεις πώς την είπε... Οφθαλμογαμία... Ναι, οφθαλμογαμία! Υπάρχει, μωρέ Νεκταρία, τέτοια αρρώστια;». Και να κλαίει, τα μάτια της να τρέχουνε βρύσες και να κοιτάνε χαμηλά, τα ράφια με τα κριθαράκια. «Έλα, μην κάνεις έτσι», τη χτύπησε στην πλάτη η Νεκταρία, «θα της μιλήσω εγώ». Περνάει απ' το μαγαζί η Φιλιώ, την ενημερώνει. «Τι λέει, μωρέ, πού την είδα εγώ τη Βέτα, έχω καιρό να τη δω! Ακούς εκεί, οφθαλμογαμία... Πού το βρήκε κιόλας! Μη χειρότερα!», της κάνει εκείνη.

Η αλήθεια ήταν πως απ' τη μέρα που ήπιαν τον καφέ με τη μάνα της, η Βέτα είχε κλειστεί στο σπίτι. Αδιαπέραστα σιωπηλό το κτίριο, κουφωτά τα παντζούρια, συνήθως κατεβασμένες οι κουρτίνες. Τις Κυριακές μόνο, αν την έπαιρνε το μάτι σου, που γύριζε απ' την εκκλησία· κι αν τύχαινε τότε κάποιο σκυλί απ' τα πολλά της γειτονιάς να την πάρει στο κατόπι, κοντοστεκόταν ή πήγαινε απ' αλάργα σιγά σιγά, καρδιοχτυπώντας.

Και ξαφνικά μαθαίνουμε πως έπαιρνε τηλέφωνο στις Σέρρες, στην αδερφή και τον γαμπρό της, να 'ρθουν και να «μαλώσουν» τη Σέβα. Κατέφθασαν και πήγαν να τη βρουν. Τους εξιστορεί εκείνη τα καθέκαστα. Αυτή μας τα λέει αλλιώς! της λένε. Ότι φώναξες γιατρό να εξετάσει τα μάτια της από μακριά... Τον πήγες τάχα στο διαμέρισμα της κόρης σου, που βλέπει ίσα στο δωμάτιο της Βέτας και από 'κει την εξέτασε. Ολόκληρο σχέδιο είχες στο μυαλό σου, λέει. Άφωνη η Σέβα. Πάμε, ψελλίζει, να τα πει η ίδια και σε μένα αυτά...


Τριγυρνούσε με μια μαντίλα στο κεφάλι και έδινε την εντύπωση πως έκανε τα χουσμέτια της. Έστρωνε το τραπέζι.

Κάθησε στη θέση της η Σέβα.

«Καλά», αρχίζει, «εγώ δεν φώναξα ποτέ γιατρό για μένα, θα φωνάξω για σένα; Τι 'ναι αυτά που τους λες;».

«Μα πώς... Αυτό έκανες. Όλη η γειτονιά το ξέρει, μου το 'πανε...». Έδειξε ένα γύρω η Βέτα, αόριστα.

«Πες μου έναν που σου το 'πε...».

Τα μασούσε.

«Όλη η γειτονιά...».

Σταυροκοπήθηκε η Σέβα.

«Και μπορεί να γίνει αυτό; Να σε εξετάσει γιατρός από δέκα μέτρα απόσταση; Το πιστεύεις πραγματικά;».

«Μπορεί», της κάνει. «Μου το 'πε εμένα η φιλενάδα μου, η γιατρός...». Ήταν μια εβδομηντάρα, παλιά γιατρέσσα, που ζούσε μόνη της, και απ' ό,τι λέγαν τής είχε στρίψει απ' το πολύ διάβασμα· τελευταία, τα είχε χάσει τελείως.

Οι άλλοι κουνούσαν τα κεφάλια τους. «Αλίμονό μας!», φαίνεται ότι ψιθύρισαν στη Σέβα, φεύγοντας για τις Σέρρες.

Θα ήταν του Ευαγγελισμού, όταν άνοιξε πάλι το παραθύρι της και την κουτσοχαιρέτισε τη Σέβα. «Έλα», της κάνει με φωνή μελωμένη, «να τηγανίσουμε μπακαλιάρο, να φάμε». «Όχι», της απαντάει εκείνη. «Έχω δικό μου». Αλλά την έτρωγε η περιέργεια μπας και μάθει τίποτα νεώτερο, και πήγε.

Κάθησε στη θέση της και την παρατηρούσε που πηγαινοερχόταν, ώσπου στρώθηκε δίπλα της και άρχισε να της μιλάει, κοιτώντας το πάτωμα. Απ' όσα της έλεγε, πίνοντας τον καφέ της, τα περισσότερα τής ήταν γνωστά.


Ότι ήταν παλιά αρραβωνιασμένη με 'κείνον τον χωροφύλακα και το κάνανε πότ' εδώ, πότ' εκεί, όπου λάχαινε. «Δεν είμαι παρθένα!», της τόνισε κατηγορηματικά. Της είπε και για τα προξενιά και τα λοιπά. Πρόσθεσε όμως ότι, αν τελευταία δεν την πολυέβλεπε, και το σπίτι φαινόταν θεόκλειστο, ήταν γιατί έλειπε τον περισσότερο χρόνο. «Τρέχω με τους γκόμενους!», πετάει της Σέβας.

«Εγώ δεν τα βλέπω αυτά», αντιδρά η Σέβα.

«Εσύ πού να τα δεις από 'κει πίσω που κάθεσαι... Αν έμενες εδώ μπροστά, στης Φιλιώς, θα μ' έβλεπες που με φέρνει ο γκόμενος... Έγινα σοκακού, σου λέω. Τρέχω! Σουρτουκεύω!».

Έκανε μια παύση και άφησε έναν στεναγμό.

«Πάντως», γρυλίζει ξαφνικά, «τον γιατρό τον έφερες για μένα...».

«Βρε η Φιλιώ, για το παιδί... καταλαβαίνεις; Κάλεσε το Εξπρές Σέρβις... Ήμαρτον Παναγία μου!».

«Όχι εσύ, εσύ, να εξετάσει τα μάτια μου...», επιμένει.

Την άλλη βδομάδα πάντως που συναντήθηκαν στον δρόμο με τη Φιλιώ, φορούσε μαύρα γυαλιά και της ζήτησε συγγνώμη. Της είπε να μην την ξεσυνερίζονται γιατί είχαν σπάσει τα νεύρα της, υπέφερε από ζαλάδες κι ένιωθε την καρδιά της ένα κουβάρι. Την έπνιγε κι η μοναξιά! Μέχρι που πήρε χλωρίνη ν' αυτοκτονήσει!... Κι ούτε είχε βάλει τίποτα στον καφέ της μάνας της, εκείνη τη μέρα!

Ξαφνικά πάλι, λες κι έγινε θαύμα, άλλαξε τακτική. Άνοιγε τέντα τις πόρτες και τα παράθυρα και συχνά πατούσε κι ένα γερό τραγούδι. Όταν σεργιανούσε στη γειτονιά, έκρυβε πάντα τα μάτια της πίσω απ' τα γυαλιά της.

Την άκουσα που ξελαρυγγιζόταν ένα πρωί:

«Κι όμως θέλω τη ζωή μου να τη χαρώ

γι' αυτό πηγαίνω κόντρα με τον καιρό...»

Τόσο που το πήρε απόφαση κι η Σέβα να την επισκεφθεί. Ανεβαίνει τις σκάλες, ακούει πίσω απ' την πόρτα της κλάματα, λυγμούς, ανάκατους με μουγκρητά. Στο τέλος τής ανοίγει, τα μάτια της πλημμυρισμένα δάκρυα.

«Γιατί κλαις πάλι, βρε Βέτα;».

«Τι, να μην κλαίω με αυτά που κάνει η κόρη σου! Κουβαλάει συνέχεια τον γιατρό... Ενώ εγώ, τι δεν έκανα για να ξαναγίνουμε φίλες!».

«Καλέ, το μωρό της ήταν πάλι άρρωστο και φώναξε τον γιατρό... Μικρό παιδί, δεν θ' αρρωστήσει;».

«Ναι, ναι, τον φωνάζει για μένα, να μ' εξετάσει για την οφθαλμογαμία!».

Από τότε δεν ξαναπάτησε η Σέβα στο σπίτι της, ας την εκλιπαρούσε. Κι η Βέτα ξανακλείστηκε.

Ένα βράδυ που χιόνισε, κατέβηκα στο μαγαζί του Θεοδόση. Όλη η παρέα εκεί, κουτσοπίνανε και η μουσική στη διαπασών. Προσπαθούσαν να θυμηθούν πότε άλλοτε κακοκαίριασε τέτοια εποχή! Ψώνισα κι έβγαλα να πληρώσω. «Και ποιος γιορτάζει αύριο;», μου λέει, χουχουλίζοντας τα χέρια του, ο Θεοδόσης. «Έλα τώρα», συνεχίζει, «η γειτόνισσά σου... Της Οσίας Ελισάβετ ­ και με σταυρό στο ημερολόγιο!» ­ και μου σκάει ένα πονηρό γελάκι. Όταν ξαναπήρα τον ανήφορο το 'χε σχεδόν στρώσει και φυσούσε ένα παγωμένο αεράκι.

Κι έτσι, για να δεις τι γίνεται, το πρωί της επομένης, ένας μαύρος σκύλος αναπήδησε γαβγίζοντας δίπλα της, ένας άλλος ­ λυκόσκυλο ­ τον κυνήγησε, ο πρώτος διέγραψε έναν κύκλο χοροπηδώντας γύρω στη Βέτα που ξιππάστηκε, γλίστρησε, ταλαντεύτηκε προς στιγμήν μπρος πίσω ­ το χιόνι γυαλί κάτω απ' τα τακούνια της ­ και σωριάστηκε στο τέλος μονοκόμματη κάτω. Πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι της στο πέτρινο κράσπεδο και έμεινε στον τόπο. Ανήμερα στη γιορτή της! Στο χέρι της κρατούσε ακόμα σφιχτά τα λουλούδια της, για την εκκλησία.

Μέχρι να καταφθάσουν οι δικοί της απ' την επαρχία, έκαναν τις προετοιμασίες οι γυναίκες. Η Φιλιώ ήταν της γνώμης να της φορέσουν άσπρο πουκάμισο αντί για μαύρη μπλούζα. Κάποια στιγμή πλησίασε τη Βάσω και της ψιθύρισε:

«Σουτιέν θα της βάλουμε;».

«Τι λες, μωρέ, τι να βάλουμε μέσα στο σουτιέν;».

«Αυτό», έκανε η Φιλιώ κι έδειξε το πλαστικό ομοίωμα του στήθους που χρησιμοποιούσε η Βέτα μετά την εγχείρηση.

Τις έπιασε ένα γέλιο νευρικό, ξεράθηκαν.

«Και βέβαια. Τι, να πάει χαμένο; Κοστίζει κι ένα σωρό λεφτά! Ας της το βάλουμε να πάει κορδωμένη εκεί απάνω...».

Λίγο καιρό μετά που βρέθηκα για κάποιο μνημόσυνο στο κοιμητήριο, η Βάσω μού έδειξε κατά πού έπεφτε ο τάφος της και πήγα να ρίξω μια ματιά. Έμεινα έκπληκτος. Για πρώτη φορά, μέσα από μια παλιά φωτογραφία της, σε φτηνή κορνίζα, η Βέτα με κάρφωνε με το βλέμμα της. Ίσως γι' αυτό, σκέφτηκα, θυμόμουν τόσο θαμπά τη μορφή της ­ επειδή ποτέ, όταν τύχαινε να βρεθούμε, δεν με κοιτούσε κατάματα, όπως έκανε τώρα, απ' το κατώφλι μιας άλλης ζωής. Ένα βλέμμα που δεν έκρυβε τίποτα ανομολόγητο, από δυο μάτια λαμπερά και κατάμαυρα, έντονο μα και βαθιά θλιμμένο! Χωρίς να το θέλω, μου 'ρθε στον νου αυτό που λένε, ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής...

Η Βάσω άναψε το καντήλι του τάφου και καθάρισε τη φωτογραφία της από ένα στρώμα σκόνης που είχε αρχίσει να τη σκεπάζει. Γυρνώντας στο σπίτι τη σκεφτόμουν συνέχεια, λες και την είχα συναντήσει για πρώτη φορά. Και από τότε, κάθε φορά που τη θυμάμαι, έρχεται στο μυαλό μου αυτή η τελευταία εικόνα της ­ με όλη τη ζωντάνια του βλέμματός της να πνίγεται μες στην τραγικότητα ­ και όχι η άλλη που μας είχε συνηθίσει, με χαμηλωμένο το κεφάλι της.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3643