Ο πατέρας μου έκλεισε το τηλέφωνο και φώναξε της μητέρας μου μισοαστεία -
μισοσοβαρά: - Ευτέρπη, σε δέκα λεπτά καταφτάνουν ο κουμπάρος μας με τη φαμίλια του. Λάβε τα μέτρα σου από τον «Βαρβαρόσσα του ψυγείου»!... « Βαρβαρόσσα του ψυγείου» είχε ονομάσει ο πατέρας μου την εξάχρονη κόρη του κουμπάρου, τη λιχούδα Πολυξένη, που σε κάθε επίσκεψη της στο σπίτι μας δεν παρέλειπε να λεηλατεί το ψυγείο μας!... - Τι λογής μέτρα να λάβω; έκανε συνοφρυωμένη η μητέρα μου. - Ν' ασφαλίσεις το μαγειρεμένο λαγό... Έτσι και τον βρει στην κατσαρόλα η Πολυξένη, δε θα προλάβουμε ούτε τη γεύση του να μάθουμε!... - Σιγά μην ασφαλίσω το λαγό τώρα!... Αστείο πράγμα, καημένε, και να το σκέφτεσαι μόνο!... - Όταν πέντε ολόκληρους μήνες τέσσερις κυνηγοί με τρία σκυλιά τριγυρνώντας ολόκληρη την Ελλάδα πάνω σε δύο αυτοκίνητα καταφέρνουμε επιτέλους να βαρέσουμε έναν και μοναδικό λαγουδάκο και να πάρουμε μεράδι μισού κιλού ο καθένας μας, αστείο θα ήταν να μη βάνουμε μπουκιά απ' αυτόν στο στόμα μας! Κατάλαβες, καλή μου; Και λέγοντας αυτά, πιάνει κι αδειάζει το στιφάδο μέσα σ' ένα μπολ και το τρυπώνει στο ψηλότερο ράφι του ψηλότερου ντουλαπιού. - Και τι κατάφερες τώρα; έκανε γελώντας η μητέρα μου. Το σπίτι μας ολόκληρο μυρίζει στιφάδο! Πως θα πείσεις την Πολυξένη να μην αξιώσει λαγό; Ο πατέρας μου πήρε την κολόνια και, αδιαφορώντας για τα πειράγματα και τα γέλια της μητέρας μου, άρχισε να ραντίζει αφειδώλευτα όλους τους χώρους του σπιτιού! Δέκα λεπτά αργότερα φτάσανε πράγματι στο σπίτι μας ο κουμπάρος, η γυναίκα του κι η κόρη τους, η Πολυξένη. Η τελευταία, με το μπάσιμό της στο σπίτι ανασήκωσε το μουσούδι της κι έκανε κάτι περίεργες μικροεισπνοές και μικροκινήσεις των ρουθουνιών της, όπως το λαγωνικό, που αναζητάει τον ντόρο του λαγού!... Την είδε ο πατέρας μου και βιάστηκε να προλάβει την έκρηξη των επιθυμιών της: - Καλώς το κορίτσι μου! Καλώς μου το! Και στράφηκε ευθύς κατά τη μεριά μου: - Γιώργο, δείξε τα παιγνίδια σου στην Ξενούλα μας... Παίξτε μαζί... Ήμουνα τρία χρόνια μεγαλύτερος από την Πολυξένη κι ανέλαβα ευχαρίστως το ρόλο του οικοδεσπότη γι' αυτή. Την πήρα από το χέρι να την οδηγήσω στα παιχνίδια μου, μα εκείνη τα 'χε στυλώσει κιόλας: - Μαμά, εδώ μυρίζει κάτι πολύ ωραίο! είπε. - Κολόνια, αγάπη μου! - Όχι κολόνια! Αυτή απλά παλεύει να σκεπάσει την άλλη, την ωραία μυρωδιά! Σαστίσαμε όλοι, πού την ακούσαμε! Τι μύτη είχε αυτό το θηλυκό! - Ξέρεις τι μυρίζει; είπε την άλλη στιγμή στη μάνα της με πολλή - πολλή σιγουριά. -Τι; - Το φαγητό, που 'χαμε φάει στο σπίτι της θείας Λουκίας, στο χωριό! Γούρλωσε τα μάτια η μάνα της: - Θεέ και Κύριε! Θυμάσαι ακόμη, Ξενούλα μου, τι έφαγες πριν από τρία χρόνια; - Τι φαγητό είχε φάει το κορίτσι μας στο σπίτι της θείας Λουκίας; ρώτησε περίεργη η μάνα μου. - Λαγό στιφάδο! Είδα τον πατέρα μου να πανιάζει και τη μητέρα μου να μαζεύεται όπως το σαλιγκάρι στο καβούκι του! - Λαγός στιφάδο; Ω! Πού να περισσέψει ο λαγός, χρυσό μου; έκανε ο πρώτος μισοκακόμοιρα. - Ο λαγός είναι το πιο σπάνιο φαγητό στο σπίτι του κυνηγού, κοριτσάκι μου! είπε η μητέρα. Κι επειδή είχε βρεθεί στη δύσκολη θέση ν' απολογείται και να κουκουλώνει την ενέργεια του πατέρα μου, του έριξε λοξή ματιά γεμάτη νόημα και πρόστεσε μισοειρωνικά και μισοαστεία: - Ο πατέρας του Γιωργάκη μήνες τώρα πηγαινοέρχεται στο βουνό, και μολονότι έχει στη διάθεση του τα καλύτερα λαγωνικά και τις καλύτερες καραμπίνες - αχ και πόσο τα ράσα δεν κάνουν τον παπά!... - απολαμβάναμε εκείνος φρέσκον αέρα και καταϊδρωμένες συγκινήσεις κι εμείς οι άλλοι πότε - πότε λιγοστά χόρτα του βουνού, άιντε και λιγοστές ελιές από κείνες, που επιμένουν συχνά να τρυπώνουν στα δισάκια των κυνηγών(...), ποτέ όμως λαγό μέχρι σήμερα!... Ο πατέρας μου, αδιαφορώντας ολότελα για τις «μπηχτές»της μάνας μου, βιάστηκε να θολώσει τα νερά: - Στις πολυκατοικίες, Πολυξενούλα μου, τρία πράγματα έχουμε ανταμικά: τα κοινόχρηστα, τους θορύβους και τις μυρουδιές! Το πρώτο το ελέγχεις κάποτε, μα τ' άλλα δυο ποτέ! Κοιμάσαι και στ' αυτιά σου φτάνουν οι φάλτσες φωνές κάποιας γειτόνισσας σου, που ονειρεύεται μικροφωνικές συσκευές και παλκοσένικα! Τρως ραδίκια του βουνού Μεγάλη Παρασκευή κι οσμίζεσαι τη συναγρίδα του γείτονα!... Τέτοια λέγαν ο πατέρας κι η μάνα μου, μα όλ' αυτά άφηναν παγερά αδιάφορη την Πολυξένη! Το 'βλεπα στον τρόπο, που μ' αυτόν κοίταζε τους γονιούς μου!... Κι είμαι βέβαιος, πως είχε την ικανότητα όχι μονάχα να ξεχωρίζει τις οσμές, μα και να διαβάζει στα μάτια του πατέρα μου την αγωνία για την τύχη του κρυμμένου θησαυρού του -του φαγητού μας, θέλω να πω! - και στα μάτια της μητέρας μου την ένοχη συγκάλυψη, που παρείχε στο πατρικό ατόπημα. Τους έβλεπε, που την παρακολουθούσαν με ξάγρυπνο μάτι, πού κατασκόπευαν τις κινήσεις της!... Απ' αυτά όλα μάλλον είχε πειστεί απόλυτα για την ύπαρξη του λαγού κι όχι μόνο από τις μυρουδιές! Κάποια στιγμή έκοψε αζιμούθιο κατά την κουζίνα. Ένας σύντομος έλεγχος δεν απόδωσε τ' αναμενόμενα και γύρισε άπραχτη στο σαλόνι. Είδα τα βλέμματα του πατέρα μου πάνω της θριαμβευτικά από την αποτυχία της, χαιρέκακα. Φαίνεται όμως πως τα είδε κι αυτή κι έδειξε να πεισμώνει! Οι εκφράσεις του προσώπου της μου μαρτυρούσαν τον προβληματισμό της και το μεγάλο ερώτημα της για την κρυψώνα του στιφάδου! Ο πατέρας μου πήρε το μπολ με τους ξηρούς καρπούς και τους τίναζε μπροστά της, μαυλίζοντάς την κατ' αυτόν τον τόσο πρωτότυπο, όσο και πονηρό τρόπο! Πάσχιζε να της αποσπάσει την προσοχή από το λαγό!... Έκανε δηλαδή αυτό, που συχνά κάνουν οι κυβερνήσεις μας και που οι αντιπολιτεύσεις μας το αποκαλούν «αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης»! Την είδα να ησυχάζει. Να κάθεται στον καναπέ και να ρίχνεται στους ξηρούς καρπούς. Άραγε είχε παραιτηθεί ολότελα από το μεγάλο σκοπό της ή περίμενε ευκαιρία για περισσότερη έρευνα και δράση; Ύστερα ο κουμπάρος κι ο πατέρας μου - οι δύο τους αιώνια αντίθετοι στις πολιτικές πεποιθήσεις τους!... - μπλέχτηκαν σε μία έντονη, μαχητική κι ακατάσχετη πολιτική συζήτηση! Κανείς πια δεν ενδιαφέρθηκε κει μέσα για την Πολυξένη. Το λαγό τον ξαναθυμήθηκε πάλι ο πατέρας μου δύο ώρες αργότερα, που φύγαν οι μουσαφιραίοι μας, κι έκλεισε την πόρτα πίσω τους: - Ελάτε να φάμε τώρα, γιατί ...πούντιασε ο λαγός! αστειεύτηκε και προχώρησε στην κουζίνα. Πλην όμως... - Τι έγινε, βρε Ευτέρπηηη; τον άκουσα να φωνάζει με την απόγνωση του ανθρώπου, που γυρίζει στο σπίτι του μετά από διακοπές και το βρίσκει διαγουμισμένο από τους Αλβανούς! - Τι έγινε; κάναμε παραξενεμένοι η μητέρα μου κι εγώ και τρέξαμε κοντά του. Μέσα στο μπολ δε βρισκόταν μήτε κρεμμυδάκι καν για δείγμα από το στιφάδο, παρά μονάχα τα κοκαλάκια του λαγού! Είδα το γεννήτορα μου κάτασπρο σαν το πανί και τόσο απελπισμένο, όσο δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ! Η μάνα μου έφερε γύρω τα μάτια της κι έμπηξε τα γέλια: - Καλά έβανες το λαγό στο πιο ψηλό ράφι, του είπε ξεκαρδισμένη, μα αυτό το σκαλάκι, χριστιανέ μου, γιατί το λησμόνησες πίσω από το ψυγείο;
|