περιεχόμενα

Η ελπίδα του Φώτη

Καραστάθης Κωνσταντίνος Β.

Από τη συλλογή "Το χαμόγελο του πελάγου", εκδόσεις ΑΤΡΑΠΟΣ

Αφότου ο πόλεμος έφερε τον πατέρα στα ηπειρωτικά βουνά το φθινόπωρο του 1940, οι υπόλοιποι πίσω, μάνα και τρία κουτσούβελα ξέμειναν στη στέρηση και τη μιζέρια. Λιγοστή η τροφή, φτωχική η ενδυμασία, σπάνια τα ζαχαρωτά, ανύπαρχτα τ' αγοραστά παιχνίδια. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, ο Μάρκος κι ο Βασίλης, οχτώ κι έξι χρονών αντίστοιχα, είχαν συνειδητοποιήσει τη φτώχεια τους και την κρισιμότητα των καιρών τους, μα ο πεντάχρονος Φώτης (ο «Φέγγος», όπως τον πείραζαν τ' άλλα, παρωδώντας τ' όνομα του, εξαιτίας της αδυναμίας και της αβιταμίνωσής του), δεν εννοούσε να παραιτηθεί ολότελα από τα δικαιώματα της ηλικίας του. Κι όταν τις Τετάρτες έφτανε στον τόπο τους ο γυρολόγος και περιφερότανε στις γειτονιές, διαλαλώντας, ανάμεσα στ' άλλα, και τις πήλινες πίπιζες, ο Φώτης εκλιπαρούσε τη μητέρα του για μία μονάχα απ' αυτές, την πιο φτηνή.

- Μόλις πάρουμε το επίδομα, καμάρι μου, θα σου πάρω όχι μονάχα μία, μα δύο πίπιζες και μία καραμούζα! του αποκρινόταν εκείνη. Και το παιδί σιωπούσε δίχως άλλο.

Κι όταν περνούσε από τη γειτονιά το γεροντάκι με την άσπρη μπλούζα - ο «Γιατράκος», όπως τον έλεγαν τα παιδιά, σπρώχνοντας το τετράτροχο καρότσι του, το κατάφορτο ταψιά με λουκουμάδες και μπακλαβάδες, οπότε και τα παιδιά ξεσέρνανε σμάρι ξοπίσω του, τα περισσότερα για να χαρούν οπτικά μονάχα το πολύτιμο φορτίο, αφού δεν μπορούσαν αλλιώτικα, και πάλι ο Φώτης παρακαλούσε τη μάνα του για λιγοστούς λουκουμάδες, γι έναν έστω...

- Θα σου τους αγοράσω όλους, καλό μου, μόλις πάρουμε το επίδομα, ξανά εκείνη. Κι ο Φώτης έπνιγε την επιθυμία του, δείχνοντας θαυμαστή αυτοσυγκράτηση και καρτερία!

Κι όταν τις Κυριακές ο Άγγελος, το μικρό γειτονόπουλο, φορούσε τα κόκκινα παπούτσια του, και πάλι ο Φώτης άρχιζε κλαψουρίζοντας να γυρεύει ποδήματα για τα γυμνά πόδια του. Και πάλι όμως κατάπινε τον καημό του, σαν άκουγε τη μαγική λέξη από τη γλυκιά φωνή της μάνας του:

- Θα σου τ' αγοράσω, λεβέντη μου, και τα ποδήματα Και θα είναι λαστιχένια τα δικά σου, πιο όμορφα και πιο γυαλιστερά από του Αγγέλου! Όμως όχι τώρα, χαρά μου. Μόλις λάβουμε το επίδομα!...

Μ' εκείνο το επίδομα ο Φώτης θ' αγόραζε και παντελόνι και σακάκι και μπλούζα και κασκέτο. Μ' εκείνο θα έκανε δικά του και το αυτοκινητάκι και τη σφυρίχτρα με πυξίδα, που πουλούσε ο κυρ-Νίκος, ο έμπορας του χωριού. Μ' εκείνο θ' αποχτούσε και σπίτι ψηλό, δίπατο, με σκάλες και βεράντες, καλύτερο από του Περικλή. Μ' εκείνο θ' αγόραζε... και τι δε θ' αποχτούσε μ' εκείνο το παντοδύναμο επίδομα το στερημένο παιδί του πολέμου!...

Το επίδομα, αυτό το μικρό χρηματικό ποσό, που το κράτος μοίραζε κάθε μήνα στις φαμελιές των στρατευμένων, βρισκόταν ολημερίς στα χείλη των παιδιών. Χίλιες φορές τη μέρα το θυμόταν ο Φώτης και το 'χε συνδέσει με κάθε του επιθυμία. Πανάκεια για το παιδί εκείνο το ασήμαντο βοήθημα! Λόγος που ηχούσε μαγικά στ' αυτιά του και γέμιζε την ψυχή του προσδοκίες κι οράματα! Λόγος βάλσαμο! Λόγος, που σάρκωνε τη λαχτάρα. Καμβάς, που πάνω του κεντούσε όλα του τα όνειρα κι όλες του τις ελπίδες. Ηλιαχτίδα στο μεσοσκόταδο της ανέχειας. Κλειδί του παιδικού παράδεισου του. Αυτό, βέβαια, για όσο το παιδί ήτανε ξυπνητό και περιφερόταν στην αυλή και στο δρόμο, γιατί σαν πλάγιαζε, το επίδομα γινόταν άγγελος, που παραστεκόταν στο μαξιλάρι του και το νανούριζε τρυφερά. Κι ύστερα, σαν ο ύπνος του σφαλούσε λυτρωτικά τα βλέφαρα, γινόταν σκέπασμα ζεστό και του θέρμαινε τις παγερές νύχτες εκείνου του χειμώνα, και πάλι γαλάζιο αγγελούδι, που φτεροκοπούσε στ' όνειρο του, φορτωμένο δώρα και λουκουμάδες και πίπιζες και λαστιχένια παπούτσια. Και το πρωί, μόλις το παιδί αποξυπνούσε, το επίδομα ξαναγινόταν λέξη στα χείλη του και πόθος στην καρδιά του!...

Τ' άλλα παιδιά της γειτονιάς πιάναν κακαβίτσες στους κλώνους της αμυγδαλιάς, τις φορτώνανε με χίλιες δύο παραγγελιές και τις ξαμολάγανε να πετάξουν και πραγματοποιήσουν τους πόθους τους, μα ο Φώτης μονάχα για το επίδομα τις παρακαλούσε! Να του φέρουν γρήγορα το επίδομα. Τίποτε άλλο.

Το επίδομα είχε ριζώσει στο νου και την ψυχή του παιδιού, είχε πολιτογραφηθεί στο λεξιλόγιο του, μα στο κακορίζικο το βαλάντιο του σπιτιού τους δεν έλεγε με τίποτε να περάσει! Κι η αγωνία του γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη. Μα πότε θα το παίρνανε κι εκείνοι, όπως κι οι άλλες φαμελιές της γειτονιάς; Πότε; Πότε επιτέλους, Θεέ μου;

Τι πράγματι είχε συμβεί; Η μητέρα ερεύνησε από δω, ρώτησε από κει, δεν άργησε να βρει την άκρη, την πικρή άκρη: το επίδομα κάποιοι το σούφρωναν - οι υπεύθυνοι της διανομής, ποιοι άλλοι; - και πλαστογραφούσαν την υπογραφή της! Ναι, τέσσερα μηνιάτικα ως τότε τους είχαν ροκανίσει, κι έλεγαν στη μάνα πως δεν τα δικαιούνταν η φαμελιά, επειδή τάχα δεν ήταν άπορη! Θηρίο απόγινε η δύστυχη μάνα, λιονταρίνα, που βλέπει ν' αρπάζουν την τροφή από τους πεινασμένους σκύμνους της! Κίνησε γη και ουρανό για τη δικαίωση. Στον πατέρα των παιδιών της μονάχα λέξη δεν έγραψε! Όχι. Εκείνος ψηλά στο μέτωπο και στα χιόνια δεν έπρεπε να 'χει τέτοιες έγνοιες στο μυαλό του. Μόνη της όφειλε να παλέψει!...

Ήρθε λίγες μέρες αργότερα η άνοιξη. Άνθισαν τα κλαριά. Έδεσε ο καρπός της μεγάλης νίκης στ' αλβανικά βουνά. Μπουμπούκιασαν από κοντά σωρό κι οι ελπίδες των ανθρώπων. Μα πρόλαβε και τις κατάκαψε η παγωνιά της γερμανικής κατοχής. Κι αντάμα μ' όλες τις άλλες, κι εκείνη του Φώτη!...


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3455