Τα τριάντα έξι ζευγάρια παιδικά μάτια ήταν στυλωμένα με πολύ ενδιαφέρον πάνω
στην αφράτη βασιλόπιτα, που κομμάτιαζε με γοργές κινήσεις το μαχαίρι του κ.
Αποστόλη, του ταμία του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων. Ο πρόεδρος και τ' άλλα
μέλη του διοικητικού συμβουλίου στέκονταν στον κενό χώρο της αίθουσας, ανάμεσα
έδρα και θρανία, και διασκέδαζαν με την αδημονία των μικρών μαθητών. Αμέριμνος
και χαμογελαστός παρακολουθούσε το κομμάτιασμα της πίττας κι ο διευθυντής του
σχολείου, όταν ξαφνικά η Βέτα, η νεαρή δασκάλα της τάξης, σίμωσε κοντά του. Τα
μάτια της πετούσαν αστραπές κι η φωνή της πρόδινε τη συγκρατημένη οργή
της: - Κάτι πολύ φτηνό κι απαράδεκτο επιχειρείται κάτω από τη μύτη μας τούτη την ώρα, κύριε διευθυντά, του είπε χαμηλόφωνα. Ο κ. Αποστόλης έχει επισημάνει το κομμάτι με το φλουρί κι ετοιμάζεται να το δώσει στον Κώκο, τον κανακάρη του, εκείνο το γιγαντόσωμο παιδί στο τελευταίο θρανίο της αριστερής πτέρυγας. Στα χείλια του διευθυντή πρόβαλε ερωτηματικό χαμόγελο κι η νεαρή δασκάλα βιάστηκε να προστέσει: - Το μαχαίρι του, ξέρετε, χτύπησε πάνω στο φλουρί της πίτας! - Πώς όμως, καλή μου Βέτα, να είμαστε βέβαιοι για τις προθέσεις του, έχοντας υπόψη μας μονάχα κάποιες αόριστες υπόνοιες; - Βέβαια, δεν έχω χειροπιαστά τεκμήρια, παραδέχτηκε εκείνη. Είδα όμως κάτι στα μάτια του τη στιγμή, που το μαχαίρι άγγιξε το νόμισμα, και δε μου μένει η παραμικρή αμφιβολία για τις προθέσεις του. Έκοψε απότομα το λόγο της και κούνησε το κεφάλι της μ' αποφασιστικότητα: - Γι' αυτό... - Γι' αυτό τι; - Δεν πρέπει να του περάσει!... Μυριάδες ζουζούνια τρύπωσαν ξαφνικά στ' αυτιά του διευθυντή. Αυτή η νεαρή αντάρτω, που εκεί στα είκοσι δυο της είχε ανακαλύψει πως ο κόσμος βάδιζε σαν τον κάβουρα κι είχε βαλθεί να τον κάμει να περπατάει σωστά, του είχε σκαρώσει ένα σωρό προβλήματα από την αρχή της σχολικής χρονιάς κι εκείνη τη στιγμή αναμφίβολα του πρόσθετε εν' άλλο ακόμα!... - Μα, Βέτα... - Μη συγχύζεστε, κύριε διευθυντά, τον καθησύχασε, σαν κατάλαβε την αναστάτωση του. Δεν πρόκειται να τινάξω στον αέρα τούτη τη «σεμνή τελετή»! (και πρόφερε έτσι τις δύο τελευταίες λέξεις, όπως θα λέγε «τούτο το φιάσκο» ή «τούτο το καραγκιοζιλίκι»!) - Βέτα, ο άνθρωπος αυτός, από τη θέση του στο σύλλογο, έχει προσφέρει πολλές κι ανεκτίμητες υπηρεσίες στο σχολείο μας. Γι' αυτό ειν' ανάγκη να ελέγχουμε αυστηρά τη συμπεριφορά μας απέναντι του... Ο τόνος της φωνής του διευθυντή πρόδινε κάποια διαμαρτυρία του, μια διάθεση για έμμεση, πλην ευγενική, ανάκληση της νεαρής δασκάλας στην τάξη, μα εκείνη δεν έλεγε να υποχωρήσει: - Όσα ο κύριος αυτός κάνει κι όσα προσφέρει στο σχολείο, σε τούτο μονάχα κατατείνουν: στο να κερδίσει την εύνοια των δασκάλων για τον Κώκο του, το μοναχογιό του. και τίποτες άλλο! Γούρλωσε τα μάτια του ο διευθυντής κι έσφιξε τα χείλη του: - Υπερβολές, αγαπητή μου! Ας μην τα βλέπουμε όλα με καχύποπτο μάτι, γιατί έτσι δυνατό να παρερμηνέψουμε αγαθές προθέσεις κι ανιδιοτελείς υπηρεσίες, που τόσο ο κόσμος μας τις χρειάζεται, μα και γιατί δυνατό ν' αδικήσουμε καλοπροαίρετους ανθρώπους!... Και μεγαλύτερο κακό δεν υπάρχει άλλο από την άδικη κατηγόρια, τη συκοφαντία!... - Στην περίπτωση του κ. Αποστόλη τίποτε απ' όσα υποθέτετε δε συμβαίνει. Ο ταμίας μας δείχνει μια αρρωστημένη έγνοια για τον Κώκο του. Τον περιβάλλει μ' ασφυκτική προστασία και του 'χει δημιουργήσει την εντύπωση πως είναι το κέντρο του κόσμου! Καταλαβαίνετε λοιπόν, ο κ. Αποστόλης χτίζει έναν Κώκο αντικοινωνικό, μονόχνοτο, λαίμαργο κι άρπαγα! Και σας το ξαναλέω: έχει αποφασίσει να του δώσει κατά τρόπο δόλιο το κομμάτι με το φλουρί!... Ο διευθυντής συνοφρυώθηκε: - Μας λείπουν οι αποδείξεις για τέτοιες πιθανολογούμενες προθέσεις... Αλλά κι αν ακόμη ήμαστε βέβαιοι γι' αυτές, τίποτε και πάλι δε θα μπορούσαμε να πράξουμε προκαταβολικά και για όσο παραμένουν ανεκτέλεστες. Βλέπεις, κανένα αδίκημα δε διώκεται πριν από τη διάπραξη του. Και τα δικαστήρια δικάζουνε μονάχα τα «έργω ή και λόγω ανομήματα» και ποτέ τα «εν διανοία»!... - Μιλάμε για πρόληψη εγκλήματος, κύριε διευθυντά, κι όχι για καταστολή του, φουρκίστηκε εκείνη... - Άκουσε με, καλή μου Βέτα: Πολλές φορές στη σταδιοδρομία σου θα 'ρθεις αντιμέτωπη με τις ανθρώπινες μικροαδυναμίες, μα δε χρειάζεται πάντοτε, ούτε άλλωστε και σε συμφέρει, να ξιφουλκείς συνεχώς! Ανοχή, κορίτσι μου! Ανοχή και κατανόηση στ' ανθρώπινα! Έτσι μονάχα θ' αποσοβείς τις συγκρούσεις, που θα καιροφυλακτούν, για να σου δηλητηριάζουν καθημερνά τη ζωή! Στο κάτω -κάτω της γραφής, κατανοώντας τέτοιες μικροαδυναμίες, που ενδημούν άλλωστε στην ψυχή όλων μας, αγαπάμε περισσότερο τον άνθρωπο. Και γελώντας μ' αυτές, κάνουμε πιο ευχάριστο αυτό το θρυλικό όνειρο της ζωής!... - Ανοχή και κατανόηση στις μικροαδυναμίες ναι, στην ευτέλεια όμως και την καπατσοσύνη όχι! άστραψε και βρόντηξε σιγανά πάντα η Βέτα. Όχι στην αδικία άκακων κι ανυπεράσπιστων παιδιών! Επιτέλους μπροστά σε τέτοιες μικρότητες οφείλει να στερεύει η επιείκεια κι η καλοσύνη. Προχτές ο κ. Αποστόλης στην ομιλία του στους γονείς και κηδεμόνες επέμεινε να διδάξει στους δασκάλους την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα απέναντι στους μαθητές τους, κι όταν τέλειωσε, ήρθε κοντά μου και με παρακαλούσε - τι λέω; - μ' εκλιπαρούσε γλοιωδώς να μεταθέσω τον Κώκο στο πρώτο θρανίο, παρά τις ασυνήθιστα μεγάλες για ένα μαθητή της δεύτερης τάξης διαστάσεις του, και να ξαποστείλω στο τελευταίο - άκουσον! άκουσον! - τούτο εδώ μπροστά το ψιχαλάκι, τούτη τη μινιατούρα μικρού παιδιού, που φυλάω στο πρώτο θρανίο! Γι' αυτό σας λέω, κύριε διευθυντά, δε θα τον αφήσω τον ταρτούφο να «φάει» το φλουρί!... Αυτά είπε η νεαρή δασκάλα και γύρισε κοντά στον κ. Αποστόλη με πείσμα μύριων επαναστατών. Ο καλόβολος διευθυντής την παρατηρούσε σαστισμένος κι αμήχανος. (Κάνω τούτη την αναγκαία παρένθεση, αναγνώστη, γιατί σου χρωστάω μιαν εξήγηση: Μη φανταστείς πώς το φλουρί είχε καμιά σχέση με τα πολύτιμα μέταλλα" όχι, βέβαια" καμιά. Ένα ασήμαντο κέρμα ήταν μονάχα, ένα φτωχό δηλαδή και πολύπαθο τάλιρο, που είχε περάσει δύο φορές τουλάχιστον από τα χέρια όλων των Ελλήνων, που είχε γνωρίσει όλα τα περίπτερα της επικράτειας κι όλα τα ψιλικατζίδικα κι όλα τα παγκάρια κι όλα τα τρόλεί κι όλους τους κουλουρτζήδες κι όλους τους κουμπαράδες κι όλα τα τενεκεδάκια των τυφλών, μα που εκείνη τη στιγμή, φασκιωμένο με το χρυσόχαρτο και καρφωμένο πάνω στο κάτασπρο κι αφράτο ψωμί - στο απόγειο της δόξας του! -έπαιζε το ρόλο της ζωής του! Και, αναμφίβολα, τον έπαιζε με θαυμαστή επιτυχία, αφού τόσο είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των παιδιών και την ευθιξία της δασκάλας, μα κι αφού - κυρίως αυτό - αντιπροσώπευε για τον τυχερό του ένα ακριβό ηλεκτρονικό ρολόι!). Το φλουρί, όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, κρατούσε τώρα πια δέσμιο και του διευθυντή το ενδιαφέρον, μα και την περιέργεια και την αγωνία του. Θα κρατούσε άραγε η Βέτα την ψυχραιμία της ως το τέλος; Όλοι εκείνη την ώρα μέσα στην αίθουσα, μικροί και μεγάλοι, και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, περίμεναν να ιδούν την τύχη του φλουριού, όλοι παρεκτός μονάχα του Κώκου! Αυτός λιγουρευότανε την πίττα και τίποτ' άλλο, όπως πρόδιναν τ' άφθονα υγρά στο στόμα του, που κάθε τόσο περνούσαν το φράγμα των χειλιών του και κατηφόριζαν κατά το δάπεδο αργά και με πολλή - πολλή ελαστικότητα!... Η δασκάλα έπιασε κάποια στιγμή τ' άκακο βλέμμα του παιδιού και συλλογιζόταν μυστικά: - Κώκο, δε θέλω, αγόρι μου, την αδικία σου, μα μάθε κι εσύ από τώρα να απεχθάνεσαι τις σκανδαλώδικες εύνοιες, γιατί αύριο αυτές οι ίδιες θα σε κάνουν ν' ασφυκτιάς. Συγχώρεσε με, που φαίνομαι ν' αντιδικώ με το συμφέρον σου, όμως στην πραγματικότητα για το καλό σου γνοιάζουμαι!... Ο κ. Αποστόλης αποτέλειωσε το κομμάτιασμα κι ετοιμαζόταν ν' αρχίσει το μοίρασμα της πίττας, όταν η Βέτα αποφάσισε να χαλάσει τα - υποτιθέμενα ή όχι - σχέδια του με τη δράση: έπιασε με τα δύο της χέρια το χαρτί, που πάνω του βρίσκονταν τα κομμάτια της βασιλόπιτας, και δίνοντας του ένα δυνατό τίναγμα, έφερε τα μισά πάνω στ' άλλα μισά, έτσι που θα ήταν πολύ δύσκολο πια για τον επίβουλο τεμαχιστή να διατηρήσει την οπτική επαφή με το πολύτιμο κομμάτι!... - Για να μην πέσουν κάτω! του είπε μασημένα. Σαν από ένστικτο εκείνος κίνησε και τα δύο του χέρια να φυλάξει τα κομμάτια, και δύσκολα έκρυψε τη δυσφορία του από την ενέργεια της. Η δασκάλα πήγε ύστερα και στάθηκε γελαστή πλάι στο διευθυντή. Όμως η ικανοποίηση της δε βάσταξε ούτε δύο στιγμές. Γιατί καθώς είδε, ότι η ηρεμία και το χαμόγελο ξαναγύρισαν στο πρόσωπο του κ. Αποστόλη, οι ψύλλοι ξανατρύπωσαν στ' αυτιά της: - Φαίνεται πως δεν έκανα τίποτα! ψιθύρισε μ' απόγνωση. Θα το «φάει» το φλουρί! Φυσούσε και ξεφυσούσε. Άκουγε από πάνω και τα παιδιά, που ευχαριστούσαν πρόσχαρα τον κ. Αποστόλη, και βουρλιζόταν περισσότερο: - Αφήστε τις ευχαριστίες, κακόμοιρα, έλεγε μέσα από τα δόντια της, γιατί αυτός ο ασπάλακας θέλει να φάει το δίκιο σας, - τι λέω; - σας το 'φαγε κιόλας! Πόσες πίττες θα σας μοιράσει η ζωή, άκακα ξεπεταρούδια μου, και θα 'χει η αφιλότιμη προδομένο το κομμάτι με το φλουρί!... Αν ανοίγατε καλύτερα τα ματάκια σας, τυφλοκούταβά μου, και βλέπατε για μια στιγμή τι γίνεται στην πλάτη σας, θα φτύνατε ή θα δαγκώνατε το μαγαρισμένο χέρι!... Αυτά έλεγε, και καθώς μια σκέψη γι' άλλα, πρόσθετα, αντίμετρα πέρασε από το μυαλό της, άστραψαν και πάλι τα μάτια της. Όρμησε ξανά στη δράση: Άρχισε κι αυτή να μοιράζει βιαστικά κομμάτια της πίττας στα παιδιά, για να χαλάσει το σχέδιο του κ. Αποστόλη. Μοίραζε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έτσι που προλάβαινε να δίνει ένα εκείνος και τέσσερα ελόγου της! Προτιμούσε τα ξεμοναχιασμένα, τ' ακρινά, κοντολογίς τα «ύποπτα» κομμάτια! Τα παιδιά, άδολα κι ανύποπτα στις σκέψεις και τα έργα των μεγάλων, άρπαζαν το μερίδιο τους και το κουβαλούσαν γρήγορα - γρήγορα στο θρανίο τους, όπως το γεράκι τη λεία του στη φωλιά του. Εκεί στην αναζήτηση του φλουριού η πίττα διαλυόταν γρήγορα στα «εξ ων συνετέθη», μαζί και το σύντομο όνειρο τους για το ηλεκτρονικό ρολόι. Κι αποζητούσαν ευθύς παρηγοριά στη νοστιμιά του αφράτου ψωμιού. Τέλειωσε η μοιρασιά κι όλοι μέσα στη σχολική αίθουσα είχανε στημένη την ακοή τους για ν' ακούσουν το χαρούμενο ξεφωνητό του τυχερού. Ο κ. Αποστόλης γελούσε ευτυχισμένος, μα η Βέτα έδινε την εντύπωση καμινιού, που κρυφοκαίει και καπνίζει! Αυτή δεν περίμενε ν' ακούσει άλλη φωνή, παρά μονάχα του Κώκου! Ήταν ολότελα σίγουρη πως ο κ. Αποστόλης είχε δράσει ταχυδακτυλουργικά. Τη βεβαιότητα της είχε σφραγίσει εκείνη η παράξενη λάμψη στα μάτια του, που σίγουρα ανάβρυζε από κάποια εσωτερική του αγαλλίαση. Πλάνταζε η νεαρή δασκάλα! Μετακινιόταν νευρικά μέσα στην αίθουσα. Σίμωνε στο παράθυρο, έριχνε μια ματιά στο δρόμο και ξαναγύριζε πάλι κοντά στην έδρα της νευρική κι ανήσυχη. - Ψυχραιμία, Βέτα! της ψιθύρισε ο διευθυντής. Στο κάτω - κάτω της γραφής το φλουρί δεν είναι το βίος μας όλο!. Όταν λίγες στιγμές αργότερα έγινε γνωστό πως το νόμισμα είχε πέσει στο Δημητράκη, το πιο άκακο κι άβουλο παιδί της τάξης, η νεαρή δασκάλα είδε τον κόσμο να γυρίζει ανάποδα. Απόγινε κάτασπρη σαν το πανί! Ο διευθυντής, βλέποντας τη δύσκολη θέση της, παραδέχτηκε με πολλή - πολλή κατανόηση, πως εκείνη είχε βάλει τορπίλη στο σχέδιο του ταμία. Κι ενώ αναζητούσε τα κατάλληλα λόγια, για να της φανερώσει όλη του την εκτίμηση και να της απαλύνει το αίσθημα της ντροπής, που - όπως λογάριαζε - θα πλημμύριζε την ψυχή της, κάποια ζωηρή αναταραχή στα τελευταία θρανία της αριστερής πτέρυγας τράβηξαν την προσοχή του: - Τι έγινε! Τι έγινε κει κάτω; ρώτησε. Το και το του αποκρίθηκε ένας μπόμπιρας, πνιγμένος στα γέλια: - Το κομμάτι με το φλουρί είχε πέσει στον Κώκο, μα εκείνος, επειδή το είδε μικρό, το 'δωσε με το ζόρι στο Δημητράκη κι άρπαξε το δικό του, που ήταν μεγαλύτερο!... |