περιεχόμενα

Αυτός ο άνθρωπος

Τάκης Θεοδωρόπουλος

Όπως τον έβλεπα ακίνητο απέναντί μου, σκεφτόμουν ότι η μύγα που περιφερόταν ανενδοίαστα γύρω από το πρόσωπό του ήταν το ελάχιστο από όσα μού τον έκαναν απωθητικό. Το θλιβερό έντομο που έπαιζε με το κεφαλάκι του κουνώντας συγχρονισμένα δύο ασήμαντα, τρίχινα ποδαράκια, δεν μπορούσε να συγκριθεί ούτε με το πελιδνό δέρμα του προσώπου του ούτε με το γυάλινο βλέμμα του ­ ανέκφραστο ως συνήθως ­ ούτε μ' εκείνο το καρύδι του λαιμού που εξείχε ενοχλητικά, έτοιμο να ανεβοκατέβει μόλις εκείνος πήγαινε να καταπιεί, αν τα κατάφερνε ποτέ ξανά να καταπιεί. Η ομοιότητα του προσώπου του με το δικό μου πρόσωπο ­ ή τουλάχιστον με την εικόνα που έχω εγώ για το δικό μου πρόσωπο ­ επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Κλεισμένος σ' αυτό το δωμάτιο, με τον χαλασμένο κλιματισμό και την πνιγηρή μυρουδιά από τα λουλούδια, το μόνο που δεν είχα όρεξη ήταν να βλέπω το κακότεχνο ομοίωμά μου να με κοιτάει από την άλλη όχθη, και μάλιστα με τα χαρακτηριστικά αυτού του ανθρώπου παραμορφωμένα όπως ήταν από τη μακρόχρονη αρρώστια και τη χρόνια φαρμακευτική αγωγή.


Πάντα είχε μανία με τις μυρουδιές. Πάντα παστωνότανε με after shave και του άρεσε να καταχράται την έννοια του αποσμητικού, λες και ο πληθωρισμός των αρωμάτων θα μπορούσε να αντισταθμίσει τη δυσάρεστη αύρα της παρουσίας του, αυτό το υπερφίαλο, προπετές και σίγουρο για την αξία της ανυπαρξίας ύφος του. Τώρα όμως, μ' αυτήν την πνιγηρή ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι βιολέτες ανάμεσά μας, η ασφυξία ήταν η μόνη σοβαρή προοπτική.

Έπειτα ήταν κι εκείνο το βλέμμα του, που καρφωμένο εδώ και τόση ώρα πάνω μου μού έδινε την εντύπωση ότι καταγράφει την κάθε μου κίνηση. Μπορεί να ήταν η παράνοιά μου, όμως προς στιγμήν ήμουν σίγουρος ότι η απουσία έκφρασης δεν ήταν παρά το προκάλυμμα της συνηθισμένης του, προκλητικής αδιακρισίας.

Κάποιος τον είχε στήσει εκεί κι αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Ξαφνικά συνειδητοποιούσα ότι η τόσο προβεβλημένη ελευθερία μου δεν ήταν παρά το πρόσχημα για να οδηγηθώ σ' αυτόν τον ιδιότυπο εγκλεισμό. Κάτι έπρεπε να κάνω για να γλιτώσω από τον θανάσιμο εναγκαλισμό μαζί του, από το ισόβιο

«ενώπιος ενωπίω» μ' αυτόν τον άνθρωπο.


Η εμφάνιση της γυναίκας μου επί σκηνής, αν και δεν με ξάφνιασε, καθότι αναμενόμενη, μπέρδεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Σκορπίζοντας γύρω της αναθυμιάσεις ταραχής, επικρίσεις προς πάντα αρμόδιο και αναρμόδιο, αλλάζοντας θέσεις σε διάφορα μικροαντικείμενα και διακοσμητικά τα οποία κατά τη γνώμη της έπρεπε να βρίσκονται αλλού από εκεί που βρίσκονταν, η γυναίκα αυτή με έκανε να διαπιστώσω για μια ακόμη φορά πως ό,τι κι αν συνέβαινε, ποτέ δεν θα κατάφερνα να την κατατάξω στα ράφια της αδιαφορίας

και της συνήθειας που ο καθένας μας κουβαλάει στην ψυχική του οικοσκευή.

Παλιότερα, όταν την είχα πρωτογνωρίσει, δεν με άφηνε σε ησυχία η ταραχή της γοητείας της, μετά όσο μαθαίναμε να ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον με είχε εντυπωσιάσει η απρόβλεπτη συμπεριφορά της, όταν πια πήραμε το απολυτήριό μας ως παντρεμένοι η ικανότητά της να έχει πάντα δίκιο, και τώρα που η ζωή μάς είχε συνταξιοδοτήσει η αδρεναλίνη μου ανέβαινε μόνον με τη σκέψη ότι είχα περάσει τόσα χρόνια στο πλευρό της. Την έβλεπα και σκεφτόμουν ιστορίες που είχαν αρχίσει σαράντα χρόνια πίσω και δεν είχαν τελειωμό.

Τριάντα επτά συναπτά για την ακρίβεια. Και οφείλω να ομολογήσω όχι χωρίς κάποια δόση θαυμασμού πως εκείνη, παρότι διέσχιζε ήδη προ πολλού τις αυχμηρές εκτάσεις της έκτης δεκαετίας της, χωρίς να έχει κάνει λίφτινγκ, εξακολουθούσε να παραμένει εντυπωσιακή.


Προς Θεού!

Είναι θέμα καλού γούστου. Αυτό πια το καταλαβαίνει ο καθένας. Μετά τόσα χρόνια γάμου και αντίστοιχα άσπονδης φιλίας με τον υποτιθέμενο αντίπαλο, η ζήλεια μόνον ως γελοιογραφία συναισθήματος μπορεί να εκληφθεί. Ως εκ τούτου εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό που αισθάνθηκα όταν διεπίστωσα ότι η γυναίκα μου, αγνοώντας προκλητικά την παρουσία μου, έσκυψε να φιλήσει αυτόν τον άνθρωπο, δεν είχε καμία σχέση με τη ζήλεια. Βέβαια δεν ήταν και κάνα φιλί που πρόδιδε ερωτικό πάθος ή κάτι αντίστοιχο, όμως δεν ήταν και από εκείνους τους εντελώς αδιάφορους τελευταίους ασπασμούς με τους οποίους οι γνωστοί συνήθως αποχαιρετούν ο ένας τον άλλον.

Προτάσσοντας τη γενναιόδωρη πλευρά του χαρακτήρα μου ­ γατί σ' αυτές τις περιπτώσεις το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μην χάσεις την ψυχραιμία σου ­ κατάφερα να εκτιμήσω τις πραγματικές διαστάσεις του γεγονότος.

Το συμπέρασμα ήταν σαφές. Η γυναίκα μου ως χαρακτήρας διέθετε επιτέλους κάποιο βάθος. Μπορούσε ακόμη και σήμερα να εμπνεύσει πάθος και να εμπνευστεί από την ερωτική έλξη που η ίδια αισθάνεται. Ας μου συγχωρεθεί η τόσο απότομη και μονοσήμαντη έκφραση, όμως πολύ φοβούμαι ότι περί αυτού πρόκειται. Συνηγορούσης και της συγκινήσεως, λόγω των ακραίων περιστάσεων, μπόρεσα να διαπιστώσω δεν ήταν μόνον αυτό το φιλάρεσκο και πολυέξοδο πλάσμα, ο τακτικός θαμώνας των κοσμηματοπωλείων και των πάσης φύσεως οργανισμών που φροντίζουν να παστεριώσουν τη γοητεία. Ήταν και κάτι ακόμη, κάτι που είχε κάποτε υπάρξει για μένα και εξακολουθούσε να υπάρχει για κάποιους άλλους, σαν αυτόν τον άνθρωπο.

Εξάλλου δεν μπορούσα να αγνοήσω το γεγονός ότι εγώ υπήρξα ο αρχιτέκτονας αυτού του οικοδομήματος. Απ' όλους τους άντρες του κόσμου τούτου, και ξέρω πολλούς οι οποίοι ασμένως θα της παρείχαν αυτού του είδους τις υπηρεσίες, σ' αυτόν τον άνθρωπο πήγε να πέσει, μόνον και μόνον επειδή ήξερε ότι διατηρεί αυτήν την ιδιαίτερη σχέση μαζί μου. Και ας αντιπροσώπευε αυτός ό,τι εκείνη αντιπαθούσε: ωραιοπαθής και εγωπαθής μέχρι βλακείας, νεόπλουτος και κομψευόμενος, συγκαταλέγεται στους αυτοδημιούργητους που πιστεύουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου. Άσε που του αρέσει να παριστάνει τον μορφωμένο, όπως όλοι αυτοί οι δυστυχείς που παίρνουν στα σοβαρά τα ζητήματα της κοινωνικής τους αναρρίχησης, και επιμένει να εκφράζει γνώμη περί παντός του επιστητού.


Έννοείται ότι λίγο αν έξυνες κάτω από την καλογυαλισμένη επιφάνεια, το άψογο ντύσιμο και τη φροντισμένη συμπεριφορά, θα συναντούσες, χωρίς να πας και πολύ βαθιά, τον άξεστο χαρακτήρα που, λόγω μισανθρωπίας, δεν έχει μπει στον κόπο να σκεφτεί τα στοιχειώδη: αυτός ο άνθρωπος, λυπάμαι που το λέω, και μισογύνης είναι και κατά καιρούς τον έχω ακούσει να υποστηρίζει τις πλέον ρατσιστικές απόψεις.

Τουλάχιστον, θα μου πείτε, δεν μπαίνει στον κόπο να υποκρίνεται σαν μερικούς μερικούς. Αδιαφορεί τόσο πολύ για τους υπόλοιπους, που δεν κουράζεται για να κρύψει την αδιαφορία του. Θα συμφωνήσετε όμως μαζί μου ότι αν αναγορεύσουμε την ειλικρίνεια σε ύψιστη αρετή, τότε η μισή ανθρωπότητα κινδυνεύει να δολοφονήσει την άλλη μισή.

Παραφέρομαι. Το ξέρω. Όμως θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν και το απωθητικό έντομο που περιφέρεται γύρω από το κούτελό του, η πνιγηρή οσμή των ανθέων και κυρίως ο χαλασμένος κλιματισμός. Κι ας πληρώσαμε μια περιουσία για να είναι όλα άψογα, αισθάνομαι να λιώνω στην κυριολεξία.

Η ατμόσφαιρα άγγιξε τα όρια της ασφυξίας όταν, στην όχι και τόσο ευρύχωρη αίθουσα, άρχισε να στριμώχνεται ο γκρίζος πληθυσμός των επιχειρηματικών μας σχέσεων ­ χάχα! ­ διάφοροι συνάδελφοι, συνεταίροι και ανταγωνιστές ή, το χειρότερο, διάφοροι που θα 'θελαν να είναι ανταγωνιστές, όμως δεν τα κατάφεραν. Εγώ και αυτός ο άνθρωπος τους αφήσαμε πίσω στον δρόμο με τις επιθυμίες τους, τα όνειρά τους και τη μνησικακία τους.

Κοστουμαρισμένοι, ευτυχείς κατά βάθος, ξαλαφρωμένοι που ήρθαν έτσι τα πράγματα, πλην όμως σοβαροί, λιγομίλητοι και συνοφρυωμένοι, αγνοώντας με κι αυτοί επιδεικτικά, πήγαιναν ένας-ένας να σταθούν μπροστά του, σαν να 'θελαν ν' ανοίξουν κουβέντα μαζί του. Με αγνοούσαν επιδεικτικά. Όμως δεν μου έκανε διόλου εντύπωση. Ήταν φυσικό σε κάτι τέτοιες στιγμές να θέλουν να χαιρετήσουν τον όμοιό τους, τον αδίστακτο αυτό άνθρωπο που πίστευε ότι ο κόσμος τού χρωστάει τα πάντα, αυτόν που κατάφερε να τους ανασύρει από την αφάνεια, να τους προσφέρει κοινωνική επιφάνεια, μόνον και μόνον για να μπορεί να τους κάνει ό,τι θέλει.

Επιτέλους είχε έρθει η στιγμή να καταλάβουν αυτό που πάλευα τόσα χρόνια να τους εξηγήσω: εγώ δεν είχα καμία σχέση με τον κόσμο τους. Εμένα ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα ούτε η εξουσία που σου παρέχουν. Ήμουν ένας άνθρωπος που έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τα αισθήματά του, για να μπορεί

να τα ξεπουλάει έτσι δεξιά κι αριστερά όπως οι περισσότεροι από δαύτους. Ποτέ δεν μ' άρεσε να 'χω το πάνω χέρι. Μου έφτανε η δυναμική της ισότητας που γεννιέται από τη φιλία.

Όμως δυστυχώς δεν άργησα να διαπιστώσω ότι για μια ακόμη φορά είχα πέσει έξω. Και το καλύτερο σενάριο, αν ετοιμάσεις για τη ζωή σου, αν δεν βρεις τον κατάλληλο παραγωγό, τον σκηνοθέτη και το καστ που θα το υλοποιήσει, τότε το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι καταστροφικό.

Γιατί αυτό που αισθάνθηκα, όταν οι ψαλμωδίες είχαν ήδη αρχίσει, ήταν κάτι παραπάνω από ζήλεια. Ήταν η απογοήτευση του ανθρώπου που του έτυχε ο ρόλος του εύπιστου, αυτού που ώς την τελευταία στιγμή θέλει να νομίζει ότι έχει πέσει έξω, ότι οι φόβοι του και οι ανησυχίες του θα διαψευστούν οσονούπω από την πραγματικότητα που είναι όπως ο ίδιος θέλει να πιστεύει ότι είναι.

Προχθές ακόμη θα έστελνα πρόθυμα στον διάολο όποιον τολμούσε να υπαινιχθεί ότι Εκείνη θα μπορούσε να 'χει την οποιαδήποτε σχέση μ' αυτόν τον άνθρωπο. Όχι, μην βάλετε με τον νου σας τις συνηθισμένες καταστάσεις κλισέ. Εκείνη δεν είναι ούτε η γραμματέας μου ούτε είναι είκοσι χρόνια νεώτερή μου ούτε μπορεί να απαλύνει το αίσθημα ότι ο βίος μου δύει ανεπανόρθωτα με το σφρίγος του νεανικού της σώματος. Εκείνη είναι ο έρωτάς μου μιας ολόκληρης ζωής, ο ενδόμυχος πόθος από τον οποίον δεν γλιτώνεις ποτέ, αυτός ο κρυφός μοναχικός δεσμός που οι περιστάσεις δεν του επέτρεψαν να διασυρθεί στην καθημερινή συνάφεια.

Περιγράφω μιαν ιδανική κατάσταση, θα μου πείτε.

Όχι, περιγράφω ένα αίσχος, έναν εφιάλτη ανειλικρίνειας, φτιαγμένο από κρυφές συναντήσεις, από καταπιεσμένες επιθυμίες, από ένα σωρό απωθημένα που όμως πάντα εξιλεωνόταν από το αίσθημα της συνενοχής, από τη βεβαιότητα ότι εγώ κι Εκείνη ­ της οποίας το όνομα ευλόγως αποφεύγω να αναφέρω ­ μπορεί να καταλάβει ο ένας τον άλλον καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Ήμουν τόσο βέβαιος γι' αυτό το αίσθημα, που ακόμη κι αν δεν την έβλεπα σήμερα εδώ ανάμεσά μας, δεν θα με πείραζε καθόλου. Θα μου 'φτανε που μπορούσα να την σκέφτομαι, έτσι όπως θεωρούσα ότι δικαιούμαι να την σκέφτομαι, μέχρι τη στιγμή που την είδα να έρχεται εδώ.

Ναι, να έρχεται εδώ και να με αγνοεί κι εκείνη όπως όλοι επιδεικτικά, και να κατευθύνεται κι εκείνη προς το μέρος του ωσάν να μην υπήρχα εγώ και να σκύβει και να τον φιλάει στα χείλη, διακριτικά μεν, πλην όμως εμφανώς ­ για όποιον μπορούσε να καταλάβει ­ ερωτικά. Και μάλιστα, ναι, είμαι σχεδόν σίγουρος πως όταν Αυτή ­ γιατί έτσι θα την λέω πια εις τους αιώνας των αιώνων ­ ανασηκώθηκε και πήγε να πάρει τη θέση της δίπλα στον συρφετό των υπόλοιπων θαμώνων, αυτός ο άνθρωπος όχι μόνον είχε το θράσος να εμφανίσει συμπτώματα ερωτικής διέγερσης ­ τα οποία απαξιώ να περιγράψω ­, αλλά κοίταξε και προς το μέρος μου μ' εκείνη τη σαρκαστική έκφραση που ο ίδιος υιοθετούσε, όποτε ήθελε να εκφράσει κάποιο από τα ανύπαρκτα αισθήματά του.

Αυτός ο άνθρωπος λεηλατούσε με απροκάλυπτο τρόπο τη δική μου ζωή, γιατί δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει στα σοβαρά τη δική του. Το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να σαρκάζει...

... Διότι βέβαια εγώ, ακόμη και σ' αυτή την ύστατη στιγμή του βίου μου, δεν πρόκειται να σεβαστώ την επιθυμία τους και να αναγνωρίσω σ' αυτόν τον άνθρωπο τον εαυτόν μου. Όλοι αυτοί που μαζεύτηκαν εδώ για να με χαιρετήσουν για τελευταία φορά μπορεί να πιστεύουν ότι εγώ είμαι αυτό το εγωπαθές και αδίστακτο αναρριχητικό που στέκεται απέναντί τους, με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τη μακροχρόνια ασθένεια και τη χρόνια φαρμακευτική αγωγή.

Όμως εμένα θα μου επιτρέψετε να επιμείνω μέχρι τέλους. Αυτός που όλοι αυτοί θέλουν να τον ταυτίσουν με την ύπαρξή μου, για μένα είναι πάντα κάποιος άλλος. Μου είναι τόσο ξένος όσο κι ο ίδιος μου ο εαυτός.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3649