Έτσι είχα αποφασίσει να συμπεριφερθώ, αξιοποιώντας την πείρα από τις δύο
προηγούμενες πτώσεις, οι οποίες μου είχαν στοιχίσει άφθονους μώλωπες, πρηξίματα,
ένα άγριο σπάσιμο στο αριστερό μου χέρι στο ύψος του αγκώνα, αρκετές ζημιές στα
πλευρά, ένα εγκάρσιο σκίσιμο σαν από ξυράφι στο επάνω χείλος και κάτι αφόρητους
πόνους στη σπονδυλική στήλη, που ήταν προφανές πως πρόδιδαν τη μετακίνηση
κάποιου από τους μεσαίους σπονδύλους, καθώς και σοβαρές υπόνοιες για ρήξη της
σπλήνας, την οποία έπρεπε επειγόντως να φροντίσω, μόλις γλίτωνα απ' τον εφιάλτη.
Αν σ' όλα αυτά προσθέσω την ταχυπαλμία εξαιτίας του σοκ, τη σχετική δύσπνοια και
ένα σφίξιμο στο στομάχι, οφειλόμενο στην αγωνία μου, αφού κάθε φορά που
σκαρφάλωνα ως την κορυφή της σκάλας δεν ήξερα τι με περιμένει, καταλαβαίνει
κανείς ότι η κατάστασή μου, ακόμη κι αν δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί κρίσιμη,
ήταν σίγουρα αρκετά μπλεγμένη. Και όλα αυτά γιατί πέφτοντας προσπαθούσα να αρπαχτώ από την κουπαστή της σκάλας, ή από διάφορα πόμολα που πρόβαλλαν στη διαδρομή, με αποτέλεσμα να κάνω άτσαλες κινήσεις, κοινώς να υποβάλλω σε άχρηστες δοκιμασίες το σώμα μου, παρότι το ήξερα ευθύς εξαρχής πως έπρεπε να το έχω πάρει απόφαση: τίποτε δεν μπορούσε να με σταματήσει, τίποτε δεν μπορούσε να αντιστρέψει την πορεία των πραγμάτων, τίποτε δεν μπορούσε να αποτρέψει την αναπόφευκτη πτώση μου. Όσο τουλάχιστον οι συνθήκες παρέμεναν οι ίδιες. Όσο δηλαδή κάποιος ή κάποιοι με έσπρωχναν κι εγώ δεν είχα από πού να κρατηθώ, ήταν μαθηματικώς βέβαιο πως θα 'πεφτα και θα ξανάπεφτα, ώσπου να πέσω οριστικά και αμετάκλητα. Την τρίτη φορά όμως άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να βυθιστεί, να κατρακυλήσει στο κενό, στο σκοτάδι και την υγρασία που όσο πιο βαθιά προχωρούσα τόσο πιο ασφυκτική γινόταν, καθώς γέμιζε όλο και πιο πολύ από τη μυρουδιά του φρέσκου πετρελαίου, η οποία εκτός τού ότι επέτεινε τη δύσπνοιά μου μού δημιουργούσε και ένα είδος ταραχής, σαν κάποια αόρατη απειλή να κρύβεται εκεί μέσα, σαν κάτι απρόβλεπτο να εγκυμονούν οι καταστάσεις και να έχει έρθει η ώρα για να βγει στην επιφάνεια. Έπεφτα και ήταν σαν να βυθίζομαι στο κενό ενός ύπνου που μοιάζει με λιποθυμία, σαν να έπινα συνέχεια για μέρες, σαν κάποιο ανυπέρβλητο άγχος να με είχε εξαντλήσει ή να είχα αγγίξει τα όρια της απελπισίας μου. Με άλλα λόγια ψυχολογικά ήμουν σε μάλλον άσχημη κατάσταση, όλα τα αδιέξοδα της ζωής μου είχαν αναδυθεί απρόσκλητα στην επιφάνεια και η κατάσταση μπερδευόταν ακόμη περισσότερο από μιαν ακατανίκητη διάθεση να ουρήσω. Ντρέπομαι που το λέω, διότι δεν είμαι από τους ανθρώπους που τους αρέσει να εκθέτουν τις αδυναμίες τους, αλλά το επείγον ζήτημα της ουροδόχου κύστης μου σε ορισμένες στιγμές με έκανε να ξεχνάω όλα τα άλλα. Απ' την άλλη, όσο σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαν να με βρουν στην κατάστασή μου, με τα ρούχα μου κουβάρι, γεμάτο μελανιές και κατουρημένο επιπλέον μετά συγχωρήσεως αυτό με έκανε έξαλλο. Το αίσθημα του δικαίου ξεσηκωνόταν μέσα μου και ήμουν έτοιμος να κάνω οτιδήποτε για να το διεκδικήσω. Έτσι τουλάχιστον έλεγα στον εαυτό μου για να τον παρηγορήσω για τα χάλια του. Μπορεί να υπήρξα άχρηστος σ' όλη τη διάρκεια του βίου μου όπως φροντίζει να μου υπενθυμίζει η αγαπημένη μου σύζυγος μπορεί να ήμουν κατά τεκμήριον αποτυχημένος, ένας απ' αυτούς που περιμένουν πότε θα βγουν στη σύνταξη και θα πάθουν καμιά ανίατη ασθένεια για να απομυζούν τους πόρους των ταμείων υγείας και να ταλαιπωρούν τους γύρω τους, όμως δεν άξιζα τέτοια μεταχείριση. Δεν ήμουν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος και δεν μπορούσα να καταλάβω με ποια λογική αυτός που μ' έσπρωχνε είχε διαλέξει ειδικά εμένα. Τι σόι διακρίσεις ήταν αυτές; Δεν είχα σκοπό να κάνω θέμα, όμως, από την άλλη μεριά, δεν μπορούσα να το αφήσω να περάσει έτσι. Αν τον πετύχαινα αυτόν που με είχε σπρώξει θα του τα έλεγα ένα χεράκι. Θα του εξηγούσα εν πάση περιπτώσει ότι έπρεπε να προσέχει τις κινήσεις του, γιατί κινδύνευε να βρεθεί άσχημα μπλεγμένος. Αν ήμουν βέβαια στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσα να μηνύσω τη διεύθυνση του Μουσείου που είχε αφήσει ολόκληρη καταπακτή ανοιχτή, χωρίς καν προστατευτικό κιγκλίδωμα, μπροστά σε ένα από τα πιο διάσημα εκθέματα της συλλογής του τον περίφημο Ερμή του Πραξιτέλους όμως, επειδή ήμουν στην Ελλάδα ήξερα πως ό,τι κι αν έκανα δεν θα έβρισκα ποτέ το δίκιο μου. Το πολύ να έχανα τον χρόνο μου, συμπληρώνοντας υπεύθυνες δηλώσεις και να ξόδευα μια περιουσία σε δικηγόρους για να γνωματεύσουν ότι υπάρχει νομοθετικό κενό και ότι οι καταπακτές, οι εν γένει τρύπες των δημόσιων κτιρίων δεν καλύπτονται από καμία διάταξη, εφόσον βρίσκονται στο πάτωμα και όχι στην οροφή ή τους εξωτερικούς τοίχους. Όμως, ό,τι και να ήταν, αυτός που με είχε σπρώξει είχε ευθύνη. Ακόμη και τυχαία αν το είχε κάνει θέλοντας να δείξει μια λεπτομέρεια του Ερμή στη συνοδό του ή μιμούμενος τη στάση του αγάλματος πάλι κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι η αμέλειά του δεν ήταν εγκληματική. Λογικά θα έπρεπε να είναι αρκετά σωματώδης, μάλλον ψηλός και κυρίως το είδος του ανθρώπου που περιφέρεται στον χώρο με όλη του την άνεση, επιδεικνύοντας με την έκφρασή του, τη στάση του και τις χειρονομίες του την αδιαφορία για όλους τους άλλους γύρω του και κυρίως για οτιδήποτε ενδέχεται να περιορίσει το απροκάλυπτο εγώ του. Τον φανταζόμουν μάλιστα να αρνείται προκλητικά το σφάλμα του, να με κοιτάει σαν να είμαι τρελός, να φεύγει ενοχλημένος και άλλα παρόμοια που δεν επρόκειτο να με πτοήσουν. Έτσι τουλάχιστον σκεφτόμουν καθώς ανηφόριζα, μετά την πρώτη πτώση μου, τα πεντακόσια περίπου σκαλοπάτια που με χώριζαν από τον πάτο ως την επιφάνεια, συγχαίροντας εαυτόν που επιτέλους τα είχα καταφέρει και είχα κόψει το τσιγάρο, και έτσι μπορούσα να σκαρφαλώνω τόσες σκάλες χωρίς να λαχανιάζω. Όμως, αυτό που με περίμενε στην επιφάνεια ήταν τελείως διαφορετικό απ' αυτό που περίμενα εγώ να δω. Μόλις πρόβαλε στο άνοιγμα της καταπακτής το κεφάλι μου η χνουδωτή και μυτερή φαλάκρα μου, που με κάνει να μοιάζω με ποντίκι θα έλεγε η σύζυγός μου κι ενώ τα μάτια μου δεν είχαν ακόμη προλάβει να συνηθίσουν το άπλετο φως, διαπίστωσα ότι στην έως λίγο πριν άδεια αίθουσα, όπου φιλοξενείται ο διάσημος Ερμής, επικρατούσε συνωστισμός. Κάτι σαν Γιαπωνέζοι σκυμμένοι από πάνω μου, βγάζοντας διάφορους περίεργους ήχους απ' το στόμα τους, με φωτογράφιζαν μετά μανίας αυτοί οι άνθρωποι φωτογραφίζουν σαν να τους υποχρεώνει κάποιος νόμος να το κάνουν ενώ μερικοί άλλοι είχαν σκύψει και με περιεργάζονταν σαν να ήθελαν να διαπιστώσουν πώς αντιδρά ένας άνθρωπος σαν και εμένα σε τέτοιες καταστάσεις. Και ενώ ήμουν έτοιμος να σκάσω το πιο ευγενικό χαμόγελό μου δουλικό το αποκαλεί η σύζυγός μου, που έπειτα από δεκαπέντε χρόνια γάμου δεν φοβάται καθόλου τις λέξεις να τους διαβεβαιώσω ότι δεν συμβαίνει τίποτε και ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά όσο εκ πρώτης όψεως φαίνονται, διαπίστωσα ότι για κάποιους λόγους που δεν μπορούσα καν να υποψιαστώ η διάθεσή τους είχε μεταστραφεί εναντίον μου. Ποιος ξέρει τι τους είχε πει για μένα αυτός ο άθλιος που με είχε σπρώξει. Αλλιώς δεν δικαιολογούνταν όλα αυτά που άκουγα: «Ρίχτον μέσα» φώναζε κάποιος. «Μην τον αφήσεις να σκάσει κεφάλι», έλεγε κάποιος άλλος. «Αυτός είναι τελείως άχρηστος». «Δεν καταλαβαίνει τίποτε». «Ολα αυτά τα κάνει για να του δώσουμε σημασία». «Κοίτα αλλού. Κάνε πως δεν καταλαβαίνεις. Κάνε πως δεν τον βλέπεις». «Δεν είναι δυνατόν να επιδεικνύουμε στα αγάλματα κάτι τέτοιους σαν κι αυτόν. Θα γίνουμε διεθνώς ρεζίλι». «Θα σηκωθούν να φύγουν όλα, όπως έφυγαν και τα Ελγίνεια». «Κάτι τέτοιοι φταίνε για τα Ελγίνεια. Ποιος νομίζετε πως φταίει, εγώ;». «Μην σπρώχνεστε. Όλοι θα τον σπρώξετε, όταν έρθει η σειρά σας». Και προτού προλάβω να διαμαρτυρηθώ, πριν τους βάλω στη θέση τους, λέγοντάς τους ότι εν πάση περιπτώσει έχω κάποια αξιοπρέπεια όσο και αν αυτό τους φαίνεται περίεργο και δεν θα επιτρέψω ποτέ στον εαυτό μου να γίνω παίγνιο στα χέρια κανενός, και ενώ οι Ιάπωνες υποκλίνονταν χαμογελώντας και οι άλλοι τσακώνονταν ποιος είχε σειρά να με σπρώξει, είχα και πάλι αισθανθεί αυτό το απαλό σκούντημα στον ώμο, είχα και πάλι χάσει την ισορροπία μου και είχα αρχίσει να κουτρουβαλάω. Τη δεύτερη φορά, έχοντας βρει τον τρόπο να προστατεύσω με το δεξί μου χέρι το κεφάλι μου από τις σκληρές κόχες στα σκαλοπάτια, βέβαιος ότι ακόμη και αν δεν έχω αποκλείσει, έχω τουλάχιστον ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο της διάσεισης, μπόρεσα να αξιοποιήσω τον χρόνο της πτώσης κάνοντας ορισμένες σκέψεις που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν στην εκτίμηση της κατάστασης. Καταρχήν δεν έπρεπε να αποκλείσω το τυχαίο, τη στιγμιαία αφηρημάδα ή έστω μια μικροζαλάδα, απ' αυτές που μετά τα σαράντα πρέπει να προσέχει κανείς, διότι σε προϊδεάζουν ενδεχομένως για καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια. Βιάστηκα να αποφασίσω ότι κάποιος με είχε σπρώξει, ίσως γιατί έτσι ήλπιζα πως θα γλιτώσω από τους φόβους μου για το χειρότερο, από τη σκέψη που εδώ και χρόνια έχει γίνει πια καθημερινή ότι μπορεί, ανά πάσα στιγμή, εκεί που περπατάω, χωρίς να συμβεί τίποτε το ιδιαίτερο, να μείνω στον τόπο. Εξάλλου ο καθείς και τα μεγέθη του. Ανθρωποι οι οποίοι ζουν με ένταση τη ζωή τους κινδυνεύουν από μεγάλους κινδύνους, από αυτοκινητικά δυστυχήματα, πτώσεις ενδεχομένως σε χαράδρες κατά τη διάρκεια αγώνων σκι, ή καρδιακές προσβολές εξαιτίας κάποιου μοιραίου έρωτα, σημαντικής απώλειας της αξίας των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο ή σκανδάλου απ' αυτά που απασχολούν για μιαν ολόκληρη εβδομάδα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση, βγάζοντάς σε από την αφάνεια από τη μια μέρα στην άλλη, μεταμορφώνοντάς σε από απλό πολίτη του κόσμου τούτου σε διασημότητα. Άνθρωποι όμως με τη δική μου περιορισμένη εμβέλεια είναι επιρρεπείς σε μικροατυχήματα. Γι' αυτό και είμαι πάντα πολύ προσεκτικός, όταν περπατάω μην τύχει και σκοντάψω σε καμιά στραβοκολλημένη ή σπασμένη πλάκα στο πεζοδρόμιο, μην με χτυπήσει κάποιο μηχανάκι ή περιμένοντας στο φανάρι μην του έρθει κανενός τρελού, απ' αυτούς που περιφέρονται σαν να τους ανήκει ολόκληρος ο κόσμος και μου δώσει κανένα χαστούκι, έτσι στα καλά του καθουμένου. Δεν αποκλείεται λοιπόν καθόλου, προσπαθώντας να περάσω απαρατήρητος στο συνωστισμό που παρατηρείται συνήθως στην αίθουσα με τον Ερμή του Πραξιτέλους στο Μουσείο της Ολυμπίας, κάνοντας απότομα στα πλάγια ή ελαφρώς όπισθεν για να γλιτώσω από το φλας κάποιου Ιάπωνος επισκέπτη, να γλίστρησα και να έπεσα στην καταπακτή, η οποία για λόγους κάποιου γραφειοκρατικού μπερδέματος είχε μείνει και ανοιχτή και αφύλακτη, λες και περίμενε κάποιον σαν και μένα για να τον καταπιεί. Όσο γι' αυτό που λέει η αγαπημένη μου σύζυγος ότι δηλαδή δεν μπορεί να καταλάβει τι περιμένω για να ζήσω αυτή τη ζωή, που από τότε που με ξέρει κάνω ό,τι μπορώ για να αποφύγω να τη ζήσω, ένα έχω να πω. Όταν έρθει η στιγμή, καλά να είμαστε, όταν δεν θα υπάρχει πλέον οδός διαφυγής, όταν δεν θα ξέρω από πού να ξεφύγω, τότε, αν όλα πάνε καλά και αν είμαι ακόμη όρθιος, θα σταθώ απέναντι στον εαυτό μου και θα τον αντιμετωπίσω όπως μόνον εγώ ξέρω να τον αντιμετωπίζω. Προς το παρόν θα συνεχίσω να κάνω αυτό που ξέρω να κάνω. Είχα βέβαια την ψυχραιμία να σκεφτώ ότι η υπόθεση του μικροατυχήματος ή της ελαφριάς στιγμιαίας ζαλάδας ίσχυε μόνον για την πρώτη πτώση. Γιατί τη δεύτερη φορά ήμουν σίγουρος ότι υπήρχε υπαίτιος και ότι αυτός ο υπαίτιος κυκλοφορούσε «κάπου ανάμεσά μας». Εκτός κι αν κάποιος με είχε δει να πέφτω, είχε συμπεράνει ότι εγώ έτσι είμαι, πέφτω και με είχε σπρώξει. Πόσο απλά είναι τα πράγματα και πόσο πολύπλοκα επιμένουμε να τα κάνουμε, επειδή τρομάζουμε με την απλότητά τους; Κι έτσι είχα φτάσει για μια ακόμη φορά στον πάτο. Το σώμα μου πονούσε, όπου κι αν το άγγιζα, η παραμικρή κίνηση μου φαινότανε σαν αγγαρεία, ήμουνα μόνος, γύρω μου δεν υπήρχε ψυχή, δεν μου είχε μείνει κανένας φίλος, κανένας άνθρωπος στον οποίον να μπορώ να στηριχθώ επάνω του και η διάθεσή μου ήταν να μείνω εκεί που βρισκόμουν, ώσπου να με βρουν και να με μαζέψουν νεκρό ή ζωντανό. Δεν είχε νόημα να συνεχίσω τις προσπάθειές μου. Ήμουν καταδικασμένος. Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Η μυρουδιά του πετρελαίου γινόταν όλο και πιο έντονη, προφανώς το υπόγειο συγκοινωνούσε με το λεβητοστάσιο και η κατάσταση της ουροδόχου κύστης μου όλο και πιο κρίσιμη. Η μόνη επιλογή που είχα ήταν να αφεθώ στον λήθαργο που όσο περνούσε η ώρα και η ανάσα μου γινόταν πιο βαριά, τόσο πιο συγκεκριμένος μού φαινόταν, σαν ορίζοντας που σε καταπίνει αργά αλλά σταθερά όσο περνούν τα δευτερόλεπτα και η διαύγεια εξανεμίζεται σε μια πραγματικότητα που δεν είναι η δική σου. Μπορεί και να είχε έρθει κι εκείνη η στιγμή με την οποία με απειλούσε η σύζυγός μου, η στιγμή που θα έπρεπε να πάρω την απόφαση για να αντιμετωπίσω όλα αυτά απ' τα οποία προσπαθούσα να ξεφύγω τόσα χρόνια, σαν να υπήρχε ελπίδα διαφυγής, σαν να περίμενα να γίνω άλλος απ' αυτός που ήμουν. «Ας μην κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλό μας. Η κατάσταση είναι κρίσιμη» είχα ψελλίσει στον εαυτό μου σαν να ήμουν άλλος εγώ κι άλλος εκείνος, ένα δεύτερο πρόσωπο εκτός από το πρώτο που ήταν το δικό μου. Γιατί υπήρχε κι ένα δεύτερο πρόσωπο εκεί όπου είχα πέσει. Ήταν ένας φύλακας που εδώ και ώρα τον έβλεπα να στέκεται από πάνω μου και να με παρακολουθεί σαν να μην ξέρει τι να κάνει με την περίπτωσή μου. Και τώρα μόλις είχε φαίνεται αποφασίσει ποια στάση έπρεπε να υιοθετήσει. Θυμωμένος, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του για να μου θυμίσει ότι δεν πρόκειται να ξοδέψει άλλον από τον πολύτιμο χρόνο του με την περίπτωσή μου, με είχε κοιτάξει σαν να ήμουν κάποιος ενοχλητικός παρείσακτος που δεν μπορούσα παρά να κινήσω τις υποψίες τού οποιουδήποτε κανονικού και κυρίως «υγιούς» ανθρώπου. «Μπορώ να δω το εισιτήριό σας;» με είχε ρωτήσει, αναγκάζοντάς με να ψάξω στις τσέπες μου με το εν ενεργεία χέρι μου για να βρω το τσαλακωμένο χαρτάκι στο οποίο δεν είχε καταδεχτεί να ρίξει ούτε μια ματιά. «Γιατί είστε γονατιστός;» με είχε ρωτήσει. «Πονάω», του είχα απαντήσει. «Πού πονάτε;» «Εδώ», του είχα πει, δείχνοντάς του γενικά την περιοχή του θώρακα. «Σε λίγο κλείνουμε», μου είχε υπενθυμίσει. «Τι να κάνω;» Πάντως όχι αυτό που κάνετε. Εδώ είναι Μουσείο κύριέ μου. Δεν είναι γυμναστήριο. Αν ψάχνετε γυμναστήριο που στην κατάστασή σας θα μου φαινόταν μάλλον γελοίο, να πάτε αλλού». «Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να με αποκαλέσει γελοίο», είχα δηλώσει με το επισημότερο ύφος μου, όμως ο φύλακας είχε φύγει, χωρίς να περιμένει να ακούσει τις απόψεις μου. Κι εγώ για να προλάβω να βγω από εκεί μέσα πριν κλείσουνε οι πόρτες είχα αρχίσει να σκαρφαλώνω και πάλι τα σκαλοπάτια, αγνοώντας τον πόνο και το αίσθημα της ματαιότητας, αφού ήξερα πια πως εκεί πάνω όλοι θα με αναγνώριζαν και όλο και θα βρισκόταν και κάποιος καλοθελητής για να μου δώσει μια και να με ρίξει πάλι πίσω στο κενό. Γιατί την τρίτη φορά είχα φάει μια κανονικότατη κλωτσιά στο ύψος του δεξιού μου νεφρού, τόσο δυνατή, που θα μπορούσε να ρίξει στη χαίνουσα τρύπα κι έναν άνθρωπο σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ' τη δική μου. Φαίνεται ότι αυτός είχε αποφασίσει να ανοίξει τα χαρτιά του. Κάτι είχε συμβεί και δεν είχε λόγο πια να κρύβεται. Ίσως να είχε παρεξηγήσει την υποχωρητικότητά μου, να είχε παρερμηνεύσει τη διαλλακτικότητά μου και να την είχε θεωρήσει αδυναμία. Τέλος πάντων, ένα σωρό λάθη τακτικής απ' ό,τι φαίνεται, με είχαν σπρώξει και πάλι στο κενό απ' όπου δεν επρόκειτο ποτέ να βγω. Αυτό τουλάχιστον το συμπέρασμα έβγαζα από την εν γένει κατάστασή μου που δεν ήταν διόλου ρόδινη. Δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε τα χέρια μου, ούτε τα πόδια μου, σαν να ήμουνα ανάπηρος. Η ανάσα μου έβγαινε με δυσκολία και η εισπνοή μου έφερνε ένα κάψιμο στην βάση του λαιμού. Και το χειρότερο: έπρεπε να έχει σπάσει η σπονδυλική μου στήλη, αν έκρινα από το γεγονός ότι βρισκόμουν ανάσκελα, έτσι μάλλον είχα γκρεμιστεί, κι ότι δεν μπορούσα να σαλέψω ούτε καν τον κορμό μου. Ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι χρειαζόμουνα ιατρική βοήθεια. Ειδικά τώρα που ήξερα ότι ο χρόνος είχε λιγοστέψει κι ότι σε λίγο θα έκλειναν οι πόρτες του Μουσείου και δεν θα μ' έβρισκε κανείς εκεί μέσα. Ειδικά τώρα που άκουγα τις φωνές τους να πλησιάζουν για να ολοκληρώσουν τις συστηματικές προσπάθειες της καταβαράθρωσής μου: «Αν είχε σώμα σαν τον Ερμή του Πραξιτέλους τα πράγματα θα ήταν απλούστερα», είχα ακούσει τον υπαίτιο να λέει «τώρα όμως τα πράγματα δυσκολεύουν. Θα πρέπει να διασχίσω τα στρώματα του λίπους για να φτάσω ως την καρδιά. Είναι τελείως αγύμναστος και τα χρόνια τού καπνίσματος δεν βοηθάνε». «Και θα του την βγάλετε;» είχε έρθει πια κοντά μου, σχεδόν σαν να μου ψιθυρίζει στ' αυτί μου η φωνή της αγαπημένης μου συζύγου. «Ολόκληρη», είχε αποφανθεί ο άλλος. «Είναι ο μόνος τρόπος για να τον φέρουμε αντιμέτωπο με το κενό του βίου του. Ξέρετε, έχει αποδειχθεί ότι το ενενήντα τοις εκατό των ασθενών μετά την εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς γίνονται άλλοι άνθρωποι, που λέει ο λόγος. Για τα αισθήματά του βέβαια δεν μπορώ να σας εγγυηθώ τίποτε». «Για ποια αισθήματα μιλάτε;» είχε διαμαρτυρηθεί η σύζυγός μου. «Εδώ το μόνο αίσθημα είναι η αυταρέσκεια, δεν το καταλαβαίνετε;» «Νομίζει ότι είναι όρθιος, γι' αυτό φοβάται μήπως πέσει. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι αιωρείται στο κενό». Όντως, είχα να κάνω με το απόλυτο κενό. Ανοίγοντας για λίγο τα μάτια μου είχα μπορέσει να το δω. Ήταν ένας κόσμος φτιαγμένος από σκέτη ανυπαρξία, έτοιμος να με καταπιεί, ένας κόσμος φτιαγμένος από φως που μεταμόρφωνε τις ανθρώπινες παρουσίες σε σκιές, ενώ μια άλλη, γυναικεία φωνή, πιο στριγγή από της γυναίκας μου διαπίστωνε: «Μα πώς τον αφήσατε έτσι τον άνθρωπο τόση ώρα, χωρίς καθετήρα;» «Και οι Ιάπωνες;» είχα προσπαθήσει να φωνάξω παρ' ότι η γλώσσα μου έμενε κολλημένη στον ουρανίσκο μου. «Άσ' τους αυτούς. Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους», με είχε καθησυχάσει η ίδια φωνή, της ίδιας νοσοκόμας, ακόμη πιο στριγγή από το εκτυφλωτικό φως που έκανε τα μάτια μου να πονάνε και κάποιο νεύρο, κάπου στην περιοχή του εγκεφάλου να χτυπάει ερεθισμένο σαν τροχός που δουλεύει μέσα σε χαλασμένο δόντι. |