περιεχόμενα

Η τακτική του μπιλιάρδου

Της Νένης Ευθυμιάδη

Από την Χαραυγή της 4ης Αυγούστου 2002

 

Και όμως, μια ομολογία μπορεί να είναι παραπλανητική, ακόμα κι όταν λέει την αλήθεια! Μπορεί να κρύβει το σατανικό παιχνίδι ενός ανθρώπου που έχει μελετήσει την ψυχολογία των κυνηγών του εγκλήματος. Μπορεί να καμουφλάρει το τέλειο έγκλημα. Η Νένη Ευθυμιάδη ξεκινά από ένα ερωτικό τρίγωνο και το φόνο μιας άπιστης συζύγου, για να μας βυθίσει σε πολύ πιο σκοτεινά νερά.

«Εγώ την σκότωσα», είπα στους αστυνομικούς και νοερά περιπλανήθηκα σε χιόνι μαύρο. Δύο με κράτησαν σφιχτά, οι υπόλοιποι πλησίασαν τη Λίνα με εκείνον τον τρόπο, τον νοσοκομειακό, που αρμόζει σε ένα σώμα με κομμένο τον λαιμό και σε σεντόνια ολόλευκα που βάφτηκαν με αίμα.

Τους αφηγήθηκα τα περιστατικά λιτά. Γύρισα από ταξίδι απροειδοποίητα στις δυο το πρωί, από την κρεβατοκάμαρα άκουσα ηδονικούς ψιθύρους, προχώρησα αθόρυβα και κάτω από το φως του φεγγαριού διέκρινα τη γυναίκα μου στην αγκαλιά του εραστή της. Δεν συγκρατήθηκα. Έτρεξα στην κουζίνα, πήρα ένα μαχαίρι κοφτερό, όρμησα στο δωμάτιο αφηνιασμένος, αλλά είδα τον άντρα να πηδά από το παράθυρο και να εξαφανίζεται στα φυτά του κήπου. Δεν κάμφθηκα από τη Λίνα που με παρακαλούσε για ζωή, η απιστία της με όπλιζε με ασυγκινησία, και επιδέξιος σαν να χρημάτισα φονιάς από παιδί την άρπαξα από τα μαλλιά και γλίστρησα τη λεπίδα στην καρωτίδα.

Δεν την παρακολούθησα να πεθαίνει. Πήδηξα από το παράθυρο και εγώ, χάθηκα σε τριανταφυλλιές και θάμνους, αλλά είχα γρήγορο αντίπαλο, ήδη άκουγα από μακριά το πανικόβλητο αυτοκίνητο να φεύγει. Βυθίστηκα σε πένθος. Η εκδίκησή μου θα έμενε μισή, η νύχτα έπαιρνε μακριά το μυστικό της. Ώσπου βρήκα τη δύναμη και επέστρεψα. Και τηλεφώνησα στην αστυνομία.

Δεν με συνέλαβαν, η ομολογία μου δεν έπειθε, είπαν. Βρήκα αιφνίδια τη γυναίκα μου άψυχη, δολοφονημένη με άγριο τρόπο, και θέλησα να χαθώ μαζί της στους βυθούς - η ισορροπία μου ψυχορραγούσε. Αλλιώς, γιατί τα ρούχα μου ήταν πεντακάθαρα, σαν να είχα βγει από καθαριστήριο πριν λίγη ώρα; Τα μπάνια του σπιτιού ήταν στεγνά, άρα δεν είχα πλυθεί, δεν είχα αλλάξει, και ένας άνδρας που βυθίζει ένα μαχαίρι στον λαιμό λερώνεται από κόκκινο παντού, το αίμα έχει ατίθαση πορεία. Και το μαχαίρι; Δεν το έβρισκαν πουθενά και, παρ' όλο που ακολούθησαν πιστά το δρομολόγιο που τους έδωσα, δεν ανακάλυψαν ούτε ίχνος από τα βήματά μου, άλλωστε και τα παπούτσια μου ήταν στεγνά, οι σόλες τους άγγιξαν μόνο χαλιά και ασφάλτους. Ύστερα, τι σήμαιναν τα δυο ποτήρια ουίσκι στα κομοδίνα; Έβαζαν στοίχημα, δεν είχαν τα αποτυπώματά μου ούτε γέμισα εγώ με υπολείμματα από πούρα Αβάνας τα τασάκια, γιατί δεν ήμουν καπνιστής, το έδειχνε η αναπνοή μου. Και, το σπουδαιότερο, δεν ανήκε σε εμένα η χρυσή καρφίτσα από γραβάτα που στάθηκε στο εσωτερικό ξύλο του κρεβατιού, δεν έγραφε τα αρχικά μου.

Με άλλα λόγια, η γυναίκα μου πρέπει να είχε κάποιον εραστή που την σκότωσε από διεργασίες πάθους, ύστερα τρόμαξε σαν νήπιο, αλλιώς δεν θα εγκατέλειπε τον τόπο του εγκλήματος αφήνοντας μια σειρά επισκεπτηρίων. Πάντως, ας μην ανησυχούσα. Σύντομα οι έρευνες θα φώτιζαν τα γεγονότα διάπλατα και οι ίδιοι θα με πληροφορούσαν.

Τις επόμενες ημέρες κατέβαινα στο υπόγειο μηχανικά και έπαιζα μπιλιάρδο. Ωστόσο, οι πληροφορίες τους με καταδίωκαν, άγριοι πυροβολισμοί. Η καρφίτσα, τα πούρα και τα αποτυπώματα των ποτηριών ανήκαν στον συνεταίρο μου, τον Πέτρο. Πριν από εννέα μήνες αυτός και η γυναίκα μου ερωτεύθηκαν παράφορα και συναντιούνταν όποτε εγώ έλειπα για δουλειές, πράγμα που συνέβαινε πολύ συχνά, αφού είχα αναλάβει τις περιφερειακές υποθέσεις. Στα κεντρικά γραφεία, όπως και στο κρεβάτι μου, κυριαρχούσε ο άλλος, γεγονός που γνώριζε η Αθήνα ολόκληρη, γιατί οι έρωτες τρέφονται από την επίδειξη, ακόμη και σε καθεστώς παρανομίας.

Μάθαινα ακόμη πως ο Πέτρος διαμαρτυρόταν. Να πειράξει αυτός την αγάπη του; Προτιμούσε να πεθάνει ο ίδιος! Βέβαια, τη νύχτα εκείνη βρέθηκε στο κρεβάτι της και ήπιε ουίσκι όπως πάντα, αλλά στις δύο παρά δέκα έφυγε, χαρίζοντάς της το τελευταίο χάδι. Όσο για την καρφίτσα, την είχε χάσει πριν εβδομάδες και την αναζητούσε σαν τρελός, πώς να φανταστεί ότι κάποια στιγμή τού γλίστρησε στο ξένο στρώμα; Ύστερα, ας σκέφτονταν οι Αρχές λογικά. Οι ιατροδικαστές τοποθετούσαν τη σφαγή ανάμεσα στις δύο παρά είκοσι μέχρι τις δύο και είκοσι το πρωί, άρα στον ίδιον αναλογούσαν μόνο δέκα ασήμαντα λεπτά, τα υπόλοιπα ανήκαν στον πραγματικό δράστη, τον διαρρήκτη ή τον δεύτερο εραστή ή τον ανώμαλο του δρόμου.

«Πλανιέστε», επαναλάμβανα μονότονα στους αστυνομικούς. «Την σκότωσα εγώ, και εραστής της δεν ήταν ο Πέτρος, αλλά ένας άγνωστος με διαστάσεις θηριώδεις».

Ύστερα προσφερόμουν να καταθέσω σαν κύριος μάρτυρας της υπεράσπισής του, γιατί τον λυπόμουν αφάνταστα, είχε παραφρονήσει ξαφνικά και διέδιδε πως τους τελευταίους εννέα μήνες υπήρξε εραστής της Λίνας.

Ο δικηγόρος του Πέτρου αρνιόταν. Το σοκ με το αιματοβαμμένο πτώμα της Λίνας μου είχε αφαιρέσει τον καταλογισμό, με μεταμόρφωσε σε ένα φυτό που έπαιζε συνεχώς μπιλιάρδο ή ψέλλιζε ανόητα πράγματα, όπως το ότι η γυναίκα του άφησε τον έναν εραστή στις δύο παρά δέκα το πρωί και στις δύο ακριβώς συνουσιαζόταν με κάποιον άλλο, γι' αυτό και την έσφαξε αμείλικτα χωρίς ούτε μαχαίρι, ούτε κηλίδες αίματος στο κοστούμι. Όχι, η μαρτυρία μου ήταν αστάθμητη και θα οδηγούσε τον πελάτη του σε μεγαλύτερους κινδύνους.

Ανάλογα σκεφτόταν και ο εισαγγελέας. Πώς να με χρησιμοποιήσει σε μια δίκη, αφού θα αμφισβητούσα συνεχώς τη βάση της, ομολογώντας μια ενοχή ανύπαρκτη, πλασμένη από αυτοκαταστροφικές τάσεις; Υπήρχαν άλλοι μάρτυρες, αξιόπιστοι, όπως η οικιακή βοηθός του Πέτρου, που βεβαίωνε ότι από την κουζίνα εξαφανίστηκε το πιο κοφτερό μαχαίρι, αλλά και μια φίλη της Λίνας που βρισκόταν μαζί της όταν εκείνη διάβαζε κολακευμένη ένα απειλητικό σημείωμα του Πέτρου πως «αν δεν ζητήσει διαζύγιο, αυτός θα την σκοτώσει».

Μόνο τα έντυπα με αντιμετώπιζαν επιεικώς. Με αποκαλούσαν ηρωικό σύμβολο αυταπάρνησης, σύγχρονο Ρωμαίο που αυτοπυρπολείται, μορφή Μεσσία που επιθυμεί να επωμιστεί αγόγγυστα τα βάρη όλου του κόσμου.

Μου άρεσε να ταξιδεύω μαζί τους σε εκδοχές, αντίκρυζα τον υποθετικό εαυτό μου και στο μπιλιάρδο η φαντασία μου κάλπαζε και διοχετευόταν σε αριστουργηματικές κινήσεις.

Κρίμα, σε λίγες ημέρες θα εγκαταλείψω το μπιλιάρδο αναγκαστικά, αρχίζει η δίκη του Πέτρου. Αλλά μια δίκη με τα ισόβια αποφασισμένα από καιρό, αφού η κοινή γνώμη ωρύεται και αφαιρεί τη διαύγεια από δικαστές και ενόρκους. Είναι φυσικό. Η σφαγή συγχωρείται εύκολα, η προδοσία, όμως, όχι και ο Πέτρος είχε καταπατήσει όλους τους ηθικούς νόμους της φιλίας και της συνεργασίας μας, διαλέγοντας για ερωμένη του τη Λίνα μου, ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό όλης της Αθήνας.

Στην αρχή της σχέσης τους είχα θυμώσει και εγώ, παρ' όλο που το τρίγωνό μας ήταν κλασικό και μπορούσε να αφορά τον καθένα. Όμως, έπνιξα τον εγωισμό και άφησα μια φαεινή ιδέα να με οδηγήσει. Και συχνά έφευγα για επαγγελματικά ταξίδια που δεν γίνονταν ποτέ και μυστικά τους παρακολουθούσα και πολλές νύχτες στεκόμουν έξω από το παράθυρο του ίδιου μου του σπιτιού, άσεμνος ηδονοβλεψίας.

Δεν ήταν δύσκολο να αφαιρέσω μια καρφίτσα του Πέτρου και να την κρύψω στο εσωτερικό του κρεβατιού, ούτε να κλέψω από το σπίτι του ένα μαχαίρι κοφτερό στην τελευταία επίσκεψή μου, ούτε να τυπώσω στον κομπιούτερ του γραφείου του ένα απειλητικό σημείωμα και να το στείλω στη Λίνα. Δύσκολο ήταν να κρατήσω την ψυχραιμία μου στο τελευταίο ταξίδι πριν από τη σφαγή, γιατί ο Πέτρος ήταν άνθρωπος προσκολλημένος σε συνήθειες φανατικά, στις δύο παρά δέκα το πρωί ακριβώς θα έφευγε, κουρδισμένο στρατιωτάκι, και αν καθυστερούσε η πτήση μου δεν θα μπορούσα χρονικά να τον ενοχοποιήσω.

Δύσκολη ήταν και η προετοιμασία μου για τις κρίσιμες στιγμές, σαν αστραπή θα έπρεπε να φορέσω την πλαστική στολή που προμηθεύτηκα από μέρη μακρινά, σαν άνεμος θα έπρεπε να διαπιστώσω πως δεν είχα πέσει σε εξαίρεση, πως η συνάντηση πραγματοποιήθηκε και η Λίνα κοιμόταν, σαν θύελλα θα έπρεπε να...

Φόρεσα εύκολα τη στολή, προπονούμουν εβδομάδες, και η συνάντησή τους ήταν γεγονός, στο σπίτι η ατμόσφαιρα ανέδυε οσμή έρωτα και ιδρώτα, μόνο που η Λίνα κινιόταν στο μαξιλάρι της νωχελικά, γεγονός απρόβλεπτο, την φανταζόμουν παραδομένη στον ύπνο. Πρόλαβα και είδα τα μάτια της να μεγαλώνουν, έντρομοι βολβοί, τα χείλη της να προσπαθούν για λέξεις. Δεν δίστασα. Της πέρασα το μαχαίρι στο λαιμό, την άφησα να εκτινάσσει κόκκινο πολτό στο χώρο. Ούτε είχα περιθώρια για σπαραγμό. Έβγαλα τη βρώμικη στολή, την πέταξα μαζί με το μαχαίρι σε έναν σάκο, μετά κατέβηκα στο υπόγειο και άνοιξα την κρύπτη κάτω από το τραπέζι του μπιλιάρδου - κρύπτη, που δεν θα έβρισκε ούτε ο ίδιος της ο κατασκευαστής και που κάποτε εγώ ανακάλυψα τυχαία. Ύστερα επέστρεψα στην κρεβατοκάμαρα και ειδοποίησα την αστυνομία.

Η ομολογία μου ήταν τόσο φροντισμένη, ώστε δεν έγινε πιστευτή - δικαίως έδωσα συγχαρητήρια στον εαυτό μου. Όμως, καθώς κυλά ο καιρός, η αίσθηση θριάμβου ατονεί, γιατί η ζωή χωρίς τη Λίνα είναι οδυνηρή, την αγάπη μου γι' αυτή την είχα υποτιμήσει, άλλωστε η απιστία της δεν ήταν παρά μια μελανή κουκίδα σε καθαρό ωκεανό, δεν θα στεκόμουν εκεί, θα προσπερνούσα.

Δυστυχώς, δεν είχα δυνατότητες επιλογής. Αν σκότωνα τον Πέτρο, τον πραγματικό εχθρό, εκείνον που επί χρόνια σφετεριζόταν την εταιρεία, τον πρώτο που θα συλλάμβαναν θα ήταν εμένα, ακόμη και αν είχα ως άλλοθι ταξίδι στην Αργεντινή - όταν τα κίνητρα είναι σαφή, τέλειο έγκλημα δεν μπορεί να υπάρξει.

Έτσι, προτίμησα την τακτική του μπιλιάρδου. Χτύπησα μια μπάλα, για να κυλήσει μια άλλη στην τρύπα τη σκοτεινή. Και κάρφωσα με μαχαίρι τη γυναίκα μου για να αιμορραγεί ο άπληστος συνεταίρος στο κελί και εγώ να διοικώ ατάραχος τη μικρομεσαία αυτοκρατορία.

[...] Μα θα προλάβω; Συχνά επισκέπτομαι στο νεκροταφείο τη Λίνα, διαβάζω στην άσπρη πέτρα το όνομά της και σκέφτομαι πόσο απαλά κοιμάται κάτω από το χώμα, τυλιγμένη σε ρίζες υγρών φυτών. Και τότε βιάζομαι να βρεθώ κοντά της.



from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=5052