περιεχόμενα

Η Αληθινή Ιστορία της Πηνελόπης

Μιλτιάδης Δατσέρης

Νέα Εποχή, Τεύχος 2 (243) 1997, σσ. 56-59

Μια παχουλή μέλισσα είχε σταθεί για πάνω από τρία λεπτά της ώρας στον κιτρινωπό ύφαλο του πράσινου κατά τα άλλα φυτού. Θα έλεγε κανείς ότι αποκοιμήθηκε! Κάποια άλλη, ίσως εγώ, θα φανταζόταν ότι συλλογιέται! Τα λεπτά αγκαθένια ποδαράκια της βούλιαζαν στο μαξιλαρένιο πουπουλένιο κεφαλάκι του μικρού χαμομηλιού. «Μα τα λουλούδια δεν έχουν κεφάλι», θα βιαστούν να απαντήσουν οι φίλες μου. «Και όμως έχουν»!

Πριν ακόμη πάω στο σχολείο η μητέρα με είχε διδάξει: «'Ολα τα φυτά έχουν ρίζες. Είναι σαν και εμάς τους ανθρώπους, μόνο που εμείς έχουμε εφεύρει διαφορετική ονομασία για τα "πόδια" τους. 'Επειτα έχουν και αυτά "κορμί". Το λέμε βλαστό. Το άνθος τους αποτελεί ότι για τον άνθρωπο το "κεφάλι"». Με τρόπο γλαφυρό λοιπόν, σα σε παραμύθι, έμαθα τα λειτουργικά όργανα του φυτικού βασιλείου, τα είδη, τη χρησιμότητά τους. Για το χαμομήλι - όσον αφορά το πάνω μέρος - διατήρησα το χαρακτηρισμό "κεφαλάκι". Νομίζω ότι ήταν άδικο εντελώς να μη του χαρίσει ο θεός μεγαλύτερο "σώμα". Είναι τόσο γλυκό λουλουδάκι! Κρίμα να το πατάμε, πολλές φορές άθελά μας.

Και τώρα ετούτη η χοντρομέλισσα τού έχει μπήξει τα σαν αγκάθια πόδια της! Ποιός ξέρει γιατί. Ίσως για να μαζέψει γύρη; Μα έχει γύρη το χαμομήλι;

Τίναξα το χέρι μου πάνω απ' τα φτερά της και τότες το κύμα αέρα - που γεννήθηκε απ' το τίποτα - την πέταξε χάμω. Ούτε τα φτερά της δεν πρόλαβε να ανοίξει. 'Ηταν αφηρημένη! Παρόλα αυτά γρήγορα συνειδητοποίησε τι της είχε συμβεί. Στράφηκε προς το πρόσωπό μου ζουζουνίζοντας περίεργα. Στη συνέχεια με αργές κινήσεις προσεκτικές ξεμπερδεύτηκε από τα χόρτα, και έπειτα με υφος αριστοκρατικής κυρίας σκαρφάλωσε στον αραχνώδη βλαστό του μικρόσωμου χαμομηλιού. Εκείνο είχε επανέλθει στη θέση του, αφού ταλαντεύτηκε αρκετές φορές. 'Ολα λοιπόν χαϊδεύονται πάλι στο άγγιγμα της γαλήνης. Εγώ, οποιαδήποτε στιγμή ήμουν ικανή να ξεπαστρέψω το αδύναμο φαινομενικά έντομο, και εκείνο την αμέσως επόμενη επιβεβαίωνε πως θα προσπαθεί αιωνίως να κρατιέται ζωντανό.

Πρόσεξα ότι τα πόδια της ήταν λευκοφορεμένα! Καθώς έπεφτε λοιπόν, γαντζώθηκε στα πέταλα του λουλουδιού, μα δεν τα κατάφερε, τα παρέσυρε στο πέσιμο. Πάντως τα λευκά "πασούμια" τής πήγαιναν πολύ! Την φαντάστηκα εσκιμώο στις χιονισμένες, όλο το χρόνο, στέπες να βαδίζει έχοντας τα πέταλα στα πόδια της ως ρακέτες για το περπάτημα στο χιόνι. 'Ηταν βέβαιη ότι χαμογελούσα μα δεν έδωσε σημασία. 'Εφτασε στην κορυφή της ατενίζοντας το ανθισμένο λιβάδι για αυτήν το μικρό κήπο για μένα.

Άραγε τι θα μπορούσε να σκεφτεί για την ανάρμοστη ίσως συμπεριφορά μου; Δεν ήξερα παρά μονάχα τούτο: Κάθε σκέψη θα ήταν λανθασμένη αφού μοιραία δεν ήταν παρά οι δικές μου φαντασιώσεις γιατο πώς σκέφτεται μια μέλισσα. Φαύλος κύκλος δηλαδή.
«Τι κουτό», αναφώνησα. «Κάθομαι και ασχολούμαι με τις υποτιθέμενες σκέψεις ενός εντόμου. Αν είναι δυνατόν!»

Με μιας έκανα να σηκωθώ, αφού οι τύψεις του χαμένου χρόνου με πίεζαν ασφυκτικά. (Η σκηνή τούτη έπρεπε να βιντεοσκοπηθεί για το πώς οι άνθρωποι δύναντο να αποφεύγουν παρόμοιες συγκρούσεις με κλαδιά ελιάς. Αν και εγώ είχα παρακολουθήσει ένα τέτοιο σεμινάριο θα είχα ασφαλώς διασφαλίσει το κεφάλι μου από τα επικείμενα τραύματα). Κάτι δεν έκανα καλά, και ένα οικοδομικό τετράγωνο στηρίχτηκε στην κορυφή του "κεφαλιού μου". «Λες να μεγάλωσε την ώρα της περισυλλογής;» «Δεν νομίζω μα τώρα θυμάμαι ότι για να καθίσω είχα σκύψει πρώτα... ενώ... τώρα...» δεν άντεξα πολύ. Τρεκλίζοντας έπεσα στο χώμα και τα μάτια μου σκέπασαν το μαδημένο απ' τη μέλισσα χαμομηλάκι και άλλα δυο τρία που είχαν την ατυχιί να γειτονεύουν.

Πόνος οξύς κατέκλυσε τις παρθένες κόρες των ματιών μου. Δύο ξίφη συμπολεμιστών έκαιγαν την ικανότητα της όρασης. Αρχικά πίστεψα ότι μου είχαν καρφώσει τα ματοτσίνορα στα βλέφαρα. Η ανώμαλη αυτή ένωση προκαλούσε πόνο! Το σκοτάδι, που με περιτριγύριζε, προσπάθησε να με πείσει. Μάταια! Η μνήμη - που τόσες φορές με άφησε να γκρεμοτσακιστώ στα κακοτράχαλα στενά δρομάκια της λήθης - μου επέστρεψε αναδρομικά όλα εκείνα τα ξεχασμένα στιγμιότυπα, λίγο μετά την πτώση. Φυσικά! Φυσικά και δεν έχασα το φως μου. Δύο κοτσάνια από άγνωστα σε χρησιμότητα αγριολούλουδα βάλθηκαν να με στραβώσουν. Άλλαξα θέση, γέρνοντας στο πλάι. Τα μάτια μου ξεσκλαβώθηκαν απ' το βάναυσο εχθρό.

Δάκρυα ελευθερίας έρεαν με ορμή ξεχειλισμένου ποταμού πάνω στα μάγουλα, γέμιζαν το στόμα και έπειτα συνέχιζαν για το λαιμό, μούσκευαν το ριγωτό πουκαμισάκι και εκεί ακριβώς χάνονταν.

Η ζάλη, ο πόνος σφυροκοπούσαν τα μηλίγγια μου. Αγωνίζονταν να εκπορθήσουν την ήδη λαβωμένη λογική.

Γύρισα άλλες σαρανταπέντε μοίρες σε θέση ακριβώς ανάσκελα. Τα ρουθούνια ανέπνευσαν επιτέλους! Φυσώντας απ' τη μύτη κατάφερα να απομακρύνω τα χορταράκια, τα οποία είχαν φράξει τις "εξόδους". 'Ηταν λοιπόν η πρώτη λιποθυμία μου, δεν έπρεπε να βιαστώ! Εξάλλου οι αισθήσεις με είχαν εγκαταλείψει. Δύσκολο να τις πείσω να επιστρέψουν. Άντε λοιπόν να θυμηθώ τι είχε συμβεί. Απλό φαινόταν! Ονειροπολούσα χαμένη στο χώρο και στο χρόνο. Ξαφνικά θέλησα να σηκωθώ ξεχνώντας ότι ακριβώς από πάνωμου υπήρχε ένα χοντρό κλαδί ελιάς. Ήταν μοιραίο με τη φόρα που συναντηθήκαμε. Λύγισαν τα γόνατά μου και η κλάπα μου ταξίδευε στους χτύπους των φτε@ών άγριων πουλιών αρπαχτικών .Το κλαπ, κλαπ, αυτοί οι θυελλώδεις ήχοι με συνόδευαν στο πέσιμο. Αυτοί οι απόμακροι ήχοι με επανέφεραν στην πραγματικότητα; 'Ενα σμήνος πολύχρωμων χελιδονιών πέταγε χαμηλά, όσο ήταν απαραίτητο για να συνειδητοποιήσω ότι οι ίδιοι ήχοι μάς βυθίζουν στοσκοτάδι, οι ίδιοι μάς αναδύουν στο φως. Αυτό ήταν! Ο ήλιος βγήκε ξανά. Οι χρυσοκέντητες ανταύγειες χαμογελούσαν και κουνιόνταν ρυθμικά. Μα για στάσου! Ο ήλιος δεν κινείται. Και εγώ για ποιόν λόγο έμενα καρφωμένη στο υγρό χώμα; Τι ήταν αυτό που ξεγελούσε τα ήδη ταλαιπωρημένα μάτια;


Μια μεγάλη, τεραστίων διαστάσεων μέλισσα είχε ιππεύσει την κοιλιά μου. Τα τέσσερα τελευταία πόδια της ακουμπούσαν στην περιοχή του στομαχιού μου, ενώ με τα άλλα δύο - τα οποία χρησιμοποιούσε ως χέρια - είχε γραπώσει το γιακά του πουκαμίσου. Δεν γνώριζα ότι οι μέλισσες έχουν έξι πόδια. Επιχείρησα ενστικτωδώς να την αρπάξω, να τη ρίξω στο πλάι, μα δεν πρόλαβα. Ανοίγοντας σε διάσταση το μεσαίο ζευγάρι ποδιών, με καθήλωσε με τους αγκώνες στο χώμα. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν τα δάχτυλά μου απ' το να αιωρούνται; Πριν προλάβω να τη χτυπήσω με τα γόνατα στην πλάτη, με γράπωσε. Της έμενε άλλο ένα ζευγάρι! Τους έδωσε, λοιπόν, την αρμοδιότητα να κρατούν τα πόδια μου σταθερά. Τι άλλο ήταν πιο εύκολο να κάνω παρά να την περιεργαστώ;

Διέθετε δύο κεραίες ίσες με το μήκος του χεριού μου, απ' τον ώμο μέχρι τα δάχτυλα. Το σώμα της ολίγον τριχωτό, λίγο μεγαλύτερο απ' το σκυλί του γείτονα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο "φονιάς" (το βαπτιστικό του ) ανήκε στη ράτσα των Λαμπραντόρ. Είχε πολλά μάτια! Μεγάλα και πιο μικρά. Τα φτερά δεν τα έβλεπα. Η θέση μου ήταν μειονεκτική, ακόμα και για παρατήρηση. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα αμέτρητες φορές. Ίσως να έκαναν, αντί για "πουλάκια", "μελισσάκια". Ίσως να ήταν πλάσμα της φαντασίας. Μα πώς εί ναι δυνατόν να φαντάζεσαι όταν είσαι σίγουρος ότι τα μάτια σου είναι ορθάνοιχτα; Τι έπρεπε να κάνω για να με πείσω ότι δεν είναι αλήθεια; Α, ναι! Στα όνειρα συνήθως δεν νιώθεις βάρος. Ανασήκωσα το κεφάλι μου και το αισθάνθηκα ασήκωτο. Στα όνειρα δεν νιώθουμε πόνο και εγώ πονούσα, μάτωσα. Αν μου άφηνε τουλάχιστον τα χέρια ελεύθερα, να σκαμπιλίσω τα μάγουλα, να με δείρω μπας και ξυπνήσω.

Ασυμβίβαστη! 'Ηδη έχανα την επαφή με τη γη. Με τύλιξε στα πόδια της και απογειωθήκαμε... Άχνα εγώ!

Δεν πίστευα, δεν φανταζόμουν και όμως πέταγα μαζί της. Το αεράκι χτυπούσε τους ώμους και ο λαιμός σαν πηδάλιο πλοίου έστριβε μια από εδώ, μια από εκεί. 'Οπου ήθελε ο αρχιλήσταρχος (περισσότερο για κηφήνας έμοιαζε). Τα λεπτά περνούσαν μα εγώ δεν τολμούσα να ρωτήσω: Πού πάμε; Τι είσαι; Σαν να κατάλαβε τις απορίες μου και αρχίσαμε να χαμηλώνουμε. Δεν έβλεπα παρά το καλυμμένο από τριχίτσες θώρακα, γι' αυτό δεν μπορούσα να προσανατολιστώ. Ξάφνου ένιωσα τα πόδια της να με αφήνουν και έπεσα. 'Ενα παραλληλόγραμμο κόντρα πλακέ προεξείχε στο μπαλκόνι ενός ασυνήθιστα αρχιτεκτονικά δομημένου κτιρίου. Δεν ήταν σπίτι. Σα μελίσσι έμοιαζε. Η δικιά μου μέλισσα-άλογο (αν και αυτή με ίππευε) χαιρέτησε στρατιωτικά το φύλακα της εισόδου. Εκείνος ανταποκρίθηκε σε στάση προσοχής, πετάγοντας έξω το στήθος και τοποθετώντας την άκρητης δεξιάς κεραίας στον κρόταφο. Την μύρισε, αν κατάλαβα καλά, και περάσαμε πιο μέσα. Με έσπρωξε, ζουζουνίζοντας λέξεις προσταγής: «Κοίταξε εδώ μέσα προσεκτικά!»

Κηρήθρες αμέτρητες, η μία κολλημένη πάνω-δίπλα στην άλλη. Κηρήθρες στο ίδιο μέγεθος, σμιλευμένες από τον ίδιο δημιουργό. 'Εκανα μια προσπάθεια να τις απαριθμήσω μα μπερδεύτηκα. 'Ηξερα εκ των προτέρων ότι ήταν αδύνατο, μα ήθελα να ξεχαστώ. Στα παραμύθια του Άντερσεν δεν υπάρχει τόση φαντασία. 'Η μήπως υπάρχει; 'Η μήπως δεν πρόκειται για παραμύθι; Σε αντίθεση με τη σκέψη, τα ιπτάμενα όντα πετούσαν ασταμάτητα. 'Εμπαιναν, ξεφόρτωναν, έβγαιναν. «Οι εργάτριες μεταφέρουν τη γύρη στα πόδια τους, την εναποθέτουν έπειτα στις κηρήθρες και μετά από ειδική επεξεργασία μετατρέπεται σε μέλι το οποίο κλειδώνουν σε εξάγωνα κελιά», έλεγε ο δάσκαλος στο μάθημα της φυσικής ιστορίας. Μας μιλούσε για τη βασίλισσα, τους κηφήνες, τα χιλιάδες παιδιά της βασίλισσας, τις επαναστάσεις των εργατριών, αλλά και για το γρήγορο θάνατο αφού η καθεμιά απ' αυτές δεν ξεπερνά τις έξι βδομάδες ζωής.

«Δεν είναι αξιοθαύμαστες;» με ρώτησε.
«Παιδιά σου είναι;»
«Ναι, όλες.»
«Μπράβο να σου ζήσουν!»
«Η ευχή σου είναι ψεύτικη. Πώς να ζήσουν, όταν παραλίγο να με σκοτώσεις στον κήπο με μια κίνηση;»
«Δεν σκέφτηκα να "σκοτώσω", αστειεύτηκα.»
«Το αστείο σου θα στοίχιζε το θάνατο τουλάχιστον εκατό χιλιάδων προνυμφών. Δηλαδή δεν θα γεννιόντουσαν .»
«Μα πώς... είσαι έγκυος;»
«Περίπου. Γεννάω καθημερινά σχεδόν χίλια αυγά.» «Ναι αλλά εγώ σας βρήκα έξω στον κήπο περιπλανώμενη.»
«'Ηθελα να πάρω φρέσκο αέρα. Να ξεμουδιάσω τα φτερά μου. 'Ετσι δεν με βρήκες;»
«'Ετσι. Δεν φανταζόμουν όμως ότι με μία απλή κίνηση θα προξενήσω τόσο μεγάλο κακό. Αν το επιθυμείτε είμαι έτοιμη να ζητήσω γονατιστή συγνώμη.»
«Αυτό θα γίνει ούτως ή άλλως. Θα κάνεις όμως κάτι πιο δύσκολο.»
«Τι εννοείτε;»
«Θα βγεις έξω στον κόσμο και θα φωνάξεις όλα τούτα που είδαν τα μάτια σου. Θα τα περιγράψεις με κάθε λεπτομέρεια, και να θυμάσαι τούτο: Αν πάψουμε να πετάμε στα λουλούδια είτε επειδή το αποφασίσαμε είτε επειδή το απαγορέψατε, να είσαι σίγουρη ότι δεν θα είμαστε οι πρώτοι οργανισμοί που θα εκλείψουμε. Μάλλον για εσάς τους ανθρώπους χτυπά η καμπάνα! Και τώρα φύγε! Αρκετά με ταλαιπώρησες!»
«Δεν θα με πάτε από εκεί που με πήρατε;»
«Μα τι λες τώρα, στον κήπο του σπιτιού σου βρισκόμαστε.»

Μάζεψε τα φτερά της στη ράχη και χάθηκε στο βάθος. Απόμεινα μόνη να φέρνω στο νου όλα εκεί να που μου είχε πει: Νέκταρ, γύρη, μέλι, κερί, ζωή, άνθη, κηρήθρες. Μέσα από όλες τις γλυκοστάλακτες λέξεις είχε εμπνευστεί ο δημιουργός προσθέτοντας άλλο έναν καλοδουλεμένο κρίκο στην ονειρική αλυσίδα, η οποία έμελλε να τυλίγει τούτο τον πλανήτη.

Κατευθύνθηκα στην έξοδο της αλλόκοτης ιστορίας δίχως να χαιρετήσω το φρουρό. Ούτε εκείνος μού έδωσε σημασία. Με άφησε να γκρεμιστώ απ' το μελίσσι τους, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε μεγάλο ύψος του δέντρου. Ξέχασα ότι πήγα πετώντας μέχρι εκεί και ο φύλακας-μέλισσα δεν μπήκε στον κόπο να μου το υπενθυμίσει. Πέφτοντας όμως δεν ξέχασα όλα όσα είχα μάθει. Λίγο πριν την πρόσκρουση με την φτιασιδωμένη πραγματικότητα, ένιωσα για πρώτη φορά ότι είχα βρει την ουσία των πραγμάτων, έβρεξα τα πόδια μου στα καθάρια νερά της μίας και μοναδικής αλήθειας. Και τώρα απλώνονταν μπροστά μου μια θάλασσα αλήθειες. 'Επρεπε να τις κολυμπήσω!

Ανοίγοντας τα μάτια, το λευκό φως έλουσε το πρόσωπο, το στήθος, τα δάχτυλα. 'Ενιωθα σαν το μεταξοσκώληκα θαμμένο στο κάτασπρο αργαλειοϋφαντό "κουβούκλιο". Φυλακισμένος στις μεταξωτές ίνες - που αργότερα γίνονται ακριβό ύφασμα - δυσκολευόμουν να βγω στο φως. Ο μεταξοσκώληκας γεννιέται στο σκοτάδι, όταν μεγαλώσει η ψείρα καταβροχθίζει φύλλα μουριάς, στη συνέχεια "πεφωτισμένο" γνέθει τον κόσμο του, το κουκούλι, ώσπου να ξαναβγεί στο έρεβος μεταμορφωμένος πια σε πεταλούδα. Τι ανοησία, θεέ μου! Θέλησα και εγώ να αφήσω το ανεξίτηλο φωτεινό ύφασμα - που με τόσο κόπο έπλεξα - για να ξαναβγώ, αλίμονο, στο σκοτάδι. Ο πρώην μεταξοσκώληκας, τώρα ως πεταλούδα διαγράφει κύκλους ευτυχίας, έστω και αν δεν διακρίνονται στο πυκνό σκοτάδι, μα εγώ δεν ήθελα να γίνω πεταλούδα. Προτιμούσα να πλέκω το κουκούλι σε όλη τη ζωή μου και αν τελείωνα το δικό μου να έφτιαχνα και άλλα: για τους φίλους, για τα αγαπημένα πρόσωπα. Θέλω να γενώ δημιουργός, να βιώνω την αλήθεια, να αντικρίζω με τα μάτια ορθάνοιχτα το πανίσχυρο φως της αθέατης πλευράς.

Θέλω να σκαρφαλώσω στα απόκρημνα βράχια του όρους "γνώση", έστω και αν με καταλαμβάνει ο ίλιγγος. «Μα καλά, κλεισμένη στο κουκούλι σου;» «Ναι», θα απαντήσω, «διότι μέσα σε αυτό βρίσκονται τα ατόφια, τα αληθινά, τα γνήσια, τα ανθρώπινα, τα φυσικά. Διότι στο κουκούλι μου κρύβεται ένας κόσμος ανεξερεύνητος, τόσο μεγάλος που δεν τον χωρά το σύμπαν, τόσο μικροσκοπικός ικανός να χωρέσει στο κουκούλι του μυαλού μας».

«Πηνελόπη! 'Ελα, κορίτσι μου, τράβα το σεντόνι να δούμε το κεφαλάκι σου. Θα σκάσεις, βρε χαζούλα, εκεί μέσα.»
«Δεν θέλω, έξω έχει σκοτάδι!»
«Σε παρακαλώ, κορίτσι μου. Θέλω να δω τα ράμματα που σου έκαναν οι γιατροί. Κοριτσάκι μου, η μαμμά σου είμαι, μην φοβάσαι!»
«Δεν θέλω σου λέω, αφήστε με!»

Και τότε ήρθε το καταχθόνιο χέρι ενός - ποιός ξέρει πάλι - ανθρώπου, από εκείνους που θέλους να μας κρατάνε μακριά από την αλήθεια, το φως και με ξεσκέπασε. Τα χέρια μου δεν πρόλαβαν να βαστάξουν το ύφασμα και τα μάτια βούρκωσαν στη θέα τόσων κίβδηλων εικόνων. Για άλλη μια φορά το σκοτάδι τύφλωνε τις αισθήσεις μου, τις σκέψεις μου, τη φαντασία για κάτι πραγματικά αληθινό.

Από τότε δεν ξέχασα τη μυρωδιά και τα λευκά των νοσοκομείων!


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=1875