περιεχόμενα

Η Πεπατημένη

Νίκος Βασιλειάδης

 

Οι όροι ήταν σαφείς, απλούστατοι και προπάντων, αναμφισβήτητοι: ή Θάσος ή τίποτα. Το αποτέλεσμα, το αναμενόμενο. Κάποιες ασθενείς αντιρρήσεις διετύπωσε, βέβαια, εκείνος ο Χωραφάς, αλλ' αυτός, έτσι κι αλλιώς ήταν άνθρωπος μουχλιάρης, γεννημένος γεροντοκόρη. Άλλωστε ατόνησαν αμέσως υπό το βάρος της ματιάς μου και της εδραίας παραδόσεως. Έτσι γινόταν πάντα τα τελευταία επτά χρόνια. Γι' αυτό και η στριγγή φωνή του κατεπνίγη αμέσως από τις διαμαρτυρίες των υπολοίπων: 

­ Σκάσε, ρε μαλάκα. Αφού τον ξέρεις... 

Σαράντα τεσσάρων ετών και με δεκαοχτώ χρόνια υπηρεσίας είχα από καιρού κατανοήσει και αποδεχθεί ότι ο δάσκαλος οφείλει να ξέρει καλύτερα από τους μαθητές του, χωρίς καμιάν ενοχή γι' αυτό. Και διεκπεραίωνα τα πράγματα με συνοπτικές διαδικασίες. 

Έτσι, βρεθήκαμε εκείνο το σούρουπο του Απριλίου να οδεύουμε προς το γνωστό ξενοδοχείο μέσα από τα στενά δρομάκια του Λιμένα, σ' ένα δρομολόγιο έμπειρα υπολογισμένο για τις πρώτες εντυπώσεις... 

Πρέπει να ομολογήσω ότι σαράντα χρόνια θερινών και μη διακοπών μου στη Θάσο δεν είχαν αρκέσει για να την μπουχτίσω, αντιθέτως, μάλιστα, εμπλούτιζαν όλο και περισσότερο τα συναισθήματα με τα οποία αποβιβαζόμουν κάθε φορά στη μικρή προβλήτα. Ίσως γιατί στις παραμυθένιες εκπλήξεις των παιδικών μου εξερευνήσεων, στις αβάσταχτες εφηβικές μου μελαγχολίες και στις εργώδεις ερωτικές επιδόσεις των φοιτητικών μου χρόνων είχε αρχίσει να προστίθεται αργά αργά και μία ακαθόριστη νοσταλγία, σαν κάτι να 'παίρνε να τελειώνει, καθώς αρμένιζα πλέον ανεπιστρεπτί προς τη μέση ηλικία. 

Δεόντως φορτισμένος, λοιπόν, κι εξαντλημένος επαρκώς από το μακρό ταξίδι, εβάδιζα με βέβαιο βήμα την πεπατημένη προς το ξενοδοχείο του Λάμπη, οδηγώντας μιαν ακόμη Α' Λυκείου στην πεπρωμένη της εκδρομή. Η άνοιξη ήταν προχωρημένη ­ το Πάσχα έπεφτε αργά εκείνη τη χρονιά ­ κι η βροχή που είχε πέσει νωρίτερα, κατάφερε απλώς να αναδίδονται εντονότερα τα αρώματα από τους κήπους. 

Ο Λάμπης είχε πάρει μερικά ακόμη κιλά και το πρόσωπό του ήταν πλέον πλήρης πανσέληνος, αλλ' αυτό δεν τον εμπόδισε να μας χαμογελάσει μέχρι τ' αυτιά. Εκ παραδόσεως, εμείς του κάναμε κάθε χρόνο ποδαρικό. Ανταλλάξαμε θερμές χειραψίες κι ευχήθηκε ένα απλόχερο «καλωσήρθατε» στα παιδιά, που παρακολουθούσαν με στωική βαριεστημάρα τους χαριεντισμούς μας. 

Η μάνα του Λάμπη ροβόλησε φουριόζα από την κουζίνα σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της και με φίλησε και στα δύο μάγουλα. Παλιότερα πάθαινα αμηχανία στο σημείο αυτό, αλλά εσχάτως είχα καταφέρει ν' αδιαφορώ για τα πνιχτά γελάκια των μαθητών μου. 

­ Ο κυρ Γιώργης; ρώτησα αμέσως, για να τελειώνουμε μιαν ώρα αρχύτερα με το τυπικό. 

­ Στον καφενέ ακόμα, είπε η κυρά Θέκλα και κάτι πήγε να σκοτεινιάσει στη ματιά της. 

­ Καλύτερα, κυρά Θέκλα, βιάστηκα να προφτάσω το κακό. Να τακτοποιηθούμε και τα λέμε μετά. 

Και μ' αυτά τελείωσε το διαπροσωπικό μέρος και ανέλαβα πάλι τα ηγετικά μου καθήκοντα. Η κατανομή στα δωμάτια έγινε με δημοκρατικές διαδικασίες: οι μαθητές πρότειναν ελεύθερα τις συγκατοικήσεις κι εγώ τις άλλαξα επίσης ελεύθερα, σύμφωνα με την προσχεδιασμένη ισορροπία. Έπειτα όρισα συγκέντρωση στο σαλονάκι σε μιάμιση ώρα, να πάμε για φαγητό κι ανεβήκαμε στα δωμάτια. 

Όπως πάντα, ο Λάμπης είχε ανάψει τα καλοριφέρ την τελευταία στιγμή κι οι τοίχοι σχεδόν έσταζαν από την υγρασία. Το ξενοδοχείο κλειστό όλο το χειμώνα, άνοιγε μόλις το Πάσχα. Έκανα ένα ντους ψιλοτουρτουρίζοντας, ντύθηκα γερά κι έκανα μια διερευνητική περιπολία στο διάδρομο. Οι φωνασκίες από τα δωμάτια ήταν οι αναμενόμενες, τίποτα το ανησυχαστικό. Το εξοντωτικό πρόγραμμα του ταξιδιού είχε επενεργήσει κατά προσδοκίαν. Είχα σαρανταπέντε λεπτά ακόμη και κατέβηκα στο σαλονάκι. Ο κυρ Γιώργης ήταν στο σύνηθες τραπεζάκι της γωνίας, μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία. Τον χαιρέτησα εγκαρδίως κι έκατσα να τον τιμήσω. Η κυρά Θέκλα έφερε τα κλασικά τσίπουρα και τις θρούμπες και τσουγκρίσαμε. 

­ Και πώς πάτε από υγεία; ρώτησε ο κυρ Γιώργης, κοιτώντας την τεράστια πασχαλιά στο πεζοδρόμιο, που βρισκόταν σε παραλήρημα ανθοφορίας. 

­ Καλά, κυρ Γιώργη. Λίγο με παίδεψε η μέση μου φέτος, του είπα. 

­ Τι λέεετε! είπε και κατέβασε μονορούφι το ποτηράκι. Η γυναίκα; Τα παιδιά; 

­ Όλοι καλά, δόξα τω Θεώ, απάντησα. Είχα παραιτηθεί από καιρού της προσπαθείας να τον πείσω ότι δεν ήμουν παντρεμένος. 

­ Τι λέεετε! είπε ο κυρ Γιώργης. 

Κατόπιν τούτου τον άφησα να κοιτά την πασχαλιά κι ήπια ένα ουίσκι στον πάγκο, ενώ ο Λάμπης μου εξέθετε τα προβλήματα του τουρισμού, χωρίς να τον ακούω. Δεν χρειαζόταν να τον ακούω για να νιώθω την ήρεμη χαρά του επανελθόντος νοσταλγού. 

Τα παιδιά είχαν αρχίσει να μαζεύονται στο σαλονάκι και η κυρά Θέκλα τους κέρασε τις καθιερωμένες πορτοκαλάδες. Έβαλα ένα δαχτυλάκι ουίσκι ακόμη, να τελειώσουν τα παγάκια και το πιπίλιζα αργά, χωρίς να γυρίσω προς τους μαθητές μου. Καθυστερούσα πάντα όσο γινόταν αυτή την αποκαλυπτική στιγμή.

­ Έτοιμοι, κύριε Λάζαρε, είπε δίπλα μου ο πρόεδρος της τάξης. 

­ Έρχομαι Κώστα, του είπα χαμογελώντας ειρηνικά, καθώς μέσα μου είχε ολοκληρωθεί εκείνο το ιδανικό κράμα οινοπνεύματος, κούρασης και ασφάλειας, που πάντα με γέμιζε με τρυφερότητα. Ο Κωστάκης ο Μούγιος φορούσε μαύρο παντελόνι και λουστρίνια, ριγέ πουκάμισο και μαύρο γιλεκάκι ξεκούμπωτο, είχε χωρίσει τα ξανθά μαλλιά του στη μέση και είχε καταβρεχτεί με κολώνια. Κάτι σαν αθηναίος έφηβος... 

Εξ ίσου δραματική ήταν η μεταμόρφωση και των υπολοίπων. Κοστουμάκια, γραβάτες, τσαχπίνικα μπουφάν, μίνι φουστίτσες, μπλουζάκια σφιχτά, ασφυκτιώντα στηθάκια και γλουτοί. Με συγκινούσε βαθύτατα πάντα, όταν τα πρωτόβλεπα αληθινά ανθρωπάκια, χωρίς τις αιώνιες ομοιόμορφες φόρμες της Σχολής... 

Έμπειρος ο Κοσμάς, της παραλιακής ταβέρνας, είχε ετοιμάσει άφθονα μπιφτέκια και τηγανητές πατάτες, τα οποία και κατασπάραξαν ακαριαία οι βουλιμιώντες έφηβοι. Απολύτως ιδιοτελώς, έκανα τα στραβά μάτια όταν ξεπερνούσαν τον πάγιο κανόνα «δύο άτομα, μία μπίρα», ώστε να αποτελειωθούν. Η πείρα μου εγγυάτο ότι η επερχόμενη θα ήταν και η μόνη νύχτα που θα μπορούσα να κοιμηθώ άφοβα, καθώς είχα προσθέσει στο τετράωρο ταξίδι μια δίωρη ξενάγηση στους Φιλίππους και μιάμιση ώρα περιήγηση στις ανηφοριές της Παναγίας στην Καβάλα. Μπορεί να ήταν θηριώδεις πηγές ενέργειας οι δεκαεξάρηδες, αλλά όχι ανεξάντλητες και είχα κι εγώ τον τρόπο μου. Και πράγματι, με την επιστροφή στο ξενοδοχείο, είχαν σε μία ώρα βυθιστεί στον ύπνο. «Μεγάλη εφεύρεση η πεπατημένη...», χαμογέλασα ικανοποιημένος από τη σοφία της ηλικίας μου και ξεράθηκα τυλιγμένος στα νοτισμένα σεντόνια. 

Στις οκτώ το πρωί, μετά από δύο καφέδες, άρχισα το επίπονο έργο της εγέρσεως εφήβων προ τη δεκάτης πρωινής. Με φωνές, αφαίρεση των κλινοσκεπασμάτων και κάποια καταβρέγματα περί τις οκτώμιση ήταν στο πόδι και ξεκινήσαμε για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις εννιάμιση, με μισή ώρα καθυστέρηση, όπως πάντα. Όλα πήγαιναν ρολόι. Τα παιδιά ήταν πάλι παιδιά, με τις φόρμες και τα σπορτέξ τους και κοιτούσαν παραξενεμένα εμένα, που είχα ντυθεί παρομοίως. Στην ανηφόρα για το αρχαίο θέατρο, μετά την εμβριθή ξενάγηση στην αρχαία Αγορά, ακούστηκαν οι γνωστές πρώτες διαμαρτυρίες και με χαιρεκακία τους είπα πως ακόμη δεν είδαν τίποτε. 

­ Θα το πω κι αυτό, κύριε; με ρώτησε η Αλεξάνδρα καθ' οδόν, ελαφρώς ιδρωμένη, και μου έδειξε τα χαρτιά της. 

­ Με γεια το μαλλί, της είπα διαπιστώνοντας ευχάριστα πως η αιώνια τσιτωμένη κόμη της είχε μεταβληθεί σε έναν χρυσοκάστανο κυματιστό χείμαρρο που έστεφε το κεφάλι της. 

Δεν ήταν καμιά μαθήτρια της προκοπής η Καραμήτσου, στην πραγματικότητα δε ήταν πάτος και την είχα αντίστοιχα βαθμολογημένη. Όθεν και δεν ανήκε στην χορεία των εκλεκτών μου. Γι' αυτό με είχε εντυπωσιάσει η επιμονή της να αναλάβει αυτή το ρόλο της Ιφιγένειας στη σκηνή της αναγνώρισης από την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», που σύμφωνα με το πάγιο πρόγραμμά μου, θα απαγγελλόταν στο θέατρο. Της έδωσα οδηγίες παρατηρώντας την κλεφτά. 

­ Βλέπεις και χωρίς γυαλιά; ρώτησα με πατρικό ενδιαφέρον. 

­ Φακοί επαφής, είπε χαμογελώντας αεράτα και πρόσεξα πως είχε καταπράσινα μάτια. 

Η επιμονή μου να αναθέσω τον Ορέστη στον Κωστάκη, τον πρόεδρο, εξελίχθηκε τελικά σε παταγώδη αποτυχία. Λεπτός κι αθλητικός, όμορφος και αριστούχος, αλλά θεατρικώς αποδείχθηκε αγγούρι. Χώρια που ξέχασε τα μισά λόγια του και χρειάστηκε να τα διαβάσει από το χαρτί. Αντιθέτως, ο Θεόφιλος, κοινός θνητός, στον οποίον είχα, για λόγους ισορροπίας, δώσει τον Πυλάδη, τα κατάφερε επαρκώς. Εκείνο όμως που έσβησε το σύνηθες κουβεντολόι στις κερκίδες, ως διά μαγείας και χωρίς δική μου παρέμβαση, κι έστρεψε το ενδιαφέρον πάντων στα διαδραματιζόμενα επί της ορχήστρας ήταν η παράσταση της Αλεξάνδρας. Τι ήταν αυτό το απροσδόκητο; Από πού ανέβλυζε εκείνη η παλλόμενη φωνή, το γνήσιο πάθος όταν έλεγε 

Ορέστη, σ' έχω εδώ, πολύ μακριά από τ' Άργος, 

μακριά από την πατρίδα μας αγαπημένε... 

κι αγκάλιαζε τρέμοντας από λαχτάρα τον Κωστάκη, ο οποίος έστεκε ως στήλη άλατος, κατακόκκινος σαν αστακός; Κι από πού είχε ξετρυπώσει το τεράστιο σκούρο πέπλο, στο οποίο είχε τυλιχτεί σαν καθαρόαιμη Ταναγραία; 

Ο Ορέστης είχε εν τω μεταξύ καταπιεί τη γλώσσα του, αλλά η Αλεξάνδρα παρέκαμψε άνετα την αφωνία του, στράφηκε προς τον υποτιθέμενο Χορό και συνέχισε ακάθεκτη το χαρμόσυνο κλάμα της: 

Μωρούλι ακόμη, μωρούλι τρυφερό, στο σπίτι 

στης βάγιας του την αγκαλιά τον είχα αυτόν αφήσει. 

ενώ το ανοιξιάτικο αεράκι ανέμιζε τη μαβιά της εσθήτα. 

Εδώ κι εμπρός οι δυο μας να ευτυχούμε 

κατάφερε επιτέλους να τραυλίσει κι ο Κωστάκης, μόλις απαλλαγείς από τον παθιασμένον εναγκαλισμό και η παράσταση βρήκε κάπως το δρόμο της. Το παρατεταμένο χειροκρότημα ήταν απολύτως γνήσιο. 

Όταν κάποτε φτάσαμε στο μεγάλο πλάτωμα του ναού της Αθηνάς, ακολουθώντας το μονοπάτι δίπλα από το κυκλώπειο τείχος, πήγα παράμερα και στράφηκα προς το πανόραμα της πολίχνης που απλωνόταν κάτω μας, να απολαύσω το πάντα αγαπημένο μου θέαμα και να μην είναι ευθέως διακριτό ότι βρισκόμουν στα πρόθυρα πνιγμού και το λαχάνιασμα.

­ Αυτά κάνει το τσιγάρο, είπε η Αλεξάνδρα μ' ένα κρυστάλλινο γελάκι και τινάχτηκα ξαφνιασμένος. Στεκόταν πίσω μου μαζί με την αχώριστη φίλη της Εύη. 

­ Ντυθείτε. Φυσάει πολύ εδώ πάνω, είπα προστατευτικά, προσπαθώντας να αναπνέω κατά το δυνατόν αξιοπρεπώς. Είχαν βγάλει τα μπουφάν, ξαναμμένες από την ανάβαση, και, σκανδαλισμένος, διαπίστωσα ότι στο μουσκεμένο φανελάκι της Εύης διακρίνονταν οι ρώγες του ευμεγέθους της στήθους! Η Αλεξάνδρα φορούσε φαρδύ βυσσινί πουκάμισο. 

­ Μα πώς μεγαλώσατε έτσι... είπα με το πιο πατρικό μου ύφος. 

­ Ολόκληρες φοράδες, μου υπέμνησε η Αλεξάνδρα το συνήθη μου χαρακτηρισμό, όποτε την τσάκωνα αδιάβαστη ­ δηλαδή πάντα ­ και τίναξε γελώντας τη χαίτη της στο δυνατό άνεμο, ενώ τα μάτια της δεν εγκατέλειπαν τα δικά μου. 

Όπως πάντα, το απόγευμα ήταν ελεύθερο ­ σοφά υπολογισμένη ευκαιρία για αναπολήσεις. Ξεκίνησα για το φάρο. Το Βριόκαστρο μού έπεφτε πλέον μακριά, συλλογίστηκα μελαγχολικά, νιώθοντας τα πόδια μου ασήκωτα από την πρωινή ορειβασία. Εδώ κι ένα χρόνο η ηλικία μου είχε αρχίσει να μου γίνεται έμμονη ιδέα και τώρα με φούσκωνε μια γλυκειά μελαγχολία, όπως βάδιζα στον πανάρχαιο μώλο. Κάθισα στο παγκάκι και μόλις είχα αρχίσει να αναθυμούμαι συγκινημένος τη φυσαρμόνικα που μας έπαιζε στο ίδιο μέρος ο Κίμων τα βράδια, στα δεκαεφτά μας, όταν φάνηκε να έρχεται ο Κωστάκης. 

Μού ήταν πάντα ιδιαιτέρως συμπαθής αυτός ο λιγνός κομψευόμενος και με τα πολλαπλά προσόντα του πρωταγωνιστούσε στο στενό κύκλο των εκλεκτών, που εκ παραδόσεως απήρτιζα, υπεραμυνόμενος του δικαιώματός μου να έχω κι εγώ τις ανθρώπινες συμπάθειές μου. Και πάντα η συντροφιά του μου ήταν αγαπητή, αλλά εκείνη τη στιγμή μού έπεφτε κομματάκι πολύς. Γι' αυτό και τον υποδέχτηκα μάλλον ψυχρά. 

­ Τα 'κανα θάλασσα σήμερα, είπε αμήχανα, κοιτώντας συνοφρυωμένος το μετόχι απέναντι. 

«Τα σκάτωσες» ήμουν έτοιμος να του πω με χαιρεκακία, όταν είδα τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του. Δεν τον αγκάλιασα, παρόλο που έτσι ένιωθα, αλλά του μίλησα ήρεμα για πολλή ώρα, ώσπου σιγά σιγά γαλήνεψε και χαμογέλασε και τον κέρασα τσιγάρο και, καθώς με το ηλιοβασίλεμα βαδίζαμε προς το ξενοδοχείο, κλώτσησε με σφρίγος μια πέτρα, σίγουρος πια πως είχε ακόμα ακέραια την εκτίμησή μου. 

Αν και το 'θελα, δεν γινόταν να φιλοσοφήσω στο μπαράκι του ξενοδοχείου περί του λειτουργήματος του εκπαιδευτικού κ.λπ. κ.λπ., γιατί ο κυρ Γιώργης ήταν επικίνδυνα διαθέσιμος. Έτσι ανέβηκα στο δωμάτιό μου κι ετοιμάστηκα αργά αργά, χαμογελώντας στη σκέψη του δακρυσμένου Κωστάκη. Αθώες ψυχούλες, τόσο πρόθυμες να τις χειριστείς... 

Όταν κατέβηκα, οι μισοί περίμεναν ήδη και αδημονούσαν. Είπαμε εύθυμες σαχλαμάρες, τους έκανα σαρδώνεια πειράγματα για το βραδινό τους ντύσιμο και συγκατένευσα μεγαλόψυχα αντί της ταβέρνας να φάνε όπου θέλουν. Συνάντηση σε δύο ώρες στην ντίσκο. 

­ Λήξις στη μία, ασυζητητί! τόνισα για πολλοστή φορά. Και όποιος μεθύσει, θα έχει μια συζήτηση μαζί μου... συμπλήρωσα, με το σκοτεινότερο ύφος που μπορούσα να πάρω. 

Τσίμπησα και εγώ ένα σάντουιτς της κυρά Θέκλας και τράβηξα για το συμπαθέστατο μπαρ «Όασις» ­ όπου πλείστες σπονδές είχα κάνει στο παρελθόν ­ να προλάβω ένα ποτηράκι με την ησυχία μου, πριν το γνωστό πανδαιμόνιο. 

Δεν πρόφτασα να πω δύο λόγια με το γνωστό και μη εξαιρετέο ιδιοκτήτη και η Αλεξάνδρα με χαιρέτησε από το βάθος, σηκώνοντας εγκάρδια το χέρι. Χαιρέτησα έκπληκτος κι έκανα να κάτσω στον πάγκο, αλλά με πλησίασε η Εύη. 

­ Καλέ κύριε, μόνος θα το πιείτε; είπε παραγγέλνοντας ένα κοκτέιλ μαργαρίτα. 

Πήρα αμήχανα το ουίσκι μου και κάθησα άκρη άκρη στο σεπαρεδάκι που είχαν καταλάβει. 

­ Σαν νωρίς δεν πιάσατε δουλειά; είπα. 

­ Είμαστε εδώ μία ώρα, απάντησε η Εύη. Άντε ρε Άλεξ, έσκασα. Δε θα ντυθούμε; Ήταν ακόμη με τα αθλητικά. 

­ Πήγαινε. Να τελειώσω το ποτό μου κι έρχομαι, είπε αυτή παίρνοντας μια γουλιά από τη μαργαρίτα. 

Δεν ξέρω αν είχε πετύχει το άνετο, πατερναλιστικό ύφος που φόρεσα όταν μείναμε μόνοι, αλλά μέσα μου μ' έτρωγαν κάτι σκουλήκια να. 

­ Δεν κάθεστε πιο άνετα; είπε μισοξαπλωμένη στην πράσινη δερματίνη. Είχε πιάσει μια τούφα από τα μαλλιά της και τα μασουλούσε ρεμβαστικά, ενώ τα μάτια της είχαν γίνει σμαραγδένια. Έκατσα πιο άνετα. 

­ Μεταξωτό είναι; ρώτησε, προφανώς για το πουκάμισό μου. Έγνεψα «ναι». 

­ Μ' αρέσει, είπε και μου έπιασε τον καρπό. Δεν απάντησα και δεν τραβήχτηκα. 

Το χέρι της δεν ήταν όμορφο, αλλά οι πολλαπλοί ασημένιοι κρίκοι του πήγαιναν πολύ. Το τράβηξε αργά, σέρνοντας τα δάχτυλα στο λεπτό ύφασμα. Την κοίταξα. Είχε το κεφάλι μισοσκυμμένο, με καρφωμένα τα μάτια επάνω μου κι ένα αδιόρατο χαμόγελο. Χαμήλωσα το βλέμμα κι έπιασα αποφασιστικά το ποτήρι μου.

­ Πέρασε η ώρα, είπα. 

Έμεινε για λίγο σιωπηλή κι έπειτα σηκώθηκε αργά και με πλησίασε. Σκύβοντας πάνω μου άπλωσε το χέρι, ενώ μια ολόσωμη κράμπα με κατακυρίευε. Η μασχάλη της μύριζε ελαφριά κολώνια και μιαν αδιόρατη ιδρωτίλα, το μακό μέσα απ' το ανοιχτό αμάνικο ταράχτηκε σφριγηλά, με ελεύθερο παντός δεσμού το περιεχόμενό του. Ανασήκωσα το κεφάλι, μη ξέροντας τι ακριβώς περιμένω και τα μαλλιά της σύρθηκαν στο μάγουλό μου, καθώς το χέρι με προσπέρασε κι έπιασε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της από το τραπέζι. Κι όπως το σώμα της αποσυρόταν, μου χάιδεψε φευγαλέα τα μαλλιά ­ όσο τελοσπάντων περιέστεφαν την αχανή φαλάκρα μου. 

Έφυγε γατίσια, χωρίς κουβέντα και κατέβασα κατεπειγόντως το ουίσκι μου κι άλλα δύο. «Τι γίνεται τώρα;», τραύλιζα ενδομύχως. Και το ίδιο ερώτημα επανήρχετο ακατάπαυστα στο δρόμο για την ντίσκο, ενώ μια διέγερση διέτρεχε το σώμα μου, εντελώς ανάρμοστη για εκπαιδευτικό. 

Οι μισοί και παραπάνω ήταν ήδη παρόντες στην «Blow Up», που είχε ανοίξει κι αυτή ειδικώς για μας. Πήγα στον πάγκο και κατέβασα στα γρήγορα ένα ακόμη, ενώ ο Βασίλης, ο ιδιοκτήτης, με έγλειφε ευγνώμων για το χερικό. 

­ Είμαστε εκεί, μου είπε με πλατύ χαμόγελο ο Νίκος ο Παυλίδης, περνώντας από μπροστά μου με δύο μπουκάλια μπύρα. 

Ο κύκλος με καλούσε. Πήρα το ποτήρι, που μου είχε ξαναγεμίσει ακαριαία ο Βασίλης και πήγα. Οι εκλεκτοί μου ήταν σε απαρτία και με υποδέχτηκαν με μιαν αυτονόητη αίσθηση ιδιοκτησίας. Η Λία κάτι μου είπε για βακχικά δρώμενα και η ευρυμάθειά της με χτύπησε κατακούτελα. Ο Δημοσθένης ήταν ακραία κομψός. Ο Κωστάκης υπερβολικά χαριτωμένος μέσα στην πηγαία του αλαζονεία. Η Αλεξάνδρα πουθενά. 

­ Θα κάνω μια επιθεώρηση, είπα και περιηγήθηκα ενδελεχώς κάθε γωνιά της ντίσκο. Πουθενά. 

Πήγα στον πάγκο. Ξαφνικά δεν τους άντεχα. Από πού τόση βεβαιότητα, τόσος ελιτισμός; αναρωτιόμουν, υποπτευόμενος την απάντηση. Κάθονταν εκεί, αυτοτελείς και ιδιαίτεροι, ενώ ο λοιπός λαός είχαν αρχίσει κιόλας να χορεύουν. Ο Βασίλης είχε ήδη χαμηλώσει το φωτισμό κι είχε ανάψει τα αιώνια φωτιστικά εφέ της πίστας. 

­ Θα μου κάνετε την τιμή; είπε ψιθυριστά στο αυτί μου και το χέρι της με πήρε αγκαζέ. 

Ναι, Αλεξάνδρα, θα σου κάνω κάθε τιμή, το ξέρω, μόλις που πρόλαβα να συλλογιστώ απέραντα ευτυχής, καθώς με παρέσυρε απαλά στην πίστα, ήδη σκιρτώντας στον ήχο της μουσικής. Κι έπειτα έκανα το προσωπικό μου βακχικό δρώμενο, με όλους τους αρμούς εξαίσια λυμένους κι απολύτως ευήκοους στους παντοειδείς ρυθμούς, ενώ σε απόσταση αναπνοής άστραφταν στις εκλάμψεις του στροβοσκοπίου πότε η καμπύλη του λαιμού, πότε η μασχάλη, πότε ένα οργιώδες χαμόγελο, πότε ένας γοφός ελληνιστικά διαγραφόμενος στο ανάερο φόρεμα και πάντα τα μάτια, πράσινα, σμαραγδένια, λαδιά, μελίχλωρα ή και μαυροπράσινα, σαν τα νερά της Θασοπούλας. 

Πότε ήπια τόσο πολύ δεν το κατάλαβα. Θυμάμαι μόνον αμυδρότατα κάποια σύντομα διαλείμματα στον πάγκο του Βασίλη, πριν ορμήσω και πάλι μαινόμενος στην πίστα και τη φάτσα του Κωστάκη να ξεπροβάλει κάθε τόσο αντιπαθέστατα και να μου φωνάζει κάτι μέσα στον ορυμαγδό δείχνοντάς μου το ρολόι του. 

Κατάλαβα τι μου έλεγε πολύ αργότερα, όταν συνειδητοποίησα οδυνηρότατα πως με έσερναν προς το ξενοδοχείο υποβασταζόμενον ο Κωστάκης και ο Παυλίδης. Η ώρα ήταν πια δυόμιση. «Η Αλεξάνδρα;», ρώτησα, αλλά ευτυχώς το μόνο που μου βγήκε ήταν ένα «... λλαντα», πριν ξεράσω στο ρεματάκι του ξενοδοχείου «Αμφίπολις». 

Ο δημόσιος εμετός μπορεί να αποτελείωσε και τα εναπομείναντα ίχνη της αξιοπρεπείάς μου, αλλά τουλάχιστον σταμάτησε η Θάσος να στριφογυρίζει και κατάφερα να μπω στο ξενοδοχείο παραπατώντας ανεκτά. Ο Κώστας και ο Νίκος με πέταξαν στο κρεβάτι μου σαν να είχαν πιάσει σκατά και βρόντηξαν την πόρτα. Με την οριζοντίωση το στομάχι μού ξανανέβηκε στο στόμα. Με κάποιο τρόπο κατάφερα να φτάσω στο μπάνιο, αλλά όχι και μέχρι τη λεκάνη και άδειασα γονατιστός στο πάτωμα. Έπειτα έγειρα στον τοίχο με τα μάτια μούσκεμα από την κακουχία και σιγά σιγά άρχισα να ακούω το χαλασμό που συνέβαινε. Κάτι από τη σοφία της πείρας μου άρχισε να ξυπνά. Ήταν η δεύτερη βραδιά, με όλα τα κακά που αυτό συνεπάγεται! 

Εν ακαρεί πέταξα τα πασαλειμμένα μεταξωτά μου, έκανα ένα παγωμένο τρίλεπτο ντους, φόρεσα τις φόρμες και βγήκα στο διάδρομο, ακόμα βρεγμένος. Οι αλαλαγμοί και οι ολολυγμοί είχαν κάτι από τις τελευταίες μέρες της Πομπηΐας. Το ίδιο και τα πανταχού ατάκτως ερριμμένα σεντόνια, μαξιλάρια, σκαμπό, εσώρουχα, οδοντόβουρτσες και ποικίλα όσα αξεσουάρ. Ο Σοφιανίδης κι ο Παπαχρήστου μονομαχούσαν με αφρούς ξυρίσματος, κραυγάζοντας εξημμένοι και πάλλευκοι. Μια ικανή ποσότης μουσκεμένου χαρτιού υγείας με πέρασε ξυστά και κόλλησε στον τοίχο μ' ένα εκκωφαντικό «σπλατς». Ο Αποστολίδης, χοντρός και πλαδαρός, είχε κατεβασμένο το βρακί του κι έδειχνε τα ευτραφέστατα οπίσθιά του στην ανοιχτή πόρτα του 112. 

­ Τι συμβαίνει; βρυχήθηκα με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου, κι εκατομμύρια σφήνες καρφώθηκαν στο κρανίο μου.

Η σιωπή επήλθε προοδευτικά, όσο γινόταν κατανοητό ότι δεν επρόκειτο περί φαντάσματος, αλλά περί εμού αυτοπροσώπως. Μάτια γούρλωσαν, χέρια μαράθηκαν, αυτοσχέδια πυρομαχικά κρύφτηκαν βιαστικά πίσω από την πλάτη κι ο Αποστολίδης έκρυψε κατακόκκινος τον πισινό του. Ο Πέτρος πετάχτηκε από το 108 κραδαίνοντας μια μουσκεμένη σφουγγαρίστρα δίκην ακοντίου, κοίταξε απορημένος το ταμπλό βιβάν του διαδρόμου, μετά εμένα και στάθηκε προσοχή με το όπλο παρά πόδα. 

Μόνο στο 107 συνεχιζόταν ακόμη η αναστάτωση, παρ' ότι όσοι έβγαιναν το βούλωναν αυτομάτως. Προχώρησα προς τα εκεί και τα πλήθη χωρίζονταν σιωπηλά στο διάβα μου. Στην είσοδο του μπάνιου η Λία και η Βάσω στέκονταν ως μυροφόροι προ του μνήματος. Ο Νίκος καθόταν αποκαμωμένος στη λεκάνη, ενώ ο Κώστας, όρθιος, κατάβρεχε με παγωμένο νερό τον Χωραφά, που έκειτο μέσα στη μπανιέρα με μάτια κλειστά, αηδιαστικά ολόγυμνος και άσπρος σαν πεθαμένος. 

­ Τι έγινε, παιδιά; ρώτησα ανήσυχος. 

Τα κορίτσια έφυγαν χωρίς ν' απαντήσουν, ο Νίκος σήκωσε απλώς το βλέμμα και με κοίταξε σα να 'μουν βδέλυγμα. 

­ Έγινε σκνίπα, να τι έγινε! είπε ο Κωστάκης χωρίς να γυρίσει, σε τόνο που σαφώς με χαστούκιζε. 

­ Τον γιατρό! είπα στον Λάμπη και την κυρά Θέκλα, που τόσην ώρα στέκονταν στο κεφαλόσκαλο, παρακολουθώντας μυρολατρικά την θεομηνία. 

Τελειώσαμε στις τέσσερις το πρωί, με τον Χωραφά να ροχαλίζει σώος, πάντες τους λοιπούς εξαφανισμένους από προσώπου γης κι εμένα ανακαθισμένο στο κρεβάτι, να αγωνίζομαι με κλειστά μάτια να μην διαρραγεί το κεφάλι μου από την ημικρανία. 

­ Πονάς πολύ; με ρώτησε ψιθυριστά. 

Άνοιξα τρομαγμένος τα μάτια. Πώς είχε μπει τόσο αθόρυβα; Το φως του δρόμου σχημάτιζε μόνο το αριστερό της περίγραμμα. 

­ Δεν πρέπει, είπα, αλλά ήδη είχε μπει στο μπάνιο. Γύρισε με μια βρεγμένη πετσέτα και μου την τύλιξε στο κεφάλι. Βάλσαμο! 

­ Πήγαινε, της είπα. 

­ Φοβάσαι; ρώτησε χαμογελώντας. 

­ Δεν πρέπει, ξαναείπα. 

­ Γιατί όχι; απάντησε. 

Την κοίταξα φλεγόμενος, αλλά της έκανα ένα ασθενές νόημα με το χέρι να φύγει, γιατί το ερώτημά της είχε βρει πρόσφορο έδαφος μέσα μου και ήδη βλάσταινε επικίνδυνα προπετές. 

­ Καλά, είπε τότε η Αλεξάνδρα, παίρνοντας αυτή το βάρος της απόφασης. Κι αντί να κινήσει για την πόρτα, έσκυψε και με φίλησε στα χείλη παρατεταμένα, απαιτητικά, αρπαχτικά, κι έπειτα εξαφανίστηκε απολύτως αθόρυβα. 

Το πρωί, ευτυχώς, έβρεχε καταρρακτωδώς. Δεν θα άντεχα με τίποτε το γύρο του νησιού, που προέβλεπε το πρόγραμμα. Ψυχικό ράκος και με την ημικρανία ανένδοτη σαν Εριννύα, σύρθηκα με τις φόρμες ως τον καφενέ της κυρά Ευτυχίας, εντελώς εκτός πεπατημένης, κι ήπια τους καφέδες μου μέσα σε μαύρη δυστυχία. Έπειτα έκανα έναν περίπατο στον αρχαίο μώλο, αλλά όσο κι αν μούσκεψα, δεν κατάφερα να διαλλάξω την ντροπή με τον πόθο μου. 

Στο ξενοδοχείο άλλαξα κι ανακοίνωσα την αλλαγή του προγράμματος: αντί του γύρου, Μουσείο. Άφησα τη Λία να προσέχει τον ελεεινό Χωραφά, κλινήρη ακόμη, κι έκανα την πιο ανόρεχτη ξενάγηση της ζωής μου. Υπήρχε μια παγωμάρα στη συμπεριφορά των παιδιών, που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο με την υγρασία και τη σκοτεινιά. Οι του κύκλου αρνήθηκαν επιδεικτικά κάθε επαφή μαζί μου. Ο Κωστάκης ήταν στην άλλη αίθουσα, διαβάζοντας μανιωδώς τις επιγραφές, η Βάσω είχε κολλήσει στα νομίσματα. Μόνον η Αλεξάνδρα ήταν στην πρώτη γραμμή, ακούγοντας αχόρταγα κάθε κοινοτοπία μου. «Κωλόπαιδα!» είπα μέσα μου φουρκισμένος και τράβηξα την ξενάγηση σε ατέλειωτο μάκρος, εντελώς σαδιστικά. 

Το μεσημέρι στου Κοσμά ήταν αυτονοήτως απαγορευμένα τα οινοπνευματώδη, χωρίς ίχνος διαμαρτυρίας. Με μια χούφτα παυσίπονα κι έναν δίωρο μεσημεριάτικο ύπνο κατέβαλα εν τέλει την ημικρανία μου και το απόγευμα ήμουν σχεδόν κανονικός άνθρωπος. Η βροχή είχε σταματήσει κι ο άθλιος εκείνος Χωραφάς είχε επιτέλους σταθεί στα πόδια του, αλλά η απόσταση με τους μαθητές μου έμενε ακόμη μεγάλη, με τους δε εκλεκτούς αγεφύρωτη. Είχα πιάσει το τραπεζάκι του κυρ Γιώργη κι έπινα τον καφέ μου μεταπηδώντας εναλλάξ από το θυμό στην ενοχή, όταν με πλησίασε ο Θεόφιλος. 

­ Κύριε, είπε δειλά, βαρεθήκαμε. Να βγούμε μια βόλτα; 

Κατένευσα συννεφιασμένος. Ο Θεόφιλος έμεινε διστακτικός. Τον κοίταξα ερωτηματικά. 

­ Κύριε, είπε, θα μας πάτε να δούμε εκείνο το σόκιν άγαλμα που λέγατε; Αν θέλετε, δηλαδή... 

Από την ευγνωμοσύνη μού ήρθε να βουρκώσω. Η λύτρωση ερχόταν από κει που δεν την περίμενα. 

­ Ασφαλώς! είπα και τινάχτηκα ολοζώνταντος. Είχαν μαζευτεί ο Χρήστος ο Συρόκας με τα αιώνια σιδεράκια στα δόντια, η Μαρία, ο Πέτρος ο ψηλολέλεκας, ο πάντα χαμογελαστός Δημήτρης και η Αγάθη, όλα παιδιά αξιόλογα. Ουρά τους, είχαν κολλήσει και κανα-δυό χαζά, αλλά ούτε σκέψη να ξινιστώ από την παρουσία τους. Περιστοιχισμένος απ' τους απρόσμενους αυτούς πιστούς, πλησίασα το τραπεζάκι των εκλεκτών. 

­ Εμείς πάμε για την Πύλη του Σιληνού. Έρχεστε; ρώτησα εύθυμα. 

­ Εμείς θα δούμε τηλεόραση, είπε παγερά ο Νίκος. 

­ Καλά, γι' αυτό ήρθαμε εκδρομή; είπα επιτιμητικά. 

­ Ασφαλώς όχι! απάντησε κοφτά ο Κωστάκης, σκέτος δηλητήριο. 

Τους κατέβασα κάμποσα καντήλια από μέσα μου και φύγαμε. Ο δρόμος για την πύλη ήταν αρκετός για να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα, το υπερμέγεθες όργανο του Σιληνού, παρ' ότι καταφαγωμένο από τις Θασίτισσες στη διάρκεια των αιώνων, έδωσε την ευκαιρία για γέλια και υπονοούμενα και όλα, ξαφνικά και ανέλπιστα, είχαν γίνει όπως πριν. 

Γυρίσαμε με το σούρουπο, αφού τους κέρασα γλυκό καρυδάκι στο καφενεδάκι των δύο αιωνοβίων γραιών, κοντά στην πύλη. Στην είσοδο του ξενοδοχείου ο Θεόφιλος μου άπλωσε το χέρι. 

­ Σας ευχαριστούμε πολύ, μου είπε επίσημα. 

­ Εγώ σας ευχαριστώ, είπα πριν προλάβω να συγκρατηθώ και έσφιξα θερμά και παρατεταμένα το χέρι αυτού του κοντούλη, του παραμελημένου. 

Θα σε θυμάμαι πάντα, λιποβαρή μου Θεόφιλε, με τη μεγάλη σου καρδιά στην πικρή ώρα της πτώσεώς μου... 


Αυτά σκεπτόμουν το βραδάκι στην «Όαση», κατασυγκινημένος. Είχα δώσει ελεύθερη ώρα μέχρι το ομαδικό αποχαιρετιστήριο δείπνο κι αποτραβήχτηκα στο πιο ακραίο σεπαρέ του μπαρ, μόνος και αφανής μες στο ημίφως, να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου, σιγοπίνοντας έναν σκέτο χυμό πορτοκάλι. Ο μπάρμαν δεν πίστευε στα μάτια του. «Να ρίξω λίγη βότκα, τουλάχιστον» είχε προτείνει, αλλά εγώ ανένδοτος. Ο Θεόφιλος και οι λοιποί μου είχαν δώσει ένα σπουδαίο μάθημα κι ένιωθα την ανάγκη να το αξιολογήσω νηφάλιος. «Υπεροψίαν και μέθην...», μου 'ρχόταν συνέχεια στο νου, εναλλάξ με τα σεμνά γελάκια της Μαρίας και της Αγάθης μπροστά στον Σιληνό. Ο μπάρμαν έβαλε Έρικ Κλάπτον στο πικάπ και μαλάκωσα ακόμη περισσότερο. Στο δεύτερο χυμό είπα να ρίξει κι εκείνη τη λίγη βότκα ­ λίγες σταγόνες μόνο, έτσι για τη γεύση. Αναμάσησα επί μακρόν και με κακία την άτεγκτη καταδίκη του Παυλίδη, τη χολή του Κώστα. Καλά κουμάσια έτρεφα! Μπράβο στις επιλογές μου! Κάτι καίριο είχε πει σχετικά ο Ισοκράτης, αλλά προσώρας μου διέφευγε. Όταν όμως μου ήρθαν, ως κινηματογραφικό φλας, τα δακρυσμένα μάτια του Κωστάκη, οι πικρόχολες σκέψεις μου παραπάτησαν και ζήτησα ένα κανονικό σκρουντράιβερ. Και τι φταίγαν αυτά, παιδιά πράματα; μου ξανάρθε παραλλαγμένη η ερώτηση, αυτή τη φορά μαζί με την αυτονόητη απάντησή της. Ζάρωσα βαθύτερα στη γωνιά μου, στην άκρη του σκότους, ανασκαλεύοντας σχεδόν ηδονικά τις ενοχές μου. Άρχισα να βλέπω μιαν αναδρομή, κάτι σανζουρνάλ: οι πολλαπλοί δημόσιοι έπαινοι, οι έξτρα αρχαιολογικοί περίπατοι, τα συνωμοτικά σαββατόβραδα στα ταβερνάκια... Τότε όμως ο σκηνοθέτης άρχισε να μου κάνει άσχημα κόλπα. Μαζί με τις σωστές εικόνες, μου πετούσε εδώ κι εκεί ξαφνικά πλάνα, άσχετα και στιγμιαία, με κάτι χαμόγελα, κάτι ντεκολτέ, κάτι χάδια της Αλεξάνδρας. Κι έπειτα ξαναγύριζε στην κανονική ροή. Στη σκηνή, ωστόσο, με την πανηγυρική αναγόρευση του Κωστάκη ως Προέδρου έγινε μια δραστική συνειρμική μετάβαση και βρεθήκαμε στην Αγορά, να ξεναγώ με τον Κωστάκη εκ δεξιών, τη Βάσω αριστερά μου, τον Νίκο με τη Λία ξοπίσω, χέρι-χέρι ­ βρε μπας και τα είχαν φτιάξει αυτοί οι δυο; ­ τον Δημοσθένη πάντα μοναχικό και τους λοιπούς ν' ακολουθούν αγεληδόν εκόντες - άκοντες. Καθυστέρησα την εικόνα χαμογελώντας με νοσταλγία στην αλήστου μνήμης πεπατημένη μου. Με το επόμενο σκρου-ντράιβερ μεταφέρθηκα στο θέατρο ­ εκεί πια πρωταγωνιστούσε αυτοδικαίως η Αλεξάνδρα. Βρήκα, ωστόσο, κάποιες στιγμές συμπάθειας και για τον άχαρό μου Ορέστη, ενώ στη σκέψη του Πυλάδη βούρκωσα κι έκανα νόημα αποφασιστικά για ένα σφηνάκι. Ένας αξύριστος οινοχόος μου το έφερε, παρέα μ' ένα παγωμένο μπουκάλι βότκα, προσφορά του καταστήματος. Το δέχτηκα ευγνωμόνως, ως οφειλόμενο φόρο τιμής, αλλά, καθώς το κατέβασα, ο σκηνοθέτης αυτονομήθηκε πλέον εντελώς και ξαναγυρίσαμε στην Αγορά, μόνο που τώρα ήταν έρημη κι η Αλεξάνδρα καθόταν ολομόναχη στο κρηπίδωμα του βωμού του Καίσαρα, κάτω από το πλατάνι, κοιτώντας προς την δίοδο των θεωρών. Τι έκανε εκεί, έτσι ακίνητη; Της φώναξα από τη ΒΔ στοά, αλλά το ανοιξιάτικο αεράκι έπαιρνε τη φωνή μου. Σιγουρα την είχε απορροφήσει ο κλαψιάρης ο Κλάπτον μ' εκείνο το Oh Lord, give me strength to carry on..., είχα και κατέβηκα στην παχιά ανοιξιάτικη χλόη. Είχε βρέξει κι έγινα μούσκεμα, γι' αυτό χτύπησα ένα σφηνάκι ακόμα. Όσο να το πιω, η Αλεξάνδρα βρισκόταν όρθια πάνω στην πλώρη της τριήρους, ως άλλη Νίκη και γελούσε ολόχαρη, με τα χέρια ανοιχτά, ενώ το αεράκι ανέμιζε έξοχα τον μαβί της πέπλο. Προχώρησα μέχρι το ιερό του Θεογένη, αλλά εκεί μια βολική ριπή του ανέμου μου έφερε τη φράση «Δεν πρέπει» και καθηλώθηκα. Μου έλεγε τώρα πολλά, γελώντας ακατάπαυστα, αλλά ο άνεμος είχε δυναμώσει πολύ και μου 'φερνε μόνο θραύσματα. 

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο στο ηχητικό φόντο είχαν παρεισφρήσει κάποιες ακατάπαυστες γυναικείες φλυαρίες. Ενοχλημένος, προσπάθησα να κάνω ένα ακόμη βήμα προς το μέρος της, αλλά είχα κολλήσει ανεπανόρθωτα στην άθλια πράσινη δερματίνη και παραιτήθηκα. Ίσα που μπόρεσα να ξανατροφοδοτήσω το ποτηράκι. Μαζί με τον αέρα επιταχύνθηκε και η ροή των εικόνων και τώρα άρχισαν να πέφτουν κάθε τόσο γκρο-πλαν, με πράσινα μάτια κυρίως, αλλά από ήχο τα πράγματα ήταν εντελώς χάλια. Γέλια το πιο πολύ και σκόρπιες συλλαβές, που κατάπινα με βουλιμία, σκουντώντας τες με απανωτές γουλιές. Είπε κάτι σαν «χαλβάς» ­ άρχισες και να παρακούς τώρα... ­ κι έπειτα ένα ξεκάθαρο «φοβάσαι»; ­ όχι, δεν φοβάμαι πια, Αλεξάνδρα, μόνο κατέβα από κει, έλα κοντύτερα. «Γιατί όχι;» είπε και, καθώς άρχιζε ένα αργό ζουμ, η φωνή της γινόταν, επιτέλους, καθαρότερη: «Έπρεπε να τον δεις, μαλάκα μου, χυμένο στο κρεβάτι, με την πετσέτα σαρίκι στην καράφλα του. Όταν του είπα το "Γιατί όχι;" γούρλωσε κάτι ματάρες... Έχεις φιλήσει ποτέ μεθυσμένο γέρο; Μπλιαχ...».

­ Καλά, κι άμα σου την έπεφτε; ρώτησε μια από τις γυναίκες που τόσην ώρα κουτσομπόλευαν στο φόντο. 

­ Ρε συ, εδώ είναι θέμα ζωής και θανάτου! Κι έπειτα, με δυο χουφτώματα πάει, φτιάχτηκε, ο λιγούργης... 

­ Μήπως το παρατραβάς, ρε Άλεξ; αντέτεινε η Εύη. 

­ Μωρέ, ακόμα δεν είδες τίποτα, απάντησε η Αλεξάνδρα και σηκώθηκε από το ακριβώς πίσω μου σεπαρεδάκι. Ένα σου λέω και να το θυμάσαι: θα με περάσει και θα πει κι ένα τραγούδι! 

Κι έφυγαν αγκαζέ με την Εύη, γελώντας με όλα τους τα δεκάξι χρόνια. 

Απρίλιος 1997




from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=4661