Victoria A'

Θανάσης Βαλτινός

Με τη Βίκυ μοιραστήκαμε τρεις ημέρες ­ τις τελευταίες της στην Ελλάδα. Μετά την αποπομπή μου απ' το σχολείο εργαζόμουν στην έκδοση μιας ξένης εγκυκλοπαιδείας ­ διόρθωνα γλωσσικά τα διάφορα λήμματα ­ και την γνώρισα εκεί. Αυτή μετέφραζε. Μίλαγε τα ελληνικά καλά και η δουλειά τής άρεσε γιατί δεν υπήρχαν δεσμεύσεις. Μπορούσε να διαλέγει τις ώρες που θα «θυσίαζε». Επίσης δεν ήταν υποχρεωμένη να κάθεται στην Αθήνα. Είχε νοικιάσει, από μήνες, ένα σπίτι στην Αίγινα και κάθε δεκαπέντε ταχυδρομούσε στον εκδότη τα δακτυλόγραφα που ετοίμαζε στο μεταξύ. Ύστερα αποφάσισε να φύγει ξαφνικά ­ ποτέ δεν εξήγησε γιατί ­ και είχε έρθει να εισπράξει μερικά υπόλοιπα που τις όφειλαν.

Της πρότεινα χωρίς περιστροφές να φάμε το βράδυ μαζί. Δέχτηκε. Είχα παρακάμψει την κλασική μέθοδο προσέγγισης ­ τουλάχιστον φραστικά: καμιά μνεία για ρετσίνα και τα συναφή με το ελληνικό φολκλόρ. Όπως αποδείχτηκε άλλωστε λίγο αργότερα, έχοντας μείνει τέσσερα σχεδόν χρόνια στον τόπο μας, τα ήξερε καλά όλα αυτά. Στις 8 πέρασα από το σπίτι μιας γνωστής της που την φιλοξενούσε και την πήρα. Κατεβήκαμε στο Καβούρι. Υπήρχε μια ταβέρνα εκεί, η μοναδική σ' όλη την ακτή που είχε επιζήσει ανάμεσα στα τουριστικά ρεστοράν και τις διάφορες πιτσαρίες. Ήταν πάνω στη θάλασσα, μισοκρυμμένη από τα σκίνα και τους δυσπρόσιτους χωματόβραχους. Ρώτησα τη Βίκυ αν της άρεσε το μέρος και με ξάφνιασε λέγοντάς μου ότι το ήξερε.

­ Κοινά στοιχεία του παρελθόντος μας, συμπλήρωσε χαμογελώντας. Δεν ήταν μόνο το χιούμορ της. Είχε ακόμα το χάρισμα να δημιουργεί μια φιλική άνεση με την κουβέντα. Αυτό έκανε ευκολότερη τη βραδιά. Της άφησα την πρωτοβουλία. Μίλησε άνετα για τον εαυτό της, αλλά με ένα διαφορετικό στυλ από το μεσογειακό. Κανένα ίχνος εγωκεντρισμου ή αισθηματολογίας. Ανοίχτηκε σε προσωπικά της πράγματα, απλά, σαν τρίτος, συχνά με μια αδιόρατη ειρωνεία. Μέχρι τα μεσάνυχτα είχα μάθει τα «βασικά βιογραφικά» της.

----

Τσέχα από τη μια μεριά, τη μεριά του πατέρα της, Ιρλανδή απ' την άλλη. Μικρή ήθελε να γίνει χορεύτρια, επηρεασμένη από ένα άρθρο για την Ισιδώρα Ντάνκαν ­ κυρίως από τον τραγικό της θάνατο.

Στα δεκατέσσερά μου ήμουν κι όλας γεμάτη απαισιοδοξία για τη ζωή, σχολίασε συγκαταβατικά.

Σπούδασε λογοτεχνία. Έκανε το Μ.Α. της στη Φιλαδέλφεια κι αμέσως μετά έφυγε για τη Δυτική Ακτή. Κατέληξε στο Μπέρκλεϊ και με κάποια καθυστέρηση αποφάσισε να συνεχίσει για ΡΗ.D. Δούλεψε δυόμισι χρόνια πάνω σ' έναν στίχο του Πάουντ, τελικά όμως, και παρά την επιμονή του αρμόδιου καθηγητή, αρνήθηκε να υποστηρίξει τη διατριβή της. Είχε διαπιστώσει στο μεταξύ ότι ο στίχος του Πάουντ δεν αντιπροσώπευε τίποτα πια γι' αυτήν. Ούτε καν δυόμισι χρόνια δουλειάς. Τη ρώτησα γιατί, αν αυτό δεν θα της ήταν χρήσιμο επαγγελματικά.

Όχι, είπε. Υπήρχε ήδη μια μικρή στρατιά από ξέμπαρκους με παρόμοια ΡΗ.D.

Επιπλέον δεν ένιωθε καλά στη σκέψη ότι, για όσο τής μελλόταν να ζήσει ακόμα, θα έπρεπε να κουβαλάει σα μάρκα στο πετσί της αυτόν τον στίχο. Δεν πέρασε βέβαια καμιά κρίση, αλλά ήταν τότε που αναδύθηκε μέσα της η ανάγκη να ταξιδέψει. Να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της πήρε μια απόφαση που την πραγματοποίησε αμέσως. Στο βάθος φυσικά ο μύθος της Ντάνκαν δούλευε ακόμα.

Σκόρπισε δέκα μέρες στο Παρίσι και άλλες πέντε στη Νορμανδία, ψάχνοντας την ακτή Ομάχα. Τη ρώτησα τι γύρευε η Ομάχα στη Νορμανδία.

Ακτή Ομάχα, ακτή Γιούτα, είπε. Κωδικές ονομασίες για την απόβαση του '44. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε εκεί.

Ήταν ένα στοιχείο αυτό. Την κοίταξα προσπαθώντας να υπολογίσω την ηλικία της. Το κατάλαβε.

Είμαι το παιδί της άδειας του πολεμιστή. Είμαι 29 χρόνων.

Και έχεις ένα ωραίο κορμί, είπα εγώ.

Με κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Ένιωσα για μια στιγμή σα να με είχε βάλει στη θέση μου. Αλλά εκείνη το είχε κιόλας προσπεράσει.

Η λύπη δεν τους τσάκισε, είπε. Τον παππού και τη μάνα. Με έβγαλαν Βικτώρια, σε ανάμνηση της νίκης ­ και της θυσίας του πατέρα μου. Νομίζω ότι πιανόταν από τη φλυαρία της.

Παρά το γεγονός ότι δεν είχε προβλήματα με τη γλώσσα, κάτι στη γαλλική ατμόσφαιρα την ενοχλούσε. Έφυγε για την Ιταλία. Έμεινε εκεί τέσσερις μήνες, με ένα δεκαπενθήμερο διάλειμμα στην Πράγα. Ήταν μετά το φυλλορρόημα της Άνοιξής της και ήταν ένα προσκύνημα.

Όταν θύμωνε ο παππούς μου, βλαστήμαγε πάντα στα τσέχικα. Τον θυμόμουν αμυδρά.

Στην Ελλάδα ήρθε αρχές του '70. Το είχε σκεφτεί αρκετά και είχε διστάσει πολύ. Γινόταν τότε μια έντονη προπαγάνδα που προσπαθούσε να αποτρέψει τους τουρίστες να κατεβαίνουν στη χώρα των συνταγματαρχών. Αλλά η ίδια είχε βαρεθεί την Ιταλία ­ και όχι μονάχα αυτήν.

Η δροσιά της νύχτας, το κρασί ­ και ο ήχος της θάλασσας που συνόδευε σαν ισοκράτημα την κουβέντα. Η Βίκυ μού διηγήθηκε την «αθηναϊκή» της περίοδο με λεπτομέρειες. Αρχικά δούλεψε στην Κηφισιά για μερικές εβδομάδες, ως γκουβερνάντα.

Έμαθα τα πρώτα ελληνικά μου με το αγοράκι που πρόσεχα. Και το περιβάλλον του σπιτιού μού άρεσε.

Υπήρχε ένας τεράστιος κήπος με δέντρα και οι γονείς του παιδιού, νέοι και οι δύο από καλές αθηναϊκές οικογένειες, την αντιμετώπισαν φιλικά. Ο άντρας άρχισε σύντομα να τη φλερτάρει, με τακτ βέβαια και με χιούμορ. Η γυναίκα του διασκέδαζε με την κατάσταση. Πλάγιασε τελικά με τον περιβολάρη, έναν μεσήλικα ξωμάχο γιατί της άρεσαν τα χέρια του, ο τρόπος που περιποιόταν τον κήπο κάθε Τετάρτη απόγευμα. Το περιστατικό δημιούγησε κάποια σκιά. Ο οικοδεσπότης προφανώς το θεώρησε πρόκληση για τον δικό του ανδρισμό. Δεν έπαψε να είναι ευγενικός μαζί της, αλλά σταμάτησε το φλερτ. Ακριβώς τότε, σε μια από τις λίγες της καθόδους στην Αθήνα, γνώρισε τυχαία έναν Νεοζηλανδό που έφευγε να ξεκαλοκαιριάσει στα νησιά. Της πρόσφερε το σπίτι του για όσο καιρό θα έλειπε. Το ενοίκιο ήταν μηδαμινό. Μετακόμισε στα Αναφιώτικα, ενθουσιασμένη με την ιδέα ότι θα ζούσε κυριολεκτικά στον ίσκιο της Ακρόπολης. Στην ουσία την Αθήνα δεν την είχε δει ακόμα. Από τη δεύτερη κι όλας ημέρα άρχισε να ψάχνει για καινούργιο σπίτι. Η βαρβαρότητα της Πλάκας μόλις νύχτωνε και ο σαματάς έως τις πρωινές ώρες από τα διάφορα κέντρα, τη γέμιζαν πανικό.

Κόντεψα να τρελαθώ εκείνες τις μέρες. Αγόρασα ένα χάρτη στο Σύνταγμα κι άρχισα τους ποδαρόδρομους.

Βρήκε ένα ημιυπόγειο δυάρι στο τέρμα της Αναγνωστοπούλου, προς τα σκαλιά της Σίνα.

Ήταν πέντε φορές πιο ακριβό από το άλλο, αλλά είχε μπάνιο ­ και μπιντέ.

Έβαλα κρασί στα ποτήρια και τη ρώτησα αν είχε τότε παρέες, αν η άγνοια της γλώσσας της δημιουργούσε προβλήματα.

Εννοείς αν με έπνιγε η μοναξιά, είπε.

Είχε γνωριστεί στη Δεξαμενή με μερικούς συμπατριώτες της. Κυρίως κοπέλες που στάλιζαν τα μεσημέρια εκεί. Η παροικία των ξένων στις υπώρειες του Λυκαβηττού δεν είχε αρχίσει ακόμα να μεταφέρεται προς το Μετς. Την πήγαν πρόθυμα στο Μοναστηράκι και αγόρασεσε έπιπλα από δεύτερο χέρι. Τη μύησαν και σε άλλες ακόμα δυνατότητες που παρουσίαζε η Αθήνα. Ήσαν καλά παιδιά, αλλά η ζωική ανεμελιά τους την απομάκρυνε.

Τόσο καιρό εδώ, οι περισσότεροι δεν ήξεραν να γυρέψουν νερό.

Στο βάθος ο πανικός ήταν διαφορετικός. Η ευκολία να υπάρχεις. Τίναξε τα μαλλιά της πίσω και με κοίταξε στα μάτια.

Το φως σας, είπε. Να ξαπλώνεις, να βγάζεις το στομάχι σου τα μέσα - έξω και να το λιάζεις σαν αστερίας.

Πήρε το ποτήρι της και, χωρίς να δοκιμάσει το κρασί, το μετατόπισε πάνω στο τραπέζι.

Μπορεί να είμαι άδικη, είπε. Ίσως το πρόβλημα να ήταν δικό μου. Της πρόσφερα τσιγάρο και της το άναψα. Τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά και κράτησε τον καπνό βαθιά μέσα της.

-----

Της είχαν προτείνει να εργαστεί σ' ένα αμερικάνικο σχολείο στο Ψυχικό. Αρνήθηκε. Ήθελε να ρυθμίζει η ίδια τις ώρες της. Προτίμησε τα ιδιωτικά μαθήματα. Αυτό τη βοήθαγε έμμεσα και στα ελληνικά. Τη ρώτησα αν δυσκολεύτηκε πολύ να τα μάθει. Χαμογέλασε.

Νόμιζα ότι ξέρω κάτι, κι αμέσως έπειτα διαπίστωνα ότι υπήρχαν άλλοι δέκα τρόποι για να το πεις. Μ' έπιανε απελπισία. Μια δυο φορές σκέφτηκα να τα μαζέψω.

Τη ρώτησα γιατί δεν το έκανε, τι την κράτησε τελικά.

Η σκέψη ότι έπρεπε να φτιάξω τις βαλίτσες μου πάλι.

Έμεινε για λίγο αμίλητη.

Όχι, είπε. Θα ήταν σαν να δραπέτευα.

Την έπιασε το πείσμα να ξεμπερδέψει με τη γλώσσα. Έψαξε για βιβλία, έπιασε φιλίες με τη θυρωρό, με τον μπακάλη της γειτονιάς.

Έπαιρνα το «Άθενς Νιούζ», για να διαπιστώσω με καθυστέρηση καταστάσεις που μέσα τους είχα ζήσει ανυποψίαστη.

Τη ρώτησα αν στο μεταξύ είχε ταξιδέψει στην υπόλοιπη χώρα.

Ξεκαλοκαίριασα στο δυάρι μου, απάντησε. Ήταν αρκετά δροσερό. Της παρατήρησα ότι έκανε λάθος που περιορίστηκε στην Αθήνα.

Οι περισσότεροι ερχόμαστε εδώ με προκατασκευασμένες ιδέες, είπε.

Η Ντάνκαν απάντησε μεσημεριάτικα τον Πάνα στον Ιλισό. Εγώ ξεποδαριάστηκα για να τον βρω τελικά σκεπασμένον με άσφαλτο. Φυσικά δεν περίμενα να ξέρει Όμηρο η θυρωρίνα μου, ούτε ότι τα διάφορα μνημεία δεν θα είχαν γίνει αξιοθέατα. Αλλά ήταν λίγο σαν σοκ. Και δεν ήθελα να πάω στην Επίδαυρο ή τους Δελφούς όπως οι τουρίστες. Της είπα ότι πέρα από τα αρχαία και την Αθήνα, υπάρχει η άλλη Ελλάδα, εντελώς διαφορετική. Ίσως θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει από εκεί.

Το έκανα αλλά λίγο αργότερα. Περίμενα να λυθεί πρώτα ο κόμπος. Έως τότε η μεγαλύτερή μου έξοδος ήταν στη Λούτσα.

Τουλάχιστον προς τα εκεί μπορεί αμόμα να βρει κανείς ίχνη υπαίθρου.

Την ύπαιθρό σας την ανακάλυψα στην οδό Ξενοκράτους, απάντησε η Βίκυ. Με τα φιρίκια Βόλου και τις μελιτζάνες Λεωνιδίου. Γέλασα. Με ρώτησε γιατί.

Μέχρι πέρυσι έμενα στην οδό Κλεομένους. Κάθε Παρασκευή πρωί κατέβαινα και ψώνιζα στη Λαϊκή.

Άλλο ένα κοινό στοιχείο, είπε η Βίκυ. Θα μπορούσαμε να είχαμε συναντηθεί γρηγορότερα.

Ανάμεσα στα λαχανικά και τις φωνές των μανάβηδων.

Έκοψε μια μπουκιά ψωμί και το βούτηξε στο λάδι της σαλάτας. Δεν ήταν μονάχα τα γεωργικά προϊόντα, με τα χρώματα και τη φρεσκάδα τους, μεταφερμένα από τόσες άκρες, που τη γοήτευαν. Η ιδέα ότι άνθρωποι άγνωστοι και ανώνυμοι είχαν μοχθήσει για να τα καλλιεργήσουν, ενδεχομένως με μηδαμινό κέρδος, της ξαναθύμισε τη δουλειά της. Στα δυόμισι χρόνια που είχε ασχοληθεί με τον Πάουντ, κάπου, κάποια στιγμή, απαντήθηκε φευγαλέα με τους προσωκρατικούς. Τώρα, με έναν περίεργο τρόπο, αυτοί οι στιλπνοί καρποί της έδιναν την εντύπωση ότι, πέρα από τα άλλα στοιχεία που είχαν δεσμεύσει στον φλοιό τους, κουβάλαγαν πάνω τους και κάτι από το αρχαϊκό πνεύμα.

Για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό ένιωσα μέσα μου πάλι λαχτάρα, είπε η Βίκυ. Αόριστα, πάντως για κάτι.

Λίγο αργότερα αποφάσισε να γνωριστεί καλύτερα με εκείνη την περίοδο της φιλοσοφίας. Νόμισε ότι θα μπορούσε να το συνδυάσει με την πρόοδο στα ελληνικά της. Συμβουλεύτηκε σχετικά έναν Ελληνοαμερικανό γνωστό της, επισκέπτη καθηγητή στο αγγλικό τμήμα της Φιλοσοφικής.

Ήταν ο μόνος Έλληνας ­ έστω μισοέλληνας ­ που δεν με είδε σαν λεία, είπε.

Θεώρησα ότι το σχόλιό της ήταν μια καθυστερημένη απάντηση στην παρατήρησή μου για το κορμί της. Τη ρώτησαν αν συμπεριελάμβανε και μένα στη λίστα της. Με κοίταξε στα μάτια και, παρ' όλο που κουβεντιάζαμε τόση ώρα, κατάλαβα πόση απόσταση υπήρχε ανάμεσά μας.

Ναι, είπε.

Δεν πειράχτηκα, θα ήταν κουτό. Αλλά ο τρόπος που το είπε, απλά σαν καθημερινή διαπίστωση, με έκανε να νιώσω δυσάρεστα. Τη ρώτησα αν ο γνωστός της ήταν «γκέι». Φάνηκε λίγο να σκέφτεται.

Μπορεί, είπε. Κι ύστερα συνέχισε: Αυτός με συνέστησε στον κοσμήτορα, που ήταν η αρμοδιότητά του. Κανονίσαμε ένα ρανεβού στο σπουδαστήριό του. Για τα μέτρα σας εδώ ήταν αρκετά νέος.

Δηλαδή;

Γύρω στα σαράντα πέντε. Και με τολμηρό παρουσιαστικό. Γένια, παντελόνια τζιν, ζακέτα δερμάτινη.

Φυσικά και λίγο πομπώδης.

Όχι ακριβώς. Πάντως ικανοποιημένος από τον εαυτόν του. Με κολάκεψε για τον τρόπο που μίλαγα τα ελληνικά, μου πρότεινε τις πολυγραφημένες παραδόσεις του ως το πιο κατάλληλο βοήθημα και προσπάθησε να μου βάλει χέρι.

Όχι!

Ναι, χωρίς κανένα πρόσχημα.

Δεν του στάθηκες υποθέτω.

Του πέταξα τις σημειώσεις του κατά πρόσωπο κι έφυγα. Μετά έμαθα για παρόμοια περιστατικά με τις φοιτήτριές του.

Της είπα ότι ο κοσμήτορας δεν ήταν η εξαίρεση. Ένα σωρό τέτοια πανεπιστημιακά σκάνδαλα συζητιόντουσαν, φυσικά σε ανεκδοτολογικό επίπεδο. Η κρούστα της σοβαροφάνειας έμενε πάντα αράγιστη. Πήρε μια χαρτοπετσέτα, την έβρεξε στο νερό και σκούπισε τα δάχτυλά της.

Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω αυτή τη λίμα σας.

Ένιωσα τη διάθεση να την προκαλέσω. Δεν με είχε ενοχλήσει ο πληθυντικός, αλλά έβλεπα την κουβέντα να στρέφεται αλλού. Είπα ότι το εύρισκα φυσικό οι άντρες να θέλουν τις γυναίκες.

Μόνο που όταν οι γυναίκες δεν θέλουν, τους κακοφαίνεται.

Αυτό χτύπησε στ' αυτιά μου σαν προειδοποίηση. Επέμεινα.

Εννοώ τις ωραίες γυναίκες. Η μισή ευθύνη είναι δική τους.

Εγώ εννοώ όλους τους άντρες. Νομίζετε ότι για το πράμα που κρέμεται μπροστά σας κάθε μια είναι υποχρεωμένη να ανοίγει τα πόδια της! Ιδιαίτερα οι ξένες.

Είχε απότομα αρπαχτεί. Είδα το πρόσωπό της να κοκκινίζει και οι γραμμές των χειλιών της συσπάστηκαν. Προσπάθησα να αλαφρώσω την ατμόσφαιρα. Είπα ότι ήταν λάθος να γενικεύει κανείς.

Στο κάτω κάτω εκεί στηρίζεται ο τουρισμός μας.

Περίμενα να γελάσει με το ευφυολόγημά μου. Με κοίταξε αμίλητη και ύστερα γύρισε κατά τη θάλασσα. Η σκοτεινιά της τελείωνε στις ανταύγειες της Πειραϊκής και λίγο αριστερά στον ουρανό ένα τρίτο φεγγαριού χαμήλωνε κατωκέφαλα προς την Αίγινα.

Καταπληκτική ημισέληνος, είπε σα να έβαζε παύλα στην αψιμαχία μας.

Δεν ήθελα να τελειώσει έτσι η κουβέντα, θα ήταν λάθος τακτικής.

Δεν θα απολογηθώ για τους Έλληνες, είπα, αλλά έχω τη θεωρία μου. Στύλωσε τα μάτια της στα δικά μου και περίμενε τη συνέχεια.

Κληρονομημένα χρέη, που πρέπει να πληρωθούν αναδρομικά, είπα. Με σταμάτησε.

Τα έχω ξανακούσει αυτά. Και για την αυταρχική οικογένειά σας και για τη δύσκολη εφηβεία σας και για την «πείνα» των προγόνων σας, που αταβιστικά έχει περάσει σε σας. Ας μη χαλάσουμε τη βραδιά. Ας πιούμε το κρασί μας εν ειρήνη.

Ο τόνος της ήταν επιθετικός. Εχθρικός σχεδόν. Μέχρι τώρα μου είχε διηγηθεί επιπόλαια και χαριτωμένα περιστατικά μόνο. Να σκέπαζε έτσι κάποια πληγή; Ό,τι κι αν συνέβαινε πάντως ήταν ενδιαφέρον να ακούω από μια ξένη το ψυχογράφημα του ρωμιού σερνικού. Της το είπα. Είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία της και χαμογέλασε κολακευμένη. Το δόλωμα έπιανε. Άφησα την κουβέντα να σκορπίσει σε άλλες, ανώδυνες, κατευθύνσεις. Η Βίκυ με βοήθησε, είχε ένα ανεξάντλητο απόθεμα άνεσης. Μιλήσαμε σχεδόν για τα πάντα. Και για Καβάφη βεβαίως. Αρχικά της τον δάνεισε ένας ξένος στα Αγγλικά. Δοκίμασε μετά να το διαβάσει στο πρωτότυπο, μόνη της. Δεν τη δυσκόλεψε νοηματικά, στο κάτω κάτω εκεί είναι και η τέχνη του. Η δυσκολία ήταν να πιάσει τις αποχρώσεις των λέξεών του. Αυτό έγινε πολύ αργότερα.

Τότε βεβαιώθηκα ότι ήξερα τη γλώσσα σας, είπε. Άλλωστε, είχα αρχίσει να κάνω και τους λογαριασμούς μου στα ελληνικά.

Τους λογαριασμούς στη Λαϊκή της Ξενοκράτους.

Στη Λαϊκή και στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς. Την ίδια εποχή είδα και το πρώτο μου ελληνικό όνειρο. Ήταν ερωτικό.

Τη ρώτησα σε τι διαφέρει ένα ελληνικό από ένα αμερικάνικο όνειρο.

Σε πολλά, είπε. Κάθε γλώσσα έχει τον ψυχισμό της.

Αλλά τα όνειρα;

Σε κάποια γλώσσα τα βλέπεις.

Άρχισε να μου εκθέτει τις απόψεις της. Υπάρχουν τα βρετανικά νησιά και τα νησιά του Αιγαίου. Αλλά η θάλασσα στα αγγλικά δεν είναι ποτέ ό,τι και στα ελληνικά. Αν μπορούσα να το καταλάβω, μετέφερε το πρόβλημα στην ίδια την ύπαρξη των πραγμάτων.

Δεν είχα λόγο να αμφισβητήσω την αυθεντία της. Ήταν ταξιδεμένη και είχε μελετήσει το αντικείμενο. Για μένα πάντως έφτανε να επαναλάβω πέντε φορές τη λέξη θάλασσα, για να διαλυθεί και η θάλασσα και η λέξη. Αλλά αυτό δεν της το είπα. Ήταν το κλειδί της σχέσης μου με τον κόσμο, η απροστάτευτη φτέρνα μου.

Γύρεψα τον λογαριασμό, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Η Βίκυ πρότεινε να τον μοιραστούμε ­ φίφτι - φίφτι. Το δέχτηκα για λόγους τακτικής πάντα. Δεν θα επέμενα ποτέ να της κάνω το τραπέζι πριν απ' «αυτό». Μια τέτοια βιαστική χειρονομία σε δεσμεύει και ο κίνδυνος από κει και πέρα είναι κάθε πρότασή σου να εκληφθεί ως απαίτηση ανταπόδοσης.

Πληρώσαμε και σηκωθήκαμε σχεδόν τελευταίοι. Στο βάθος του Σαρωνικου δύο μεγάλα κατάφωτα πλοία ανοίγονταν αργά, το ένα πίσω απ' το άλλο, κατά το Σούνιο.

Από μακριά φαίνεται πάντα ωραίο να ταξιδεύει κανείς, είπε η Βίκυ.

Ποστάλια που πηγαίνουν το πολύ έως τη Ρόδο, απάντησα.

Τα τραπεζάκια στην άκρη της θάλασσας είχαν αδειάσει, εκτός από ένα. Ήταν ένα μάλλον ηλικιωμένο ζευγάρι που απόμενε ρεμβάζοντας σιωπηλά.

Μεθύσαμε, είπε η Βίκυ.

Δεν είχαμε μεθύσει, απλώς το σχετικό αλκοόλ μάς έκανε να νιώθουμε ελαφρότεροι.

Στο τέλος του φωτεινού αλωνιού που σχημάτιζαν οι κρεμαστοί γλόμποι της ταβέρνας, άρχιζε το μονοπάτι. Ανηφόριζε ακολουθώντας το χείλος των χωματόβραχων της ακτής και περνώντας μέσα από σκόρπια πεύκα και σκίνα, κατέληγε στη μεγάλη αμμουδιά της πίσω πλευράς. Εκεί είχα αφήσει το αυτοκίνητο.

Φτάνοντας στην κορφή, η Βίκυ, που προπορευόταν, σταμάτησε. Δεν μπορούσε να δει τίποτα και τα φώτα που έρχονταν απ' αυτή την πίσω πλευρά τη δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο.

Δος μου το χέρι σου, είπα.

Δεν ήταν πρόσχημα, όπως με σιγουριά το θεώρησε εκείνη. Δεν σκόπευα να εκμεταλλευτώ το σκοτάδι, κυρίως όμως δεν σκόπευα να ικανοποιήσω αυτή της τη σιγουριά. Την έπιασα από το μπράτσο και κατεβάζοντας την παλάμη μου προς τα κάτω βρήκα τη δική της.

Ακολούθησέ με, της είπα, και μπήκα μπροστά.

Πρέπει να την μπέρδεψα λίγο. Ίσως να αισθάνθηκε και κάποια απογοήτευση, που της ανέτρεπα έτσι τον κανόνα. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα πάντως συνήλθε κι αφέθηκε στο άγγιγμά μου με εμπιστοσύνη. Ήθελα να επιβάλω στο παιχνίδι τους δικούς μου όρους, και είχα γι' αυτό ισχυρά ατού. Τα πεύκα και τα σκίνα της ακτής κορεσμένα όλη μέρα από ήλιο, τον ξαναέδιναν τώρα πίσω με το αψύ άρωμα της ανάσας τους και δεξιά μας απλωνόταν ο Σαρωνικός διάστικτος από γρι γρι και πυροφάνια. Η μεγάλη καλοκαιριάτικη νύχτα ήταν κι αυτή σύμμαχός μου. Ένα αστέρι έσκισε τον ουρανό, που έσφυζε από πάνω μας σαν ανοιγμένο ρόδι, και η Βίκυ σήκωσε το χέρι της κατά κει, αλλά μάταια.

Την επόμενη φορά πρέπει να είσαι πιο γρήγορη, είπα. Αλλιώς καμιά εύχή σου δεν θα πιάσει.

Χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει. Κι όταν φτάσαμε κάτω, σα να είχε χάσει ένα ανώδυνο στοίχημα είπε: Με διέψευσες.

Κάνεις λάθος, της απάντησα σοβαρά. Θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3546